Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]
Τα βραβεία του «Χάρτη» 2023
Το διαδικτυακό περιοδικό Λόγου και Τέχνης Χάρτης (www.hartismag.gr), απονέμει για τρίτη χρονιά ετήσια βραβεία, με σκοπό την ανάδειξη των σημαντικότερων βιβλίων που κυκλοφόρησαν το περασμένο έτος. Η διάκριση αυτή προέρχεται από τις προσωπικές επιλογές μιας ευρείας ομάδα τακτικών συνεργατών του περιοδικού που, χωρίς δεσμεύσεις, πρότειναν έως τρία βιβλία ανά είδος λόγου (Ποίηση, Πεζογραφία, Δοκίμιο, Μετάφραση και Βιβλίο για παιδιά), τα οποία, έχουν εκδοθεί το 2023.
Στις υποψηφιότητες δεν περιλαμβάνονται, φυσικά, βιβλία των τακτικών συνεργατών τού περιοδικού, δεν μεσολαβούν επιτροπές ή διαβουλεύσεις, κανένας δεν γνωρίζει τι ψηφίζουν οι άλλοι, ενώ ούτε η συντακτική ομάδα εμπλέκεται στις επιλογές. Οι κατάλογοι των βιβλίων που διακρίνονται προκύπτουν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από τις αρχικές προτάσεις των τακτικών χαρτογράφων βάσει του αριθμού των ψήφων.
Τα βραβεία του Χάρτη 2023
___________
ΠΟΙΗΣΗ
Γιάννης Τζανετάκης
Μετά από μένα, εκδ. Πόλις
≈
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
(Ισοψηφία)
Αυγή Λίλλη
Ρυζόχαρτο και άλλες μικρο-ιστορίες, εκδ. Ποταμός
&
Μιχάλης Μοδινός
Τα θαύματα του κόσμου, εκδ. Καστανιώτη
≈
ΔΟΚΙΜΙΟ
Σουζάνα Αντωνακάκη
Αρχιτεκτονική ποιητική: Κείμενα 1959-2019, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
≈
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Μάγκυ Κοέν
για το βιβλίο του Άαρον Άππελφελντ, Μέρες θαυμαστής διαύγειας, εκδ. Άγρα 2023
≈
ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ
Μάκης Τσίτας
Ο σύμβουλος του βασιλιά (εικονογράφηση: Μαιρηλία Φωτιάδου), εκδ. Μεταίχμιο
____________
Τα βραβεία ανέδειξαν οι επιλογές των:
Γιώργου Βέη, Γιώργου Βέλτσου, Αντιγόνης Βλαβιανού, Ιάκωβου Βούρτση, Τάσου Γουδέλη, Ανθούλας Δανιήλ, Φίλιππου Δ. Δρακονταειδή, Γιάννη Ευσταθιάδη, Μάνου Κοντολέων, Μαρίας Κούρση, Βασίλη Λαμπρόπουλου, Αλέξιου Μάινα, Άρη Μαλανδράκη, Παυλίνας Μάρβιν, Κώστα Μαυρουδή, Γιώργου Β. Μονεμβασίτη, Γιώργου Μουλουδάκη, Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Βασίλη Παπαγεωργίου, Δημήτρη Πέτρου, Νίκου Πρατσίνη, Θεοδόση Πυλαρινού, Έλσης Σαράτση, Τάκη Σιμώτα, Λάμπρου Σκουζάκη, Ανδρέα Τσάκα, Έλενας Χουζούρη, Δήμητρας Ι. Χριστοδούλου, Κυριακής Χριστοφορίδη, Νίκου Χρυσού
________________
Σ Τ Ι Γ Μ Α Τ Α
________________________________
Μια τρίλια τον Απρίλη
Η ασυγκράτητη διέλευση των μελισσών, παραλλήλως της νέας, εκθαμβωτικά λευκής τοιχοποιίας, προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον και σαματά ξεσήκωσε, όχι μόνο στα ζώα που, λόγω εποχής, ζευγάρωναν αμέριμνα στους γειτονικούς αγρούς, απαρατήρητα μέσα στα άνθη, αλλά και στους ανθρώπους που τυχαία περνούσαν, κάνοντας ξένοιαστοι και πιθανώς αδιάφοροι τη βόλτα τους στη μικρή πλατεία. Όρνιθες, τσαλαπετεινοί, τρυγόνια, τσιχλοποταμίδες, χελιδόνια και άλλα αποδημητικά αναστατώθηκαν και, προκειμένου να απολαύσουν στο έπακρο το θέαμα της διέλευσης των μελισσών, τους λαιμούς τους εθελουσίως απέκοψαν και τα κεφάλια τους ακολούθησαν χαρούμενα το αναστάσιμο πολύβουο σμήνος. Παρόμοια συμπεριφορά είχαν και μερικά τετράποδα, δηλαδή σκύλοι, γαϊδούρια, άλογα και μοσχάρια. Ακόμη και οι άνθρωποι που είναι επιφυλακτικοί σε παρόμοια δρώμενα και δεν συνηθίζουν να παίρνουν μεγάλα ρίσκα και να διαθέτουν για το κοινό καλό μέλη του σώματός τους, συμμετείχαν σε αυτό το οργασμικό, ανοιξιάτικο πανηγύρι, προσφέροντας ο καθένας κάτι από την ψυχή και, κυρίως, κάτι από το σώμα του. Η εξωφρενική αυτή ―ομολογουμένως― πανηγυρική κατάσταση, μοναδική στα χρονικά, που έμοιαζε εν μέρει με τον πίνακα του Νταλί «Όνειρο που προκλήθηκε από το πέταγμα μιας μέλισσας γύρω από ένα ρόδι», με ολίγον από την «Αλληγορία της Άνοιξης» του Μποτιτσέλι και ολίγον με το πρελούδιο αρ.23 του Σεργκέι Ραχμάνινοφ, προκάλεσε, αν και μέρα μεσημέρι, τα αηδόνια του μεσονυκτίου να αρχίσουν τις όμορφες τρίλιες τους, συνοδεύοντας και εμψυχώνοντας την τελετουργική συμμετοχή των ζώντων επί γης, τελετή που διήρκησε μέχρι αργά το απόγευμα, όταν πλέον το σμήνος τον μελισσών αποσύρθηκε στο αλέγκρο του Αντόνιο Βιβάλντι. Όλα ησύχασαν, και όλα, μη εξαιρουμένων των ανθρώπων, αποκοιμήθηκαν ευτυχισμένα στις φάτνες των ονείρων τους, που κουνούσε ρυθμικά με το πελώριο τριχωτό πόδι του ο εγωιστής γίγαντας του Όσκαρ Ουάιλντ.
Ο Δον Κιχώτης στην εποχή των κινητών
Η γελοιογραφία στάλθηκε από την Αργεντινή και την υπογράφει η Μαρλένε Πόλε. Η βραβευμένη σκιτσογράφος, γελοιογράφος και εικονογράφος, με συμμετοχές σε Διεθνή Φεστιβάλ και Διαγωνισμούς, έχει εκθέσει και δημοσιεύσει δουλειά της σε Ευρώπη, Ασία και Νότια Αμερική, ενώ κατέχει σημαντική θέση στον παγκόσμιο χάρτη της σάτιρας. Είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Οργανώσεων Γελοιογράφων (FECO) και συνεργάζεται με το Διεθνές Δίκτυο για τα Δικαιώματα των Γελοιογράφων (CRNI) και άλλους οργανισμούς. Η γελοιογραφία της, με τίτλο «Στο δρόμο» και πρωταγωνιστή τον ήρωα του Θερβάντες, συνοδεύεται από ένα κείμενο, στο οποίο εξηγεί το πώς και το γιατί αυτής της ιδέας:
«Από την άφιξη του Διαδικτύου και των παραγώγων του, το αγαπημένο μας βιβλίο με τη ζεστή μυρωδιά του χαρτιού έχει υποστεί, εδώ και εκεί, σημαντικά σημάδια περιφρόνησης. Σταδιακά, διαμορφώθηκε μια κοινωνία που δείχνει ανίκανη να αφήσει τα κινητά της στις τσέπες. Είναι γνώριμη η εικόνα των ανθρώπων που περπατούν πέρα δώθε, όλο και πιο σκυμμένοι στις οθόνες των κινητών τους και απόλυτα συγκεντρωμένοι σε ποιος ξέρει τι πράγματα. Μοιάζουν να είναι θέματα ζωής και θανάτου για αυτούς. Σίγουρα δεν διαβάζουν Σαραμάγκου, Τόμας Μπέρνχαρντ, ή το θεϊκό Δάντη. Ο θυμός που ένιωθα βλέποντας τόσο κόσμο να υποβάλλεται σε αυτή την τεχνολογική σκλαβιά, μου έδωσε την ιδέα.»
Ο φαντασιόπληκτος ευπατρίδης της παγκόσμιας λογοτεχνίας γίνεται, μεταχρονολογημένα, πρωταγωνιστής στη γελοιογραφία της Μαρλένε Πόλε. Η ίδια γράφει για αυτή τη μετάθεση: «Ο Δον Κιχώτης της Λα Μάντσα, ένας χαρακτήρας που επινοήθηκε από τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες τον 17ο αιώνα και είναι γνωστός για την αγάπη του στο διάβασμα, εμφανίζεται εδώ σε ένα φαινομενικά άγνωστο μέρος. Ο κλασικός Δον Κιχώτης αναδύεται σε μια εποχή που δεν του ανήκει. Άνθρωποι σκυμμένοι και συγκεντρωμένοι στα τηλέφωνά τους δεν παρατηρούν την παράξενη παρουσία του ιππότη με τη θλιβερή φιγούρα. Υπάρχουν μόνο δύο άτομα τα οποία αντιλαμβάνονται κάτι: η γυναίκα που ενοχλείται γιατί βλέπει το βήμα της να αναχαιτίζεται και ένα παιδί, πλάτη στο κάδρο, που τον κοιτάζει με περιέργεια. Πιστεύω ότι θα είναι η περιέργεια αυτού του παιδιού που θα αποκαταστήσει μια μέρα την ευχαρίστηση της ανάγνωσης των βιβλίων με την αξεπέραστη μυρωδιά του χαρτιού.»
Ελληνικά
Συζητούσαμε κάποτε με τον Ταχτσή, την εποχή που τρέχανε όλοι στην Αθήνα —αλλά όχι μόνο— στους πρωινούς τότε κινηματογράφους για τσόντες, τη δεκαετία του ’70 αλλά και του ’80 μετά δηλαδή, που η απελευθέρωσή μας από τη Χούντα περιείχε κι αυτή την επιπλέον πανελλήνια διάσταση, γιατί ο κόσμος προτιμούσε τα κακόγουστα κι αδέξια ελληνικά πορνό, που σήμερα πια ως cult, βέβαια, επιβιώνουν, κι όχι τα ξένα, τα γαλλικά, τ’ αμερικάνικα, που είχαν άλλες προδιαγραφές από τότε και πολύ ανώτερες, οπτικά τουλάχιστον, εικόνες.
—Μα είναι απλό, μου είπε. Γιατί οι άνθρωποι ακούν να μιλάνε τη γλώσσα τους, κι αυτό τους διεγείρει, τους τραβάει πολύ πιο πολύ, μαζί και με τη διάσταση των χαρακτήρων της διπλανής πόρτας, των δικών τους.
Η γλώσσα! Τα ελληνικά. Συμφώνησα, τι άλλο; Το να νοιώθεις τα πρόσωπα στην οθόνη κοντινά σου, που τα καταλαβαίνεις, που σου μιλάνε… Τι άλλο;
(Κάποτε είχα γράψει κι ένα κείμενο για τις υψηλού χιούμορ ατάκες των θαμώνων, της γαλαρίας στα σινεμά αυτά μέσα, στο Αλάσκα, στο Αβέρωφ, στον Αρίωνα, στο Κοσμοπολίτ, στο Ομόνοια, στο Σταρ, στο Ιντεάλ, στο Ελιζέ. Αλλά τώρα, πιο πολύ θυμάμαι στο Λίνα, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας από πάνω, την επιμονή του κοινού να ζητάει τσόντα, να ωρύεται γιατί ο γηραιός ιδιοκτήτης του εκείνη τη μέρα κάτι φοβόταν και δεν έβαζε, ώσπου ακούστηκε η κραυγή: —Ρε π@στη, γέρο, τι ψυχή θα παραδώσεις?!)
( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )