Κυριακή, 7 Μαΐου 2023
Πλησιάζω τον ντόκο. Το καράβι αναχωρεί σε δύο ώρες όµως έχω φτάσει νωρίτερα στο λιµάνι. Συνήθως έχει αρκετό κόσµο και χρειάζοµαι χρόνο για να βρω τη θέση μου και συνάμα να ξεχωρίσω τον εαυτό µου µέσα στο πλήθος. Πρόκειται για ένα µέρος που διαθέτει τους δικούς του κανόνες. Στον ντόκο είναι που ο κάθε ταξιδιώτης, ως άλλος flâneur, ακροπατώντας στο όριο µεταξύ της πόλης και της θάλασσας, µεταξύ οικείου και ανοίκειου, αναζητά τις τελευταίες στιγµές περιπλάνησης σε έδαφος στέρεο πριν να αφεθεί στην πορεία κάποιου πλεούµενου. Ρωτά στα πρακτορεία για την καθυστέρηση του πλοίου του, ζητά πληροφορίες για τα προγραµµατισµένα δροµολόγια και προσπαθεί να εντοπίσει την πύλη· τη διέξοδο από την πόλη. Δεν είναι ευδιάκριτη η πορεία των οχηµάτων ούτε αυτή των ταξιδιωτών και των εργαζοµένων. Ο κόσµος περπατά ράθυµα σέρνοντας τις αποσκευές του στην άκρη ή και καταμεσής του τσιµεντένιου ντόκου, άλλοτε πάλι κουβαλώντας ένα σακίδιο στην πλάτη. Κάποιοι είναι µόνοι ενώ άλλοι ταξιδεύουν µε παρέα. Συνήθως έχει φασαρία. Χέρια σηκωµένα στον αέρα δίνουν στίγµα σε αργοπορηµένα µέλη της παρέας, φωνές µηχανικές ξεπετάγονται από τα µεγάφωνα αναγγέλοντας την αναχώρηση ή την άφιξη του ενός ή του άλλου πλοίου, παιδιά δυσανασχετούν φωνάζοντας καθώς η όποια καθυστέρηση τους είναι ανυπόφορη κάτω από τον καυτό ήλιο. Οµιλίες προερχόµενες από διαφορετικές πηγές του πλήθους πλέκονται µε τον αέρα, τις µηχανές των οχηµάτων, τις οδηγίες των λιµενικών και το σφύριγµα της άφιξης ή της αναχώρησης των πλοίων ώστε δε µπορεί κανείς να ξεχωρίσει αν αυτές κρύβουν υποσχέσεις, αγωνία ή προσµονή.
Έχω χρόνο στη διάθεσή µου και αναζητώ για ώρα πολλή το ιδανικό σηµείο για το υπόλοιπο της αναµονής µου. Είναι Μάιος, όµως οι εικόνες που λαµβάνω αλλά και η αίσθηση του µεσηµεριού παραπέμπουν σε μέρα αυγουστιάτικη στην Αθήνα: Αδύνατον να σταθείς παρά µόνον κάτω από σκιά και ο κόσµος που τριγυρνάει στο λιµάνι είναι λιγοστός. Έχω εντοπίσει την πύλη της δικής µου διεξόδου και καθώς τα βήµατά µου µε οδηγούν σε µια κοντινή καντίνα, αντικρίζω µία οµάδα ατόµων που έχει καταλάβει ένα από τα λιγοστά σκιερά σηµεία του ντόκου. Αντιλαµβάνοµαι από τις οµιλίες τους πως είναι Βαλκάνιοι, πιθανώς Σέρβοι και ένα µέλος της οµάδας τους στέκεται όρθιο και τους µοιράζει τα εισιτήρια της αναχώρησης. Οι γυναίκες φορούν µακριές φούστες µε αθλητικά παπούτσια και οι περισσότεροι είναι εξοπλισµένοι µε καπέλο. Τους προσπερνώ και ακουµπώ το σακίδιό µου σ’ ένα πλαστικό τραπεζάκι που φέρει την επωνυµία ενός αναψυκτικού. Τραβώ µία καρέκλα προς το µέρος µου και αρχίζω να παρατηρώ µια όψη του λιµανιού που την αντικρίζω για πρώτη φορά.
Στο διπλανό τραπέζι,µία ηλικιωµένη γυναίκα μόνη. Φοράει χοντρό μπουφάν, επιλογή ανεξήγητη για την εποχή. Πλάι της βρίσκεται ένα καροτσάκι φορτωµένο μπαγκάζια. Παρατηρεί σχολαστικά τον κόσµο που περνά ενώπιόν της ενώ το χάζι της διακόπτει ανά διαστήµατα η τροχιά του χεριού της καθώς μηχανικά σηκώνει το χάρτινο ποτήρι του καφέ. Μου ήρθαν στο µυαλό οι περιγραφές του Edgar Allan Poe σ’ ένα κλασικό αφήγημα του 1840 µε τίτλο The man of the crowd. Ο αφηγητής βρισκόταν σ’ ένα καφέ στο κέντρο του Λονδίνου, απ’ όπου παρατηρούσε τους θαµώνες και τον κόσµο που βιαστικός έµπαινε και έβγαινε στον ίδιο χώρο:
Στην αρχή, όσα παρατηρούσα είχαν πάρει µία αφηρηµένη και γενικευµένη τροπή. Κοιτούσα τους επιβάτες ως µάζα και τους τοποθετούσα στο πλαίσιο μιας ομήγυρης. Σύντοµα, ωστόσο, εστίασα στις λεπτοµέρειες και αντιλήφθηκα µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις αµέτρητες ποικιλίες των μορφών, της περιβολής, του αέρα, του βαδίσµατος και της όψης.[1]