Από το «Κατακαλόκαιρο» (1984)
XV
Μπορώ να το αισθανθώ να καταφθάνει από μακριά κι εγώ, Μαμά, την παλίρροια
μιας κι η μέρα έχει ήδη μακρηγορήσει, μα ακόμα το σημειώνω
όπως ένα λευκό γλαρόνι αστράφτει πάνω από τη θάλασσα, με την κοιλιά του
λίγο απ’ το πράσινο να κλέβει, κι υπόσχομαι να το χρησιμοποιήσω αργότερα.
Η φαντασία πια δεν φτάνει άλλο ως τον ορίζοντα,
μα όλο κι επιστρέφει. Στην ακροθαλασσιά
γυρνά γλειμμένα, καλογυαλισμένα πράγματα που, σα σκουπίδια,
η θάλασσα έχει λευκάνει, πάλι αγνά. Ετερόκλητες σκηνές.
Οι ροζ και μπλε εργατικές κατοικίες στις Παρθένους
στους αληγείς ανέμους. Τ’ όνομά μου μαγκωμένο
στο καρύδι του λαιμού της προγιαγιάς μου.
Μια αυλή, ένας γέρος άνδρας μελαψός με στρατηγού
μουστάκι, ένα αγόρι ζωγραφίζοντας φύλλα με καστορέλαιο
μ’ άκρα λεπτομέρεια, προσβλέποντας να γίνει ένας άλλος Άλμπρεχτ Ντίρερ.
Τα ’ χω λατρέψει αυτά υπεράνω ειρμού
καθώς η ίδια παλίρροια, Μαμά, και για τους δυο μας όλο και πλησιάζει ―
τα φύλλα του αμπελιού παρασημοφορώντας έναν συρματένιο φράχτη και, στο φακιδωμένο απ’ τις σκιές περβόλι, έναν γέροντα μ’ όψη συνταγματάρχη
κάτω απ’ τις καταπράσινες οβίδες των κολοκυθών.
XVI
Και τι τάχα να κάνουμε για τους νεκρούς, στους κοχυλόζωστούς τους
τύμβους που, ισόβια, μια έλξη μας τραβά
όπως προς μια μαγνητική αυτοκρατορία, με πόλεις που απλώνονται
με δρόμους κι ορθολογικές λεωφόρους, ακριβείς καθώς το πλέγμα
του δονούμενού μας κόσμου; Μες στην αλαζονεία μας, φανταζόμαστε
ότι κι εκείνοι, σαν κι εμάς, μοιράζονται τον αχανή, υπόκωφο σφυγμό
μιας γης ωρολογόσχημης – πιο αργά, ίσως, από μας, μα εντός
της διάστασής μας, των απλών μας μαθηματικών.
Οποιαδήποτε γαλήνη τόσο αδιάφορη, μ’ όλες τις διαφορές μας χωνεμένες,
δεν είναι παρά προσβολή να τη φαντάζεσαι· ποιο τ’ όφελος των κόπων, τότε,
που επωμίζεσαι; Α, πρέπει να βρίσκουνε τις προσευχές μας βαρετές,
τις ικεσίες μας να τους λείπουμε ακόμα, όταν εκεί που παν
χρεία δεν έχουν για τις μνήμες μας, τι σωρεύουμε να δούνε δεν μπορούν –
φωτογραφίες, γράμματα, ενθύμια μνημόσυνα που πλέκουμε ή μουρμουρίζουμε μ’
άκρα κοινοτοπία –
καθώς σημαίες αλλάζουμε και οικίες. Ακόμα τους ευχόμαστε να μας υπηρετούν,
προσμένοντας από τον θάνατο ό,τι κι εμείς, οι ζώντες, απ’ τις προσευχές μας –
οι καρδιές τους ν’ ανυψώνονται σαν τις δικές μας με το φούσκωμα
του κύματος και τα κοχύλια του ηλιογέρματος, η αλκυόνα
να ξαφνιάζει το σκοτάδι τους φορές. Μα ποιος δεν προτιμά – σαν τελικώς του
επιδοθεί –
το προγραμμένο του προνόμιο της σιωπής, την όχθη
που οι άλλοι μήτε τέλος μήτε αρχή προσμένουν;