Χάρτης 63 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-63/pyxides/episkepsi-ston-khailnterlin
Τo 1995 επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Τίμπινγκεν∙ οι Έλληνες το ονομάζουν Τιβίγγη, όπως το Γέτινγκεν Γοτίγγη, το Μπάμπεργκ (έδρα του Όθωνα και της Αμαλίας μετά την έξωση) Βαμβέργη και ούτω καθεξής. Νοερά το είχα επισκεφτεί πολλές φορές στο παρελθόν, διαβάζοντας για την πόλη του πνεύματος, το φυτώριο της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας και της συγκριτολογίας. Με ενδιέφερε προ πάντων το τελευταίο, αφού η εργασία μου για τον Σκαρίμπα ήταν κατά βάση συγκριτολογική κι εγώ είχα μεσάνυχτα από τη νεώτερη αυτή επιστήμη. Είχα δουλέψει περισσότερο με το ένστικτο, όπως θα έκανε ένας απόφοιτος μέσης τεχνικής σχολής και κρυφός λάτρης των βιβλίων. Όμως, το πνεύμα της πόλης εκπορεύεται από τον αιώνιο ένοικό της, τον Φρίντριχ Χέλντερλιν. Ό Χέλντερλιν σπούδασε εκεί, όπου μοιράστηκε το φοιτητικό καμαράκι του με τον Χέγκελ και τον Σέλινγκ (η ευλογημένη τριάδα του γερμανικού πνεύματος), και επέστρεψε στην πόλη δέκα πέντε χρόνια αργότερα, όταν το πνεύμα του χτυπήθηκε από το ίδιο του το εκτυφλωτικό φως. Το διαισθάνθηκε, κατηγόρησε τον θεό Απόλλωνα για το χτύπημα και βιάστηκε να ολοκληρώσει την αναμέτρησή του με τον Σοφοκλή, πριν βρει στέγη και στοργή στο σπίτι ενός καλοκάγαθου ξυλουργού, στο Τίμπινγκεν πάντα, όπου έμεινε μέχρι τον θάνατό του. Αυτό το σπίτι, τον κίτρινο πύργο με την ημικυκλική πρόσοψη που βλέπει στον Νέκαρ ποταμό, ονειρευόμουν να επισκεφτώ. Ο Χέλντερλιν τον αποκαλούσε πότε-πότε Κηφισό, όπως τον φανταζόταν από την περιγραφή του Σοφοκλή και όχι, φυσικά, όπως είναι σήμερα: ένας ποταμοθεός θαμμένος κάτω απ’ το σκυρόδεμα. Έχω στο γραφείο μου μια μικρή γκραβούρα, δώρο του φίλου μου ποιητή Γιώργου Σκουρογιάννη, με τον «Hölderlinturm» και τον ποταμό που κυλά ήρεμα μπροστά του. Μπορώ να διακρίνω το παράθυρο του ποιητή στο δωμάτιό του στο τρίτο πάτωμα, και μέρος από το τοπίο, όπου άπλωνε το βλέμμα του. Οδηγήθηκε εκεί, άπορος και σωματικά ανήμπορος, το 1807 και έμεινε μέχρι τον θάνατό του, το 1843, τριάντα έξι χρόνια, ακριβώς τη μισή του ζωή (έζησε 73 χρόνια). Σαν να το είχε προβλέψει, το 1805 έγραψε το ποίημα «Μισά της ζωής», σε δύο ανομοιοκατάληκτες στροφές: ύμνος στην άνοιξη και οικτιρμός στον χειμώνα της ζωής:
Με αχλάδια κίτρινα
και ρόδα άγρια γεμάτη
η γη ασημώνεται στη λίμνη,
οι κύκνοι εσείς οι τρυφεροί
και μεθυσμένοι με φιλιά,
βουτάτε το κεφάλι
στα άγια νηφάλια νερά.
Αλίμονο σε μένα, καταχείμωνο
λουλούδια πού να βρω,
το φως του ήλιου, πού,
και ίσκιους των χωμάτων;
Τείχη ορθώνονται
αμίλητα και παγερά, στον άνεμο
θροΐζουν οι σημαίες.
Είχα, λοιπόν, δύο σοβαρούς λόγους να ταξιδέψω για το Τίμπινγκεν αμέσως μετά την εγκατάστασή μου στη Γερμανία. Να επισκεφτώ τον ποιητή, να σταθώ όση ώρα θα μου επιτρεπόταν, στο παράθυρό του, να κοιτάζω το αντικείμενο του βλέμματός του, τον άλλο Κηφισό∙ και, εμψυχωμένος από την αύρα του, να συζητήσω με τον αρμόδιο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο τη δυνατότητα εγγραφής στο τμήμα της Συγκριτολογίας.
Για τα χρόνια που θα έρχονταν, σχεδίαζα να ολοκληρώσω μια τριλογία: από τον Σκαρίμπα στον Χέλντερλιν (μέσω του θέματος του ιερού σφάγιου) και από κει ένας Θεός ξέρει πού, ίσως στον Τσέλαν∙ υποπτευόμουν τη γέφυρα ανάμεσά τους. Ο Τσέλαν τον θεωρούσε οδηγό του και σημαντικότερο όλων των ποιητών. Από το 1953 επισκεπτόταν τακτικά τον «πύργο» του∙ τελευταία φορά στις 20 Μαρτίου 1970 (ένα μήνα πριν τον θάνατό του), όταν γιορτάζονταν τα 200 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. Υπάρχει το όνομά του στο βιβλίο των επισκεπτών. Αυτό είχα στο μυαλό μου. Θα έκανα, λοιπόν, τώρα το δεύτερο βήμα.
Για τον Χέλντερλιν γνώριζα λίγα πράγματα, βιογραφικά. Είχα διαβάσει κάποιες από τις μεταφράσεις του στα ελληνικά, και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν αισθάνθηκα τον ποιητή. Η μετάφραση είναι το δυσκολότερο επιτήδευμα στον κόσμο. Ευτύχησε το μυθιστόρημά του Υπερίων, από έναν παθιασμένο μεταφραστή, Αυστριακό πάστορα. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δούλευα εντατικά πάνω στη γερμανική γλώσσα με την ευχή να μπορέσω γρήγορα να διαβάσω τον Χέλντερλιν στο πρωτότυπο. Και αν δεν είναι υπερβολή, νομίζω ότι αισθάνθηκα τη γλώσσα διαβάζοντας την ποίησή του. Γνώριζα ακόμη ότι είχε μεταφέρει στη γλώσσα του τον Οιδίποδα Τύραννο και την Αντιγόνη του Σοφοκλή, με επισημειώσεις που μοιάζουν με κρυπτογραφικά μηνύματα. Ειπώθηκε ότι αυτές οι μεταφράσεις είναι ο μεγαλύτερος μεταφραστικός άθλος που έγινε ποτέ. Ο ποιητής, και όταν μεταφράζει, εξακολουθεί να γράφει ποίηση. Διαβάζοντας κάτι, πρέπει να ξεχνάς αν αυτό είναι δικό του ή ξένο. Επομένως, αυτό που ήθελα να μελετήσω, να προτείνω για εκπόνηση διατριβής στο Πανεπιστήμιο, ήταν το χρονικό της αναμέτρησης του Χέλντερλιν με τον Σοφοκλή, η αξιολόγησή της συγκριτικά με άλλες απόπειρες μετάφρασης από την εποχή του ρομαντισμού. Χρειαζόταν θράσος για να το πω, και ακόμη μεγαλύτερο για να το πιστέψω.
Την επίσκεψη στον «πύργο» θα την ιστορήσω αργότερα. Άλλωστε, πήγα δεκάδες φορές. Στο Πανεπιστήμιο συνάντησα τον Άγγλο καθηγητή, πολιτογραφημένον Γερμανό από το 1961, Lawrence Ryan. Η πραότητα και η καλοσύνη του έδιωξαν από την πρώτη στιγμή το τρομερό άγχος που είχα, μήπως φανώ κενόδοξος και μεγαλομανής (ποιος λέει πως δεν ήμουν - αν δεν είμαι ακόμη;). Συμφώνησε να αναλάβει ως επιβλέπων καθηγητής τις συζητήσεις μαζί μου σχετικά με το θέμα και να παρακολουθεί την πορεία της εργασίας. Θα υπέβαλλα κάθε φορά ένα προκαταρκτικό σχέδιο, θα καταλήγαμε σ’ ένα πρώτο συμπέρασμα και ούτω καθεξής. Το θέμα Χέλντερλιν-Σοφοκλής είχε ήδη απασχολήσει, όπως ήταν φυσικό, δεκάδες μελετητές. Η βιβλιογραφία ογκώδης. Τον ενδιέφερε, όμως, η ματιά ενός Έλληνα. Δεν το είχα σκεφτεί.
Φεύγοντας προμηθεύτηκα δύο βιβλία σχετικά με την περίοδο αυτή του ποιητή, που οι γιατροί της εποχής ονόμασαν «Umnachtung», διανοητική διαταραχή, παραφροσύνη, καταβύθιση στην τρέλα. Ως όρος σημαίνει την περισκότιση, την περικύκλωση από σκοτάδι. Ταιριάζει καλύτερα στην περίπτωσή του. Το ένα βιβλίο το έγραψε ο Φρίντριχ Βίλελμ Βάιμπλινγκερ και λέγεται Φαέθων. Ο Φαέθων ήταν γιος του Ήλιου, που γκρεμίστηκε οδηγώντας το άρμα του. Μεταφορικά, αυτή είναι η περίπτωση του Χέλντερλιν. Ο Βάιμπλινγκερ ήταν ο πιο τακτικός επισκέπτης του και διέσωσε πολλές λεπτομέρειες από τη ζωή του στον «πύργο». Έβγαλε το βιβλίο το 1823 και δυστυχώς λίγα χρόνια αργότερα πέθανε. Το δεύτερο είναι του Κρίστοφ Τέοντορ Σβαμπ, και είναι η εκτενέστερη μέχρι τότε βιογραφία του ποιητή, την επαίνεσε δεόντως ο Μπένγιαμιν. Ο Σβαμπ πήγαινε στον «πύργο» από το 1841 μέχρι τον θάνατο του υψηλού φιλοξενούμενου. Παρατηρώντας τις σποραδικές του αναλαμπές τον παρότρυνε να ξαναπιάσει την ποίηση. Ο Χέλντερλιν έγραφε μικρά κομμάτια, σπαράγματα στίχων, συνθέσεις που άρχιζαν και διακόπτονταν απότομα, και κάποτε σημείωνε με έμφαση τίτλους που έμειναν ορφανοί από στίχους, ή άτιτλους αφορισμούς: «Μόλις τώρα καταλαβαίνω τον άνθρωπο, τώρα που ζω μακριά του / και μες στη μοναξιά!», έγραψε. Η μοναξιά∙ στην πραγματικότητα δεν τον άφησε ποτέ.
Διαβάζοντάς τα από τη σημερινή οπτική, και μη γνωρίζοντας τον δημιουργό του, εύκολα θα παραδεχτεί κανείς ότι πρόκειται για συνθέσεις προωθημένης ποιητικής. Ο ελλειπτικός στίχος φαίνεται να έχει μείνει έτσι από πρόθεση, και το ανολοκλήρωτο ποίημα καλεί τον αναγνώστη να το συμπληρώσει κατά το δοκούν. Εδώ πρέπει να κάνω ένα προσωπικό σχόλιο. Όλα τα ποιήματα της «Umnachtung» είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, με πολύσημες εικόνες και άκρα λιτότητα. Η ποιητική ιδιοφυΐα, ακόμη και τις στιγμές αυτές, γράφει έναν αιώνα πριν ό,τι ο Βαλερί θα ονομάσει καθαρή ποίηση, ο Πάουντ εικονισμό, ο Έλιοτ συμβολισμό και ο Μπρετόν υπερρεαλισμό. Το 2017 ο εκδότης μου μού ζήτησε να μεταφράσω αυτά τα σπαράγματα που φτάνουν, μαζί με τους ορφανούς τίτλους, τα 92. Χρειάστηκα λίγες μέρες, επειδή τα γνώριζα καλά και τα οικειοποιήθηκα από την πρώτη στιγμή, όχι σαν δικά μου, αλλά δικά μου ποιήματα. Η άμεση ανταπόκρισή μου δεν σημαίνει ότι πίστευα πως θα εκδοθούν το ίδιο γρήγορα. Ο πρώτος Γερμανός εκδότης τούς έδωσε τον τίτλο Ποιήματα του Πύργου. Τα τιτλοφόρησα Σχέδια και θραύσματα:
Και γνώση λίγη, όμως χαρά πολλή
Δόθηκε στους θνητούς,
Γιατί, ω Ήλιε τρυφερέ, δεν μου αρκείς
Του κήπου πρωτανθέ μου εσύ! ούτε τη μέρα του Μαγιού;
Τι άλλο να γνωρίσω πιο ψηλό;
Νά ’μουν παιδί καλύτερα, σαν τα παιδιά!
Ένα τραγούδι αμέριμνο, σαν τ’ αηδόνια,
Ν’ άρχιζα μέσα στην έκστασή μου! (29)
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ
Άλλοτε δίκαζε ο Θεός.
Βασιλιάδες.
Σοφοί.
άραγε ποιος δικάζει τώρα;
Δικάζει ο σύμφωνος
λαός; η ιερή κοινότητα;
Όχι! ω όχι! άραγε ποιος δικάζει τώρα;
μια γέννα εχιδνών! δειλή και κάλπικη
ποτέ στα χείλη πλέον
ο λόγος ο ευγενικός
Ω εν ονόματι
κέκραγα
δαίμον γηράλιε! ελθέ!
Ή απόστειλον
ήρωά τινα
Ή
σοφίαν. (16)
Το ακόλουθο θα το υπέγραφε μόνο ένας Πάουντ:
Tende Πεδίο συρροής Simonetta.
Τόιφεν Αμύκλαι Αβέιρο παρά τον ποταμόν
Fouga η οικογένεια Alenvastro το
όνομα εκ τούτου Amalasuntha Antegon
Ανάθημα Ardinghellus Sorbonne Cölestin
και Ιννοκέντιος διέκοψαν τη συζή-
τηση και την ονόμασαν τον Βοτανικό
Κήπο των Γαλλικών Επισκοπών –
Aloisia Sigea differentia vitae
urbanae et rusticae Θερμώδων
ποταμός στην Καππαδοκία Val-
telino Schönberg Scottus Schönberg Τενερίφη
Sulaco Venafro
περιοχή
του Ολύμπου. Weißbrun στην Κάτω
Ουγγαρία. Zamora [Θάμορα] Jacca Βάκχος
Imperiali. Γένουα Λάρισα στη Συρία (85)
Στο τέλος αποποιήθηκε την ταυτότητά του, ίσως για να ξεχάσει τους παραδαρμούς που εξακολουθούσαν να τον κατατρύχουν. Απαντούσε είτε καταφατικά είτε αρνητικά με την ίδια άγνωστη, επινοημένη λέξη: pallaksch, pallaksch. Συστηνόταν, ακόμη και στους σκύλους, στους μικρούς του περιπάτους, Scardanelli. Θυμίζω το ποίημα του Καρούζου, που είναι μόνο του ολόκληρη βιογραφία του ποιητή, «Τα πολύτιμα βάσανα του Scardanelli». Κάθε που το διαβάζω, σκέφτομαι ότι δεν περισσεύει να πω τίποτε περισσότερο γι’ αυτόν. Ο Καρούζος δεν χρειάστηκε να πάει μέχρι το Τίμπινγκεν ούτε να μάθει γερμανικά. Ίσως μέχρι την πλατεία Μαβίλη ή το μπαράκι «Au revoir». Ζήτημα ποιητικής ιδιοσυγκρασίας.
Μίλησα για παραδαρμούς. Θα αναφέρω τον πιο αποφασιστικό, μάλλον, που κλόνισε την υγεία του. Στα τελευταία του σπαράγματα επανέρχεται συχνά το όνομα Διοτίμα (η γνωστή ιέρεια στο πλατωνικό Συμπόσιο). Πρόκειται για την Σουζέτε Γκόνταρντ, μητέρα τεσσάρων παιδιών. Το 1796 ο σύζυγός της προσέλαβε, κατόπιν συστάσεων, τον νεαρό Χέλντερλιν ως οικοδιδάσκαλο των παιδιών στην Φρανκφούρτη. Ο σφοδρός έρωτας που γεννήθηκε ανάμεσα σε αυτόν και την Σουζέτε, οδήγησε στην απομάκρυνσή του, αλλά όχι στη διακοπή της επικοινωνίας τους. Η Σουζέτε, συνομήλική του, προσβλήθηκε στα 33 της χρόνια από φυματίωση καλπάζουσας μορφής. Πέθανε το 1802, όταν ο ποιητής βρισκόταν στο Μπορντό σε αναζήτηση εργασίας. Εκεί πληροφορήθηκε τον θάνατό της. Πήρε αμέσως το δρόμο της επιστροφής, για την Στουτγάρδη, όπου ήταν η έδρα των φίλων του, ιδιαιτέρως του Ισαάκ φον Σινκλέρ. Το οδοιπορικό αυτό διάρκεσε δύο περίπου μήνες. Κανείς δεν γνωρίζει τι συνέβη στη διάρκειά του. Έφτασε αγνώριστος, κατάκοπος, με ρούχα ζητιάνου και εμφανή σημάδια νοητικής διαταραχής. Να διήνυσε άραγε όλη την απόσταση, περίπου 600 χιλιόμετρα, με τα πόδια; Να τον λήστεψαν και να τον χτύπησαν στο δρόμο; Είναι ακόμη πιθανόν να κατευθύνθηκε πρώτα στην Φρανκφούρτη, όπου θάφτηκε η Σουζέτε. Το 1799 είχε ολοκληρώσει και εκδώσει το επιστολικό μυθιστόρημα Υπερίων∙ ή Ο ερημίτης στην Ελλάδα. Ο μυθιστορηματικός Υπερίων, προσωπείο του ποιητή, έρχεται στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στην εξέγερση του 1770, στα Ορλοφικά. Από εκεί αλληλογραφεί με την Διοτίμα, τη φαντασιακή μορφή της Σουζέτε Γκόνταρντ και ερωμένης του. Με το όνομα αυτό απαθανατίστηκε μία μητέρα τεσσάρων παιδιών, συμβατική σύζυγος μεγαλεμπόρου από το Αμβούργο:
Ηλύσια
Εκεί θα βρω ναι
Σε σας στους χθόνιους θεούς σας
Εκεί τη Διοτίμα ήρωες.
Και αλλού, ένα δίστιχο, αρχινισμένο ποίημα με τίτλο «Διοτίμα» και με τη στίξη μετέωρη στους αιώνες:
Θα μπορούσα να ονομάσω τους ήρωες
Και να σιωπήσω για την ωραιότερη των ηρωίδων,
Τραγική ειρωνεία. Στο μυθιστόρημα Υπερίων η λογοτεχνική Διοτίμα πεθαίνει. Ο Χέλντερλιν είχε ζητήσει συγγνώμη από την Σουζέτε για τον ρομαντικό θάνατο που της επιδίκασε. Το γεγονός αυτό πρόσθεσε στον πόνο και τις τύψεις. Στο Λογοτεχνικό Αρχείο του Μάρμπαχ, αργότερα, θέλοντας να επισκεφτώ το αρχείο του Τσέλαν, ζήτησα να δω τη βιογραφική ταινία του Χέρμαν Τσόσε «Μισά της ζωής». Σύμφωνα με το σενάριο, ο Χέλντερλιν εισβάλλει αλλόφρων στην οικία Γκόνταρντ, παραμερίζει τους πενθούντες συγγενείς και φίλους και μ’ έναν τρυφερό ερωτικό εναγκαλισμό αρπάζει από τη νεκρική κλίνη την Διοτίμα και την φυγαδεύει στο πουθενά. Όλοι μένουν άναυδοι. Τέλος της σεκάνς. Είμαι βέβαιος ότι στα όρια του παραλογισμού του ο ποιητής είχε ιδεασθεί αυτή την εικόνα, όταν έφτασε το κακό στο μακρινό για τα μέτρα της εποχής Μπορντό.
Μέσα σε αυτόν τον πυρετό σχεδιάζει την αναμέτρησή του με τον Σοφοκλή. Είναι μέρος της υπόσχεσης που έχουν δώσει ο ένας στον άλλον, φοιτητές στο Τίμπινγκεν, ο Χέλντερλιν, ο Χέγκελ και ο Σέλινγκ, να μεταφράσουν την Αντιγόνη. Γνωρίζουμε με ασφάλεια ότι ο Χέγκελ το έκανε (η μετάφραση θεωρείται χαμένη). Τώρα είναι η σειρά του. Οι συμφοιτητές του τον αποκαλούσαν «κραταιό Έλληνα». Θέλει να μεταφράσει ολόκληρο τον Σοφοκλή, επειδή είναι ο τραγικότερος όλων. Η λέξη του έχει το σχήμα του φιλοσοφικού ανθρώπου, και η εποχή του έχει όλα τα στοιχεία της παρακμής. Στον Σοφοκλή παρακμάζει ο κλασικός λόγος. Υπάρχει, λοιπόν, ένα «καλλιτεχνικό σφάλμα» στα δράματά του και αυτός θέλει να το «διορθώσει». Το μεγαλείο του Σοφοκλή είναι το «σφάλμα» του, ένα είδος γλωσσικού αμαρτήματος, κρυμμένου πίσω από τις λέξεις. Ο Χέλντερλιν θα κοιτάξει εκεί, πίσω από τις λέξεις και ασκώντας βία θα αποκαταστήσει το έλλειμμα. Ουσιαστικά, μεταφράζει, δηλαδή ερμηνεύει, τη δική του εποχή, τη δική του ντεκαντάνς. Η απάντηση σε αυτήν είναι ο βίαιος δημοκρατικός λόγος του απελευθερωτή Ναπολέοντα. Πιστεύει στην έλευση, την Advent, του τέκνου της Γαλλικής Επανάστασης. Revolution σημαίνει αναποδογύρισμα. Πρωτεργάτης αυτής της κίνησης είναι ο φίλος του ο Σινκλέρ. Είναι ο Αλαμπάντα του Υπερίωνος. Θεωρητικά, λοιπόν, έχουν και οι δύο την εμπειρία της εξέγερσης στον οθωμανικό ολοκληρωτισμό. Σειρά έχει ο ευρωπαϊκός ηγεμονισμός. Όταν φτάνει στη Στουτγάρδη, οι κινήσεις των φίλων του έχουν προδοθεί. Συλλαμβάνονται ο ένας μετά τον άλλον. Συλλαμβάνεται και ο Σινκλέρ. Οι Αρχές αφήνουν ελεύθερο τον Χέλντερλιν, επειδή «δεν είναι σε θέση να σταθεί όρθιος σε δίκη». Άλλωστε, ψελλίζει ακατανόητες λέξεις και πάντως όχι υπέρ της εξέγερσης. Η δική του δημοκρατία βρίσκεται σε άλλη σφαίρα. Όταν γίνεται η δίκη των φίλων του, εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική του Τίμπινγκεν. 1805.
Μέσα σε εργώδες ντελίριο έχει κατορθώσει στο διάστημα αυτό να μεταφράσει χωρίς να χρησιμοποιήσει βοήθημα ή αξιόπιστη μετάφραση, δύο δράματα και να γράψει εμβριθείς επισημειώσεις στο καθένα, για τον τρόπο που εργάστηκε. Είναι οι σπουδαιότερες σημειώσεις ποιητικής που γράφτηκαν ποτέ, και οι πιο σκοτεινές. Έμειναν δύο αιώνες αμετάφραστες στην ελληνική. Στο ιωβηλαίο των διακοσίων χρόνων, το 2002, έκανα την πρώτη προσπάθεια να τις μεταφράσω. Αλλά και όταν ολοκλήρωσα την προσπάθεια, το 2013, δεν διαβάστηκαν. Πέρασαν απαρατήρητες.
Από το Νίρτινγκεν, τη γενέτειρά του, γράφει στις 2 Δεκεμβρίου 1802 στον φίλο του Καζιμίρ Μπέλεντορφ πως του συνέβη ό,τι λένε κατ’ επανάληψη για τους ήρωες: Τον χτύπησε ο Απόλλων, δηλαδή ένα φως δυνατό, εκτυφλωτικό. Αυτό αναφώνησαν ο Πάτροκλος στα τείχη της Τροίας και ο Οιδίπους, όταν ανακάλυψε την αλήθεια. Η αλήθεια τυφλώνει. Παλαιότερα είχε γράψει ότι ο θεός χτυπά την ύβρη, τον θνητό που υπερβαίνει το μέτρο. Ποιο μέτρο υπερέβη ο ποιητής; Ίσως υπέπεσε κι αυτός σε γλωσσικό αμάρτημα άλλης μορφής, μιας νέας Βαβέλ. Έχει τη συνείδηση μιας αποστολής. Οι μελετητές του διαπιστώνουν τη σταδιακή ταύτισή του με τον Οιδίποδα, όσο τον μεταφράζει και προσπαθεί να εξηγήσει τα λόγια του. Δυσπιστεί απέναντι στον Σοφοκλή. Προσπαθεί να διαβάσει τι κρύβεται πίσω από τα λόγια και τις πράξεις των προσώπων. Να το πω καθαρότερα: Έχει διαμορφώσει απολύτως τη θεωρία του, πριν καταπιαστεί με το δράμα, και τώρα την εφαρμόζει ―κάποτε εκβιαστικά― φέρνοντάς το στα μέτρα της. Αυτό άλλωστε κάνει κάθε μετάφραση ή απλή ανάγνωση. Ο Χέλντερλιν ταυτίζεται με τους τραγικούς ήρωές του στη σύγκρουσή τους με τους θεούς και τη μοίρα, την αναπόφευκτη πτώση τους. Δικό του πεπρωμένο είναι να βιώσει την κατακρήμνιση και από εκεί να περάσει στο εσωτερικό φως. Ο θάνατος της Διοτίμας ήταν πεπρωμένος, μέρος ενός θεϊκού σχεδίου που τον υποβάλλει σε δοκιμασία, όπως υπέβαλε σε δοκιμασία ο Θεός τον Αβραάμ, τον Ιώβ, τον Ιακώβ. Το δικό του πρότυπο είναι ο Όμηρος, ο ποιητής των ποιητών. Ο Αχιλλέας γνωρίζει τη μοίρα του, τον θάνατο που τον περιμένει στην Τροία, και την ακολουθεί. Βιώνει τη δοκιμασία κι αυτό τον καθιστά τραγικό. Ο δάσκαλός του ήταν ένας Κένταυρος, ο Χείρων, υβριδική φύση με ζωικά, αγαθοποιά, γνωρίσματα. Ο Χέλντερλιν τον θέλει τυφλό, όπως τυφλός είναι και ο θείος αοιδός. Ο δάσκαλος πρέπει να είναι τυφλός, να βλέπει ενορατικά. Γράφοντας την Αντιγόνη
του ο Χέλντερλιν οδηγείται στην τύφλωση, την Umnachtung, με οδηγό την ιέρεια Διοτίμα. Είναι ο «ιερός γάμος» του, το δικό του πλατωνικό Συμπόσιο.
Αυτά θα έχει καιρό να τα σκεφτεί, μισή ζωή, στο καμαράκι του στο Τίμπινγκεν. Με την είσοδό του εκεί πήραν απότομα τέλος όλα τα μεγάλα του σχέδια. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του έμεινε άγνωστο για περισσότερο από έναν αιώνα. Το εξέδωσε, όσο πρόλαβε (σκοτώθηκε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο), ο ευφυής Norbert von Hellingrath. Το ίδιο άγνωστες έμειναν οι θηριώδεις μεταφράσεις του στον Σοφοκλή. Τις αγνόησε ―και τις χλεύασε― η Αυλή της Βαϊμάρης. Ο Γκέτε συνήθιζε να απορρίπτει έργα ιδιοφυών δημιουργών που θα κλόνιζαν την αυθεντία του. Απέρριψε τον Κλάιστ, τον Λεντς, τον Ζαν Πολ. Του τα ψάλλει δεόντως ο Καρούζος υμνώντας τον τυφλό αοιδό του Τίμπινγκεν:
Μετέωρος νίκησε τους επισήμους τα επίχρυσα πρόσωπα
την ανούσια δοξολογία στη μητρόπολη
τα στιλβωμένα ύψη του Γκέτε τη Βαϊμάρη στο σύνολό της.
Η Αντιγόνη του έπρεπε να περιμένει ενάμισυ αιώνα. Μόλις το 1948 ο Μπρεχτ ανέβασε στο Σιρ της Ελβετίας την παράσταση Antigone χρησιμοποιώντας το κείμενο του Χέλντερλιν όχι ως μετάφραση, αλλά ως αυτόνομο έργο. Σφετερισμός χωρίς προηγούμενο που, όμως, έχει την εξήγησή του. Να διορθώθηκε έτσι άραγε το «καλλιτεχνικό σφάλμα» του Σοφοκλή, και αν υπήρξε, ποιο ήταν αυτό; Ερωτήματα μετέωρα που λύγισαν το τιτάνιο μυαλό του ποιητή διακόπτοντας την κρίσιμη συνομιλία με τον Τραγικό. Τι άλλο να πω εγώ, ένας απλός, συγκινημένος επισκέπτης στο Τίμπινγκεν!
Κατέγραψα τη νοερή μου αυτή «επίσκεψη» σε βιβλίο που απαίτησε χρόνια για να ολοκληρωθεί και άλλα τόσα για να εκδοθεί. Τίτλος: Ο Ποιητής και ο Τύραννος. Η αναμέτρηση του Χέλντερλιν με τον Σοφοκλή. Καιρός να πλησιάσω, αν μου δοθεί η χάρη, τον επίσης τραγικό του επίγονο, τον Πάουλ Τσέλαν. Με τον κίνδυνο πλέον της ύβρης άμεσο.