Χάρτης 63 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-63/afierwma/primnia-skiaghrafimata
Κυριακή, 7 Μαΐου 2023
Πλησιάζω τον ντόκο. Το καράβι αναχωρεί σε δύο ώρες όµως έχω φτάσει νωρίτερα στο λιµάνι. Συνήθως έχει αρκετό κόσµο και χρειάζοµαι χρόνο για να βρω τη θέση μου και συνάμα να ξεχωρίσω τον εαυτό µου µέσα στο πλήθος. Πρόκειται για ένα µέρος που διαθέτει τους δικούς του κανόνες. Στον ντόκο είναι που ο κάθε ταξιδιώτης, ως άλλος flâneur, ακροπατώντας στο όριο µεταξύ της πόλης και της θάλασσας, µεταξύ οικείου και ανοίκειου, αναζητά τις τελευταίες στιγµές περιπλάνησης σε έδαφος στέρεο πριν να αφεθεί στην πορεία κάποιου πλεούµενου. Ρωτά στα πρακτορεία για την καθυστέρηση του πλοίου του, ζητά πληροφορίες για τα προγραµµατισµένα δροµολόγια και προσπαθεί να εντοπίσει την πύλη· τη διέξοδο από την πόλη. Δεν είναι ευδιάκριτη η πορεία των οχηµάτων ούτε αυτή των ταξιδιωτών και των εργαζοµένων. Ο κόσµος περπατά ράθυµα σέρνοντας τις αποσκευές του στην άκρη ή και καταμεσής του τσιµεντένιου ντόκου, άλλοτε πάλι κουβαλώντας ένα σακίδιο στην πλάτη. Κάποιοι είναι µόνοι ενώ άλλοι ταξιδεύουν µε παρέα. Συνήθως έχει φασαρία. Χέρια σηκωµένα στον αέρα δίνουν στίγµα σε αργοπορηµένα µέλη της παρέας, φωνές µηχανικές ξεπετάγονται από τα µεγάφωνα αναγγέλοντας την αναχώρηση ή την άφιξη του ενός ή του άλλου πλοίου, παιδιά δυσανασχετούν φωνάζοντας καθώς η όποια καθυστέρηση τους είναι ανυπόφορη κάτω από τον καυτό ήλιο. Οµιλίες προερχόµενες από διαφορετικές πηγές του πλήθους πλέκονται µε τον αέρα, τις µηχανές των οχηµάτων, τις οδηγίες των λιµενικών και το σφύριγµα της άφιξης ή της αναχώρησης των πλοίων ώστε δε µπορεί κανείς να ξεχωρίσει αν αυτές κρύβουν υποσχέσεις, αγωνία ή προσµονή.
Έχω χρόνο στη διάθεσή µου και αναζητώ για ώρα πολλή το ιδανικό σηµείο για το υπόλοιπο της αναµονής µου. Είναι Μάιος, όµως οι εικόνες που λαµβάνω αλλά και η αίσθηση του µεσηµεριού παραπέμπουν σε μέρα αυγουστιάτικη στην Αθήνα: Αδύνατον να σταθείς παρά µόνον κάτω από σκιά και ο κόσµος που τριγυρνάει στο λιµάνι είναι λιγοστός. Έχω εντοπίσει την πύλη της δικής µου διεξόδου και καθώς τα βήµατά µου µε οδηγούν σε µια κοντινή καντίνα, αντικρίζω µία οµάδα ατόµων που έχει καταλάβει ένα από τα λιγοστά σκιερά σηµεία του ντόκου. Αντιλαµβάνοµαι από τις οµιλίες τους πως είναι Βαλκάνιοι, πιθανώς Σέρβοι και ένα µέλος της οµάδας τους στέκεται όρθιο και τους µοιράζει τα εισιτήρια της αναχώρησης. Οι γυναίκες φορούν µακριές φούστες µε αθλητικά παπούτσια και οι περισσότεροι είναι εξοπλισµένοι µε καπέλο. Τους προσπερνώ και ακουµπώ το σακίδιό µου σ’ ένα πλαστικό τραπεζάκι που φέρει την επωνυµία ενός αναψυκτικού. Τραβώ µία καρέκλα προς το µέρος µου και αρχίζω να παρατηρώ µια όψη του λιµανιού που την αντικρίζω για πρώτη φορά.
Στο διπλανό τραπέζι,µία ηλικιωµένη γυναίκα μόνη. Φοράει χοντρό μπουφάν, επιλογή ανεξήγητη για την εποχή. Πλάι της βρίσκεται ένα καροτσάκι φορτωµένο μπαγκάζια. Παρατηρεί σχολαστικά τον κόσµο που περνά ενώπιόν της ενώ το χάζι της διακόπτει ανά διαστήµατα η τροχιά του χεριού της καθώς μηχανικά σηκώνει το χάρτινο ποτήρι του καφέ. Μου ήρθαν στο µυαλό οι περιγραφές του Edgar Allan Poe σ’ ένα κλασικό αφήγημα του 1840 µε τίτλο The man of the crowd. Ο αφηγητής βρισκόταν σ’ ένα καφέ στο κέντρο του Λονδίνου, απ’ όπου παρατηρούσε τους θαµώνες και τον κόσµο που βιαστικός έµπαινε και έβγαινε στον ίδιο χώρο:
Στην αρχή, όσα παρατηρούσα είχαν πάρει µία αφηρηµένη και γενικευµένη τροπή. Κοιτούσα τους επιβάτες ως µάζα και τους τοποθετούσα στο πλαίσιο μιας ομήγυρης. Σύντοµα, ωστόσο, εστίασα στις λεπτοµέρειες και αντιλήφθηκα µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις αµέτρητες ποικιλίες των μορφών, της περιβολής, του αέρα, του βαδίσµατος και της όψης.[1]
Το εισιτήριο που κρατώ στα χέρια µου γράφει: Πειραιάς – Αίγινα.
Βλέπω το πλοίο να πλησιάζει από µακριά και ξάφνου δηµιουργείται µια κινητικότητα στον µέχρι πρότινος νωχελικό ντόκο αλλά και στην µέχρι πρότινος «ακίνητη, τιθασευµένη θάλασσα της οποίας το νερό ζωντανεύει µόνον όταν πάρουν µπρος οι µηχανές του πλοίου, όταν η άγκυρα σηκώνεται, µε την πλώρη να παίρνει γραµµή προς την έξοδο του λιµένα και την προπέλα να γυρίζει».[2]
Ένιωσα πως ήµουν µάρτυρας μιας τελετής.
Εκεί, στο κατώφλι που εξυπηρετεί τη µετάβαση από την πόλη στην απέραντη θάλασσα. Στο τελευταίο όριο που διαχωρίζει το οικείο από το ανοίκειο. Στο σηµείο που αποχαιρετάς πρόσωπα αγαπηµένα και όπου αντικρίζεις έναν τόπο µε τον οποίο για κάποια χρόνια, για ορισµένες ηµέρες ή πιθανώς για λίγες μόνον ώρες ανέπτυξες µία ιδιαίτερη σχέση, δηµιούργησες έναν δεσµό. Ξέρεις πως όταν επιστρέψεις σ’ αυτόν κάτι μπορεί και ‘χει αλλάξει, δεν θα ‘ναι όπως πριν αλλά και συ µάλλον δε θα είσαι ο ίδιος.
Προχώρησα και στάθηκα στην ουρά της επιβίβασης. Μπροστά µου βρίσκεται µία µητέρα µε την κόρη της – δεν θα είναι µεγαλύτερη από πέντε ετών. Την κρατά από το χέρι και της κάνει συνέχεια ερωτήσεις. Από τις κουβέντες τους καταλαβαίνω πως στην Αίγινα τους περιµένει κάποιο οικείο πρόσωπο το οποίο ανυποµονούν και οι δύο να συναντήσουν.
Από κάτι οικείο, σκέφτηκα, µέσω του ανοίκειου, πηγαίνεις ξανά σε κάτι οικείο.
Η επιβίβαση ξεκινά και µ’ ένα βήµα βρίσκοµαι ήδη από τον ντόκο στα σωθικά του πλεούµενου. Περνώ την µπουκαπόρτα και µία σκάλα µε έντονη κλίση που φέρει στα πατήµατά της την ένδειξη «προσέξτε το βήµα σας» µε ανεβάζει στο σαλόνι του βαποριού. Καθώς αναζητώ τη δεύτερη σκάλα, η οποία οδηγεί στο κατάστρωµα, προσπερνώ σηµάνσεις που χαράσσουν νοητά ποικίλες πορείες στο χώρο και κοιτώ φευγαλέα τον Πειραιά µέσα από τα µικρά ανοίγµατα, έναν Πειραιά θολό πλέον από το αλάτι που ‘χει κολλήσει στα φινιστρίνια.
Και τότε αντιλαµβάνοµαι ότι το βαπόρι στέκει προσωρινά στον ντόκο ως µια κάψουλα εντεινόμενης ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία συμπιέζει μέσα της τη ζωή μιας πολύ μεγαλύτερης κλίμακας αλλά συνάμα ενεργοποιεί τη μοναχική παρατήρηση.
Μολονότι το πλοίο είναι ακοµη αγκυροβοληµένο, ένα πλήθος ανθρώπων και µηχανών κινείται πάνω του σε εντατικούς ρυθµούς. Κατάφωτο, σφύζει από ζωή και κίνηση, όπου η δραστηριότητα υποβάλλεται καταρχάς ηχητικά.
Γράφει ο Μιχαήλ Μητσάκης στο σύντοµο αφήγηµα «Το βαπόρι» πως «οι ετοιµασίες του απόπλου αντηχούν, κροτούν, βροντούν, απασχολούν τους ναύτες, δονούν και συγκλονούν όλο το σκάφος»[3]
και παρατηρώ πως στο κατάστρωµα οι όποιες κουβέντες των ταξιδιωτών τεµαχίζονται καθώς συγκρούονται µε τους ήχους των µηχανών και του αέρα.
Στο κατάστρωµα κυριαρχεί µία έξαρση ερεθισµάτων, τα οποία µέσα στην αµηχανία της αναχώρησης και του Άγνωστου που ενέχει κάθε ταξίδι στη θάλασσα λαµβάνονται και αποτυπώνονται αφιλτράριστα.
Μέσα στο συγκεκριµένο περιβάλλον, το κυριαρχούµενο από τη µηχανή, ο ίδιος ο αφηγητής λειτουργεί ως µηχανή καταγραφής και αναπαραγωγής. [...] Ο αφηγητής λοιπόν λειτουργεί ως µηχανή φωτογραφική και φωνογραφική.[4]
Μερικοί επιβάτες κάθονται σε πάγκους, άλλοι οκλαδόν στα σηµεία που η κρεµασµένη σωστική λέµβος ρίχνει ανεπιτήδευτα τη σκιά της στο δάπεδο του καταστρώµατος, ενώ κάποιοι ακόμη µε ακουµπισµένους τους αγκώνες στην κουπαστή κοιτάνε άλλοτε την πόλη και άλλοτε έναν ορίζοντα που όλο έρχεται.
Το πλεούµενο έχει ξεκινήσει την πορεία του. Εντοπίζω ένα σηµείο το οποίο σκιάζεται από µεγάλα πανιά περίτεχνα δεµένα σε µεταλλικούς πασσάλους, όπου λευκοί πάγκοι σε παράταξη υποδεικνύουν σηµείο στάσης για τους εξερευνητές του καταστρώµατος. Οι συνεπιβάτες είναι λιγοστοί, όµως το γεγονός πως οι περισσότεροι ταξιδεύουν με παρέα δηµιουργεί έναν ηχητικό και οπτικό συνωστισµό, ο οποίος κατά διαστήµατα σκορπίζει εδώ κι εκεί σε συστάδες. Ένα ζευγάρι δείχνει να αδιαφορεί για τον έντονο ήλιο του µεσηµεριού και ξεμυτίζοντας από τον ίσκιο όπου στέκομασταν, κατευθύνεται προς την πλώρη. Ένας άντρας γύρω στα πενήντα ακολουθεί µε το γιο του το παράδειγµα του ζεύγους . Ακουµπούν στην κουπαστή και ο άντρας τείνοντας το αριστερό του χέρι προς την πόλη υποδεικνύει µε τον δείκτη την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κοιτάξει το νεαρό αγόρι για να διακρίνει κάτι αξιοσηµείωτο. Σχολιάζουν όσα παρατηρούν ενώ η στεριά γίνεται ολοένα πιο θολή. Στέκουν σιωπηλοί κοιτώντας και οι δύο τη θάλασσα να χτυπά τα πλευρά του πλεούµενου µε αυξανόμενη ένταση.
Μία παρέα διαταράσσει τον µέχρι πρότινος µονότονο ήχο των µηχανών. Πρόκειται για τρεις ενήλικες και πέντε παιδιά οι οποίοι κάθονται σε πάγκους, τρεις σειρές πίσω από µένα. Ξαφνικά τα νεαρά µέλη της παρέας αρχίζουν να τρέχουν στο κατάστρωµα καλώντας επιτακτικά και τους µεγαλύτερους να ακολουθήσουν. Φαίνεται πως αναζητούν ένα κενό ανάμεσα στις λευκές τέντες που θα τους επιτρέψει να κοιτάξουν απρόσκοπτα τον ουρανό, έχουν εντοπίσει ένα σµήνος γλάρων το οποίο ακολουθεί την πορεία µας και έχει όρεξη για παιχνίδι επιδεικνύοντας τις εναέριες ικανότητές του. Πλέον έχουν µαζευτεί περίπου είκοσι άτοµα στο σηµείο που πρώτα έδειξαν τα παιδιά. Θυμήθηκα τις ηµερολογιακές σηµειώσεις του Ζήσιµου Λορεντζάτου κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στο Αιγαίο:
14 Ιουνίου 1976. Πλώρη για τον κάβο Σταυρό της Νάξου από τη βορινή µεριά. Μηχανή και λιγοστό πανί. Στα µισά του δρόµου, ζευγάρια, τριάδες, τετράδες τα δελφίνια γύρω µας, µεγάλα και µικρά. Η αλυσίδα τους από µακριά ―καθώς σαλτάρουν αλληλοδιάδοχα έξω από το νερό― γυρίζει όπως η φτερωτή του µύλου. Τη χάρη τους δεν την περιγράφεις, άπιαστη.[5]
Η Αίγινα βρίσκεται πλέον στο οπτικό µου πεδίο. Ο κόσµος φανερώνει αδημονία για αποβίβαση φέρνοντας στην πλάτη σακίδια και αναζητώντας κάδους για να ξεφορτωθεί αποµεινάρια πόσης και βρώσης από το ταξίδι. Το κατάστρωµα αδειάζει µέσα σε λίγα λεπτά. Αρνούµαι πεισµατικά να κατευθυνθώ προς την έξοδο. Αυτές οι στιγµές της εκούσιας αποµόνωσης σε ένα κατάστρωμα που αδειάζει προσφέρουν κάτι διαφορετικό, λειτουργούν ως αφορµή μιας σύνοψης των όσων είδα, άκουσα και δέχτηκα.
Έτσι βρίσκομαι στην πρύµνη και καθώς η προπέλα επιβραδύνει υποδέχοµαι µία πραγµατικότητα γεµάτη αντιθέσεις· καταφτάνει αστραπιαία µε φωτογραφική τυχαιότητα µπροστά στα µάτια µου, καθώς πότε στρέφω το βλέµµα στον κόσµο που εγκαταλείπει το κατάστρωµα αλλά εξακολουθεί άθελά του να κινείται προς την κατεύθυνση που ορίζει το βαπόρι και πότε κοιτώ τον ορίζοντα που άφησα, έναν ορίζοντα που δεν µπορώ πια να διακρίνω καθαρά και όµως βρίσκεται εκεί.
Και αυτός, καθώς έχει ήδη ξεθωριάσει, µου υποδεικνύει µία διόπτευση που δεν µπορεί ποτέ να είναι αληθής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]
Poe, Ε. Α., The man of the crowd, (Burton's Gentleman's Magazine, ΗΠΑ 1840).
[2]
Κ. Ιωαννίδης, «Η θάλασσα, οι μηχανές και τα αστάθμητα στο “Βαπόρι” του
Μιχαήλ Μητσάκη», στο Κ. Ιωαννίδης και Ε. Κάντζια (επιμ.), Τρεις εν πλω
(ΜΙΕΤ demo 3, 2018), 15.[1]
[3] Μιχαήλ Μητσάκης, «Το βαπόρι», παράθεμα στο Κ. Ιωαννίδης, ό.π., σ. 20.
[4] Ό.π., σ. 25.
[5] Ζ. Λορεντζάτος, Στου τιµονιού το αυλάκι (1983), Δόμος 2023, σ. 78.