Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του

ΣΤΟ ΠΑ­ΡΟΝ ΤΕΥ­ΧΟΣ, ΠΡΟ­ΛΟ­ΓΟΣ & ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙΟ Α΄ ΜΕ ΤΙ­ΤΛΟ
«ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΥ­ΣΕΙΟ ΤΟΥ ΒΑ­ΣΙ­ΛΙΑ ΗΛΙΟΥ»

[ Σημ: Γλωσ­σι­κά ολι­σθή­μα­τα, ακυ­ρο­λε­ξί­ες και εν γέ­νει nonsense που πε­ριέ­χο­νται στο πα­ρόν βα­ρύ­νουν τις κει­με­νο­γεν­νή­τριες τε­χνη­τής νοη­μο­σύ­νης ή/και τους αυ­τό­μα­τους με­τα­φρα­στές που τα πα­ρή­γα­γαν και τον συγ­γρα­φέα που, υπε­ρη­φά­νως, τα υιο­θέ­τη­σε. ]


Η Τύχη το θέλησε ο ―αγορασθείς από παλαιοπωλείο― Επιτραπέζιος Ποιητής μου να φέρνει περισσότερο στον Λόρενς Στeρν παρά στον Σολωμό
Η Τύχη το θέλησε ο ―αγορασθείς από παλαιοπωλείο― Επιτραπέζιος Ποιητής μου να φέρνει περισσότερο στον Λόρενς Στeρν παρά στον Σολωμό
Πρόλογος: Βασιλική προσθήκη στο σολωμικό ράφι


ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣ: Μια ξε­νό­φερ­τη βα­σι­λι­κή προ­σθή­κη, δεν εί­ναι;
ΣΥΓ­ΓΡΑ­ΦΕ­ΑΣ: Ένας ραμ­φο­φό­ρος κυ­ρί­αρ­χος, σε πορ­σε­λά­νι­νη ανά­παυ­ση. Ας τον αφή­σου­με να κά­νει την εί­σο­δό του.
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΒΑ­ΣΙ­ΛΙΑΣ: Ζή­τω ο Βα­σι­λιάς Ήλιος!
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣ: Και για­τί όχι; Σας κα­λω­σο­ρί­ζω στο σο­λω­μι­κό ρά­φι.
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΒΑ­ΣΙ­ΛΙΑΣ: Ο Θε­ός να σώ­σει τον Βα­σι­λιά Ήλιο!
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣ: Αμήν! Επι­τρα­πέ­ζιος Ποι­η­τής, χαί­ρω πο­λύ.
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΒΑ­ΣΙ­ΛΙΑΣ: Με­γα­λειό­τη­τα!
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣ: Τα σέ­βη μου. Σαν στο σπί­τι σας.
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΒΑ­ΣΙ­ΛΙΑΣ: Κύ­ριε!
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣ: Πα­ρα­κα­λώ.
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΒΑ­ΣΙ­ΛΙΑΣ: Ζή­τω ο Βα­σι­λιάς Ήλιος!
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣ: Μα­ζί σας. Λύ­στε μου, πα­ρα­κα­λώ, μια πά­για απο­ρία που έχει να κά­νει με το εί­δος σας. Έχε­τε πο­τέ ονει­ρευ­τεί να πε­τά­ξε­τε ελεύ­θε­ρα στον ου­ρα­νό;
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΒΑ­ΣΙ­ΛΙΑΣ: Με­γα­λειό­τη­τα!
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣ: Αν το σύ­μπαν σάς άνοι­γε όλες τις πόρ­τες της πι­θα­νό­τη­τας, πού θα σας βλέ­πα­τε να πε­τά­τε;
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΒΑ­ΣΙ­ΛΙΑΣ: Ο Θε­ός να σώ­σει τον Βα­σι­λιά Ήλιο!
ΕΠΙ­ΤΡΑ­ΠΕ­ΖΙΟΣ ΠΟΙ­Η­ΤΗΣ: Εντά­ξει, αλ­λά ποιος θα σώ­σει τα όνει­ρά σας, Κό­κο­ρα;

Από το μουσείο του Βασιλιά Ήλιου

[οι ει­κό­νες του κε­φα­λαί­ου φτιά­χτη­καν με το μο­ντέ­λο τε­χνη­τής νοη­μο­σύ­νης DALL·E mini]



Η ομι­λού­σα προ­το­μή





Η ομι­λού­σα προ­το­μή του Λου­δο­βί­κου ΙΔ΄ με πρό­σω­πο κό­κο­ρα εί­ναι ένα συ­ναρ­πα­στι­κό τε­χνούρ­γη­μα από την αυ­λή του Βα­σι­λιά Ήλιου. Η προ­το­μή, η οποία εί­ναι κα­τα­σκευα­σμέ­νη από πορ­σε­λά­νη και έχει ύψος πε­ρί­που 20 cm., δη­μιουρ­γή­θη­κε από άγνω­στο γλύ­πτη σε άγνω­στη χρο­νο­λο­γία, πι­θα­νό­τα­τα με­τα­ξύ 1660-1665. Η πε­τει­νό­μορ­φη προ­το­μή του Λου­δο­βί­κου ΙΔ´ εί­ναι μο­να­δι­κή στο ότι μπο­ρεί να μι­λή­σει. Εί­ναι εξο­πλι­σμέ­νη με μη­χα­νι­σμό που του επι­τρέ­πει να ανοί­γει το στό­μα του και να φω­νά­ζει με­ρι­κές λέ­ξεις. Οι λέ­ξεις που μπο­ρεί να προ­φέ­ρει εί­ναι «Κύ­ριε» και «Με­γα­λειό­τη­τα», κα­θώς και οι φρά­σεις «Ζή­τω ο Βα­σι­λιάς Ήλιος» και «Ο Θε­ός να σώ­σει τον Βα­σι­λιά Ήλιο».


Στο­λή μπα­λέ­του


Το 1653, ένα έτος πριν από την τε­λε­τή στέ­ψης του, ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ΄ της Γαλ­λί­ας πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε ως Ήλιος στο έρ­γο «Ballet de la Nuit» (Μπα­λέ­το της νύ­χτας). Η φο­ρε­σιά του ήταν δια­κο­σμη­μέ­νη με κρό­σια-ακτί­νες, στο κε­φά­λι εί­χε χρυ­σή ακτι­νω­τή κο­ρώ­να κι ένα κα­πέ­λο με φτε­ρά και στα πό­δια πα­πού­τσια μπα­λέ­του.

Στο­λή κό­κο­ρα





Ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ΄ της Γαλ­λί­ας θα εί­ναι ες αεί αξιο­μνη­μό­νευ­τος και για το ιδιό­τυ­πο χό­μπι του να ντύ­νε­ται κό­κο­ρας και να περ­πα­τά στην αυ­λή του πα­λα­τιού. Ο βα­σι­λιάς συ­νή­θι­ζε να φο­ρά την ανά­λο­γη στο­λή και να πα­ρε­λαύ­νει, σκύ­βο­ντας πού και πού να τσι­μπά­ει σπό­ρους και δί­νο­ντας δι­πλο­τρι­πλό­πη­δους προς τα εμπρός, σαν να προ­σπα­θού­σε χα­μη­λή πτή­ση, προς από­λυ­τη σύγ­χυ­ση των αυ­λι­κών του.


Η στέ­ψη με­τά των κω­νώ­πων







Κατά τη διάρ­κεια της τε­λε­τής στέ­ψης του το 1654, ένα σμή­νος κου­νου­πιών συ­γκε­ντρώ­θη­κε πά­νω από το κε­φά­λι του Λου­δο­βί­κου ΙΔ´, προ­κα­λώ­ντας με­γά­λη έκ­πλη­ξη στους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους.
Το μυ­στη­ριώ­δες συμ­βάν ερ­μη­νεύ­τη­κε με πολ­λούς δια­φο­ρε­τι­κούς τρό­πους. Κά­ποιοι το εί­δα­νε ως οιω­νό κα­λής τύ­χης. Πολ­λοί πί­στευαν ότι ο Βα­σι­λιάς Ήλιος κα­τά­φε­ρε να ελέγ­ξει το σμή­νος των κου­νου­πιών με το μυα­λό του, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τη θέ­λη­σή του για να συ­γκε­ντρώ­σει όλα τα κου­νού­πια της πε­ριο­χής (οι Βερ­σαλ­λί­ες ήταν άλ­λω­στε βαλ­τό­το­πος πριν ανε­γερ­θούν τα ανά­κτο­ρα). Άλ­λοι ισχυ­ρί­ζο­νταν ότι τα κου­νού­πια τρά­βη­ξαν κο­ντά του λό­γω της αύ­ρας δύ­να­μης και επιρ­ρο­ής του.
Το πρό­βλη­μα ήταν, ωστό­σο, πως τα αι­μο­βό­ρα έντο­μα πα­ρέ­με­ναν συ­γκε­ντρω­μέ­να πά­νω από τα ανά­κτο­ρα νυ­χθη­με­ρόν για πο­λύ και­ρό, με απο­τέ­λε­σμα ένα τρο­με­ρό ξέ­σπα­σμα ελο­νο­σί­ας με πο­λυά­ριθ­μους θα­νά­τους.
Η απρό­σμε­νη λύ­ση δό­θη­κε ως εκ θαύ­μα­τος, όταν ο Λου­δο­βί­κος έκα­νε την παρ­θε­νι­κή του δη­μό­σια εμ­φά­νι­ση ντυ­μέ­νος κό­κο­ρας. Με το ει­δι­κό κά­λυμ­μα κε­φα­λής σε χρώ­μα κόκ­κι­νο ακτι­νο­βό­λο, ει­δι­κά φτιαγ­μέ­νο για εκεί­νον ως το εντο­νό­τε­ρο κόκ­κι­νο που εί­δε πο­τέ το αν­θρώ­πι­νο μά­τι.
Για ανε­ξή­γη­το* λό­γο τα κου­νού­πια τον έζω­σαν κολ­λώ­ντας, όλα μα­ζί, επά­νω του. Και ήταν αρ­κε­τό ένα πε­ρι­λού­σι­μο με κου­βα­δί­σιο νε­ρό, δια χει­ρός πα­ρα­κεί­με­νου κα­λο­θε­λη­τή, για να στεί­λει ετού­τα σύσ­σω­μα στην ανυ­παρ­ξία κι εκεί­νον σε status κο­σμα­γά­πη­του ήρωα.
Πα­ρ’ όλα αυ­τά, ο νε­α­ρός βα­σι­λιάς δεν γλί­τω­σε από τις οδύ­νες των ανα­ρίθ­μη­των τσι­μπη­μά­των που πρό­λα­βε να υπο­στεί, ού­τε, στη συ­νέ­χεια, από την ελο­νο­σία που αυ­τά με­τέ­φε­ραν. Η οποία, με τη σει­ρά της, τον εξα­σθέ­νη­σε σε τέ­τοιο βαθ­μό που το τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο ανο­σο­ποι­η­τι­κό του σύ­στη­μα επέ­τρε­ψε την ισό­βια εγκα­τοί­κη­σή του από ένα πα­ρα­σι­τι­κό σκου­λή­κι, ως απο­τέ­λε­σμα ατυ­χούς κα­τα­νά­λω­σης μο­λυ­σμέ­νου νε­ρού.

*New research led by scientists at the University of Washington indicates that a common mosquito species — after detecting a telltale gas that we exhale — flies toward specific colors, including red, orange, black and cyan. The mosquitoes ignore other colors, such as green, purple, blue and white. The researchers believe these findings help explain how mosquitoes find hosts, since human skin, regardless of overall pigmentation, emits a strong red-orange “signal” to their eyes. https://​www.​was​hing​ton.​edu/​news/​2022/​02/​04/​mos​quit​oes-​red/


Τα πρώ­ι­μα δό­ντια του βα­σι­λιά Ήλιου

Ο Ιω­άν­νης Προ­ζύ­μης ο Αβιο­γε­νε­τι­στής (1652-1714) ήταν το δεύ­τε­ρο παι­δί της τρί­της τρο­φού του δέ­κα­του τέ­ταρ­του βα­σι­λιά Λου­δο­βί­κου -μιας γα­λα­κτο­κο­μι­κής ηρω­ί­δας.

(…) σύμ­φω­να με μια πα­λιά δει­σι­δαι­μο­νία, ένα παι­δί που γεν­νιό­ταν με ήδη εμ­φα­νή δό­ντια ήταν ένα παι­δί ευ­νοη­μέ­νο από τη Μοί­ρα, και το βρέ­φος Λου­δο­βί­κος εμ­φά­νι­ζε δύο τέ­τοια προ­φη­τι­κά δό­ντια που, πα­ρε­μπι­πτό­ντως, ήταν πράγ­μα δυ­σοί­ω­νο για τις τρο­φούς του βα­σι­λι­κού παι­διού. Όπως θα έγρα­φε ο Hugo Grotius στη Χρι­στί­να της Σου­η­δί­ας, «όχι μό­νο στραγ­γί­ζει το στή­θος της τρο­φού του, αλ­λά το τρυ­πά­ει με το δά­γκω­μά του. Ας κοι­τά­ξουν να λά­βουν τα μέ­τρα τους οι γεί­το­νες της Γαλ­λί­ας ενά­ντια σε μια τέ­τοια πρώ­ι­μη αδη­φα­γία». Πράγ­μα­τι, το νή­πιο πρί­γκι­πας εί­χε μια αλ­λη­λου­χία από τρο­φούς, που κα­θε­μία με τη σει­ρά της ανα­γκά­στη­κε να συ­ντα­ξιο­δο­τη­θεί ως απο­τέ­λε­σμα αυ­τού του μάλ­λον πα­ρά­ξε­νου επαγ­γελ­μα­τι­κού κιν­δύ­νου. Με­τα­ξύ αυ­τών των γα­λα­κτο­κο­μι­κών ηρω­ί­δων μπο­ρού­με να χαι­ρε­τί­σου­με την Elisabeth Ancel, την Pierrette Dufour και τη Marie de Segneville Thierry (…)[1]

Από ευ­γνω­μο­σύ­νη για την αντο­χή και την πί­στη της Marie de Segneville Thierry, ο Λου­δο­βί­κος ΙΓ´, όχι τυ­χαία απο­κα­λού­με­νος «Λου­δο­βί­κος ο Δί­καιος», με­τά τον απο­γα­λα­κτι­σμό του γιου του πρό­σφε­ρε σε κεί­νη και τον σύ­ζυ­γό της δυο ζη­λευ­τές θέ­σεις ερ­γα­σί­ας στο επί­ση­μο αρ­το­ποιείο του πα­λα­τιού. Όπου ο μι­κρός Ιω­άν­νης Προ­ζύ­μης ο Αβιο­γε­νε­τι­στής μπό­ρε­σε να μα­θη­τεύ­σει στην τέ­χνη των ζυ­μα­ριών, επι­δει­κνύ­ο­ντας μά­λι­στα, κα­θώς με­γά­λω­νε, με­γά­λο τα­λέ­ντο στην κα­τα­σκευή ευ­φά­ντα­στων προ­ζυ­μιών και κερ­δί­ζο­ντας έτσι το σχε­τι­κό, α´ κα­τά σει­ρά, προ­σω­νύ­μιό του. Όσον αφο­ρά, εξάλ­λου, τη γέ­νε­ση του β´ κα­τά σει­ρά προ­σω­νυ­μί­ου αυ­τού, κα­θο­ρι­στι­κή ήταν η τρι­γω­νι­κό­τη­τα της σχέ­σης με­τα­ξύ (1) του βα­σι­λι­κού αρ­το­ποιεί­ου, (2) του γει­το­νι­κού ερ­γα­στη­ρί­ου του αρ­χι-Αλ­χη­μι­στή της αυ­λής, και μέ­λους της Βα­σι­λι­κής Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών, και (3) ενός μι­κρού σκου­πι­δό­το­που εν­δια­μέ­σως και απέ­να­ντι στα ανω­τέ­ρω.

Το ηλια­κό έλα­σμα

Στις 16 Αυ­γού­στου 1678, ένα από τα πολ­λά πει­ρα­μα­τι­κά προ­ζύ­μια του Ιω­άν­νη Προ­ζύ­μη που κα­τέ­λη­γαν στα σκου­πί­δια ήρ­θε σε επα­φή με ένα άλ­λο απόρ­ριμ­μα, το οποίο ―ορ­γί­λος― εί­χε εκτο­ξεύ­σει απ’ το πα­ρά­θυ­ρό του ο αρ­χι-Αλ­χη­μι­στής, προ­τού να πά­ει λί­γο αρ­γό­τε­ρα με­τα­νιω­μέ­νος να το πε­ρι­μα­ζέ­ψει. Επρό­κει­το για ένα μα­γι­κό έλα­σμα-γού­ρι, κα­μω­μέ­νο από χρυ­σό και υδράρ­γυ­ρο, πα­ραλ­λα­γή μιας συ­ντα­γής του Πα­ρά­κελ­σου, στο οποίο απει­κο­νι­ζό­ταν ο βα­σι­λιάς Ήλιος κα­θι­σμέ­νος στο θρό­νο του με μια λέ­αι­να να ανα­παύ­ε­ται στα πό­δια του. Το αντι­κεί­με­νο, που ήταν υπό κα­τα­σκευή για πολ­λούς μή­νες, προ­ο­ρι­ζό­ταν για δώ­ρο της Βα­σι­λι­κής Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών, με αφορ­μή τα τεσ­σα­ρα­κο­στά γε­νέ­θλια του Λου­δο­βί­κου ΙΔ´ που θα γιορ­τά­ζο­νταν τον επό­με­νο μή­να, πλην όμως από αδιευ­κρί­νι­στη αστο­χία σε κά­ποιο εν­διά­με­σο στά­διο η πα­ρα­σκευή του απέ­τυ­χε κι αυ­τό κρί­θη­κε ως μη λει­τουρ­γι­κό, υπό μα­γι­κή έν­νοια.
Ο αρ­χι-Αλ­χη­μι­στής ξα­να­μα­ζεύ­ο­ντας το έλα­σμα απ’ τα σκου­πί­δια, με σκο­πό να το λιώ­σει μή­πως και το ξα­να­φτιά­ξει εξαρ­χής, αν έβρι­σκε τη διά­θε­ση, πα­ρα­τή­ρη­σε από κά­τω ένα πα­ρά­ξε­νο φαι­νό­με­νο που εκτυ­λισ­σό­ταν πά­νω στον πα­χύρ­ρευ­στο, κολ­λώ­δη χυ­λό μιας υπό­λευ­κης μά­ζας. Ήταν ως ένα μέ­ρος των με­τάλ­λων να πέ­ρα­σαν από το έλα­σμα στο υλι­κό αυ­τό, εντός του οποί­ου χρυ­σί­ζα­νε τώ­ρα πα­ράλ­λη­λες ινοει­δείς με­ταλ­λι­κές ανταύ­γειες που -ανα­πτυσ­σό­με­νες- στρι­φο­γύ­ρι­ζαν σε δί­νες, κι αυ­τό άφρι­ζε και κου­νιό­ταν.
Κλη­θείς σχε­τι­κά, δι’ ενός χτυ­πή­μα­τος στην πόρ­τα του βα­σι­λι­κού φούρ­νου, ο Ιω­άν­νης Προ­ζύ­μης απά­ντη­σε στον αλ­χη­μι­στή ότι αυ­τό που εί­χε κα­τα­λή­ξει στα σκου­πί­δια ήτα­νε απλώς ένα απο­τυ­χη­μέ­νο προ­ζύ­μι. Ο αρ­χι-Αλ­χη­μι­στής του ζή­τη­σε να κα­τα­γρά­ψει επα­κρι­βώς τη συ­γκε­κρι­μέ­νη συ­ντα­γή και τον κά­λε­σε στο ερ­γα­στή­ριο το συ­ντο­μό­τε­ρο.
Το από­γευ­μα της ίδιας μέ­ρας, ο αρ­χι-Αλ­χη­μι­στής εξη­γού­σε στον Προ­ζύ­μη ότι βρί­σκο­νταν πι­θα­νό­τα­τα ενώ­πιον μιας πρω­το­φα­νούς -απ’ όσο γνώ­ρι­ζε- πε­ρί­πτω­σης «αυ­θόρ­μη­της αβιο­γέ­νε­σης», δη­λα­δή πα­ρα­γω­γής ζω­ής από άβια ύλη, δια­δι­κα­σία που υπάρ­χει στη θε­ω­ρία του­λά­χι­στον από τον Αρι­στο­τέ­λη, πλην όμως πα­ρέ­με­νε πρα­κτι­κά ανε­πι­βε­βαί­ω­τη.

«Οι αλ­χη­μι­στές, Ιω­άν­νη» εί­πε «ου­δέ­πο­τε εγκα­τέ­λει­ψαν την ισχυ­ρή πε­ποί­θη­ση ότι όλα τα έμ­βια όντα μπο­ρούν να κα­τα­σκευα­στούν από τα ίδια βα­σι­κά στοι­χεία, και ότι εί­ναι δυ­να­τή η χει­ρα­γώ­γη­ση αυ­τών των στοι­χεί­ων, για να δη­μιουρ­γη­θούν νέ­ες μορ­φές ζω­ής».

Εν συ­νε­χεία―

Τό­νι­σε στον συ­νο­μι­λη­τή του την αλ­χη­μι­στι­κή σπου­δαιό­τη­τα του υδραρ­γύ­ρου, γε­νι­κώς αλ­λά και όσον αφο­ρά την προ­κεί­με­νη πε­ρί­πτω­ση.

(…) πρέ­πει να ξέ­ρου­με πως ο υδράρ­γυ­ρος εί­ναι το με­ταλ­λι­κό πνεύ­μα και όπως το πνεύ­μα εί­ναι σπου­δαιό­τε­ρο από το σώ­μα, έτσι και ο υδράρ­γυ­ρος εί­ναι ανώ­τε­ρος από τα άλ­λα μέ­ταλ­λα. (…)[2]

Δεν του έκρυ­ψε το μέ­γε­θος της απο­ρί­ας του πε­ρί του ακρι­βούς τρό­που με τον οποίο το συ­γκε­κρι­μέ­νο προ­ζύ­μι (ένα μείγ­μα από αλεύ­ρι και νε­ρό, εμπλου­τι­σμέ­νο με εκ­χύ­λι­σμα ηλιο­τρο­πί­ου), δη­λα­δή ένα αλ­χη­μι­στι­κά ασή­μα­ντο υλι­κό, αλ­λη­λο­ε­πέ­δρα­σε με το έλα­σμα.[3]
Ζή­τη­σε επί­σης τη βο­ή­θειά του, κα­θό­σον σκό­πευε να ξε­κι­νή­σει άμε­σα τα αβιο­γε­νε­τι­κά πει­ρά­μα­τα, για τα οποία θα χρειά­ζο­νταν με­γά­λες πο­σό­τη­τες προ­ζυ­μιού σε τα­κτι­κή προ­μή­θεια.
Ο Προ­ζύ­μης δέ­χτη­κε με χα­ρά και -με­τά από μια σύ­ντο­μη πε­ρί­ο­δο προ­σαρ­μο­γής του με το αλ­χη­μι­στι­κό ερ­γα­στή­ριο και τα πα­ρά­ξε­να όρ­γα­να που ήταν εκεί μέ­σα

1. Απο­στα­κτή­ρας – χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την από­στα­ξη ου­σιών και την εξα­γω­γή αι­θέ­ριων ελαί­ων
2. Χω­νευ­τή­ριο – χρη­σι­μο­ποιεί­ται για τη θέρ­μαν­ση ου­σιών σε ελεγ­χό­με­νο πε­ρι­βάλ­λον
3. Γου­δί και γου­δο­χέ­ρι – χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την άλε­ση και την ανά­μει­ξη ου­σιών
4. Σπά­του­λα – χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την ανά­μει­ξη και την ανά­δευ­ση ου­σιών
5. Φιά­λη – χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την απο­θή­κευ­ση ου­σιών
6. Πι­πέ­τα – χρη­σι­μο­ποιεί­ται για τη μέ­τρη­ση και τη με­τα­φο­ρά ου­σιών
7. Λα­βί­δες – χρη­σι­μο­ποιού­νται για το χει­ρι­σμό καυ­τών ου­σιών
8. Ισορ­ρο­πία – χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την ακρι­βή μέ­τρη­ση ου­σιών
9. Φυ­σού­νες – χρη­σι­μο­ποιού­νται για την αύ­ξη­ση της ρο­ής αέ­ρα σε έναν κλί­βα­νο
10. Λά­μπα – χρη­σι­μο­ποιεί­ται για την πα­ρο­χή φω­τός
κ.ά.

―οι δύο άν­δρες ξε­κί­νη­σαν τα πει­ρά­μα­τα.

[1] Βλ. The Medical History of Louis XIV : Intimations of Mortality, του C. D. O'Malley (στον συλ­λο­γι­κό τό­μο Louis XIV and the craft of kingship, The Ohio State University Press, 1969)
[2]Πα­ρά­κελ­σος (Από Τα επτά βι­βλία των υπέρ­τα­των μα­γι­κών δι­δα­σκα­λιών, Κυ­βέ­λη 1999, μτ­φρ. Σταύ­ρος Οι­κο­νο­μί­δης - Βι­βλίο Έκτο «Πε­ρί του κρά­μα­τος των με­τάλ­λων»)
[3] Αυ­τό που συ­νέ­βη εί­ναι το εξής: Το μο­να­δι­κό σύ­νο­λο αριθ­μών και ηλια­κών συμ­βό­λων που χα­ρά­χτη­καν στο πο­λυ­στρω­μα­τι­κό υλι­κό του ελά­σμα­τος του Ήλιου λει­τουρ­γού­σε ως κα­τα­λύ­της για την αντί­δρα­ση με­τα­ξύ του υδραρ­γύ­ρου, του χρυ­σού και του ηλιαν­θι­κού προ­ζυ­μιού. Κα­ταρ­χάς, η αντί­δρα­ση με­τα­ξύ των ου­σιών πα­ρή­γα­γε μια ποι­κι­λία δια­φο­ρε­τι­κών ενώ­σε­ων, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου του αε­ρί­ου υδρο­γό­νου και του διο­ξει­δί­ου του άν­θρα­κα. Η αντί­δρα­ση πα­ρή­γα­γε επί­σης μια ποι­κι­λία από δια­φο­ρε­τι­κές ορ­γα­νι­κές ενώ­σεις, όπως γλυ­κε­ρί­νη και οξι­κό οξύ, ώσπου απλά ορ­γα­νι­κά μό­ρια αρ­χί­ζαν να ανα­δύ­ο­νται και να ανα­μει­γνύ­ο­νται, σχη­μα­τί­ζο­ντας τα δο­μι­κά στοι­χεία της ζω­ής—αμι­νο­ξέα, νου­κλε­ο­τί­δια και σάκ­χα­ρα. Αυ­τά τα στοι­χεία, υπό την κα­θο­δη­γη­τι­κή επιρ­ροή των συμ­βό­λων, δια­τάσ­σο­νταν σε πε­ρί­πλο­κες δο­μές - προ­δρό­μους ζω­ής.


Γκρα­βού­ρα με Πλό­κα­μο (Τρί­πτυ­χο)



Αδια­λεί­πτως, από τη μέ­ρα εκεί­νη του 1678, όταν τε­λεί­ω­νε η βάρ­δια του στο φούρ­νο, ο Ιω­άν­νης Προ­ζύ­μης ο Αβιο­γε­νε­τι­στής περ­νού­σε απευ­θεί­ας στη δι­πλα­νή πόρ­τα του αλ­χη­μι­στι­κού ερ­γα­στη­ρί­ου, με ένα βα­ρύ­τα­το δο­χείο γε­μά­το ωρι­μα­σμέ­νο, ενερ­γό προ­ζύ­μι του συ­γκε­κρι­μέ­νου τύ­που φορ­τω­μέ­νο στην πλά­τη του.
Ήτα­νε μια πλή­ρης επτα­ε­τία πει­ρα­μά­των και βελ­τιώ­σε­ων με­τά, αρ­χές φθι­νο­πώ­ρου του 1685, που οι δύο Αβιο­γε­νε­τι­στές συ­νερ­γά­τες θα απα­θα­να­τί­ζο­νταν σε τού­το το τρί­πτυ­χο αγνώ­στου χα­ρά­κτη, υπε­ρή­φα­νοι μα­ζί με τον ολο­ζώ­ντα­νο «Πλό­κα­μό» τους -ένα χρυ­σί­ζον, ελα­στι­κό, λε­πτό, μα­κρύ, ορ­γα­νι­κό μέ­ταλ­λο που ήταν σε θέ­ση να κι­νεί­ται και να αντα­πο­κρί­νε­ται σε ερε­θί­σμα­τα του πε­ρι­βάλ­λο­ντός του.



Ανα­κοί­νω­ση της Βα­σι­λι­κής Ακα­δη­μί­ας Επι­στη­μών, της 30ης Οκτω­βρί­ου 1685










Με ανα­κοί­νω­σή της, στις 30 Οκτω­βρί­ου 1685, η Βα­σι­λι­κή Ακα­δη­μία Επι­στη­μών γνω­στο­ποιού­σε στον Λου­δο­βί­κο ΙΔ΄ το σπου­δαίο και πρω­το­φα­νές επί­τευγ­μα. Εκεί­νος, ένας μέ­γας πά­τρο­νας των τε­χνών και των επι­στη­μών, άμε­σα αντα­πο­κρι­νό­με­νος εξέ­φρα­σε τη βού­λη­ση να πα­ρου­σια­στεί αυ­τό ενώ­πιόν του λί­γες ημέ­ρες αρ­γό­τε­ρα, στις 8 Νο­εμ­βρί­ου 1685.
Στη με­γά­λη αί­θου­σα του Πα­λα­τιού των Βερ­σαλ­λιών, ο βα­σι­λιάς Λου­δο­βί­κος ΙΔ´ κά­θι­σε στον πε­ρί­τε­χνο θρό­νο του, πλαι­σιω­μέ­νος από αυ­λι­κούς. Το πο­λυ­τε­λές δω­μά­τιο φώ­τι­ζαν αμέ­τρη­τα κε­ριά και ο αέ­ρας ήταν πυ­κνός από προ­σμο­νή.
Οι δύο συ­νερ­γά­τες διέ­σχι­σαν την αί­θου­σα και στά­θη­καν μπρο­στά στον βα­σι­λιά, κρα­τώ­ντας ένα όμορ­φα δια­κο­σμη­μέ­νο γυά­λι­νο πε­ρί­βλη­μα, από όπου άρ­χι­σε να βγαί­νει ένα μα­κρύ, ελα­στι­κό αντι­κεί­με­νο σαν με­ταλ­λι­κό κα­λώ­διο.
«Με­γα­λειό­τα­τε, σας πα­ρου­σιά­ζου­με τον Πλό­κα­μο» εί­πε ο αρ­χι-Αλ­χη­μι­στής «ένα ζω­ντα­νό και νο­ή­μον τε­χνη­τό πλά­σμα».
Κα­θώς μι­λού­σε, το κα­λώ­διο φαι­νό­ταν να με­τα­κι­νεί­ται και να κου­λου­ριά­ζε­ται, αντα­πο­κρι­νό­με­νο στον ήχο της φω­νής του.
Ο αρ­χι-Αλ­χη­μι­στής άπλω­σε απα­λά το χέ­ρι του και το κα­λώ­διο επε­κτά­θη­κε προς τα δά­χτυ­λά του, ακου­μπώ­ντας τα με ένα απα­λό, σχε­δόν στορ­γι­κό άγ­γιγ­μα.
«Μπο­ρεί να αι­σθαν­θεί όχι μό­νο τον ήχο, αλ­λά και την αφή, Με­γα­λειό­τα­τε» εί­πε ο Προ­ζύ­μης.
Οι αυ­λι­κοί λα­χά­νια­σαν από έκ­πλη­ξη, ενώ ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ' έγει­ρε μπρο­στά, με τα μά­τια του καρ­φω­μέ­να στην απί­στευ­τη δη­μιουρ­γία.
Οι αλ­χη­μι­στές προ­χώ­ρη­σαν σε πε­ραι­τέ­ρω επί­δει­ξη. Ψι­θύ­ρι­σαν στον Πλό­κα­μο, και αυ­τός κου­λου­ριά­στη­κε και ξε­τυ­λί­χτη­κε, μά­κρυ­νε πο­λύ πο­λύ και ύστε­ρα μά­ζε­ψε πά­λι.
Ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ' ήταν από­λυ­τα συ­νε­παρ­μέ­νος. «Αυ­τό εί­ναι ένα θαύ­μα», εί­πε, με τα μά­τια του αναμ­μέ­να από την απο­ρία. «Πεί­τε μου, μπο­ρεί να κα­τα­λά­βει τη γλώσ­σα μας; Μπο­ρεί να με­τα­φέ­ρει μη­νύ­μα­τα;»
Ο αρ­χι-Αλ­χη­μι­στής έγνε­ψε κα­τα­φα­τι­κά, «Μά­λι­στα, Με­γα­λειό­τα­τε. Με ανά­πτυ­ξη και βελ­τί­ω­ση, πι­στεύ­ου­με ότι θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μεύ­σει και ως μέ­σο επι­κοι­νω­νί­ας, ως ένας ζω­ντα­νός αγ­γε­λιο­φό­ρος.»
Κα­τό­πιν, οι δυο συ­νερ­γά­τες συ­νέ­χι­σαν να επι­δει­κνύ­ουν τις αξιο­ση­μεί­ω­τες ικα­νό­τη­τες του ορ­γα­νι­κού κα­λω­δί­ου. Έβγα­λαν μια μι­κρή συλ­λο­γή μου­σι­κών ορ­γά­νων και, κα­θώς έπαι­ζαν, ο Πλό­κα­μος αντι­δρού­σε, μι­μού­με­νος τους ήχους σε έναν δι­κό του ιδιαί­τε­ρο τό­νο, με την άκρη του να δια­στέλ­λε­ται σαν χω­νί τρο­μπέ­τας.
Ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ´ πα­ρα­κο­λου­θού­σε γοη­τευ­μέ­νος. «Μπο­ρεί να τι­θα­σευ­τεί, να ελεγ­χθεί;» ρώ­τη­σε.
Ο Προ­ζύ­μης έγνε­ψε κα­τα­φα­τι­κά, «Ναι, Με­γα­λειό­τα­τε. Με την ανά­λο­γη με­λέ­τη και εκ­παί­δευ­ση, πι­στεύ­ου­με ότι μπο­ρεί να αξιο­ποι­η­θεί για την εκτέ­λε­ση συ­γκε­κρι­μέ­νων ερ­γα­σιών, αντα­πο­κρι­νό­με­νος σε προ­κα­θο­ρι­σμέ­να σή­μα­τα και οδη­γί­ες».
Μό­λις ολο­κλη­ρώ­θη­κε η επί­δει­ξη, ο Πλό­κα­μος υπο­χώ­ρη­σε στο γυά­λι­νο πε­ρί­βλη­μά του.

Ο βα­σι­λιάς Λου­δο­βί­κος ΙΔ', σκύ­βο­ντας, απευ­θύν­θη­κε στους δύο συ­νερ­γά­τες με ένα βα­σι­λι­κό νεύ­μα. «Μου πα­ρου­σιά­σα­τε ένα θαύ­μα πέ­ρα ​​απ’ τη φα­ντα­σία. Η εφεύ­ρε­σή σας εί­ναι μια από­δει­ξη των απε­ριό­ρι­στων δυ­να­το­τή­των της επι­στή­μης. Σας πα­ρα­χω­ρώ τους πό­ρους και την προ­στα­σία που χρειά­ζε­στε για να τε­λειο­ποι­ή­σε­τε τη συ­γκε­κρι­μέ­νη δη­μιουρ­γία για τη δό­ξα της Γαλ­λί­ας»
Οι αλ­χη­μι­στές υπο­κλί­θη­καν βα­θιά με ευ­γνω­μο­σύ­νη, με τις καρ­διές τους γε­μά­τες πε­ρη­φά­νια και φι­λο­δο­ξία.
Με αυ­τόν τον τρό­πο οι δύο Αλ­χη­μι­στές πα­ρου­σί­α­σαν τη θαυ­μά­σια εφεύ­ρε­σή τους, σε αυ­τήν την υπερ­βο­λι­κή αί­θου­σα, ενώ­πιον του Βα­σι­λιά Ήλιου.


Ήλιος Ρευό­με­νος


Η Διαθήκη του Διονύση Ήλιου, Οργάνου των Οραματιστών του


Σύμ­φω­να τους βιο­γρά­φους του βα­σι­λιά, Louis Bertrand και G. Lenotre, «ο Λου­δο­βί­κος έτρε­φε σε όλη του τη ζωή ένα γι­γά­ντιο σκου­λή­κι, με­γέ­θους πραγ­μα­τι­κά αντά­ξιου ενός με­γά­λου μο­νάρ­χη, και αυ­τή ήταν η πραγ­μα­τι­κή αι­τία της τε­ρά­στιας όρε­ξής του και των κρί­σε­ων ιλίγ­γου. [ The Medical History of Louis XIV: Intimations of Mortality, ό.π.]

Το 1659, ο βα­σι­λιάς Λου­δο­βί­κος ΙΔ' της Γαλ­λί­ας δια­γνώ­στη­κε με ένα σκου­λή­κι του στο­μά­χου, που, βά­σει του με­γέ­θους του, οι για­τροί υπο­λό­γι­σαν ότι η εγκα­τά­στα­σή του έγι­νε χρό­νια πριν, κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα ενώ νο­σού­σε από τη σο­βα­ρή μα­λά­ρια που τον τα­λαι­πώ­ρη­σε το 1654.
Μια τρια­κο­ντα­ε­τία σχε­δόν με­τά, το έτος 1686, κα­θώς ο μο­νάρ­χης ανάρ­ρω­νε από μια ακό­μα στο­μα­χι­κή κρί­ση, άρ­χι­σε να ακού­ει κα­τ’ επα­νά­λη­ψη στον ύπνο του μια μπα­ρόκ, πο­λυ­φω­νι­κή σύν­θε­ση που προ­ερ­χό­ταν από τα εντό­σθιά του. Η φού­γκα απο­τε­λεί­το από δαι­δα­λώ­δη αντί­στι­ξη και ασυ­νή­θι­στο χρω­μα­τι­σμό, ήταν δε τό­σο υπε­ράν­θρω­πης πο­λυ­πλο­κό­τη­τας που φαι­νό­ταν να ξε­περ­νά το γή­ι­νο βα­σί­λειο. Με αμέ­τρη­τες φω­νές και θέ­μα­τα να συ­νυ­φαί­νο­νται αρ­μο­νι­κά, με τρό­πο ακα­τά­λη­πτο αν­θρω­πί­νως, η μου­σι­κή ακτι­νο­βο­λού­σε ζε­στα­σιά, φως και μια συ­ντρι­πτι­κή αί­σθη­ση με­γα­λεί­ου. Ήταν σαν να πη­γά­ζει από μια θεϊ­κή νοη­μο­σύ­νη.

≈≈≈

Σε έναν αμυ­δρά φω­τι­σμέ­νο θά­λα­μο του Πα­λα­τιού των Βερ­σα­λιών, ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ´ εί­ναι ξα­πλω­μέ­νος σε ένα με­γά­λο κρε­βά­τι, ενώ ακό­μα αναρ­ρώ­νει από την πρό­σφα­τη ασθέ­νειά του. Γύ­ρω του εί­ναι μα­ζε­μέ­νοι οι οκτώ για­τροί του, με τους οποί­ους μοι­ρά­ζε­ται την υπερ­βα­τι­κή, επα­να­λαμ­βα­νό­με­νη ακου­στι­κή του εμπει­ρία ―ετά βε­βαιό­τη­τας την πιο πε­ρί­πλο­κη φού­γκα που γρά­φτη­κε πο­τέ― εκ­φρά­ζο­ντας την εκτί­μη­σή του πως επρό­κει­το ίσως για απο­τέ­λε­σμα των κι­νή­σε­ων του σκου­λη­κιού στο στο­μά­χι του
Οι για­τροί ανταλ­λάσ­σουν κλε­φτές μα­τιές, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας τη σο­βα­ρό­τη­τα της κα­τά­στα­σης. Με­τά από μια στιγ­μή σιω­πής, ο επι­κε­φα­λής της ομά­δας κα­θα­ρί­ζει -αχάμ- το λαι­μό του και απα­ντά προ­σε­κτι­κά: «Με­γα­λειό­τα­τε, εί­ναι πι­θα­νό η ασθέ­νεια να σας έχει προ­κα­λέ­σει ορι­σμέ­νες πα­ραι­σθή­σεις»
Το μέ­τω­πο του Λου­δο­βί­κου ΙΔ´ σμί­γει κα­θώς εκεί­νος επε­ξερ­γά­ζε­ται την εξή­γη­σή τους. Η ιδέα ότι αυ­τό που εί­χε βιώ­σει μπο­ρεί να ήταν απλώς ένα πα­ραι­σθη­τι­κό προ­ϊ­όν της ασθέ­νειάς του, τον ανα­στα­τώ­νει.
«Αλ­λά … η μου­σι­κή ήταν τό­σο ζω­ντα­νή, τό­σο αλη­θι­νή …» αντι­τεί­νει «Θα ‘λε­γα πως εί­μαι απο­λύ­τως βέ­βαιος ότι μάλ­λον για θεϊ­κή Απο­κά­λυ­ψη και όχι για ασθέ­νεια, όπως μου λέ­τε, πρό­κει­ται»
«Με­γα­λειό­τα­τε, ο αν­θρώ­πι­νος νους εί­ναι ένα θαυ­μα­στό και μυ­στη­ριώ­δες πράγ­μα» συ­νε­χί­ζει ο αρ­χί­α­τρος «Η ασθέ­νεια μπο­ρεί να κά­νει κόλ­πα μα­ζί του, ακό­μη και σε ση­μείο να δη­μιουρ­γή­σει αι­σθή­σεις που μοιά­ζουν απί­στευ­τα αλη­θι­νές».
Ο βα­σι­λιάς γνέ­φει κα­τα­φα­τι­κά, αν και μια απο­γο­ή­τευ­ση μέ­νει στα μά­τια του. Οι για­τροί συ­νε­χί­ζουν το έρ­γο τους, φρο­ντί­ζο­ντας τη σω­μα­τι­κή ευ­ε­ξία του μο­νάρ­χη, ενώ ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ', με μια ανα­νε­ω­μέ­νη αί­σθη­ση τα­πει­νό­τη­τας, συλ­λο­γί­ζε­ται την πε­ρί­πλο­κη αλ­λη­λε­πί­δρα­ση του αν­θρώ­πι­νου μυα­λού, της ασθέ­νειας και των μυ­στη­ρί­ων της ψυ­χής.

≈≈≈

Στις αρ­χές του 1687, με­τά από αρ­κε­τούς μή­νες κα­λής υγεί­ας του Βα­σι­λιά Ήλιου, με την πρό­σφα­τη στο­μα­χι­κή κρί­ση του να έχει ξε­πε­ρα­στεί, άρ­χι­σαν πού και πού να του ξε­φεύ­γουν, ιδιω­τι­κώς τε και δη­μο­σί­ως, κά­τι επι­κά ρε­ψί­μα­τα ξε­κά­θα­ρης μου­σι­κό­τη­τας.
Το φαι­νό­με­νο με τον και­ρό κλι­μα­κω­νό­ταν, τα ρε­ψί­μα­τα γί­νο­νταν όλο και συ­χνό­τε­ρα, ενώ η συ­νο­χή τους πρό­δι­δε ότι αναμ­φί­βο­λα ήταν μέ­ρη κά­ποιας με­γα­λύ­τε­ρης σύν­θε­σης.
Οι για­τροί του Βα­σι­λιά βρί­σκο­νταν σε πλή­ρη αμη­χα­νία, αδυ­να­τώ­ντας να δώ­σουν κά­ποια εξή­γη­ση.
Ο ίδιος αι­σθα­νό­ταν δι­καιω­μέ­νος, κα­θό­τι απο­δει­κνυό­ταν ότι η Ηλια­κή Φού­γκα μό­νο πα­ραί­σθη­ση δεν ήταν.
Δεν υπήρ­χε πλέ­ον κα­μία λο­γι­κή αντί­κρου­ση στην δι­καιο­λο­γη­μέ­νη πα­ρά­κρου­σή του ότι εγκυ­μο­νού­σε τη μου­σι­κή του Ήλιου- μια απα­ρά­μιλ­λη φού­γκα- την οποία, όπως κα­τέ­λη­ξε κα­τό­πιν πε­ρι­συλ­λο­γής και συν­δέ­ο­ντας τα γε­γο­νό­τα, εί­χε με­τα­γρά­ψει εντός του το ιε­ρό σκου­λή­κι αυ­λα­κώ­νο­ντας τα γα­στρι­κά του τοι­χώ­μα­τα.


Το μνη­μείο των Ηλια­κών Κω­νώ­πων



[Το μνη­μείο δεν σώ­ζε­ται, σώ­ζε­ται όμως η απει­κό­νι­σή του στην άνω­θι γκρα­βού­ρα που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στον 23ο τό­μο της Ιστο­ρί­ας της Βα­σι­λι­κής Ακα­δη­μί­ας Επι­γρα­φών και Γραμ­μά­των.* Εκεί πα­ρα­τί­θε­ται και η επι­γρα­φή, γραμ­μέ­νη από τον ίδιο τον Λου­δο­βί­κο ΙΔ΄:]

Comme c’ est merveilleux, Père Soleil, que mon ventre soit le théâtre de Ta grande Fugue vermoulue! Bénis soient vos moustiques angéliques, qui ont honoré mon couronnement, en 1654, de leur présence divine - et mon corps mortel avec une malaria si forte qu'un ver saint sans lui, ce corps, n'aurait jamais résidé!
Τι υπέ­ρο­χο, Ήλιε Πα­τέ­ρα, το στο­μά­χι μου να ‘ναι η σκη­νή της με­γά­λης, σκου­λη­κο­σκά­ρω­της Φού­γκας Σου! Ευ­λο­γη­μέ­να ας εί­ν’ τα αγ­γε­λι­κά κου­νού­πια, που τη στέ­ψη μου, εν έτει 1654, τι­μή­σαν με τη θεϊ­κή τους πα­ρου­σία -και το θνη­τό μου σώ­μα με μια τό­σο γε­ρή ελο­νο­σία, που σκου­λή­κι ιε­ρό χω­ρίς εκεί­νη, το σώ­μα αυ­τό, πο­τέ δεν θα το εί­χε κα­τοι­κή­σει!

__________
* Wkipedia: Η Ακα­δη­μία Επι­γρα­φών και Γραμ­μά­των δη­μιουρ­γή­θη­κε το 1663 ως ένα συμ­βού­λιο τεσ­σά­ρων ου­μα­νι­στών, «λό­γιοι που κα­τεί­χαν την ιστο­ρία και την αρ­χαιό­τη­τα», με­τα­ξύ των οποί­ων και ο Σαρλ Πε­ρώ. Ο εμπνευ­στής ήταν ο Ζαν-Μπα­τίστ Κολ­μπέρ, υπουρ­γός Οι­κο­νο­μι­κών του βα­σι­λιά Λου­δο­βί­κου ΙΔ΄. Το πρώ­το της όνο­μα ήταν Βα­σι­λι­κή Ακα­δη­μία Επι­γρα­φών και Γραμ­μά­των και απο­στο­λή της ήταν να δη­μιουρ­γή­σει επι­γρα­φές σε δη­μό­σια μνη­μεία, με­τάλ­λια και νο­μί­σμα­τα για να δο­ξά­σουν τα γε­γο­νό­τα της βα­σι­λεί­ας του Λου­δο­βί­κου … .


Σκη­νο­γρα­φία της Ηλια­κής Φού­γκας (μι­κτή τε­χνι­κή)








Ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ´, λα­χτα­ρώ­ντας για τη δη­μό­σια εκτέ­λε­ση της Ηλια­κής Φού­γκας, κά­λε­σε τους ικα­νό­τε­ρους μου­σι­κούς της αυ­λής και τους ανέ­θε­σε την ανά­λυ­ση, με­τα­γρα­φή και ενορ­χή­στρω­σή της.
Εκεί­νοι, με­τά από πο­λύ­μη­νη με­λέ­τη των βα­σι­λι­κών ρε­ψι­διών, κα­τέ­λη­ξαν ότι τό­σο συν­θέ­τες και πυ­κνές αντι­στί­ξεις δεν θα μπο­ρού­σαν με τί­πο­τα να παι­χτούν με αν­θρώ­πι­να μέ­σα, πα­ρά μό­νο -ίσως- με μια ορ­χή­στρα με­ρι­κών χι­λιά­δων παι­κτών. Η δε οποια­δή­πο­τε από­πει­ρα για με­τα­γρα­φή της σε παρ­τι­τού­ρα θα κα­τέ­λη­γε σε μια κα­θό­λου ανα­γνώ­σι­μη, θε­ό­πυ­κνη μου­τζού­ρα. Ο Βα­σι­λιάς κα­τσού­φια­σε στην αρ­χή, γρή­γο­ρα όμως πή­ρε να με­τρά­ει με τους Συμ­βού­λους τις εναλ­λα­κτι­κές του. Με­τα­ξύ των οποί­ων -πά­νω πά­νω- ήτα­νε μια φι­λό­δο­ξη επι­χεί­ρη­ση οι­σο­φα­γι­κής κα­τα­βύ­θι­σης.

≈≈≈

ΑΡ­ΧΙΑΛ­ΧΗ­ΜΙ­ΣΤΗΣ
(υπό­κλι­ση)
Ευ­θυ­γραμ­μι­ζό­με­νοι, Με­γα­λειό­τα­τε, με την ευ­γε­νή σας επι­θυ­μία, και σε συ­νερ­γα­σία με τους μου­σι­κούς συμ­βού­λους που διο­ρί­σα­τε, θα βά­λου­με όλες μα όλες τις δυ­νά­μεις μας, για να δι­δά­ξου­με στον Πλό­κα­μο, το φι­λο­πρό­ο­δο αυ­τό cablissimo, τη γλώσ­σα της μου­σι­κής και να τον εκ­παι­δεύ­σου­με, ώστε να κα­τα­νο­εί και να εκτε­λεί ακό­μα και τις πε­ρι­πλο­κό­τε­ρες των μου­σι­κών συν­θέ­σε­ων.

ΣΥΜ­ΒΟΥ­ΛΟΣ Α’
(υπό­κλι­ση)
Με­γα­λειό­τα­τε, θα αφο­σιω­θού­με στη μου­σι­κή ανα­τρο­φή του πλά­σμα­τος. Θα το τρο­φο­δο­τή­σου­με με τα πιο πε­ρί­πλο­κα μου­σι­κά έρ­γα, θα το εκ­θέ­σου­με στους με­γά­λους δα­σκά­λους της επο­χής μας, αλ­λά και του πα­ρελ­θό­ντος, και θα καλ­λιερ­γή­σου­με την κα­τα­νό­η­σή του για τη σπου­δαιό­τε­ρη από όλες τις τέ­χνες.

ΛΟΥ­ΔΟ­ΒΙ­ΚΟΣ ΙΔ'
Θαυ­μά­σια! Υπ’ αμ­φό­τε­ρες, λοι­πόν, τις ιδιό­τη­τές μου, του ελέω Θε­ού μο­νάρ­χη και του αφο­σιω­μέ­νου Προ­στά­τη των Τε­χνών, δί­νω σε όλους σας τη με­γά­λη χά­ρη μου γι’ αυ­τή την προ­σπά­θεια.

(Οι αρ­χι-Αλ­χη­μι­στής και Μου­σι­κοί Σύμ­βου­λοι υπο­κλί­νο­νται βα­θιά με ευ­γνω­μο­σύ­νη.)

ΑΡ­ΧΙΑΛ­ΧΗ­ΜΙ­ΣΤΗΣ:
Δεν θα σας απο­γοη­τεύ­σου­με, Κύ­ριε. Ο Πλό­κα­μος θα αντα­πο­κρι­θεί στην πρό­κλη­ση.

Ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ´ τους πα­ρα­κο­λου­θεί να απο­χω­ρούν, προ­σβλέ­πο­ντας στο αί­σιο τα­ξί­δι που θα οδη­γή­σει το κα­λω­δια­κό πλά­σμα στο βα­σί­λειο της μου­σι­κής.

≈≈≈

Προς την επι­φα­νή Αυ­τού Με­γα­λειό­τη­τα, Λου­δο­βί­κο ΙΔ',

Εμείς, τα­πει­νοί υπη­ρέ­τες σας και εντε­ταλ­μέ­νοι Μου­σι­κοί Σύμ­βου­λοι, βε­βαιώ­νου­με ότι η απο­στο­λή της μου­σι­κής εκ­παί­δευ­σης του cablissimo ήταν -με τη βο­ή­θεια του Θε­ού- επι­τυ­χής.
Με τε­χνι­κή που συ­να­γω­νί­ζε­ται τους κα­λύ­τε­ρους βιρ­τουό­ζους, ο Πλό­κα­μος εί­ναι πλέ­ον σε θέ­ση να εκτε­λεί συν­θέ­σεις της πιο πε­ρί­πλο­κης και προ­κλη­τι­κής φύ­σης.
Έχει ανα­πτύ­ξει άρι­στη κα­τα­νό­η­ση του ρυθ­μού και έχει μά­θει να πα­ρά­γει, μέ­σω της δια­στελ­λό­με­νης τρο­μπε­τοει­δώς άκρης-ηχεί­ου του, ήχους που συ­να­γω­νί­ζο­νται τα πιο εκλε­κτά μου­σι­κά όρ­γα­να, με μια αξιο­ση­μεί­ω­τη γκά­μα τό­νων, από τις πιο βα­θιές και ηχη­ρές νό­τες των μπά­σων έως τις πιο αι­θέ­ριες και λε­πτές ψη­λές νό­τες, δυ­νά­με­νος έτσι να ανα­πα­ρά­γει τις πιο πε­ρί­πλο­κες με­λω­δί­ες.
Εί­χα­με το προ­νό­μιο να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με μια δο­κι­μα­στι­κή πα­ρά­στα­ση, όπου το cablissimo συ­νέ­πλε­ξε απρό­σκο­πτα και ταυ­το­χρό­νως έναν με­γά­λο αριθ­μό από φού­γκες των Buxtehude, Pachelbel και Froberger.
Κά­θε φού­γκα, ξε­χω­ρι­στή και πε­ρί­πλο­κη από μό­νη της, συγ­χω­νεύ­τη­κε άψο­γα με τις άλ­λες, δη­μιουρ­γώ­ντας μια κα­κό­φω­νη, αλ­λά εντυ­πω­σια­κή με­γα-σύν­θε­ση. Ήταν σαν ο Πλό­κα­μος να εί­χε ει­σχω­ρή­σει σε ένα βα­σί­λειο μα­θη­μα­τι­κής και μου­σι­κής τε­λειό­τη­τας που ξε­περ­νού­σε τα όρια της αν­θρώ­πι­νης κα­τα­νό­η­σης.
Κα­θώς ολο­κλη­ρώ­νου­με αυ­τήν την έκ­θε­ση, ευ­χό­μα­στε στη Με­γα­λειό­τη­τά σας αυ­τό το ζω­ντα­νό όρ­γα­νο, γεν­νη­μέ­νο από το μυ­στή­ριο και το θαύ­μα, να χρη­σι­μεύ­σει ως αιώ­νιο μνη­μείο της έν­δο­ξης βα­σι­λεί­ας σας.
Με ακλό­νη­τη πί­στη και βα­θύ σε­βα­σμό,

[ Οι τα­πει­νοί υμών υπη­ρέ­τες … ]

≈≈≈

Ενό­ψει εκτέ­λε­σης της Ηλια­κής Φού­γκας, ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ´ διέ­τα­ξε να κα­τα­σκευα­στεί μια νέα, εντυ­πω­σια­κή αί­θου­σα στα ανά­κτο­ρα. Για φό­ντο της με­γα­λό­πρε­πης σκη­νής επι­λέ­χτη­κε ένα έρ­γο μι­κτής τε­χνι­κής ―μια από­κο­σμη ου­ρα­νο­γρα­φία με εν­σω­μα­τω­μέ­νο κα­θρέ­φτη και με έναν τε­χνη­τό ήλιο στο κέ­ντρο του, το φως του οποί­ου ―με τη χρή­ση τε­χνι­κών οφθαλ­μα­πά­της- απλω­νό­ταν προ­ο­πτι­κά μέ­χρι εκεί που έβλε­πε το μά­τι.

≈≈≈

Στη γε­μά­τη, νέα αί­θου­σα συ­ναυ­λιών του Πα­λα­τιού των Βερ­σαλ­λιών, ο βα­σι­λιάς Ήλιος, ως σο­λίστ, ξα­πλώ­νει ελα­φρώς ανα­ση­κω­μέ­νος σε ένα ει­δι­κό, πε­ρί­τε­χνο ανά­κλι­ντρο που φτιά­χτη­κε για την πε­ρί­στα­ση.
Τα επι­δέ­ξια χέ­ρια της ια­τρι­κής ομά­δας κα­θο­δη­γούν με λε­πτό­τη­τα το cablissimo, που έχει πε­ρά­σει από το ανοι­χτό στό­μα και γλι­στρά στον οι­σο­φά­γο του, ώσπου η μία άκρη του να φτά­σει στο στο­μά­χι.
Τώ­ρα, από το στό­μα του εξέ­χει το υπό­λοι­πο, αβύ­θι­στο και αρα­δια­σμέ­νο, ζιγκ ζαγκ, στο πά­τω­μα της σκη­νής μέ­ρος του Πλο­κά­μου που η άκρη του, έχου­σα το σχή­μα τρο­μπέ­τας, ομοιά­ζει με υπερ­μέ­γε­θες άν­θος έρ­που­σας πό­ας.
Θε­ω­ρη­τι­κά, όλα εί­ναι έτοι­μα για το παί­ξι­μο της Φού­γκας.
Όμως, προς έκ­πλη­ξη όλων, το cablissimo-Πλό­κα­μος πα­ρα­μέ­νει σιω­πη­λό και ασά­λευ­το.
Η έκ­φρα­ση του Λου­δο­βί­κου ΙΔ´ με­τα­το­πί­ζε­ται από την αυ­το­πε­ποί­θη­ση στην αμη­χα­νία.
Κα­θώς ο βα­σι­λιάς και το cablissimo πα­ρα­μέ­νουν κλει­δω­μέ­νοι σε ένα απο­γοη­τευ­τι­κό ντου­έ­το αδρά­νειας, το κοι­νό δεν ξέ­ρει πώς να αντι­με­τω­πί­σει την ανε­ξή­γη­τη απο­τυ­χία του φι­λό­δο­ξου θε­ά­μα­τος.
Η απο­γο­ή­τευ­ση του βα­σι­λιά εί­ναι έκ­δη­λη.
Το μέ­τω­πό του σμί­γει και τα μά­τια του στε­νεύ­ουν από εκνευ­ρι­σμό κα­θώς το cablissimo δεν αντα­πο­κρί­νε­ται. Σφίγ­γει τις γρο­θιές του και οι αρ­θρώ­σεις του ανοι­γο­κλεί­νουν, κα­θώς προ­σπα­θεί να κά­νει το όρ­γα­νο να πά­ρει μπρος και να ανα­πα­ρά­γει τη θεία, στο­μα­χι­κή μου­σι­κή.
Η απο­γο­ή­τευ­ση βα­θαί­νει κα­θώς περ­νούν τα δευ­τε­ρό­λε­πτα με το cablissimo να πα­ρα­μέ­νει πει­σμα­τι­κά σιω­πη­λό. Η βα­σι­λι­κή ψυ­χραι­μία έχει χα­θεί ανε­πι­στρε­πτί. Τα χεί­λη του μοιά­ζουν σαν να εί­ναι έτοι­μος να δώ­σει εντο­λή, αλ­λά οι λέ­ξεις φρα­κά­ρουν στον κα­τει­λημ­μέ­νο από το cablissimo λαι­μό του, αφή­νο­ντας μό­νο έναν βα­θύ ανα­στε­ναγ­μό τα­ρα­χής. Μ’ ένα νεύ­μα του χε­ριού δια­τάσ­σει να τον απο­συν­δέ­σουν.

[ Ενό­σω εκτυ­λίσ­σε­ται η ανω­τέ­ρω σκη­νή, μέ­σα στο στο­μά­χι του Λου­δο­βί­κου ΙΔ´ το σκου­λή­κι, έχο­ντας φρά­ξει με την κε­φα­λή του την εν­δο­σκο­πι­κή από­λη­ξη-αι­σθη­τή­ρα του Πλο­κά­μου, εμπο­δί­ζο­ντας έτσι την εκτέ­λε­ση της Ηλια­κής Φού­γκας, στρι­φο­γυ­ρί­ζει και συ­στρέ­φε­ται, σχη­μα­τί­ζο­ντας με το σώ­μα του τη γαλ­λι­κή φρά­ση «Quand les étoiles sont alignées» που με­τα­φρά­ζε­ται σε «Όταν τα άστρα εί­ναι στη σω­στή τους θέ­ση».]

≈≈≈

Το αμέ­σως επό­με­νο πρωί, ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ´ δια­τάσ­σει να κα­τα­στρα­φεί ο Πλό­κα­μος, θε­ω­ρώ­ντας τον μνη­μείο του δη­μό­σιου εξευ­τε­λι­σμού του. Με κό­στος την ισό­βια φυ­λά­κι­ση, μέ­χρι τον θά­να­τό του το 1714, ο ένας από τους δυο πα­τέ­ρες του, Ιω­άν­νης Προ­ζύ­μης ο Αβιο­γε­νε­τι­στής, προ­λα­βαί­νει και τον φυ­γα­δεύ­ει. Το cablissimo βγαί­νει λά­θρα από τη Γαλ­λία, κα­τα­λή­γο­ντας στα άδυ­τα μιας εμπο­ρι­κής απο­θή­κης στη Βε­νε­τία.

__________________________________

Η με­λαγ­χο­λία του Πλο­κά­μου
Σκο­τει­νά σχή­μα­τα
Από ασά­λευ­τες κούρ­μπες
Σ’ έναν κό­σμο που αρ­γά ξε­χνά
Τυ­λιγ­μέ­νο για χρό­νια
Το κα­λώ­διο πε­ρι­μέ­νει
Στη σιω­πή της κού­τας του
Σε έναν κό­σμο μο­νο­χνι­διάς**
Σκο­τει­νό, ακα­τα­νό­η­το κα­λώ­διο
Ξε­χα­σμέ­νο, άτι­τλο
__________________________________

* [Εντο­λή: Γρά­ψε ορι­σμό της λέ­ξης «μο­νο­χνι­διά»] A.I.: Η λέ­ξη «μο­νο­χνι­διά» ανα­φέ­ρε­ται στην κα­τά­στα­ση όπου κά­ποιος εί­ναι μό­νος, χω­ρίς συ­ντρο­φιά ή πα­ρέα. Εί­ναι ένας όρος που συ­νή­θως χρη­σι­μο­ποιεί­ται για να πε­ρι­γρά­ψει την αί­σθη­ση της μο­να­ξιάς ή την κα­τά­στα­ση του να βρί­σκε­στε μό­νοι σας, χω­ρίς κα­νέ­ναν να σας συ­νο­δεύ­ει ή να συ­νο­μι­λεί­τε μα­ζί.


Ηλια­κή Φού­σκα


Ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ΄, μη μπο­ρώ­ντας να απο­δε­χθεί ότι εγκυ­μο­νού­σε τη μου­σι­κή του Ηλί­ου δί­χως να μπο­ρεί να τη γεν­νή­σει, ζή­τη­σε από τους για­τρούς να του ανοί­ξουν, τέ­λος πά­ντων, το στο­μά­χι για να απο­κα­λυ­φθεί το σπου­δαίο έρ­γο.
Εκεί­νοι τον δια­βε­βαί­ω­σαν ότι θα πέ­θαι­νε αν του άνοι­γαν το στο­μά­χι.
Αντι­πρό­τει­νε να του με­τα­μο­σχεύ­σουν, προ­σω­ρι­νά, άλ­λο στο­μά­χι, ώστε να απο­κα­λυ­φθεί η Φού­γκα, και με­τά να του το ξα­να­βά­λουν.
Εκεί­νοι τον πλη­ρο­φό­ρη­σαν ότι δεν εί­χε ξα­να­γί­νει πο­τέ με­τα­μό­σχευ­ση στο­μά­χου, και ότι οι πι­θα­νό­τη­τες επι­τυ­χί­ας ήταν μη­δα­μι­νές.
Τους προ­έ­τρε­ψε να το προ­σπα­θή­σουν του­λά­χι­στον, αν αγα­πού­σαν οι νου­νε­χείς κε­φα­λές τους να πα­ρέ­με­ναν άκο­πες απ’ το υπό­λοι­πο σώ­μα τους.

≈≈≈

Το σω­τή­ριο έτος 1689, ανά την επι­κρά­τεια της Γαλ­λί­ας υπήρ­ξε πε­ρίσ­σευ­μα σα­κα­τευ­μέ­νων υπη­κό­ων που αιχ­μα­λω­τί­στη­καν και κα­τα­κρε­ουρ­γη­θή­καν ως πει­ρα­μα­τό­ζωα.
Από τους 234 χει­ρουρ­γη­θέ­ντες, οι 233 απε­βί­ω­σαν κα­τά την αφαί­ρε­ση του στο­μα­χιού τους.
Ένας μό­νο κα­τά­φε­ρε να επι­ζή­σει, ωστό­σο απέ­τυ­χε η επι­χεί­ρη­ση επα­να­σύν­δε­σης, με απο­τέ­λε­σμα ο άν­δρας αυ­τός να επι­ζή­σει αστό­μα­χος για λί­γες ώρες, προ­τού κα­τα­λή­ξει μέ­σα σε φρι­χτούς πό­νους.

(…) Μια με­γά­λη αί­θου­σα με­τα­τρά­πη­κε σε αυ­το­σχέ­διο χει­ρουρ­γείο, φω­τι­σμέ­νο από το φως των κε­ριών. Οι χει­ρουρ­γοί, ντυ­μέ­νοι με πε­ρί­τε­χνες ρό­μπες, προ­χώ­ρη­σαν με ένα μείγ­μα ευ­λά­βειας και φό­βου. Ο Άν­θρω­πος χω­ρίς Στο­μά­χι βρι­σκό­ταν ακί­νη­τος στο τρα­πέ­ζι, με το πρό­σω­πό του κρυμ­μέ­νο από μια μά­σκα, χω­ρίς να προ­σφέ­ρει κα­μία έν­δει­ξη για τα συ­ναι­σθή­μα­τά του. (…) [The Gastric Fugue of Louis XIV: A Comprehensive Guide to the Sun King's Struggle by Catherine H. Smith (University of Vermilion, 1971]

Ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ΄ ανα­γκά­στη­κε, εκ των πραγ­μά­των, να πα­ραι­τη­θεί από τις βλέ­ψεις του για παί­ξι­μο της Ηλια­κής Φού­γκας ενό­σω ήταν εν ζωή. Το απέ­δω­σε στο ότι, με­τά βε­βαιό­τη­τας, δεν ήταν επι­θυ­μία του Πε­πρω­μέ­νου να παι­χτεί η Φού­γκα στον και­ρό του. Φρό­ντι­σε ωστό­σο το στο­μά­χι του να αφαι­ρε­θεί με­τά θά­να­τον, να σφρα­γι­στεί κα­λά, να τύ­χει της ανά­λο­γης επε­ξερ­γα­σί­ας και να δια­τη­ρη­θεί στο θη­σαυ­ρο­φυ­λά­κιο του πα­λα­τιού. Η Ηλια­κή Φού­γκα ας πε­ρι­μέ­νει τον παί­κτη της.
Την 1η Σε­πτεμ­βρί­ου 1715, ο Βα­σι­λιάς Ήλιος απε­βί­ω­σε.

(…) Το με­γα­λείο του μο­νάρ­χη εί­χε πλέ­ον μειω­θεί σε μια φι­γού­ρα από­λυ­της αδυ­να­μί­ας, με το σώ­μα του να έχει μαυ­ρί­σει από τη γάγ­γραι­να. Η κά­πο­τε υπε­ρή­φα­νη όψη του Λου­δο­βί­κου ΙΔ´ ήταν τώ­ρα μια ισχνή μά­σκα εξά­ντλη­σης και οι επί­πο­νες ανά­σες του γέ­μι­ζαν την αί­θου­σα με βα­ρυ­θυ­μία. Κα­θώς ξά­πλω­νε στο πε­ρί­τε­χνο κρε­βά­τι του, με το ζα­ρω­μέ­νο χέ­ρι του να σφίγ­γει τα με­τα­ξω­τά σε­ντό­νια, το στή­θος του ανέ­βαι­νε και έπε­φτε με κά­θε ρη­χή ει­σπνοή. Οι ανά­σες του ήταν σαν αχνοί ψί­θυ­ροι, σαν από­η­χοι μιας επο­χής που σβή­νει.
Όμως, στην τε­λι­κή στιγ­μή του ο Λου­δο­βί­κος ΙΔ΄ ει­σέ­πνευ­σε με μια πα­ρά­ξε­να με­γά­λη, και αφύ­σι­κη, διάρ­κεια. Ενώ ο θώ­ρα­κας και η κοι­λιά του φού­σκω­ναν ολο­έ­να, για­τροί και αυ­λι­κοί αντάλ­λασ­σαν σα­στι­σμέ­νες μα­τιές πε­ρι­μέ­νο­ντας μια εκ­πνοή που δεν ήρ­θε πο­τέ. (…) [La vie légendaire de Louis XIV: Une étude approfondie de la vie privée et de l'esprit du Roi Soleil (Zephyr Quixotique, Editions l’ etoile historique 1938)

≈≈≈

Στο νε­κρο­το­μείο, το πτώ­μα του Βα­σι­λιά Ήλιου εί­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νο πά­νω σε μια πέ­τρι­νη επι­φά­νεια. Ο νε­κρο­τό­μος φω­τί­ζει με το φα­νά­ρι του την ανοιγ­μέ­νη κοι­λια­κή χώ­ρα δια­πι­στώ­νο­ντας με δέ­ος ότι το στο­μά­χι του βα­σι­λιά εί­ναι πρω­το­φα­νώς πα­ρα­φου­σκω­μέ­νο σαν με­γα­λο­πρε­πές μπα­λό­νι. Με­τά την αφαί­ρε­ση, το όρ­γα­νο πα­ρα­λαμ­βά­νουν άμε­σα οι Βα­σι­λι­κοί Συ­ντη­ρη­τές. Η επι­λε­γεί­σα μέ­θο­δος εί­ναι αυ­τή της επι­κά­λυ­ψης του ορ­γά­νου με ένα μείγ­μα κε­ριού μέ­λισ­σας και ρη­τί­νης και η οποία έχει ως εξής: Αρ­χι­κά, το στο­μά­χι σφρα­γί­ζε­ται με σκοι­νί. Στη συ­νέ­χεια, ένα μείγ­μα λιω­μέ­νου κε­ριού μέ­λισ­σας και ρη­τί­νης δέ­ντρων θερ­μαί­νε­ται και εφαρ­μό­ζε­ται προ­σε­κτι­κά στο εξω­τε­ρι­κό του. Αυ­τό το μείγ­μα κε­ριού και ρη­τί­νης θα δη­μιουρ­γή­σει ένα προ­στα­τευ­τι­κό φράγ­μα, εμπο­δί­ζο­ντας την απο­σύν­θε­ση. Μό­λις η επι­κά­λυ­ψη κρυώ­σει και στα­θε­ρο­ποι­η­θεί, το στο­μά­χι μπο­ρεί να απο­θη­κευ­τεί ασφα­λώς.




Παράρτημα

Venezia, 15 giugno 1815
In questo giorno, 15 giugno dell'anno 1815, si tenne nella città di Venezia un'asta pubblica, regolarmente registrata e documentata secondo le leggi e i regolamenti applicabili alle aste pubbliche. Oggetto dell'asta era un oggetto unico, un cavo metallico morbido, probabilmente destinato ad uso musicale, risalente all'epoca di Luigi XIV, le cui particolari caratteristiche sono menzionate nei documenti allegati. L'asta si è svolta in modo imparziale e sotto la supervisione di un notaio. Al termine dell'asta, il signor Iakovos Mantzaros è stato dichiarato miglior offerente e nuovo proprietario legale dell'oggetto, previo pagamento dell'importo concordato secondo le condizioni stabilite dall'asta e dalla legge. Questo rapporto è stato preparato per documentare il processo dell'asta, confermare il cambio di proprietà dell'oggetto e certificare la conformità alle leggi e ai regolamenti applicabili relativi alle aste pubbliche.1

Στα τέ­λη του 18ου αιώ­να ο εξό­ρι­στος, λη­σμο­νη­μέ­νος Πλό­κα­μος φτά­νει στα χέ­ρια του Ιτα­λού συλ­λέ­κτη Giovanni Battista Sommariva (1762-1826).

1. Βε­νε­τία, 15 Ιου­νί­ου 1815
Την ημέ­ρα αυ­τή, 15 Ιου­νί­ου του έτους 1815, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε δη­μό­σιος πλει­στη­ρια­σμός στην πό­λη της Βε­νε­τί­ας, δε­ό­ντως κα­τα­χω­ρη­μέ­νος και τεκ­μη­ριω­μέ­νος σύμ­φω­να με τους νό­μους και τους κα­νο­νι­σμούς που ισχύ­ουν για τους δη­μό­σιους πλει­στη­ρια­σμούς. Αντι­κεί­με­νο της δη­μο­πρα­σί­ας ήταν ένα μο­να­δι­κό αντι­κεί­με­νο, ένα μα­λα­κό με­ταλ­λι­κό κα­λώ­διο, πι­θα­νώς προ­ο­ρι­ζό­με­νο για μου­σι­κή χρή­ση, που χρο­νο­λο­γεί­ται από την επο­χή του Λου­δο­βί­κου ΙΔ´, τα ει­δι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του οποί­ου ανα­φέ­ρο­νται στα συ­νημ­μέ­να έγ­γρα­φα. Ο πλει­στη­ρια­σμός πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε αμε­ρό­λη­πτα και υπό την επί­βλε­ψη συμ­βο­λαιο­γρά­φου. Με τη λή­ξη της δη­μο­πρα­σί­ας ο κύ­ριος Ιά­κω­βος Μάν­τζα­ρος ανα­κη­ρύ­χθη­κε πλειο­δό­της και νέ­ος νό­μι­μος ιδιο­κτή­της του αντι­κει­μέ­νου, με κα­τα­βο­λή του πο­σού που συμ­φω­νή­θη­κε σύμ­φω­να με τους όρους που θέ­τει η δη­μο­πρα­σία και ο νό­μος. Αυ­τή η ανα­φο­ρά έχει ετοι­μα­στεί για να τεκ­μη­ριώ­σει τη δια­δι­κα­σία δη­μο­πρα­σί­ας, να επι­βε­βαιώ­σει την αλ­λα­γή ιδιο­κτη­σί­ας του αντι­κει­μέ­νου και να πι­στο­ποι­ή­σει τη συμ­μόρ­φω­ση με τους ισχύ­ο­ντες νό­μους και κα­νο­νι­σμούς που σχε­τί­ζο­νται με τους δη­μό­σιους πλει­στη­ρια­σμούς.




Από αιώ­νος βυ­θι­σμέ­νος σε βα­θύ­τα­τη νάρ­κη με­λαγ­χο­λί­ας -ασά­λευ­τος, σαν ένα οποιο­δή­πο­τε απλό πα­ρά­ξε­νο κα­λώ­διο- κα­τα­χω­ρί­ζε­ται ως αταυ­το­ποί­η­το εύ­ρη­μα, πι­θα­νό­τα­τα μου­σι­κής χρή­σης, χρο­νο­λο­γού­με­νο από τον και­ρό της βα­σι­λεί­ας του Λου­δο­βί­κου του 14ου.
Το 1815 ο Έλ­λη­νας ευ­γε­νής Ιά­κω­βος Μάν­τζα­ρος αγο­ρά­ζει, σε δη­μο­πρα­σία στη Βε­νε­τία, το πα­ρά­ξε­νο μου­σι­κό κει­μή­λιο, με σκο­πό να το δω­ρί­σει στο γιο του, Νι­κό­λαο Μάν­τζα­ρο (1795-1892), επ’ αφορ­μής της πρε­μιέ­ρας της πρώ­της όπε­ράς του στην Κέρ­κυ­ρα, την ίδια χρο­νιά.


― Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: