Και η χώρα ξυπνούσε τώρα απότομα στην «έρημο του πραγματικού»: ήταν, απλώς η πιο φτωχή χώρα της Δ. Ευρώπης, με το υψηλότερο ποσοστό αναλφαβητισμού. Το 1974 είναι, τηρουμένων των αναλογιών, για την Πορτογαλία, το αντίστοιχο του ελληνικού ’22, με χιλιάδες Πορτογάλους, τους λεγόμενους retornados (παλιννοστούντες), να επιστρέφουν από την Αφρική στην μητρόπολη και να έχουν δυσκολίες προσαρμογής. Ή το αντίστοιχο του 1898 της Ισπανίας, την ιστορική στιγμή της απώλειας των τελευταίων αποικιών που της απέμεναν, της Κούβας, των Φιλιππίνων και του Πουέρτο Ρίκο.
Παράλληλα, όμως, όπως όλοι θα έπρεπε να περιμένουν, το πραξικόπημα έριχνε και την χαριστική βολή στο παλαιότερο απολυταρχικό καθεστώς της Δ. Ευρώπης, το Estado Novo (Νέο Κράτος), ένα δικτατορικό πολίτευμα με πολλά φασιστικά στοιχεία, βασιζόμενο σε έναν αυστηρό καθολικισμό και μια παραδοσιοκρατία, που είχε αρχίσει να οικοδομείται από τα τέλη της δεκαετίας του ’20. Τότε που ο στρατός παρέδωσε την πρωθυπουργία στον Σαλαζάρ, μετά από τις συνεχείς εναλλαγές φιλομοναρχικών και ριζοσπαστικών φιλελευθέρων στην εξουσία, την χρονίζουσα οικονομική κρίση και τις συγκρούσεις φασιστών με κομμουνιστές και αναρχικούς στο δρόμο. Στα γεγονότα, δηλαδή, που ακολούθησαν την δολοφονία του Μanuel II το 1910, και την κατάλυση της μοναρχίας.
Το πραξικόπημα του στρατού της 25ης
Απριλίου του 1974 σύντομα ακολούθησαν μεγάλες και συνεχείς λαϊκές κινητοποιήσεις, με τη συμμετοχή της αριστεράς και των συνδικάτων και με πολλά κοινωνικά και οικονομικά αιτήματα. Με τον λαό στους δρόμους, καταλήψεις εργοστασίων, απαλλοτριώσεις μεγάλων έγγειων ιδιοκτησιών, το πραξικόπημα μεταβαλλόταν ορμητικά σε μια επανάσταση, την Επανάσταση των Γαριφάλων. Στην χώρα είχε αρχίσει να πνέει απότομα άνεμος ελευθερίας όσον αφορά τη δημόσια έκφραση όλων των απόψεων, τη θέση της γυναίκας και άλλων καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων, την ισότιμη απονομή της δικαιοσύνης και άλλα πολλά. Το μέχρι πού θα έφταναν οι αλλαγές, από την εγκαθίδρυση, δηλαδή, μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μέχρι και μικρές, ή και ριζικές ακόμα, αλλαγές του κοινωνικοοικονομικού καθεστώτος, οδήγησε σε αρκετές συγκρούσεις ανάμεσα σε μερίδες της αριστεράς, σε ρήξεις μέσα στο Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων (MFA), το οποίο είχε ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου την 25/4/1974, αλλά και σε απόπειρες πραξικοπημάτων από νοσταλγούς του σαλαζαρισμού ή κάποιους που οραματίζονταν, ακόμα, κάποιες μεσοβέζικες λύσεις για το ζήτημα των αποικιών.
Τελικά, το 1976 ψηφίστηκε το νέο σύνταγμα και εξελέγη ο πρώτος πρόεδρος της χώρας, ο στρατηγός Ramalho Eanes, ο οποίος είχε συμπράξει με τους συνωμότες που ανέτρεψαν την δικτατορία. Η χώρα ήταν πλέον μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία σαν τις άλλες της Δ. Ευρώπης.
Παρά τις κάποιες ομοιότητες, οι οποίες οδηγούν συχνά σε συγκρίσεις μεταξύ του σαλαζαρισμού, με τον ισπανικό εμφύλιο και τον φρανκισμό, αλλά και τον ελληνικό εμφύλιο ή/και τη δικτατορία των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, η Πορτογαλία διαφοροποιείται αισθητά ως προς τη σύγχρονή της ιστορία της από τις άλλες δύο χώρες του ευρωπαϊκού νότου. H Πορτογαλία βίωσε μεν την μακρόχρονη δικτατορία του Estado Novo, με την μυστική αστυνομία PIDE να παρακολουθεί τους πάντες και να προβαίνει σε βασανιστήρια και δολοφονίες, δεν γνώρισε όμως έναν πολυαίμακτο εμφύλιο, ούτε και έναν ακραίο διχασμό, η δε μεταπολίτευσή της, αναίμακτη, είχε ως έναυσμα τους αποικιακούς πολέμους. Και, το κυριότερο, ήταν τελικά ο ίδιος ο στρατός που κατέλυσε την δικτατορία και άνοιξε το δρόμο προς το μέλλον για τον λαό. Ο στρατός που κάποιες δεκαετίες πριν είχε ανοίξει διάπλατα τον δρόμο του δικτάτορα προς την εξουσία. Το γεγονός αυτό ρίζωσε στο φαντασιακό των Πορτογάλων και, μοιραία θα έλεγε κανείς, καθόρισε συμβολικά τη σύνοψη της κυρίαρχης, τελικά, αφήγησης για την Επανάσταση των Γαριφάλων, με αφορμή τα γαρίφαλα που πρόσφερε ο λαός στους εξεγερμένους στρατιωτικούς της 25ης
Απριλίου στους δρόμους της Λισαβόνας. Την εικόνα του παιδιού που βάζει το γαρίφαλο στην κάννη του όπλου του στρατιώτη. Σαν ένα μικρό αντίδωρο για την χαρισμένη ελευθερία.
Το πώς εννοούσε ο κάθε Πορτογάλος αυτή την ελευθερία ήταν, προφανώς, κάτι πολύ διαφορετικό για τον καθένα. Όπως και το τι προσδοκούσε από την Επανάσταση σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, καθώς και το πώς τη βίωσε. Η ποίηση, όπως και κάθε μορφή τέχνης, συναρτάται σε μεγάλο βαθμό με το προσωπικό στοιχείο, την προσωπική πορεία/ιστορία του ποιητή, οπότε η στάση του απέναντι σε ένα ιστορικό γεγονός με τόσο εύρος, βάθος, εμβέλεια και απήχηση ποικίλει εντυπωσιακά. Θα το δούμε αυτό στους 4 ποιητές και τα ποιήματά τους που ακολουθούν.