Με Δημουλά κι Ελύτη στις διακοπές της συμφοράς

Μουλάν
Μουλάν


― ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥΣ ―


Μία κομ­βι­κή στιγ­μή στη ζωή κά­θε κο­πέ­λας εί­ναι η στιγ­μή που της έρ­χε­ται για πρώ­τη φο­ρά πε­ρί­ο­δος. Ται­νί­ες και σει­ρές αφιε­ρώ­νουν σκη­νές κι ολό­κλη­ρα επει­σό­δια στο συμ­βάν αυ­τό, πα­ρου­σιά­ζουν την αγω­νία των κο­ρι­τσιών, την αγω­νία των γο­νιών, την αγω­νία όλης της οι­κο­γέ­νειας γύ­ρω απ’ το γε­γο­νός. Θα μου πεί­τε τι δου­λειά έχει αυ­τό το θέ­μα σ’ αυ­τή τη στή­λη σ’ αυ­τό το πε­ριο­δι­κό. Η δι­κή μου εμπει­ρία ομο­λο­γώ πως δεν έχει κα­μία σχέ­ση με ό,τι έχω δει στη μι­κρή ή με­γά­λη οθό­νη. Η δι­κή μου εμπει­ρία συν­δέ­ε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο με κό­μικς και βι­βλία.

Διά­βα­ζα τό­τε, την πρώ­τη φο­ρά που αδια­θέ­τη­σα, το μη­νιαίο πε­ριο­δι­κό κό­μικ Μί­νι. Εί­χε ιστο­ρί­ες με τις θη­λυ­κές, κυ­ρί­ως, ηρω­ί­δες της Ντίσ­νεϊ ως πρω­τα­γω­νί­στριες κι εί­χε και διά­φο­ρα νέα καλ­λι­τε­χνι­κά, συ­νε­ντεύ­ξεις, προ­τά­σεις για να κά­νεις τα μαλ­λιά σου κο­τσι­δά­κια κ.λπ. Το τεύ­χος που διά­βα­ζα τό­τε ήταν μά­λι­στα εορ­τα­στι­κό, θυ­μά­μαι. Εί­χε πε­ρισ­σό­τε­ρες σε­λί­δες στις οποί­ες η Μου­λάν, η πα­ντο­τι­νά αγα­πη­μέ­νη μου πρι­γκί­πισ­σα της Ντίσ­νεϊ που κα­τα­τάσ­σε­ται στον στρα­τό αντί για τον πα­τέ­ρα της και τε­λι­κά σώ­ζει την Κί­να, μας πα­ρου­σί­α­ζε το φενγκ σούι, τα στοι­χεία της φύ­σης, τη ση­μα­σία των χρω­μά­των, το κι­νέ­ζι­κο ωρο­σκό­πιο κ.λπ. Έγι­να ξε­φτέ­ρι. Εί­μαι πί­θη­κος και το στοι­χείο μου εί­ναι το νε­ρό.

Με στοι­χείο το νε­ρό αλ­λά με μό­νες δια­κο­πές τον χρό­νο 3-5 ημέ­ρες που πη­γαί­να­με οι­κο­γε­νεια­κώς στη Σκό­πε­λο στο σπί­τι του θεί­ου μου, βα­σα­νι­ζό­μουν λί­γο, δε χόρ­ται­να κα­λο­καί­ρι. Πό­σο μάλ­λον όταν μπή­κε κι αυ­τός ο μπε­λάς στο κε­φά­λι μου, της πε­ριό­δου δη­λα­δή, και δεν μπο­ρού­σα να μπω στο νε­ρό αν τύ­χαι­νε να πέ­σει πά­νω στις δια­κο­πές που εί­χα­με κα­νο­νί­σει. Ει­δι­κά μία από τις πρώ­τες χρο­νιές, με το που πα­τή­σα­με το πό­δι μας στο νη­σί και πή­γα­με στον Πά­νορ­μο τον αγα­πη­μέ­νο μας για κο­λύ­μπι, ήρ­θαν τα μαύ­ρα, ή μάλ­λον κόκ­κι­να, μα­ντά­τα.

Κλά­μα εγώ… Και με κά­θε δί­κιο. Ακό­μη και σή­με­ρα στε­να­χω­ριέ­μαι. Η μα­μά μου προ­σπά­θη­σε να απα­λύ­νει τον πό­νο μου. Πή­γε και μου πή­ρε από το μί­νι μάρ­κετ ένα μί­κι μά­ους που εί­χε τί­τλο Οι δια­κο­πές της συμ­φο­ράς. Όνο­μα και πράγ­μα. Όταν το εί­δα άρ­χι­σα να γε­λάω και να κλαίω μα­ζί. Διά­βα­ζα κα­θι­σμέ­νη στην πε­τσέ­τα και τους πα­ρα­κο­λου­θού­σα.

Τις επό­με­νες ημέ­ρες ξε­κο­κά­λι­σα τη βι­βλιο­θή­κη του θεί­ου μου. Άντε κα­λά, τρεις μέ­ρες δια­κο­πές ήταν, τρία βι­βλία θυ­μά­μαι. Το ένα ήταν ένα μι­κρό βι­βλια­ρά­κι τσέ­πης που εί­χε πά­νω ζω­γρα­φι­σμέ­νη την εμ­βλη­μα­τι­κή φω­το­γρα­φία του Τσε Γκε­βά­ρα, γνω­στή ως Guerrillero Heroico, την οποία τρά­βη­ξε ο Αλ­μπέρ­το Κόρ­ντα. Στο εσω­τε­ρι­κό δε θυ­μά­μαι τι ακρι­βώς έγρα­φε αλ­λά μάλ­λον… κά­τι για τη βιο­γρα­φία του Τσε. Τα άλ­λα δύο βι­βλία ήτα­νε ποί­η­ση. Ήταν το Δυ­τι­κά της Λύ­πης του Οδυσ­σέα Ελύ­τη και το Ήχος απο­μα­κρύν­σε­ων της Κι­κής Δη­μου­λά. Θυ­μά­μαι ότι, αν και ήδη διά­βα­ζα ποι­ή­μα­τα, οι συλ­λο­γές αυ­τές δε μου εί­παν κά­τι, δεν μπό­ρε­σα τό­τε να συν­δε­θώ. Πιο πο­λύ εί­χα την αί­σθη­ση του απα­γο­ρευ­μέ­νου όταν τα διά­βα­ζα, για­τί δεν τα εί­χα πά­ρει καν από τη βι­βλιο­θή­κη, τα πή­ρα από το κο­μο­δί­νο δί­πλα στο κρε­βά­τι. Μή­πως τα βι­βλία δί­πλα στο κρε­βά­τι εί­ναι πιο προ­σω­πι­κά και δεν πρέ­πει να τα αγ­γί­ζω;

Ο νους μου πά­ει στα βι­βλία που εί­ναι τώ­ρα δί­πλα στο δι­κό μου κρε­βά­τι. Εί­ναι αυ­τά που δια­βά­ζω το βρά­δυ για να χα­λα­ρώ­σω (κυ­ρί­ως βι­βλία για παι­διά και ποι­ή­μα­τα), βι­βλία για να σκέ­φτο­μαι (κυ­ρί­ως δο­κί­μια και ποι­ή­μα­τα) και βι­βλία που στοι­βά­ζο­νται για μή­νες και δεν παίρ­νω από­φα­ση ότι δεν πρό­κει­ται να τα δια­βά­σω (ανε­ξαρ­τή­τως εί­δους και ποι­ή­μα­τα). Εί­ναι τα αγα­πη­μέ­να μου; Όχι. Εί­ναι πιο προ­σω­πι­κά; Όχι. Θα ήθε­λα να τα πά­ρει κά­ποιο χω­ρίς να με ρω­τή­σει; Επί­σης όχι. Ή ναι. Ναι, αν εί­ναι να δια­βα­στεί. Αλ­λά χω­ρίς να με ρω­τή­σει; Το βι­βλίο μου; Κι αν το σκί­σει; Αλ­λά άμα από την άλ­λη του αλ­λά­ξει τη ζωή; Τα βι­βλία τα προ­σέ­χου­με. Όχι, τα βι­βλία τα δια­βά­ζου­με.

Ουφ… Δι­λήμ­μα­τα.




Το όνο­μα της στή­λης εί­ναι εμπνευ­σμέ­νο από τη φρά­ση του David Grossman «τα βι­βλία εί­ναι το μο­να­δι­κό μέ­ρος στον κό­σμο, όπου μπο­ρούν να συ­νυ­πάρ­χουν τα πράγ­μα­τα και η απώ­λειά τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: