α΄
Το λίγο, το ε-
λάχιστο γίνεται, ναι,
κάποτε πολύ.
γ΄
Μια λέξη μόνο
ανάλαφρη, αβαρής
όπως αυτή που …
η΄
Μια πινελιά, σαν
κραυγή μοναχική στην
τέμπερα – ακούς;
ιβ΄
Με τα μάτια κλει-
στά προχωρούνε· βλέπουν
αλλιώς αυτοί.
ιδ΄
Τι μου θυμίζει;
Κάτι χαμένο σ’ ένα
αυλάκι του νου.
ιθ΄
Φύλαγε ένα
μυστικό· τ’ άλλα ήταν
γνωστά – ή μήπως …;
κ΄
Λέγαν πολλά, μα
τα πιο βασικά αλλού
βαθιά κρυμμένα.
κα΄
Θέατρο παίζει;
Δεν είναι ο εαυτός
του; Ποιος είναι;
λ΄
Σαν πρόσωπο το
παλιό μας σπίτι· δίχως
παράθυρα πια.
λγ΄
Η ματιά του αυ-
στηρή· ευτυχώς δεν τα
βλέπει όλα πια.
λη΄
Αγγίζω τη χορ-
δή που είχες αγγίξει·
εσένα ποτέ;
μ΄
Σ΄ εκείνο το πιο
δύσκολο ερώτημα
απάντησες «ναι».
μη΄
Φεύγοντας, φροντί-
στε, είπε, παρακαλώ,
τ’ άνθη στον κήπο.
μθ΄
Ἄστρων νυκτέρων
κάτοιδα ὁμήγυριν·
τι άλλο θέλω;
να΄
Σαν τον τυφλό την
Άνοιξη την έμαθα
Απ’ το αηδόνι.