ΤΟ ΠΑΡΚΟ
Προληπτικά μέτρα αποτρέπουν της τεμπελιάς το ατέρμονο χάσιμο, το άσκοπο χάζι, το χωροχρονικό χασομέρι, όπου η απόκλιση ελλοχεύει. Για λόγους ασφαλείας τον ουρανό κρυφοκοιτάζουμε απ’ την κλειδαρότρυπα κι έτσι ένα μόνο μπλε αναγνωρίζουμε, φέγγει στις στολές ακέφαλων μορφών. Ένα ηλιακό ηλεκτροσόκ από πορτοκαλί ακτίνες τυλίγει το απέθαντο τσιμέντο κι έτσι πορώδες όπως είναι ρουφά ως και την τελευταία μας ελπίδα πως τελικά υπάρχει μέλλον. Μα όσοι εναντιώνονται στις μόνιμες εγκεφαλικές κακώσεις που φέρει η σύμπτυξη του νου παρεισφρέουν σε σημεία που μπορεί κανείς να ανασάνει χωρίς αναπνευστήρα, ορίστε μια προσωρινή αμνησία από τη μητροπολιτική απάθεια… Το πάρκο έχει αυτήν την ιδιότητα: ένα μικρό κενό από πόλη γεμίζει μεγάλα κενά από ανθρώπους.
Σκιές που έχασαν το σώμα τους σε μάχες καταμεσής στη ζούγκλα του ανταγωνισμού, σώματα ερειπωμένα αναζητούν διαφυγή από τους τοίχους που τα περιβάλλουν, τρέχουν αλαφιασμένα μακριά από τους αφέντες που στύβουν τη νοημοσύνη τους. Ξένοι όσοι έτσι ορίστηκαν από το κράτος και τους συνομιλητές του βρίσκουν καταφύγιο αναψυχής, κλοτσάνε την μπάλα λες κι η γη τους τιμώρησε, ξεσπούν σε γέλια για την τραγική ειρωνεία της ζωής που τους πέταξε στο κλουβί να παλεύουν με τα εγχώρια λιοντάρια μας. Γλωσσούδες συναντιούνται στα ρεπό τους κι ενδελεχώς συζητούν αενάως μέχρι να σβήσει ο ήλιος, μαέστροι του κουτσομπολιού βρίσκουν κοινά σημεία ενδιαφέροντος, αργόσχολοι που ‘χουν πηγαία ανάγκη να ανταλλάξουν γνώμες για τα νέα της κοινότητάς τους. Μεγάλες παρέες θα βρεθούν εκεί γιατί τα σαλόνια τους είναι μικρά ή μάλλον απίθανο να τους χωρέσουν όλους, καθιερωμένες οι συναντήσεις και μια υπενθύμιση πως δεν είναι μόνοι, πως δεν αρκούν σύζυγος και παιδί για να ‘χουν οικογένεια, πως στερημένοι μια παράλληλη ζωή κινδυνεύουν να τους εξαϋλώσει η δίνη της νόρμας. Παιδιά κουνάνε τις ουρές τους όσο μαθαίνουν παγκόσμια παιχνίδια, μιλούν μια γλώσσα δική τους που δεν ταξινομεί τα χρώματα, σε πρώτη μοίρα βάζουν την απόλαυση, το τσαλάκωμα χωρίς ντροπή. Πρόσωπα με ρυτίδες, ζάρες στο δέρμα, με άσπρα ή χρωματιστά μαλλιά, με μπαστούνι ή με πι θα βγουν για ηλιοθεραπεία, βαλκάνιοι παππούδες θα στρώσουν τα τραπεζάκια τους και θα γκρινιάζουν παίζοντας ντόμινο με τις ώρες. Σκύλοι πιστοί στο ραντεβού τους βρίσκουν διέξοδο να σμίξουν με τις αγέλες τους, να ξεχαστούν από τα αφεντικά τους. Ένα μπλέντερ με κοφτερές λεπίδες κι απύθμενη χωρητικότητα συνθέτει ένα μεγαλοπρεπές κράμα υπάρξεων που διεκδικεί συνειδητά ή και όχι την καθημερινότητά του στον βούρκο της πρωτεύουσας, στο έλος της μισανθρωπίας, κι αυτό δεν το λες και λίγο.
Τα παγκάκια του πάρκου είναι αμέτρητα και μυριάδες οι αφηγήσεις που ποτέ τους δεν θα μαρτυρήσουν. Πάνω τους έχουν στάξει δάκρυα μοιραίων αποχωρισμών, ξέσπασαν λόγια σαρκοβόρα, λέξεις πικρές και λέξεις μεγάλες από στόματα αχόρταγα, κλαυσίγελοι όσων δεν ξέρουν τι να νιώσουν και αυτολογοκρίνονται, σοφίες, παραμύθια, άσκοπο σάλιο τα ‘χει μουλιάσει, βρώμικα χέρια τα έχουν καταχραστεί. Τα ξύλα τους λύγισαν από το βάρος που άφησαν ψυχές δυσκολονόητες, μαύροι ποιητές, αλκοολικοί, πρεζάκια, σεξεργάτριες, της γης οι κολασμένοι. Μην ξεχνάς πως είναι αιωνόβια γιατί μέσα τους έχουν ρουφήξει μια ιστορία που στάζει από αναμασημένα κεράσια το ζουμί της ηδονής, τόσο χυμένο σπέρμα λες και στο έδαφος ρίζωσαν για πάντα.
Οι θάμνοι του Πεδίου, τα πιο κοινά είδη που το μάτι έχει εκπαιδευτεί ν’ αναγνωρίζει, κρατούν ένα μυστικό που το μυαλό πολλών ούτε στο ελάχιστο δεν θα καταφέρει να συλλάβει. Κοντά στο σούρουπο θα μεταμορφωθούν σε ασπίδα, θα περιτοιχίσουν μια πράξη θαυμαστή για όσους αγωνίζονται αντιχριστιανικά ν’ απολαμβάνουν το νόημα της ύπαρξης. Φιγούρες που λοιδορήθηκαν για τον κολάσιμο εαυτό τους γίνονται ένα με αυτά τα φυλλωτά πλάσματα για να διεκδικήσουν τον οργασμό τους, για να ξεδιψάσουν τη σάρκα που έχει φτιαχτεί από πύρινες ουσίες. Είναι αυτοί που μάχονται να μοιραστούν τον αναστεναγμό, όσοι την ανατριχίλα του κορμιού δεν μπορούν να αντιπαρέλθουν, οι ανώνυμοι καυλωμένοι αυτής της πόλης.