Χάρτης 63 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-63/klimakes/i-mpatania
Στη μνήμη της πρώτης δασκάλας, κας Μαρίκας Μπαντουβά (1933-2024)
Η μυρωδιά των λουλουδιών απλωνόταν στο σπίτι. Μέρα δίχως ήλιο, κουφόβραση και κλεισούρα κάμαρας που περιμένει τον νοικοκύρη να ανοίξει τα παραθυρόφυλλα. Φάνηκε ένα μαύρο σύννεφο και στάθηκε πάνω απ’ την πόλη. Κόσμος αλλοπρόσαλλος έσπρωχνε να χωθεί μες στην αυλή, πέλαγο πράσινο βαθύ φυσούσε το σκοτάδι του λοξά πίσω απ’ τον κήπο, ένα καράβι προχωρούσε μόνο του στο βάθος. Αυτός κοίταζε τώρα κατά το υπόγειο. Άκουγε βήματα που σέρνονταν, παπούτσια που σταματούσαν το ένα δίπλα στ’ άλλο, ψάχνοντας τόπο να σταθούν. Δεν είχε σημασία σήμερα το πού, φτάνει που ήρθαν ως εδώ, τίποτα πια δεν ήταν βιαστικό.
Ο γάτος πήδησε στην αγκαλιά του, την ώρα που, καθισμένος στο πρώτο σκαλί του υπογείου, μετρούσε παπούτσια. Τον έδιωξε με τον αγκώνα του. Παράξενος καιρός για αρχή του φθινοπώρου, σκέφτηκε, τι να κρατάνε τώρα για το δρόμο, ομπρέλες ή γυαλιά ηλίου; Δεν ήταν σήμερα σαν τις άλλες μέρες. Σέρνονταν σόλες μπαλωμένες που σηκώνανε παράξενα τις μύτες πάνω από το έδαφος, πάνω απ’ το χώμα και τις πέτρες έξω απ’ την αυλή. Φρεσκοβαμμένα δέρματα, και κάθε τόσο μια απρόσεκτη κηλίδα στα τακούνια, λες και παιάνισε το προσκλητήριο πριν την ώρα του, τα σήκωσε από τον ύπνο τους πριν να προλάβουν να πλυθούν, λιγάκι να καλλωπιστούν, ήτανε όμως τώρα ήσυχα που τα κατάφεραν.
―Πήγαινε στη μάνα σου που σε θέλει.
Εκείνη καθόταν με πρησμένο το πρόσωπο στη δεξιά μεριά και έσφιγγε το μέτωπό του. Το βλέμμα της είχε μπερδέψει σε μια λεπτομέρεια, ένα παράταιρο πλακάκι κάτω αριστερά που, άγνωστο γιατί, της θύμιζε τον καιρό που ήταν μωρό, κι αυτός την κράταγε αγκαλιά και την ταχτάριζε. Το χέρι με τη βέρα στάθηκε μετέωρο πάνω από το πρόσωπό του, και ήταν σαν να του μιλούσε. Πόσες φορές τον είχε αλήθεια αγγίξει; Μήπως ποτέ; Φάρα σκληρή και τρυφερή σαν περιβόλι σε οροπέδιο, μα τούτη η σκληράδα ήταν τώρα μες στα χέρια της μια μπάλα χιόνι, κι αυτή το ζέσταινε με τις παλάμες της, κάτι να το κάμει. Έλιωνε μέσα στα γαρίφαλα και στις τουλίπες, και τότε ήταν που είδε την κάμπια να γλιστρά ανάμεσα στην τσέπη του και τα μανικετόκουμπα. Την έλειωσε με τον αντίχειρα στο μέσα πλαϊνό, υπνωτισμένη, δίχως να νογά, μετά καθάρισε μ’ ένα μαντήλι που έσφιγγε μες στην παλάμη της κι έγειρε πάλι κατά το πλακάκι. Βαθιά ρωγμή την προσκαλούσε κάτω απ’ τα ήσυχα πόδια. Βυθίστηκε για ώρα εκεί, σε μια γλυκιά εμπιστοσύνη, ώσπου, σε μια αστραπή τινάχτηκε, είδε τον εαυτό της να κοιτά πίσω απ’ το τζάμι της κορνίζας, βαρύθυμος, όλος ερωτηματικά, μετά, με μία κίνηση, τον έδιωξε από πάνω της, και πήγε να βοηθήσει τις γυναίκες στους καφέδες. Φορούσε παντόφλες, να αλαφρύνουνε τα πόδια της απ’ την ολονυκτία.
Οι άντρες στο μεγάλο τραπέζι με τον ξεθωριασμένο μουσαμά έπιναν ρακή και κοίταζαν ο ένας τα χέρια του αλλουνού. Χέρια με ροζιασμένα δάχτυλα που πολεμούσανε τη γη, κι άλλα πιο μαλακά, της πόλης, χέρια γραφείων που σηκώνανε τον δείκτη για να δώσουνε μια συμβουλή, καμιά φορά ένα γυναικείο, με τη συνεσταλμένη δύναμη που διευθύνει τα ανείπωτα και που μοιράζει τα φλιτζάνια. Τα άλλα ήταν χέρια σίγουρα, χέρια να σε κρατήσουνε άμα έπεφτες, άξια χέρια, δουλεμένα στα δύσκολα, ξέραν από ζωή και από θάνατο, ξέρανε την ευθύνη τους και σιχαινόντουσαν τον φόβο. Χέρια ακόμα που ‘ξεραν πώς να τραβήξουν με μια κίνηση τα άντερα έξω απ’ την κοιλιά του αρνιού. Κι ύστερα ξάπλωναν με τη γυναίκα τους, κι ύστερα κάναν τον σταυρό και πιάναν το ντουφέκι για να βγούνε στο βουνό, τα ίδια χέρια με πολλές ζωές, χέρια που αύριο θα λιώνανε κι αυτά. Και μανίκια μονόχρωμα ή μανίκια με ρίγες, αταίριαστα, βγαλμένα απ’ των αρραβώνων τα “καλορίζικοι” κι απ’ των βαφτίσεων τα “να σας ζήσει”, τρίβονταν μεταξύ τους, και κάθε τόσο ένας βραχίονας γυμνός, με ανάκατες τρίχες, ν’ αρπάζει με δυο δάχτυλα το ρακοπότηρο. Κανείς δεν τσούγκριζε, ξέρανε την τελετουργία, ο παπάς τέλειωνε τη δουλειά του και τώρα τακτοποιούσε το γένι ανάμεσα στο ράσο, το καλυμμαύκι καθότανε στο πλάι του σαν πιστός σκύλος, το οινόπνευμα γαλήνευε τις θωριές και τις έριχνε σε λίμνη ελπίδας και συγχώρεσης. Όλοι είχαν κάποτε ανοίξει έναν λογαριασμό στη φτωχική τράπεζα του παππού του, ετούτα τα κομμάτια μνήμης, κάποιοι πολλά, κάποιοι λίγα, που είχαν σε αλλοτινούς καιρούς εμπιστευθεί σαν ακριβά νομίσματα σε ένα μέλλον που είχε τώρα ξάφνου, δίχως τυμπανοκρουσίες, καταφθάσει. Και πιο πολύ μέσα στην ησυχία αυτών των καταθέσεων φωτιζόταν εκείνο που είχε ξεχαστεί, εκείνο που ήταν βυθισμένο μέσα στην πηχτή λίμνη της λήθης, κι έλαμπε τώρα στον αφρό όπως κορμί παιδιού που χρόνια τα φυλούσε μέσα στις σπηλιές, μετρώντας ως το χίλια για να βγει, νομίζοντας πως είναι ζωντανό και πως θα βρει συμμαθητές κρυμμένους πίσω από τα έπιπλα, έτσι περίμενε, μετρώντας ως το χίλια, ώσπου μια μέρα το νοστάλγησε ο ήλιος και, μεμιάς, του φανέρωσε όλες τις κρυψώνες.
―Θωρείς τα ετούτα τα στιβάνια; Τριάντα χρόνια κι ακόμα δε σωπάσανε. Μερακλής ο μπάρμπας μου, μερακλής και στη δουλειά του και στο σπίτι ντου, ο θειός να του συγχωρέσει.
Είχε γεμίσει το καθιστικό λογής-λογής ανθρώπους, αλλά το πιο πολύ ανθρώπους του χωριού, που δεν παρεξηγούσανε, του κάναν τόπο να καθίσει ανάμεσά τους, κι αφήναν τις γυναίκες τους να κλαίνε πάνω από τα χιονισμένα κεφάλια. Αυτοί δεν καταδέχουνταν να κλάψουνε. Γερό σκαρί ο μακαρίτης, κι αν δεν τον πλάκωνε ο καημός του Μόσκοβου και δεν του ‘τρωγε τα πλεμόνια το άσθμα δεν θα κοιμότανε ποτές του. Στο ένα χέρι κράταγε τον Άσσο κασετίνα και στο άλλο το μηχάνημα για τις εισπνοές. Ήτανε άρρωστος όταν δεν μπορούσε να καπνίσει. Ένα βιβλίο διάβασε στη ζωή του, κι αυτό ήτανε ολόκληρη η Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια. Όταν παράτησε τον πάγκο του τσαγκάρη βάλθηκε λέει να μορφωθεί. Τα άλλα τα ‘χε μάθει μοναχός του. Χτύπαγε το τσιγάρο πάνω στο σκληρό πακέτο κι όλοι σώπαιναν. Και στις γιορτές καθότανε στην κορυφή του τραπεζιού και έφεγγε ακίνητος. Με νεύματα διηύθυνε το σπίτι του, και όλοι ξέραν τι είχανε να κάνουνε. Τα εγγόνια είχανε κι αυτά τον φόβο του κληροδοτημένο. Ποτέ του δεν τους φώναξε, ποτέ του δεν καταδέχτηκε να σηκώσει χέρι. Μόνο κοιτούσε πίσω απ’ το χοντρό μουστάκι του, και όλα έμπαιναν στη θέση τους.
Χάιδεψε με την έξω μεριά του δείκτη τη φωτογραφία κι άναψε ένα τσιγάρο στο σκοτάδι του υπογείου. Πάνε ογδόντα τόσα χρόνια από τότε. Ήταν κομμένη να χωρά στην τσέπη του πορτοφολιού και πάντα την κουβάλαγε μαζί του, φυλαχτό και υπενθύμιση. Εκείνος κι η γιαγιά του στεκόντουσαν στη μέση του κήπου και κρατούσαν ανάμεσά τους, νεογέννητο, τον αδερφό του, πρώτο παιδί της οικογένειας. Έλαμπαν ακόμα και τα χτιστά κολονάκια ένα γύρο. Στο φως του κεριού μπόρεσε τώρα να δει τις τάβλες του πρώτου ορόφου, σκόρπια ξύλα στην αρχή, ύστερα, σιγά-σιγά η μνήμη συμπλήρωσε τις φαρδιές χαραμάδες, κάτω απ’ τους ρόζους αναδύθηκε το σχήμα, χτίστηκαν ένα-ένα τα έπιπλα τριγύρω, στυλώθηκαν στον τοίχο οι μπατανίες με τα αγριάγκαθα και με τους βρακοφόρους, κι ύστερα ήταν λέει ξαπλωμένος στο κρεβάτι τους, απόγευμα, με το κοντό παντελονάκι, να συλλαβίζει στο κρεμασμένο υφαντό ολόκληρη τη ζωή: Άντρας με τα χέρια ανοιχτά διάπλατα, γυναίκα με τα χέρια ανοιχτά διάπλατα, ο κήπος, τα σταφύλια, ένα στρωμένο τραπέζι, η γιορτή, οι χορευτές πιασμένοι απ’ τους ώμους να κοιτούν ίσια μπροστά, τα τρίγωνα σαν άστρα πάνω από το κάστρο, οι καβαλάρηδες με τις επίσημες στολές και τα πουλιά με τα λοφία ως ψηλά στον ουρανό, ένα καράβι μ’ ανοιχτά πανιά, κι ύστερα άλλο ένα, οι ναύτες στο κατάστρωμα να χαιρετάνε και μετά πάλι ο άντρας κι η γυναίκα, ο άντρας κι η γυναίκα, να πολλαπλασιάζονται σ’ έναν χορό που ξεκινούσε πάνω απ’ το κεφάλι του να φτάσει ως του κόσμου την άκρη, εκεί που όλα μεμιάς τελειώνανε, κοβότανε μια κι έξω ο τόπος και ο χρόνος μ’ ένα μαυρομάνικο μαχαίρι, κι ύστερα περπατούσαν λέει χώρια, και λύρες και λαγούτα να βροντοχτυπούν τον πεντοζάλη, άρχοντες πάντα κι υπηρέτες στη μεγάλη του γιορτή. Σήκωσε μεθυσμένος το γυμνό του δάχτυλο κι έσπρωξε το χορό μέσα σε όλες του τις μέρες. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν τεσσάρω χρονώ.
Τινάξανε το φέρετρο απ’ του ώμους τους σαν να ‘ταν πούπουλο, αυτός δεν θα παρεξηγούσε, ήξερε από τέτοια, και το απιθώσανε καταμεσής του ξέφωτου. Κοπάνησαν τις βαριές παλάμες σάμπως να ρίχναν μπαλωθιές στον ουρανό της Νίδας, και αγκαλιάσανε τους ώμους. Δίχως λύρα, δίχως λαγούτο, δίχως μιλιά καμιά τριγύρω τους, με τις γυναίκες να κοιτάνε με θολό το μάτι κάτω απ’ τα τσεμπέρια, άρχισαν να καταχτυπούν το χώμα με τα βουερά στιβάνια τους, με τις κιλότες και τις βράκες τους και μ’ όλη την ψυχή που ως εδώ μαζέψανε σε τούτη τη ζωή, σ’ έναν λαχανιασμένο πεντοζάλη, και να σηκώνεται το σύννεφο στον άνεμο πάνω απ’ την άσπρη κεφαλή. Μέσα στο σύννεφο θα ορκιζόταν πως, για μια στιγμή, είδε το μουστάκι του να ανατριχιάζει, κι έτσι ήταν. Όταν εξαντληθήκανε απ’ τα τσαλίμια κι απ’ τους πήδους, και όταν ένα πρώτο δάκρυ στάθηκε, σκληρό κι αναποφάσιστο, στου καθενός το μάγουλο, σύρανε το καπάκι πάνω απ’ τον νεκρό και σπρώξαν το κουτί μέσα στην τρύπα. Ο ήλιος είχε από ώρα βγει, κι ο τζίτζικας ξανάπιασε δουλειά μες στις ελιές. Πάνω στον τάφο αφήσανε ένα καραφάκι με οχτώ ποτήρια.
Καθόντουσαν τώρα όλοι ένα γύρο στο τραπέζι με τον ξεθωριασμένο μουσαμά, και τα μανίκια τρίβονταν αναμεταξύ τους, έτσι καθώς σηκώνανε τα χέρια με τις στερνές ευχές. Έλειπε μόνο ένας απ’ το γύρο. Κλείσαν τον κύκλο κι ο καθένας τώρα κοίταξε αμίλητος μες στο ποτήρι του. Κάθισε ο εγγονός κι ακούμπησε ένα κόκκινο πλαστικό ποτήρι με πορτοκαλάδα πάνω στο μουσαμά. Το ποτήρι είχε λευκές στάμπες διάσπαρτες στο σώμα του. Το καράβι στο λιμάνι βρόντηξε τη μπουρού.
[Μέρος σπονδυλωτού αδημοσίευτου κειμένου. 2016 και 17/2/2024]