Χάρτης 66 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-66/afierwma/eitikhia
«Τον Αύγουστο του 1992, όταν οι ημέρες του Σείριου πλησίαζαν στο τέλος τους, ξεκίνησα να περιηγηθώ με τα πόδια την κομητεία Σάφολκ της Ανατολικής Αγγλίας, με την ελπίδα να ξεφύγω από το κενό που με πλημμυρίζει όποτε ολοκληρώνω μια εκτενή εργασία. Και ως ένα βαθμό, η ελπίδα αυτή πραγματώθηκε, αν κρίνω από το γεγονός ότι σπάνια έχω νιώσει τόσο ανέμελος όσο τότε, όταν βάδιζα ώρες και μέρες ολόκληρες μέσα από τις εν μέρει αραιοκατοικημένες εκτάσεις εντεύθεν της θαλάσσιας ακτής. (Οι Δακτύλιοι του Κρόνου, μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, Άγρα 2009, σ. 13.)
Οι άνθρωποι συχνά δείχνουν λιγότερο δυστυχισμένοι από όσο νιώθουν ότι θα έπρεπε να είναι όταν έχουν διαβάσει Ζέμπαλντ.
Το 2010 πήρα συνέντευξη από τον Αμερικανό συγγραφέα Ρικ Μούντι για μια ταινία που έκανα για τους Δακτύλιους του Κρόνου. Η συνέντευξη επικεντρώθηκε σ’ αυτό που ο Μούντι αποκάλεσε «κειμενικό καταναγκασμό» του προς τη γραφή του Ζέμπαλντ. Μια επιθυμία να καταβροχθίσει κάθε λέξη που είχε δημοσιεύσει ο συγγραφέας. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης είπε ότι η ευχαρίστηση που ένιωθε διαβάζοντας τον Ζέμπαλντ ήταν ένα είδος αγάπης. Το είδος της αγάπης που μπορεί να νιώθει κανείς «για έναν ανιψιό… ή κάτι τέτοιο». Για το ίδιο πρότζεκτ πήρα συνέντευξη από τον Βρετανό συγγραφέα Ρόμπερτ Μακφάρλαν, ο οποίος μου είπε ότι η δική του προσπάθεια να επαναλάβει τον περίπατο που περιγράφεται στους Δακτύλιους του Κρόνου εγκαταλείφθηκε λόγω της ευφορίας που ένιωσε μετά το κολύμπι στη θάλασσα στα ανοιχτά του Λόεστοφτ, μιας μικρής πόλης που είχε προκαλέσει ένα «αίσθημα εξαθλίωσης» στον αφηγητή του Ζέμπαλντ. Ο Βρετανός ψυχαναλυτής και συγγραφέας Άνταμ Φίλιπς, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης για την ταινία, εστίασε στη λέξη «ανέμελος» στην πρώτη παράγραφο των Δακτύλιων του Κρόνου και εξέφρασε τη σκέψη ότι προμήνυε την κατάρρευση που θα έρθει, παρόμοια με τον τρόπο που κάποιος που παρατηρεί ότι δεν είχε «έναν από αυτούς τους πονοκεφάλους για καιρό» θα προσβληθεί, αρκετά σύντομα, από έναν τέτοιο.
Ωστόσο, ο αφηγητής των Δακτύλιων του Κρόνου, αυτός ο περιπατητής του Σάφοκ, είναι ξεκάθαρο ότι σπάνια ήταν έτσι, παρόλα αυτά, για κάποιο διάστημα τουλάχιστον, ανέμελος. Ας υποθέσουμε ότι ήταν ευτυχισμένος. Μέχρι ένα σημείο.
Ξέρω ότι σπάνια ήμουν τόσο ανέμελος όσο όταν ξαναέκανα με τα πόδια το ταξίδι που περιγράφεται στο βιβλίο τον Μάιο του 2010 για να κινηματογραφήσω αυτά που περιέγραψε ο αφηγητής και που είχε φωτογραφίσει ο Ζέμπαλντ.
Έναν χρόνο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας επέστρεψα στο Σάφοκ για σύντομες διακοπές και έμεινα στο ξενοδοχείο Crown στο Σάουθουολντ. Ένα κυριακάτικο απόγευμα, ακριβώς νότια του Γουόλπερσγουικ, τράβηξα μια φωτογραφία της γυναίκας μου που, κάθε φορά που την κοιτάζω, με κάνει να την ξαναερωτεύομαι.
Το Γουόλπερσγουικ είναι η γενέτειρα του ντοκιμαντερίστα Χάμφρεϊ Τζένινγκς, του χρονικογράφου του Βομβαρδισμένου Λονδίνου, τον οποίο ο Λίντσεϊ Άντερσον το 1954 περιέγραψε ως «τον μόνο πραγματικό ποιητή που έχει ως τώρα αναδείξει ο βρετανικός κινηματογράφος». Φαίνεται περίεργο που ο αφηγητής του Ζέμπαλντ δεν κάνει καμιά αναφορά στον Τζένινγκς καθώς διασχίζει το Γουόλπερσγουικ.
Πέντε χρόνια μετά την ολοκλήρωση του πρότζεκτ μου για τους Δακτύλιους του Κρόνου, προσπαθώντας να διώξω την αίσθηση του κενού που με κυριεύει κάθε φορά που είμαι έτοιμος να ξεκινήσω μια εκτενή περίοδο εργασίας, βρισκόμουν σε μια προκαταρκτική συνεδρία μ’ έναν ψυχοθεραπευτή. Ο θεραπευτής ενδιαφερόταν περισσότερο για το γεγονός ότι γεννήθηκα και μεγάλωσα στη ναυτική πόλη του Πλίμουθ στην Αγγλία, η οποία το 1941 υπέστη μερικούς από τους χειρότερους βομβαρδισμούς από οποιαδήποτε βρετανική κατοικημένη περιοχή. Πέντε επιδρομές μόνο έκαναν συντρίμμια μεγάλο μέρος της πόλης. Θυμήθηκα ότι ο πατέρας μου μού είχε πει για την ενοχή που πάντα ένιωθε επειδή, ως νεαρός εθελοντής στην Εθελοντική Φρουρά, δεν είχε σβήσει το φως σ’ ένα κτίριο κατά τη διάρκεια του πανικού μιας αεροπορικής επιδρομής, ένα κτίριο που στα επόμενα λεπτά βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε με απώλεια μια ανθρώπινη ζωή. Θυμήθηκα τη μητέρα μου να μου λέει ότι κατά τις επιδρομές του 1941 ο δρόμος με τα μεσοτοιχισμένα σπίτια, όπου είχε πάει, έφηβη τότε, να επισκεφτεί μια φίλη της, είχε καταστραφεί από βόμβες. Η μητέρα της είχε δει τα σπίτια να καίγονται και να καταρρέουν και υπέθεσε ότι η κόρη της είχε σκοτωθεί.
Η γυναίκα μου κι εγώ ζούμε στο ίδιο μεσοτοιχισμένο σπίτι εδώ και 25 χρόνια. Τα πρώτα 15 χρόνια της διαμονής μας εδώ είχαμε έναν εριστικό γείτονα, από τη Γλασκόβη με ολλανδική καταγωγή, ο οποίος εργαζόταν για πολλά χρόνια ως φωτιστής σε ροκ και ποπ θεάματα. Καθώς είχα κι εγώ δουλέψει με συγκροτήματα στη βιομηχανία του θεάματος, είχαμε κάτι κοινό. Μου ήταν αρκετά συμπαθής. Εκτός από την οικογένειά του, κανείς άλλος δεν φαινόταν ότι αισθανόταν το ίδιο. Μια μέρα που ήταν ασυνήθιστα ενθουσιασμένος μού είπε ότι είχε διαβάσει και απολαύσει τους Δακτύλιους του Κρόνου και ότι το βιβλίο περιείχε απίθανες ομοιότητες με τον τρόπο που είχε μεγαλώσει ο ίδιος στη Σουραμπάγια, στο τμήμα όπου ο αφηγητής συναντά τον Κορνέλις ντε Γιονχ στο μπαρ του ξενοδοχείου Crown στο Σάουθουολντ. Έδειχνε χαρούμενος που έγινε αποδεκτός.
Λίγο αργότερα μάθαμε ότι είχε αφήσει τη γυναίκα του και τον δρόμο μας και έμενε σ’ ένα μικρό ιστιοπλοϊκό στην τοπική μαρίνα. Το σκάφος έκανε νερά και ξαναμετακόμισε. Μετά από ένα ή δύο χρόνια, εκμεταλλευόμενος τις τεράστιες εκπτώσεις σε μέλη της οικογένειας ως προνόμιο της εργασίας της κόρης του ως μέλους πληρώματος καμπίνας της British Airways, περνούσε όσο ήταν δυνατόν τον χρόνο του στον αέρα, ταξιδεύοντας μεταξύ Λονδίνου και Λος Άντζελες, όπου ακόμα γνώριζε κάποιους ανθρώπους στη βιομηχανία του θεάματος και όπου μπορούσε να πίνει ήσυχα σε μπαρ μακριά από την παραλία του Βένις. Πέθανε λίγα χρόνια αργότερα. Η σύζυγός του μου είπε ότι, στα τελευταία του, της είπε να με πληροφορήσει πόσο είχε απολαύσει τις συζητήσεις μας.
Στην τελευταία σελίδα των Δακτύλιων του Κρόνου ο αφηγητής ισχυρίζεται ότι παραφράζει τον σερ Τόμας Μπράουν όταν μας λέει ότι
στην Ολλανδία ήταν στις μέρες του έθιμο, όταν μια οικογένεια έχανε κάποιον δικό της, να καλύπτει με πένθιμο μεταξωτό κρέπι όλους τους καθρέφτες μα και όλους τους πίνακες που απεικόνιζαν τοπία, πρόσωπα ή τους καρπούς των αγρών, ώστε στο στερνό της ταξίδι η ψυχή που εγκατέλειπε το σώμα να μην περισπάται ούτε από το ίδιο της το είδωλο ούτε από την τελευταία ματιά στη γενέθλια γη που σύντομα θα την άφηνε για πάντα πίσω της (σ. 324-325).
Παρά όλα όσα έχουν προηγηθεί στο βιβλίο, αυτό μου ακούγεται σαν εικόνα της ανάμνησης της ευτυχίας ή τουλάχιστον της αναγνώρισης μιας θεμελιώδους αφοσίωσης στον εαυτό, στη ζωή και στη γη. Το βιβλίο ξεκινά και τελειώνει με σκέψεις για καλύτερες εποχές.
Η καλύτερη αρχή που έγινε ποτέ σε ταινία βρίσκεται στο Sans Soleil του Κρις Μαρκέρ. Ο αφηγητής της ταινίας ξεκινά έτσι:
Η πρώτη εικόνα για την οποία μου μίλησε ήταν για τρία παιδιά σ’ έναν δρόμο στην Ισλανδία, το 1965. Είπε ότι γι’ αυτόν ήταν η εικόνα της ευτυχίας και επίσης ότι είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να τη συνδέσει με άλλες εικόνες, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερε. Μου έγραψε: μια μέρα θα πρέπει να τη βάλω εντελώς μόνη της στην αρχή μιας ταινίας μαζί μ’ ένα μακρύ κομμάτι μαύρου οδηγού φιλμ – αν δεν δουν την ευτυχία στην εικόνα, θα δουν τουλάχιστον το μαύρο.
Σκέφτηκα την εικόνα της ευτυχίας του Μαρκέρ ―τρία παιδιά σ’ έναν ηλιόλουστο δρόμο― και μετά την/τον/τις/τους πλάνητα/ες του Ζέμπαλντ όταν είδα την ταινία Ζώνη ενδιαφέροντος: Πώς αυτά τα βιβλία και αυτές οι ταινίες είχαν απεικονίσει η κάθε μια την εγγύτητα μεταξύ ευτυχίας και τρόμου. Η Ζώνη ενδιαφέροντος σε παρέλυε. Μετά την προβολή, κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης με ερωταπαντήσεις, ο σχεδιαστής ήχου της ταινίας περιέγραψε πώς είχε εγκαταστήσει μια ηχομονωτική πόρτα στο στούντιο μίξης του σπιτιού του για να προστατεύσει την οικογένειά του από τους επινοημένους ήχους του Ολοκαυτώματος, τους οποίους παρήγαγε δουλεύοντας κλεισμένος μέσα. Η πόρτα αυτή του στούντιο ήταν σαν μια παράξενη αντιγραφή του τοίχου του Άουσβιτς στην ταινία.
Αναρωτήθηκα γιατί η ταινία αυτή είχε προκαλέσει ένα αίσθημα παράλυσης και γιατί ο Ζέμπαλντ, παρ’ όλες τις ιστορίες τρόμου που έχει περιγράψει, φαίνεται να επιτρέπει πάντα τη δυνατότητα να είσαι ανέμελος. Ίσως, καθώς όλες οι καταστροφές τελικά καταλήγουν στο έδαφος κάτω από τα πόδια των περιπατητ/ρι/ών, να υπάρχει τουλάχιστον η δυνατότητα συνεχούς ―οριζόντιας― κίνησης. Μέχρι ένα σημείο.