Στη μνήμη της πρώτης δασκάλας, κας Μαρίκας Μπαντουβά (1933-2024)
Η μυρωδιά των λουλουδιών απλωνόταν στο σπίτι. Μέρα δίχως ήλιο, κουφόβραση και κλεισούρα κάμαρας που περιμένει τον νοικοκύρη να ανοίξει τα παραθυρόφυλλα. Φάνηκε ένα μαύρο σύννεφο και στάθηκε πάνω απ’ την πόλη. Κόσμος αλλοπρόσαλλος έσπρωχνε να χωθεί μες στην αυλή, πέλαγο πράσινο βαθύ φυσούσε το σκοτάδι του λοξά πίσω απ’ τον κήπο, ένα καράβι προχωρούσε μόνο του στο βάθος. Αυτός κοίταζε τώρα κατά το υπόγειο. Άκουγε βήματα που σέρνονταν, παπούτσια που σταματούσαν το ένα δίπλα στ’ άλλο, ψάχνοντας τόπο να σταθούν. Δεν είχε σημασία σήμερα το πού, φτάνει που ήρθαν ως εδώ, τίποτα πια δεν ήταν βιαστικό.
Ο γάτος πήδησε στην αγκαλιά του, την ώρα που, καθισμένος στο πρώτο σκαλί του υπογείου, μετρούσε παπούτσια. Τον έδιωξε με τον αγκώνα του. Παράξενος καιρός για αρχή του φθινοπώρου, σκέφτηκε, τι να κρατάνε τώρα για το δρόμο, ομπρέλες ή γυαλιά ηλίου; Δεν ήταν σήμερα σαν τις άλλες μέρες. Σέρνονταν σόλες μπαλωμένες που σηκώνανε παράξενα τις μύτες πάνω από το έδαφος, πάνω απ’ το χώμα και τις πέτρες έξω απ’ την αυλή. Φρεσκοβαμμένα δέρματα, και κάθε τόσο μια απρόσεκτη κηλίδα στα τακούνια, λες και παιάνισε το προσκλητήριο πριν την ώρα του, τα σήκωσε από τον ύπνο τους πριν να προλάβουν να πλυθούν, λιγάκι να καλλωπιστούν, ήτανε όμως τώρα ήσυχα που τα κατάφεραν.
―Πήγαινε στη μάνα σου που σε θέλει.
Εκείνη καθόταν με πρησμένο το πρόσωπο στη δεξιά μεριά και έσφιγγε το μέτωπό του. Το βλέμμα της είχε μπερδέψει σε μια λεπτομέρεια, ένα παράταιρο πλακάκι κάτω αριστερά που, άγνωστο γιατί, της θύμιζε τον καιρό που ήταν μωρό, κι αυτός την κράταγε αγκαλιά και την ταχτάριζε. Το χέρι με τη βέρα στάθηκε μετέωρο πάνω από το πρόσωπό του, και ήταν σαν να του μιλούσε. Πόσες φορές τον είχε αλήθεια αγγίξει; Μήπως ποτέ; Φάρα σκληρή και τρυφερή σαν περιβόλι σε οροπέδιο, μα τούτη η σκληράδα ήταν τώρα μες στα χέρια της μια μπάλα χιόνι, κι αυτή το ζέσταινε με τις παλάμες της, κάτι να το κάμει. Έλιωνε μέσα στα γαρίφαλα και στις τουλίπες, και τότε ήταν που είδε την κάμπια να γλιστρά ανάμεσα στην τσέπη του και τα μανικετόκουμπα. Την έλειωσε με τον αντίχειρα στο μέσα πλαϊνό, υπνωτισμένη, δίχως να νογά, μετά καθάρισε μ’ ένα μαντήλι που έσφιγγε μες στην παλάμη της κι έγειρε πάλι κατά το πλακάκι. Βαθιά ρωγμή την προσκαλούσε κάτω απ’ τα ήσυχα πόδια. Βυθίστηκε για ώρα εκεί, σε μια γλυκιά εμπιστοσύνη, ώσπου, σε μια αστραπή τινάχτηκε, είδε τον εαυτό της να κοιτά πίσω απ’ το τζάμι της κορνίζας, βαρύθυμος, όλος ερωτηματικά, μετά, με μία κίνηση, τον έδιωξε από πάνω της, και πήγε να βοηθήσει τις γυναίκες στους καφέδες. Φορούσε παντόφλες, να αλαφρύνουνε τα πόδια της απ’ την ολονυκτία.