Χάρτης 63 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-63/metafrash/poiimata
Από το «Κατακαλόκαιρο» (1984)
XV
Μπορώ να το αισθανθώ να καταφθάνει από μακριά κι εγώ, Μαμά, την παλίρροια
μιας κι η μέρα έχει ήδη μακρηγορήσει, μα ακόμα το σημειώνω
όπως ένα λευκό γλαρόνι αστράφτει πάνω από τη θάλασσα, με την κοιλιά του
λίγο απ’ το πράσινο να κλέβει, κι υπόσχομαι να το χρησιμοποιήσω αργότερα.
Η φαντασία πια δεν φτάνει άλλο ως τον ορίζοντα,
μα όλο κι επιστρέφει. Στην ακροθαλασσιά
γυρνά γλειμμένα, καλογυαλισμένα πράγματα που, σα σκουπίδια,
η θάλασσα έχει λευκάνει, πάλι αγνά. Ετερόκλητες σκηνές.
Οι ροζ και μπλε εργατικές κατοικίες στις Παρθένους
στους αληγείς ανέμους. Τ’ όνομά μου μαγκωμένο
στο καρύδι του λαιμού της προγιαγιάς μου.
Μια αυλή, ένας γέρος άνδρας μελαψός με στρατηγού
μουστάκι, ένα αγόρι ζωγραφίζοντας φύλλα με καστορέλαιο
μ’ άκρα λεπτομέρεια, προσβλέποντας να γίνει ένας άλλος Άλμπρεχτ Ντίρερ.
Τα ’ χω λατρέψει αυτά υπεράνω ειρμού
καθώς η ίδια παλίρροια, Μαμά, και για τους δυο μας όλο και πλησιάζει ―
τα φύλλα του αμπελιού παρασημοφορώντας έναν συρματένιο φράχτη και, στο φακιδωμένο απ’ τις σκιές περβόλι, έναν γέροντα μ’ όψη συνταγματάρχη
κάτω απ’ τις καταπράσινες οβίδες των κολοκυθών.
XVI
Και τι τάχα να κάνουμε για τους νεκρούς, στους κοχυλόζωστούς τους
τύμβους που, ισόβια, μια έλξη μας τραβά
όπως προς μια μαγνητική αυτοκρατορία, με πόλεις που απλώνονται
με δρόμους κι ορθολογικές λεωφόρους, ακριβείς καθώς το πλέγμα
του δονούμενού μας κόσμου; Μες στην αλαζονεία μας, φανταζόμαστε
ότι κι εκείνοι, σαν κι εμάς, μοιράζονται τον αχανή, υπόκωφο σφυγμό
μιας γης ωρολογόσχημης – πιο αργά, ίσως, από μας, μα εντός
της διάστασής μας, των απλών μας μαθηματικών.
Οποιαδήποτε γαλήνη τόσο αδιάφορη, μ’ όλες τις διαφορές μας χωνεμένες,
δεν είναι παρά προσβολή να τη φαντάζεσαι· ποιο τ’ όφελος των κόπων, τότε,
που επωμίζεσαι; Α, πρέπει να βρίσκουνε τις προσευχές μας βαρετές,
τις ικεσίες μας να τους λείπουμε ακόμα, όταν εκεί που παν
χρεία δεν έχουν για τις μνήμες μας, τι σωρεύουμε να δούνε δεν μπορούν –
φωτογραφίες, γράμματα, ενθύμια μνημόσυνα που πλέκουμε ή μουρμουρίζουμε μ’
άκρα κοινοτοπία –
καθώς σημαίες αλλάζουμε και οικίες. Ακόμα τους ευχόμαστε να μας υπηρετούν,
προσμένοντας από τον θάνατο ό,τι κι εμείς, οι ζώντες, απ’ τις προσευχές μας –
οι καρδιές τους ν’ ανυψώνονται σαν τις δικές μας με το φούσκωμα
του κύματος και τα κοχύλια του ηλιογέρματος, η αλκυόνα
να ξαφνιάζει το σκοτάδι τους φορές. Μα ποιος δεν προτιμά – σαν τελικώς του
επιδοθεί –
το προγραμμένο του προνόμιο της σιωπής, την όχθη
που οι άλλοι μήτε τέλος μήτε αρχή προσμένουν;
Από το «Η διαθήκη τού Άρκανσο» (1987)
ΓΚΡΟΣ-ΙΛΕΤ
Από τούτο το χωριό, μουσκεμένη σα κουρέλι γκρίζο στ’ αλατόνερο
μια γλώσσα ήρθε, μ’ αχιβάδων όστρακα κρουστή,
με μια υποψία μούρων στις μασχάλες της
κι αγκώνες σαν ευέλικτα κουπιά. Κάθε τελετή άρχισε
στις γούρνες, στους σωρούς των σκουπιδιών, στις ορθρινές, τις αποφράδες
κηδείες
που ’χαν κάβουρες για μάρτυρές τους. Οι δυσωδίες, οχυρωμένες
απ’ τη θάλασσα. Η άγκυρα των νησιών προχώρησε βαθιά
μα ήταν πάντοτε ειδωτή στην άμμο. Καρχαρίες πολλοί,
κι ενίοτε το σελάχι, με τα φαρδιά, καθώς πανιά, φτερά του
αναδύθηκαν μ’ άγρυπνο βλέμμα απ’ τα τρεμουλιαστά κοράλλια,
κι ένας ψαράς ανύψωσε στο φως ένα γατόψαρο, σα βοστρυχόζωστο Γοργώς
κεφάλι.
Κι η νύχτα με τα σίγουρα, ακατάσβεστα κεριά
θύμιζε Ψυχοσάββατο ανάστροφο, κατά της νυχτερίδας το ήθος
που βαστά μια θέα του κόσμου ομόδική της. Έτσι έστρεψαν τα μάτια προς τα κάτω,
όλο περιέργεια πάνω μας, και βρήκαν πως βαδίζουμε παράξενα
κι αναρωτήθηκαν για της ισορροπίας μας τη σύνεση, για το πώς κοιμόμαστε
προβάροντας το θάνατο, για το πώς συγχέουμε όνειρα με πράγματα κοινότοπα, τύπου καρφιά ή ρόδα,
πώς τα βράχια γερνάνε γρήγορα βρυωμένα,
η θάλασσα πώς ρυτιδώνεται χωρίς χρόνο να ξέρει,
η άμμος πώς αρχίζει ανεμοστρόβιλους δίχως σκοπό κανέναν,
οι σκιές πώς δε λογοδοτούν σ’ άλλον πάρεξ στον ήλιο.
Και, κάποιες φορές, σαν το πάνω μέρος μιας παλιάς σαμπρέλας,
το μαύρο χείλος ενός κήτους. Ελπήνορα, εσύ
που τσάκισες τα παΐδια σου, στουπί, κουτρουβαλώντας απ’ την οροφή,
και μαουνιέρη που σαλπάρεις δίχως σχόλη, ίδια σελάχι,
κάτω απ’ τ’ αναπνέοντα κύματα,
το δρόμο συνεχίστε· τίποτε δεν έχει εδώ για σας.
Τα κεριά και τα ήθη εδώ είναι αλλιώτικα, αλλιώτικοι οι νεκροί.
Κοχύλια αλλιώτικα τους τάφους τους φυλάγουν.
Οι διακρίσεις ζουν και βασιλεύουν, ναι,
μα πέρα απ’ του ορίζοντά μας τον Παράδεισο.
Τούτος δεν είναι ο οίνωψ πόντος του Αιγαίου.
Δεν έχει εδώ κρασί, μήτε τυρί,
τ’ αμύγδαλα είναι πράσινα, πικρά είναι τα σταφύλια
άλλο δεν είναι η γλώσσα εδώ παρά μια σκλάβων γλώσσα.
Από το «Η Ευλογία» (1997)
10
Πλάσματα νέα ξεθαρρεύουν απ’ τη γη, ρουθούνια δοκιμάζουν τον αέρα,
μια σκίουρων αφθονία που επαναλαμβάνονται σαν ερωτήσεις,
σκουλήκια επιμένουν να ρωτούν ώσπου τα φύλλα ν’ αναθροΐσουν τ’ όνομά τους,
μα εδώ διαθέτουμε μόλις μια σταθερότητα ανήξερη από εποχές,
και διόλου ιστορία, παναπεί: βαρεμάρα διακοπτόμενη απ’ τον πόλεμο.
Πολιτισμός θα πει ανυπομονησία, μια τερμιτών φρενίτιδα
γύρω από της Βαβέλ τους μυρμηγκόλοφους, σημαίνουσες αντένες
και μηνύματα· μα ο ερημίτης κάβουρας εδώ, στη θέα και της παραμικρής σκιάς ζαρώνει,
ακόμα και σ’ εκείνη του ανθρώπινου ομολόγου του.
Είναι ένας φόβος εγγενής για κάθε ίσκιο που μακραίνει,
κάθε οικοδόμημα που έστω και λίγο ανυψώνεται από το έδαφος
μιας κι η γραφή μονάχα αρκεί αυτού του κάβουρα «Ευρώπη»
για ν’ αντικρίσεις κείνο το παιδί που σκύβει
σ’ ένα βρωμερό κανάλι στον Ρεμπό, καπνοδόχους, πεταλούδες, γέφυρες παλιές
και τις σκοτεινές μουτζούρες της παραίτησης τριγύρω απ’ τα καρβουνιασμένα μάτια
των παιδιών που όλα μοιάζουν στον Κάφκα. Την Τρεμπλίνκα και το Άουσβιτς
το ποτάμι κατεβαίνοντας με τον καπνό των φορτηγίδων και της βιομηχανίας
και την πρόζα μιας σελίδας που τις στάχτες της σαρώνω,
την άμμο απ’ των αιώνων τις κλεψύδρες στ’ ακρογιάλι ετούτο εδώ
που ο άνεμος της Αφρικής κουβάλησε, τις αναμαλλιασμένες μας φυλές
τις σκορπισμένες στα νησιά και τη σελήνη σ’ αναζήτηση ανατέλλοντας,
ίδια φανάρι του Διογένη πάνω από του ακρωτηρίου τη Σφίγγα, για ισορροπία καιδικαιοσύνη.
36
Στο φως το αποσπερνό οι κορφές των φύλλων του αρτόδεντρου
είναι καναρινί και, χαμηλώνοντας, σβήνουν σε κυανοπράσινο,
με τους σχηματισμένους ίσκιους μ’ έβενο πρασινωπό να λούζουν τις μαρκίζες
και τους φράχτες τέλεια ν’ αντιφάσκουν στ’ όλο πράσινο μ’ όπλο τους τη σκουριά
– άλικοι, σέπια, φορές πορτοκαλί· όμως το φως ως τότε
έχει ωριμάσει και γρασίδι και τα πλάγια των σπιτιών
κι ακόμα κι ένας κόκορας επιθεωρώντας την αυλή
λαμποκοπάνε, μήδοι χρυσοφόροι· ο φάρος
έχει ήδη ανάψει, οι φανοστάτες το ίδιο,
και στον καθεδρικό ακούς να ψάλλουνε τα εννιάμερα
κι οι ψαράδες γίνονται συνειδητά σιλουέτες
σ’ ένα ηλιοβασίλεμα από καρτ-ποστάλ: είναι τώρα που μια
ακαταμάχητη ψωμιού ψημένου βολοδέρνει μυρωδιά,
τώρα που του κουνουπιού χειροπιαστό μοιάζει το βόμβισμα,
που βαθαίνουνε των δρόμων οι αυλακιές και πρόσωπα
που κάθε χρόνο κι εντονότερα αγαπώ
πλαγιάζουν προς το σούρουπο, βαθαίνοντας κι αυτά κάτω απ’ τους κοκοφοίνικες.
Τα πάντα έχουν πια ενδώσει τώρα στο μαβί
κι η θάλασσα να λαμπαδιάζει θα επιμείνει
ώσπου το τελευταίο αεροπλάνο να διαβεί
με τα πράσινα και κόκκινα φωτάκια των
φτερών του να τα θέλγει ο βοριάς ώσπου, να, τώρα
έχει σίγουρα βραδιάσει και τ’ αστέρια συναθροίζονται εκεί που τα κλητεύσαν
την ιδέα να παρατείνουν για μοτίβα έως το άπειρο·
τώρα την άμμο ακούς να εκπνέει κι εκεί, στου πέλαγου το χείλος,
πράσινα, κόκκινα φωτάκια δώσ’ του βουίζουν
εκεί που τ’ άστρα ζευγαρώνουν με κωλοφωτιές.
____________
Άλλα ποιήματα του Ντέρεκ Ουόλκοτ (σε μετάφραση του Στάθη Γουργουρή): Χάρτης#18 και Χάρτης#31.