«Επίσκεψη» στον Χέλντερλιν / Συμεών Γρ. Σταμπουλού - Χάρτης

«Επίσκεψη» στον Χέλντερλιν

«Επίσκεψη» στον Χέλντερλιν

Τo 1995 επι­σκέ­φτη­κα για πρώ­τη φο­ρά το Τί­μπιν­γκεν∙ οι Έλ­λη­νες το ονο­μά­ζουν Τι­βίγ­γη, όπως το Γέ­τιν­γκεν Γο­τίγ­γη, το Μπά­μπεργκ (έδρα του Όθω­να και της Αμα­λί­ας με­τά την έξω­ση) Βαμ­βέρ­γη και ού­τω κα­θε­ξής. Νο­ε­ρά το εί­χα επι­σκε­φτεί πολ­λές φο­ρές στο πα­ρελ­θόν, δια­βά­ζο­ντας για την πό­λη του πνεύ­μα­τος, το φυ­τώ­ριο της ιδε­α­λι­στι­κής φι­λο­σο­φί­ας και της συ­γκρι­το­λο­γί­ας. Με εν­διέ­φε­ρε προ πά­ντων το τε­λευ­ταίο, αφού η ερ­γα­σία μου για τον Σκα­ρί­μπα ήταν κα­τά βά­ση συ­γκρι­το­λο­γι­κή κι εγώ εί­χα με­σά­νυ­χτα από τη νε­ώ­τε­ρη αυ­τή επι­στή­μη. Εί­χα δου­λέ­ψει πε­ρισ­σό­τε­ρο με το έν­στι­κτο, όπως θα έκα­νε ένας από­φοι­τος μέ­σης τε­χνι­κής σχο­λής και κρυ­φός λά­τρης των βι­βλί­ων. Όμως, το πνεύ­μα της πό­λης εκ­πο­ρεύ­ε­ται από τον αιώ­νιο ένοι­κό της, τον Φρί­ντριχ Χέλ­ντερ­λιν. Ό Χέλ­ντερ­λιν σπού­δα­σε εκεί, όπου μοι­ρά­στη­κε το φοι­τη­τι­κό κα­μα­ρά­κι του με τον Χέ­γκελ και τον Σέ­λινγκ (η ευ­λο­γη­μέ­νη τριά­δα του γερ­μα­νι­κού πνεύ­μα­τος), και επέ­στρε­ψε στην πό­λη δέ­κα πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, όταν το πνεύ­μα του χτυ­πή­θη­κε από το ίδιο του το εκτυ­φλω­τι­κό φως. Το διαι­σθάν­θη­κε, κα­τη­γό­ρη­σε τον θεό Απόλ­λω­να για το χτύ­πη­μα και βιά­στη­κε να ολο­κλη­ρώ­σει την ανα­μέ­τρη­σή του με τον Σο­φο­κλή, πριν βρει στέ­γη και στορ­γή στο σπί­τι ενός κα­λο­κά­γα­θου ξυ­λουρ­γού, στο Τί­μπιν­γκεν πά­ντα, όπου έμει­νε μέ­χρι τον θά­να­τό του. Αυ­τό το σπί­τι, τον κί­τρι­νο πύρ­γο με την ημι­κυ­κλι­κή πρό­σο­ψη που βλέ­πει στον Νέ­καρ πο­τα­μό, ονει­ρευό­μουν να επι­σκε­φτώ. Ο Χέλ­ντερ­λιν τον απο­κα­λού­σε πό­τε-πό­τε Κη­φι­σό, όπως τον φα­ντα­ζό­ταν από την πε­ρι­γρα­φή του Σο­φο­κλή και όχι, φυ­σι­κά, όπως εί­ναι σή­με­ρα: ένας πο­τα­μο­θε­ός θαμ­μέ­νος κά­τω απ’ το σκυ­ρό­δε­μα. Έχω στο γρα­φείο μου μια μι­κρή γκρα­βού­ρα, δώ­ρο του φί­λου μου ποι­η­τή Γιώρ­γου Σκου­ρο­γιάν­νη, με τον «Hölderlinturm» και τον πο­τα­μό που κυ­λά ήρε­μα μπρο­στά του. Μπο­ρώ να δια­κρί­νω το πα­ρά­θυ­ρο του ποι­η­τή στο δω­μά­τιό του στο τρί­το πά­τω­μα, και μέ­ρος από το το­πίο, όπου άπλω­νε το βλέμ­μα του. Οδη­γή­θη­κε εκεί, άπο­ρος και σω­μα­τι­κά ανή­μπο­ρος, το 1807 και έμει­νε μέ­χρι τον θά­να­τό του, το 1843, τριά­ντα έξι χρό­νια, ακρι­βώς τη μι­σή του ζωή (έζη­σε 73 χρό­νια). Σαν να το εί­χε προ­βλέ­ψει, το 1805 έγρα­ψε το ποί­η­μα «Μι­σά της ζω­ής», σε δύο ανο­μοιο­κα­τά­λη­κτες στρο­φές: ύμνος στην άνοι­ξη και οι­κτιρ­μός στον χει­μώ­να της ζω­ής:

Με αχλά­δια κί­τρι­να
και ρό­δα άγρια γε­μά­τη
η γη αση­μώ­νε­ται στη λί­μνη,
οι κύ­κνοι εσείς οι τρυ­φε­ροί
και με­θυ­σμέ­νοι με φι­λιά,
βου­τά­τε το κε­φά­λι
στα άγια νη­φά­λια νε­ρά.

Αλί­μο­νο σε μέ­να, κα­τα­χεί­μω­νο
λου­λού­δια πού να βρω,
το φως του ήλιου, πού,
και ίσκιους των χω­μά­των;
Τεί­χη ορ­θώ­νο­νται
αμί­λη­τα και πα­γε­ρά, στον άνε­μο
θρο­ΐ­ζουν οι ση­μαί­ες.

Εί­χα, λοι­πόν, δύο σο­βα­ρούς λό­γους να τα­ξι­δέ­ψω για το Τί­μπιν­γκεν αμέ­σως με­τά την εγκα­τά­στα­σή μου στη Γερ­μα­νία. Να επι­σκε­φτώ τον ποι­η­τή, να στα­θώ όση ώρα θα μου επι­τρε­πό­ταν, στο πα­ρά­θυ­ρό του, να κοι­τά­ζω το αντι­κεί­με­νο του βλέμ­μα­τός του, τον άλ­λο Κη­φι­σό∙ και, εμ­ψυ­χω­μέ­νος από την αύ­ρα του, να συ­ζη­τή­σω με τον αρ­μό­διο κα­θη­γη­τή στο Πα­νε­πι­στή­μιο τη δυ­να­τό­τη­τα εγ­γρα­φής στο τμή­μα της Συ­γκρι­το­λο­γί­ας.
Για τα χρό­νια που θα έρ­χο­νταν, σχε­δί­α­ζα να ολο­κλη­ρώ­σω μια τρι­λο­γία: από τον Σκα­ρί­μπα στον Χέλ­ντερ­λιν (μέ­σω του θέ­μα­τος του ιε­ρού σφά­γιου) και από κει ένας Θε­ός ξέ­ρει πού, ίσως στον Τσέ­λαν∙ υπο­πτευό­μουν τη γέ­φυ­ρα ανά­με­σά τους. Ο Τσέ­λαν τον θε­ω­ρού­σε οδη­γό του και ση­μα­ντι­κό­τε­ρο όλων των ποι­η­τών. Από το 1953 επι­σκε­πτό­ταν τα­κτι­κά τον «πύρ­γο» του∙ τε­λευ­ταία φο­ρά στις 20 Μαρ­τί­ου 1970 (ένα μή­να πριν τον θά­να­τό του), όταν γιορ­τά­ζο­νταν τα 200 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του ποι­η­τή. Υπάρ­χει το όνο­μά του στο βι­βλίο των επι­σκε­πτών. Αυ­τό εί­χα στο μυα­λό μου. Θα έκα­να, λοι­πόν, τώ­ρα το δεύ­τε­ρο βή­μα.
Για τον Χέλ­ντερ­λιν γνώ­ρι­ζα λί­γα πράγ­μα­τα, βιο­γρα­φι­κά. Εί­χα δια­βά­σει κά­ποιες από τις με­τα­φρά­σεις του στα ελ­λη­νι­κά, και πρέ­πει να ομο­λο­γή­σω ότι δεν αι­σθάν­θη­κα τον ποι­η­τή. Η με­τά­φρα­ση εί­ναι το δυ­σκο­λό­τε­ρο επι­τή­δευ­μα στον κό­σμο. Ευ­τύ­χη­σε το μυ­θι­στό­ρη­μά του Υπε­ρί­ων, από έναν πα­θια­σμέ­νο με­τα­φρα­στή, Αυ­στρια­κό πά­στο­ρα. Τα τε­λευ­ταία χρό­νια στην Ελ­λά­δα δού­λευα εντα­τι­κά πά­νω στη γερ­μα­νι­κή γλώσ­σα με την ευ­χή να μπο­ρέ­σω γρή­γο­ρα να δια­βά­σω τον Χέλ­ντερ­λιν στο πρω­τό­τυ­πο. Και αν δεν εί­ναι υπερ­βο­λή, νο­μί­ζω ότι αι­σθάν­θη­κα τη γλώσ­σα δια­βά­ζο­ντας την ποί­η­σή του. Γνώ­ρι­ζα ακό­μη ότι εί­χε με­τα­φέ­ρει στη γλώσ­σα του τον Οι­δί­πο­δα Τύ­ραν­νο και την Αντι­γό­νη του Σο­φο­κλή, με επι­ση­μειώ­σεις που μοιά­ζουν με κρυ­πτο­γρα­φι­κά μη­νύ­μα­τα. Ει­πώ­θη­κε ότι αυ­τές οι με­τα­φρά­σεις εί­ναι ο με­γα­λύ­τε­ρος με­τα­φρα­στι­κός άθλος που έγι­νε πο­τέ. Ο ποι­η­τής, και όταν με­τα­φρά­ζει, εξα­κο­λου­θεί να γρά­φει ποί­η­ση. Δια­βά­ζο­ντας κά­τι, πρέ­πει να ξε­χνάς αν αυ­τό εί­ναι δι­κό του ή ξέ­νο. Επο­μέ­νως, αυ­τό που ήθε­λα να με­λε­τή­σω, να προ­τεί­νω για εκ­πό­νη­ση δια­τρι­βής στο Πα­νε­πι­στή­μιο, ήταν το χρο­νι­κό της ανα­μέ­τρη­σης του Χέλ­ντερ­λιν με τον Σο­φο­κλή, η αξιο­λό­γη­σή της συ­γκρι­τι­κά με άλ­λες από­πει­ρες με­τά­φρα­σης από την επο­χή του ρο­μα­ντι­σμού. Χρεια­ζό­ταν θρά­σος για να το πω, και ακό­μη με­γα­λύ­τε­ρο για να το πι­στέ­ψω.
Την επί­σκε­ψη στον «πύρ­γο» θα την ιστο­ρή­σω αρ­γό­τε­ρα. Άλ­λω­στε, πή­γα δε­κά­δες φο­ρές. Στο Πα­νε­πι­στή­μιο συ­νά­ντη­σα τον Άγ­γλο κα­θη­γη­τή, πο­λι­το­γρα­φη­μέ­νον Γερ­μα­νό από το 1961, Lawrence Ryan. Η πρα­ό­τη­τα και η κα­λο­σύ­νη του έδιω­ξαν από την πρώ­τη στιγ­μή το τρο­με­ρό άγ­χος που εί­χα, μή­πως φα­νώ κε­νό­δο­ξος και με­γα­λο­μα­νής (ποιος λέ­ει πως δεν ήμουν - αν δεν εί­μαι ακό­μη;). Συμ­φώ­νη­σε να ανα­λά­βει ως επι­βλέ­πων κα­θη­γη­τής τις συ­ζη­τή­σεις μα­ζί μου σχε­τι­κά με το θέ­μα και να πα­ρα­κο­λου­θεί την πο­ρεία της ερ­γα­σί­ας. Θα υπέ­βαλ­λα κά­θε φο­ρά ένα προ­κα­ταρ­κτι­κό σχέ­διο, θα κα­τα­λή­γα­με σ’ ένα πρώ­το συ­μπέ­ρα­σμα και ού­τω κα­θε­ξής. Το θέ­μα Χέλ­ντερ­λιν-Σο­φο­κλής εί­χε ήδη απα­σχο­λή­σει, όπως ήταν φυ­σι­κό, δε­κά­δες με­λε­τη­τές. Η βι­βλιο­γρα­φία ογκώ­δης. Τον εν­διέ­φε­ρε, όμως, η μα­τιά ενός Έλ­λη­να. Δεν το εί­χα σκε­φτεί.
Φεύ­γο­ντας προ­μη­θεύ­τη­κα δύο βι­βλία σχε­τι­κά με την πε­ρί­ο­δο αυ­τή του ποι­η­τή, που οι για­τροί της επο­χής ονό­μα­σαν «Umnachtung», δια­νοη­τι­κή δια­τα­ρα­χή, πα­ρα­φρο­σύ­νη, κα­τα­βύ­θι­ση στην τρέ­λα. Ως όρος ση­μαί­νει την πε­ρι­σκό­τι­ση, την πε­ρι­κύ­κλω­ση από σκο­τά­δι. Ται­ριά­ζει κα­λύ­τε­ρα στην πε­ρί­πτω­σή του. Το ένα βι­βλίο το έγρα­ψε ο Φρί­ντριχ Βί­λελμ Βάι­μπλιν­γκερ και λέ­γε­ται Φα­έ­θων. Ο Φα­έ­θων ήταν γιος του Ήλιου, που γκρε­μί­στη­κε οδη­γώ­ντας το άρ­μα του. Με­τα­φο­ρι­κά, αυ­τή εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του Χέλ­ντερ­λιν. Ο Βάι­μπλιν­γκερ ήταν ο πιο τα­κτι­κός επι­σκέ­πτης του και διέ­σω­σε πολ­λές λε­πτο­μέ­ρειες από τη ζωή του στον «πύρ­γο». Έβγα­λε το βι­βλίο το 1823 και δυ­στυ­χώς λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα πέ­θα­νε. Το δεύ­τε­ρο εί­ναι του Κρί­στοφ Τέ­ο­ντορ Σβαμπ, και εί­ναι η εκτε­νέ­στε­ρη μέ­χρι τό­τε βιο­γρα­φία του ποι­η­τή, την επαί­νε­σε δε­ό­ντως ο Μπέν­για­μιν. Ο Σβαμπ πή­γαι­νε στον «πύρ­γο» από το 1841 μέ­χρι τον θά­να­το του υψη­λού φι­λο­ξε­νού­με­νου. Πα­ρα­τη­ρώ­ντας τις σπο­ρα­δι­κές του ανα­λα­μπές τον πα­ρό­τρυ­νε να ξα­να­πιά­σει την ποί­η­ση. Ο Χέλ­ντερ­λιν έγρα­φε μι­κρά κομ­μά­τια, σπα­ράγ­μα­τα στί­χων, συν­θέ­σεις που άρ­χι­ζαν και δια­κό­πτο­νταν από­το­μα, και κά­πο­τε ση­μεί­ω­νε με έμ­φα­ση τί­τλους που έμει­ναν ορ­φα­νοί από στί­χους, ή άτι­τλους αφο­ρι­σμούς: «Μό­λις τώ­ρα κα­τα­λα­βαί­νω τον άν­θρω­πο, τώ­ρα που ζω μα­κριά του / και μες στη μο­να­ξιά!», έγρα­ψε. Η μο­να­ξιά∙ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν τον άφη­σε πο­τέ.
Δια­βά­ζο­ντάς τα από τη ση­με­ρι­νή οπτι­κή, και μη γνω­ρί­ζο­ντας τον δη­μιουρ­γό του, εύ­κο­λα θα πα­ρα­δε­χτεί κα­νείς ότι πρό­κει­ται για συν­θέ­σεις προ­ω­θη­μέ­νης ποι­η­τι­κής. Ο ελ­λει­πτι­κός στί­χος φαί­νε­ται να έχει μεί­νει έτσι από πρό­θε­ση, και το ανο­λο­κλή­ρω­το ποί­η­μα κα­λεί τον ανα­γνώ­στη να το συ­μπλη­ρώ­σει κα­τά το δο­κούν. Εδώ πρέ­πει να κά­νω ένα προ­σω­πι­κό σχό­λιο. Όλα τα ποι­ή­μα­τα της «Umnachtung» εί­ναι γραμ­μέ­να σε ελεύ­θε­ρο στί­χο, με πο­λύ­ση­μες ει­κό­νες και άκρα λι­τό­τη­τα. Η ποι­η­τι­κή ιδιο­φυ­ΐα, ακό­μη και τις στιγ­μές αυ­τές, γρά­φει έναν αιώ­να πριν ό,τι ο Βα­λε­ρί θα ονο­μά­σει κα­θα­ρή ποί­η­ση, ο Πά­ουντ ει­κο­νι­σμό, ο Έλιοτ συμ­βο­λι­σμό και ο Μπρε­τόν υπερ­ρε­α­λι­σμό. Το 2017 ο εκ­δό­της μου μού ζή­τη­σε να με­τα­φρά­σω αυ­τά τα σπα­ράγ­μα­τα που φτά­νουν, μα­ζί με τους ορ­φα­νούς τί­τλους, τα 92. Χρειά­στη­κα λί­γες μέ­ρες, επει­δή τα γνώ­ρι­ζα κα­λά και τα οι­κειο­ποι­ή­θη­κα από την πρώ­τη στιγ­μή, όχι σαν δι­κά μου, αλ­λά δι­κά μου ποι­ή­μα­τα. Η άμε­ση αντα­πό­κρι­σή μου δεν ση­μαί­νει ότι πί­στευα πως θα εκ­δο­θούν το ίδιο γρή­γο­ρα. Ο πρώ­τος Γερ­μα­νός εκ­δό­της τούς έδω­σε τον τί­τλο Ποι­ή­μα­τα του Πύρ­γου. Τα τι­τλο­φό­ρη­σα Σχέ­δια και θραύ­σμα­τα:

Και γνώ­ση λί­γη, όμως χα­ρά πολ­λή
    Δό­θη­κε στους θνη­τούς,

Για­τί, ω Ήλιε τρυ­φε­ρέ, δεν μου αρ­κείς
                Του κή­που πρω­ταν­θέ μου εσύ! ού­τε τη μέ­ρα του Μα­γιού;
                        
Τι άλ­λο να γνω­ρί­σω πιο ψη­λό;

Νά ’μουν παι­δί κα­λύ­τε­ρα, σαν τα παι­διά!
                
Ένα τρα­γού­δι αμέ­ρι­μνο, σαν τ’ αη­δό­νια,
                        
Ν’ άρ­χι­ζα μέ­σα στην έκ­στα­σή μου!         (29)


ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ

Άλ­λο­τε δί­κα­ζε ο Θε­ός.
                        
Βα­σι­λιά­δες.
                        Σο­φοί.
        
                                                άρα­γε ποιος δι­κά­ζει τώ­ρα;
Δι­κά­ζει ο σύμ­φω­νος
λα­ός; η ιε­ρή κοι­νό­τη­τα;
Όχι! ω όχι! άρα­γε ποιος δι­κά­ζει τώ­ρα;
                        μια γέν­να εχι­δνών! δει­λή και κάλ­πι­κη
                                                πο­τέ στα χεί­λη πλέ­ον

                ο λό­γος ο ευ­γε­νι­κός

Ω εν ονό­μα­τι
                                                
κέ­κρα­γα
                 δαί­μον γη­ρά­λιε! ελ­θέ!
Ή από­στει­λον
                 ήρωά τι­να
Ή
                σο­φί­αν.                 (16)


Το ακό­λου­θο θα το υπέ­γρα­φε μό­νο ένας Πά­ουντ:

Tende            Πε­δίο συρ­ρο­ής                         Simonetta.
                        
Τόι­φεν Αμύ­κλαι                          Αβέι­ρο πα­ρά τον πο­τα­μόν
                        
Fouga         η οι­κο­γέ­νεια          Alenvastro το
                        
όνο­μα εκ τού­του Amalasuntha Antegon
                        
Ανά­θη­μα Ardinghellus Sorbonne Cölestin
                      και Ιν­νο­κέ­ντιος διέ­κο­ψαν τη συ­ζή-
                        τη­ση και την ονό­μα­σαν τον Βο­τα­νι­κό

                        Κή­πο των Γαλ­λι­κών Επι­σκο­πών –
                        
Aloisia Sigea differentia vitae
                        urbanae et rusticae Θερ­μώ­δων
                        πο­τα­μός στην Καπ­πα­δο­κία Val-
        
             telino Schönberg Scottus Schönberg Τε­νε­ρί­φη
               
        
               Sulaco         Venafro
                                           πε­ριο­χή
                        του Ολύ­μπου.         Weißbrun στην Κά­τω
                        
Ουγ­γα­ρία.          Zamora [Θά­μο­ρα] Jacca Βάκ­χος
                        Imperiali.          Γέ­νουα Λά­ρι­σα στη Συ­ρία         
(85)

Στο τέ­λος απο­ποι­ή­θη­κε την ταυ­τό­τη­τά του, ίσως για να ξε­χά­σει τους πα­ρα­δαρ­μούς που εξα­κο­λου­θού­σαν να τον κα­τα­τρύ­χουν. Απα­ντού­σε εί­τε κα­τα­φα­τι­κά εί­τε αρ­νη­τι­κά με την ίδια άγνω­στη, επι­νοη­μέ­νη λέ­ξη: pallaksch, pallaksch. Συ­στη­νό­ταν, ακό­μη και στους σκύ­λους, στους μι­κρούς του πε­ρι­πά­τους, Scardanelli. Θυ­μί­ζω το ποί­η­μα του Κα­ρού­ζου, που εί­ναι μό­νο του ολό­κλη­ρη βιο­γρα­φία του ποι­η­τή, «Τα πο­λύ­τι­μα βά­σα­να του Scardanelli». Κά­θε που το δια­βά­ζω, σκέ­φτο­μαι ότι δεν πε­ρισ­σεύ­ει να πω τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο γι’ αυ­τόν. Ο Κα­ρού­ζος δεν χρειά­στη­κε να πά­ει μέ­χρι το Τί­μπιν­γκεν ού­τε να μά­θει γερ­μα­νι­κά. Ίσως μέ­χρι την πλα­τεία Μα­βί­λη ή το μπα­ρά­κι «Au revoir». Ζή­τη­μα ποι­η­τι­κής ιδιο­συ­γκρα­σί­ας.


Σου­ζέ­τε Γκό­νταρντ και Χέλ­ντερ­λιν



Μί­λη­σα για πα­ρα­δαρ­μούς. Θα ανα­φέ­ρω τον πιο απο­φα­σι­στι­κό, μάλ­λον, που κλό­νι­σε την υγεία του. Στα τε­λευ­ταία του σπα­ράγ­μα­τα επα­νέρ­χε­ται συ­χνά το όνο­μα Διο­τί­μα (η γνω­στή ιέ­ρεια στο πλα­τω­νι­κό Συ­μπό­σιο). Πρό­κει­ται για την Σου­ζέ­τε Γκό­νταρντ, μη­τέ­ρα τεσ­σά­ρων παι­διών. Το 1796 ο σύ­ζυ­γός της προ­σέ­λα­βε, κα­τό­πιν συ­στά­σε­ων, τον νε­α­ρό Χέλ­ντερ­λιν ως οι­κο­δι­δά­σκα­λο των παι­διών στην Φραν­κφούρ­τη. Ο σφο­δρός έρω­τας που γεν­νή­θη­κε ανά­με­σα σε αυ­τόν και την Σου­ζέ­τε, οδή­γη­σε στην απο­μά­κρυν­σή του, αλ­λά όχι στη δια­κο­πή της επι­κοι­νω­νί­ας τους. Η Σου­ζέ­τε, συ­νο­μή­λι­κή του, προ­σβλή­θη­κε στα 33 της χρό­νια από φυ­μα­τί­ω­ση καλ­πά­ζου­σας μορ­φής. Πέ­θα­νε το 1802, όταν ο ποι­η­τής βρι­σκό­ταν στο Μπορ­ντό σε ανα­ζή­τη­ση ερ­γα­σί­ας. Εκεί πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε τον θά­να­τό της. Πή­ρε αμέ­σως το δρό­μο της επι­στρο­φής, για την Στουτ­γάρ­δη, όπου ήταν η έδρα των φί­λων του, ιδιαι­τέ­ρως του Ισα­άκ φον Σιν­κλέρ. Το οδοι­πο­ρι­κό αυ­τό διάρ­κε­σε δύο πε­ρί­που μή­νες. Κα­νείς δεν γνω­ρί­ζει τι συ­νέ­βη στη διάρ­κειά του. Έφτα­σε αγνώ­ρι­στος, κα­τά­κο­πος, με ρού­χα ζη­τιά­νου και εμ­φα­νή ση­μά­δια νοη­τι­κής δια­τα­ρα­χής. Να δι­ή­νυ­σε άρα­γε όλη την από­στα­ση, πε­ρί­που 600 χι­λιό­με­τρα, με τα πό­δια; Να τον λή­στε­ψαν και να τον χτύ­πη­σαν στο δρό­μο; Εί­ναι ακό­μη πι­θα­νόν να κα­τευ­θύν­θη­κε πρώ­τα στην Φραν­κφούρ­τη, όπου θά­φτη­κε η Σου­ζέ­τε. Το 1799 εί­χε ολο­κλη­ρώ­σει και εκ­δώ­σει το επι­στο­λι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα Υπε­ρί­ων∙ ή Ο ερη­μί­της στην Ελ­λά­δα. Ο μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κός Υπε­ρί­ων, προ­σω­πείο του ποι­η­τή, έρ­χε­ται στην Ελ­λά­δα για να πά­ρει μέ­ρος στην εξέ­γερ­ση του 1770, στα Ορ­λο­φι­κά. Από εκεί αλ­λη­λο­γρα­φεί με την Διο­τί­μα, τη φα­ντα­σια­κή μορ­φή της Σου­ζέ­τε Γκό­νταρντ και ερω­μέ­νης του. Με το όνο­μα αυ­τό απα­θα­να­τί­στη­κε μία μη­τέ­ρα τεσ­σά­ρων παι­διών, συμ­βα­τι­κή σύ­ζυ­γος με­γα­λε­μπό­ρου από το Αμ­βούρ­γο:

Ηλύ­σια
Εκεί θα βρω ναι
Σε σας στους χθό­νιους θε­ούς σας
Εκεί τη Διο­τί­μα ήρω­ες.

Και αλ­λού, ένα δί­στι­χο, αρ­χι­νι­σμέ­νο ποί­η­μα με τί­τλο «Διο­τί­μα» και με τη στί­ξη με­τέ­ω­ρη στους αιώ­νες:

Θα μπο­ρού­σα να ονο­μά­σω τους ήρω­ες
Και να σιω­πή­σω για την ωραιό­τε­ρη των ηρω­ί­δων,

Τρα­γι­κή ει­ρω­νεία. Στο μυ­θι­στό­ρη­μα Υπε­ρί­ων η λο­γο­τε­χνι­κή Διο­τί­μα πε­θαί­νει. Ο Χέλ­ντερ­λιν εί­χε ζη­τή­σει συγ­γνώ­μη από την Σου­ζέ­τε για τον ρο­μα­ντι­κό θά­να­το που της επι­δί­κα­σε. Το γε­γο­νός αυ­τό πρό­σθε­σε στον πό­νο και τις τύ­ψεις. Στο Λο­γο­τε­χνι­κό Αρ­χείο του Μάρ­μπαχ, αρ­γό­τε­ρα, θέ­λο­ντας να επι­σκε­φτώ το αρ­χείο του Τσέ­λαν, ζή­τη­σα να δω τη βιο­γρα­φι­κή ται­νία του Χέρ­μαν Τσό­σε «Μι­σά της ζω­ής». Σύμ­φω­να με το σε­νά­ριο, ο Χέλ­ντερ­λιν ει­σβάλ­λει αλ­λό­φρων στην οι­κία Γκό­νταρντ, πα­ρα­με­ρί­ζει τους πεν­θού­ντες συγ­γε­νείς και φί­λους και μ’ έναν τρυ­φε­ρό ερω­τι­κό ενα­γκα­λι­σμό αρ­πά­ζει από τη νε­κρι­κή κλί­νη την Διο­τί­μα και την φυ­γα­δεύ­ει στο που­θε­νά. Όλοι μέ­νουν άναυ­δοι. Τέ­λος της σε­κάνς. Εί­μαι βέ­βαιος ότι στα όρια του πα­ρα­λο­γι­σμού του ο ποι­η­τής εί­χε ιδε­α­σθεί αυ­τή την ει­κό­να, όταν έφτα­σε το κα­κό στο μα­κρι­νό για τα μέ­τρα της επο­χής Μπορ­ντό.
Μέ­σα σε αυ­τόν τον πυ­ρε­τό σχε­διά­ζει την ανα­μέ­τρη­σή του με τον Σο­φο­κλή. Εί­ναι μέ­ρος της υπό­σχε­σης που έχουν δώ­σει ο ένας στον άλ­λον, φοι­τη­τές στο Τί­μπιν­γκεν, ο Χέλ­ντερ­λιν, ο Χέ­γκελ και ο Σέ­λινγκ, να με­τα­φρά­σουν την Αντι­γό­νη. Γνω­ρί­ζου­με με ασφά­λεια ότι ο Χέ­γκελ το έκα­νε (η με­τά­φρα­ση θε­ω­ρεί­ται χα­μέ­νη). Τώ­ρα εί­ναι η σει­ρά του. Οι συμ­φοι­τη­τές του τον απο­κα­λού­σαν «κρα­ταιό Έλ­λη­να». Θέ­λει να με­τα­φρά­σει ολό­κλη­ρο τον Σο­φο­κλή, επει­δή εί­ναι ο τρα­γι­κό­τε­ρος όλων. Η λέ­ξη του έχει το σχή­μα του φι­λο­σο­φι­κού αν­θρώ­που, και η επο­χή του έχει όλα τα στοι­χεία της πα­ρακ­μής. Στον Σο­φο­κλή πα­ρακ­μά­ζει ο κλα­σι­κός λό­γος. Υπάρ­χει, λοι­πόν, ένα «καλ­λι­τε­χνι­κό σφάλ­μα» στα δρά­μα­τά του και αυ­τός θέ­λει να το «διορ­θώ­σει». Το με­γα­λείο του Σο­φο­κλή εί­ναι το «σφάλ­μα» του, ένα εί­δος γλωσ­σι­κού αμαρ­τή­μα­τος, κρυμ­μέ­νου πί­σω από τις λέ­ξεις. Ο Χέλ­ντερ­λιν θα κοι­τά­ξει εκεί, πί­σω από τις λέ­ξεις και ασκώ­ντας βία θα απο­κα­τα­στή­σει το έλ­λειμ­μα. Ου­σια­στι­κά, με­τα­φρά­ζει, δη­λα­δή ερ­μη­νεύ­ει, τη δι­κή του επο­χή, τη δι­κή του ντε­κα­ντάνς. Η απά­ντη­ση σε αυ­τήν εί­ναι ο βί­αιος δη­μο­κρα­τι­κός λό­γος του απε­λευ­θε­ρω­τή Να­πο­λέ­ο­ντα. Πι­στεύ­ει στην έλευ­ση, την Advent, του τέ­κνου της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης. Revolution ση­μαί­νει ανα­πο­δο­γύ­ρι­σμα. Πρω­τερ­γά­της αυ­τής της κί­νη­σης εί­ναι ο φί­λος του ο Σιν­κλέρ. Εί­ναι ο Αλα­μπά­ντα του Υπε­ρί­ω­νος. Θε­ω­ρη­τι­κά, λοι­πόν, έχουν και οι δύο την εμπει­ρία της εξέ­γερ­σης στον οθω­μα­νι­κό ολο­κλη­ρω­τι­σμό. Σει­ρά έχει ο ευ­ρω­παϊ­κός ηγε­μο­νι­σμός. Όταν φτά­νει στη Στουτ­γάρ­δη, οι κι­νή­σεις των φί­λων του έχουν προ­δο­θεί. Συλ­λαμ­βά­νο­νται ο ένας με­τά τον άλ­λον. Συλ­λαμ­βά­νε­ται και ο Σιν­κλέρ. Οι Αρ­χές αφή­νουν ελεύ­θε­ρο τον Χέλ­ντερ­λιν, επει­δή «δεν εί­ναι σε θέ­ση να στα­θεί όρ­θιος σε δί­κη». Άλ­λω­στε, ψελ­λί­ζει ακα­τα­νό­η­τες λέ­ξεις και πά­ντως όχι υπέρ της εξέ­γερ­σης. Η δι­κή του δη­μο­κρα­τία βρί­σκε­ται σε άλ­λη σφαί­ρα. Όταν γί­νε­ται η δί­κη των φί­λων του, ει­σά­γε­ται σε ψυ­χια­τρι­κή κλι­νι­κή του Τί­μπιν­γκεν. 1805.
Μέ­σα σε ερ­γώ­δες ντε­λί­ριο έχει κα­τορ­θώ­σει στο διά­στη­μα αυ­τό να με­τα­φρά­σει χω­ρίς να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει βο­ή­θη­μα ή αξιό­πι­στη με­τά­φρα­ση, δύο δρά­μα­τα και να γρά­ψει εμ­βρι­θείς επι­ση­μειώ­σεις στο κα­θέ­να, για τον τρό­πο που ερ­γά­στη­κε. Εί­ναι οι σπου­δαιό­τε­ρες ση­μειώ­σεις ποι­η­τι­κής που γρά­φτη­καν πο­τέ, και οι πιο σκο­τει­νές. Έμει­ναν δύο αιώ­νες αμε­τά­φρα­στες στην ελ­λη­νι­κή. Στο ιω­βη­λαίο των δια­κο­σί­ων χρό­νων, το 2002, έκα­να την πρώ­τη προ­σπά­θεια να τις με­τα­φρά­σω. Αλ­λά και όταν ολο­κλή­ρω­σα την προ­σπά­θεια, το 2013, δεν δια­βά­στη­καν. Πέ­ρα­σαν απα­ρα­τή­ρη­τες.
Από το Νίρ­τιν­γκεν, τη γε­νέ­τει­ρά του, γρά­φει στις 2 Δε­κεμ­βρί­ου 1802 στον φί­λο του Κα­ζι­μίρ Μπέ­λε­ντορφ πως του συ­νέ­βη ό,τι λέ­νε κα­τ’ επα­νά­λη­ψη για τους ήρω­ες: Τον χτύ­πη­σε ο Απόλ­λων, δη­λα­δή ένα φως δυ­να­τό, εκτυ­φλω­τι­κό. Αυ­τό ανα­φώ­νη­σαν ο Πά­τρο­κλος στα τεί­χη της Τροί­ας και ο Οι­δί­πους, όταν ανα­κά­λυ­ψε την αλή­θεια. Η αλή­θεια τυ­φλώ­νει. Πα­λαιό­τε­ρα εί­χε γρά­ψει ότι ο θε­ός χτυ­πά την ύβρη, τον θνη­τό που υπερ­βαί­νει το μέ­τρο. Ποιο μέ­τρο υπε­ρέ­βη ο ποι­η­τής; Ίσως υπέ­πε­σε κι αυ­τός σε γλωσ­σι­κό αμάρ­τη­μα άλ­λης μορ­φής, μιας νέ­ας Βα­βέλ. Έχει τη συ­νεί­δη­ση μιας απο­στο­λής. Οι με­λε­τη­τές του δια­πι­στώ­νουν τη στα­δια­κή ταύ­τι­σή του με τον Οι­δί­πο­δα, όσο τον με­τα­φρά­ζει και προ­σπα­θεί να εξη­γή­σει τα λό­για του. Δυ­σπι­στεί απέ­να­ντι στον Σο­φο­κλή. Προ­σπα­θεί να δια­βά­σει τι κρύ­βε­ται πί­σω από τα λό­για και τις πρά­ξεις των προ­σώ­πων. Να το πω κα­θα­ρό­τε­ρα: Έχει δια­μορ­φώ­σει απο­λύ­τως τη θε­ω­ρία του, πριν κα­τα­πια­στεί με το δρά­μα, και τώ­ρα την εφαρ­μό­ζει ―κά­πο­τε εκ­βια­στι­κά― φέρ­νο­ντάς το στα μέ­τρα της. Αυ­τό άλ­λω­στε κά­νει κά­θε με­τά­φρα­ση ή απλή ανά­γνω­ση. Ο Χέλ­ντερ­λιν ταυ­τί­ζε­ται με τους τρα­γι­κούς ήρω­ές του στη σύ­γκρου­σή τους με τους θε­ούς και τη μοί­ρα, την ανα­πό­φευ­κτη πτώ­ση τους. Δι­κό του πε­πρω­μέ­νο εί­ναι να βιώ­σει την κα­τα­κρή­μνι­ση και από εκεί να πε­ρά­σει στο εσω­τε­ρι­κό φως. Ο θά­να­τος της Διο­τί­μας ήταν πε­πρω­μέ­νος, μέ­ρος ενός θεϊ­κού σχε­δί­ου που τον υπο­βάλ­λει σε δο­κι­μα­σία, όπως υπέ­βα­λε σε δο­κι­μα­σία ο Θε­ός τον Αβρα­άμ, τον Ιώβ, τον Ια­κώβ. Το δι­κό του πρό­τυ­πο εί­ναι ο Όμη­ρος, ο ποι­η­τής των ποι­η­τών. Ο Αχιλ­λέ­ας γνω­ρί­ζει τη μοί­ρα του, τον θά­να­το που τον πε­ρι­μέ­νει στην Τροία, και την ακο­λου­θεί. Βιώ­νει τη δο­κι­μα­σία κι αυ­τό τον κα­θι­στά τρα­γι­κό. Ο δά­σκα­λός του ήταν ένας Κέ­νταυ­ρος, ο Χεί­ρων, υβρι­δι­κή φύ­ση με ζω­ι­κά, αγα­θο­ποιά, γνω­ρί­σμα­τα. Ο Χέλ­ντερ­λιν τον θέ­λει τυ­φλό, όπως τυ­φλός εί­ναι και ο θεί­ος αοι­δός. Ο δά­σκα­λος πρέ­πει να εί­ναι τυ­φλός, να βλέ­πει ενο­ρα­τι­κά. Γρά­φο­ντας την Αντι­γό­νη του ο Χέλ­ντερ­λιν οδη­γεί­ται στην τύ­φλω­ση, την Umnachtung, με οδη­γό την ιέ­ρεια Διο­τί­μα. Εί­ναι ο «ιε­ρός γά­μος» του, το δι­κό του πλα­τω­νι­κό Συ­μπό­σιο.

Αυ­τά θα έχει και­ρό να τα σκε­φτεί, μι­σή ζωή, στο κα­μα­ρά­κι του στο Τί­μπιν­γκεν. Με την εί­σο­δό του εκεί πή­ραν από­το­μα τέ­λος όλα τα με­γά­λα του σχέ­δια. Το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του έρ­γου του έμει­νε άγνω­στο για πε­ρισ­σό­τε­ρο από έναν αιώ­να. Το εξέ­δω­σε, όσο πρό­λα­βε (σκο­τώ­θη­κε στον Α’ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο), ο ευ­φυ­ής Norbert von Hellingrath. Το ίδιο άγνω­στες έμει­ναν οι θη­ριώ­δεις με­τα­φρά­σεις του στον Σο­φο­κλή. Τις αγνό­η­σε ―και τις χλεύ­α­σε― η Αυ­λή της Βαϊ­μά­ρης. Ο Γκέ­τε συ­νή­θι­ζε να απορ­ρί­πτει έρ­γα ιδιο­φυών δη­μιουρ­γών που θα κλό­νι­ζαν την αυ­θε­ντία του. Απέρ­ρι­ψε τον Κλάιστ, τον Λεντς, τον Ζαν Πολ. Του τα ψάλ­λει δε­ό­ντως ο Κα­ρού­ζος υμνώ­ντας τον τυ­φλό αοι­δό του Τί­μπιν­γκεν:

Με­τέ­ω­ρος νί­κη­σε τους επι­σή­μους τα επί­χρυ­σα πρό­σω­πα
την ανού­σια δο­ξο­λο­γία στη μη­τρό­πο­λη
τα στιλ­βω­μέ­να ύψη του Γκέ­τε τη Βαϊ­μά­ρη στο σύ­νο­λό της.

Η Αντι­γό­νη του έπρε­πε να πε­ρι­μέ­νει ενά­μι­συ αιώ­να. Μό­λις το 1948 ο Μπρε­χτ ανέ­βα­σε στο Σιρ της Ελ­βε­τί­ας την πα­ρά­στα­ση Antigone χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το κεί­με­νο του Χέλ­ντερ­λιν όχι ως με­τά­φρα­ση, αλ­λά ως αυ­τό­νο­μο έρ­γο. Σφε­τε­ρι­σμός χω­ρίς προη­γού­με­νο που, όμως, έχει την εξή­γη­σή του. Να διορ­θώ­θη­κε έτσι άρα­γε το «καλ­λι­τε­χνι­κό σφάλ­μα» του Σο­φο­κλή, και αν υπήρ­ξε, ποιο ήταν αυ­τό; Ερω­τή­μα­τα με­τέ­ω­ρα που λύ­γι­σαν το τι­τά­νιο μυα­λό του ποι­η­τή δια­κό­πτο­ντας την κρί­σι­μη συ­νο­μι­λία με τον Τρα­γι­κό. Τι άλ­λο να πω εγώ, ένας απλός, συ­γκι­νη­μέ­νος επι­σκέ­πτης στο Τί­μπιν­γκεν!

Κα­τέ­γρα­ψα τη νο­ε­ρή μου αυ­τή «επί­σκε­ψη» σε βι­βλίο που απαί­τη­σε χρό­νια για να ολο­κλη­ρω­θεί και άλ­λα τό­σα για να εκ­δο­θεί. Τί­τλος: Ο Ποι­η­τής και ο Τύ­ραν­νος. Η ανα­μέ­τρη­ση του Χέλ­ντερ­λιν με τον Σο­φο­κλή. Και­ρός να πλη­σιά­σω, αν μου δο­θεί η χά­ρη, τον επί­σης τρα­γι­κό του επί­γο­νο, τον Πά­ουλ Τσέ­λαν. Με τον κίν­δυ­νο πλέ­ον της ύβρης άμε­σο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: