Χάρτης 63 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-63/afierwma/askiseis-anapnois-se-amfi-svitoymeno-pedio
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ
Το παιδικό δωμάτιο· η γυάλα όπου κολυμπούν πλάσματα άμορφα, υπάρξεις που ακόμη εναντιώνονται στη «φύση», στην αναπαραγωγική τελετουργία. Στα κρυφά εξερευνείς τον βυθό κάτω απ’ το στρώμα του κρεβατιού και χωρίς να ‘χεις την παραμικρή ιδέα πράξεις πειραματικές σμιλεύουν το κουφάρι σου καθώς μάχεται να σταθεί όρθιο ανάμεσα στις αντιφάσεις του. Στην επιφάνεια επιπλέει το ένα σου μισό που συμβαδίζει με την τάξη των πραγμάτων, ενώ το έτερο ήμισυ του εαυτού παραμένει χωμένο κάτω απ’ τα παπλώματα σε λήθαργο. Οι κορνίζες μας καρφώθηκαν πάνω σε δύο διαστάσεις για την ευκολία των ολίγων, αυτών που τρέφονται απ’ το να παραμένουμε πολλοί και ίδιοι. Η τρίτη διάσταση όσο κοιμόσουν άφησε το κλειδί της κάτω απ' το μαξιλάρι και είπε: το φως δεν ανασαίνει στο σκοτάδι.
Η μεγάλη απόδραση ξεκινά. Στα πόδια σου νομίζεις πως δεν σέρνεις αλυσίδες, το δικό σου μόνο βάρος κουβαλάς, μέχρι και τη ζωή σου αν θες τη ζεις σαν μανιφέστο. Πιστεύεις τα όχι σου, τσιγκουνεύεσαι τα ναι σου και ανάποδα περπατάς στις χωμάτινες ανηφόρες, ψαρεύεις γόπες πατημένες σε φρεσκοστρωμένη άσφαλτο και ξεκουρδίζεις τη συνέπεια απ’ το ρολόι που σου χάρισε πριν πεθάνει ο παππούς. Ψεύδεσαι όσο κρύβεσαι μέσα στο καινούριο σου αδιάβροχο· όχι γιατί δεν έχεις κάνει τίποτα δικό σου αλλά επειδή ακόμη και στα ενδότερα της ενδεχόμενης ανατροπής, ακόμη και της αμφισβήτησης, πάλι κυριαρχεί σε σμίκρυνση ο ίδιος κόσμος. Θα ήταν άλλωστε αφελές να αγνοήσουμε πως στα έγκατα της ψυχικής μας σκουλικότρυπας μανιωδώς αναβοσβήνει η πίεση της επιλογής! Το (+) ή το (-) δίπλα σε κάθε κουτάκι σημείωσε με μπλε στυλό, διάλεξε το ένα ή το άλλο, στο λαβύρινθο των δίπολων δεν έχεις καιρό να χάσεις…
ΤΟ ΠΑΡΚΟ
Προληπτικά μέτρα αποτρέπουν της τεμπελιάς το ατέρμονο χάσιμο, το άσκοπο χάζι, το χωροχρονικό χασομέρι, όπου η απόκλιση ελλοχεύει. Για λόγους ασφαλείας τον ουρανό κρυφοκοιτάζουμε απ’ την κλειδαρότρυπα κι έτσι ένα μόνο μπλε αναγνωρίζουμε, φέγγει στις στολές ακέφαλων μορφών. Ένα ηλιακό ηλεκτροσόκ από πορτοκαλί ακτίνες τυλίγει το απέθαντο τσιμέντο κι έτσι πορώδες όπως είναι ρουφά ως και την τελευταία μας ελπίδα πως τελικά υπάρχει μέλλον. Μα όσοι εναντιώνονται στις μόνιμες εγκεφαλικές κακώσεις που φέρει η σύμπτυξη του νου παρεισφρέουν σε σημεία που μπορεί κανείς να ανασάνει χωρίς αναπνευστήρα, ορίστε μια προσωρινή αμνησία από τη μητροπολιτική απάθεια… Το πάρκο έχει αυτήν την ιδιότητα: ένα μικρό κενό από πόλη γεμίζει μεγάλα κενά από ανθρώπους.
Σκιές που έχασαν το σώμα τους σε μάχες καταμεσής στη ζούγκλα του ανταγωνισμού, σώματα ερειπωμένα αναζητούν διαφυγή από τους τοίχους που τα περιβάλλουν, τρέχουν αλαφιασμένα μακριά από τους αφέντες που στύβουν τη νοημοσύνη τους. Ξένοι όσοι έτσι ορίστηκαν από το κράτος και τους συνομιλητές του βρίσκουν καταφύγιο αναψυχής, κλοτσάνε την μπάλα λες κι η γη τους τιμώρησε, ξεσπούν σε γέλια για την τραγική ειρωνεία της ζωής που τους πέταξε στο κλουβί να παλεύουν με τα εγχώρια λιοντάρια μας. Γλωσσούδες συναντιούνται στα ρεπό τους κι ενδελεχώς συζητούν αενάως μέχρι να σβήσει ο ήλιος, μαέστροι του κουτσομπολιού βρίσκουν κοινά σημεία ενδιαφέροντος, αργόσχολοι που ‘χουν πηγαία ανάγκη να ανταλλάξουν γνώμες για τα νέα της κοινότητάς τους. Μεγάλες παρέες θα βρεθούν εκεί γιατί τα σαλόνια τους είναι μικρά ή μάλλον απίθανο να τους χωρέσουν όλους, καθιερωμένες οι συναντήσεις και μια υπενθύμιση πως δεν είναι μόνοι, πως δεν αρκούν σύζυγος και παιδί για να ‘χουν οικογένεια, πως στερημένοι μια παράλληλη ζωή κινδυνεύουν να τους εξαϋλώσει η δίνη της νόρμας. Παιδιά κουνάνε τις ουρές τους όσο μαθαίνουν παγκόσμια παιχνίδια, μιλούν μια γλώσσα δική τους που δεν ταξινομεί τα χρώματα, σε πρώτη μοίρα βάζουν την απόλαυση, το τσαλάκωμα χωρίς ντροπή. Πρόσωπα με ρυτίδες, ζάρες στο δέρμα, με άσπρα ή χρωματιστά μαλλιά, με μπαστούνι ή με πι θα βγουν για ηλιοθεραπεία, βαλκάνιοι παππούδες θα στρώσουν τα τραπεζάκια τους και θα γκρινιάζουν παίζοντας ντόμινο με τις ώρες. Σκύλοι πιστοί στο ραντεβού τους βρίσκουν διέξοδο να σμίξουν με τις αγέλες τους, να ξεχαστούν από τα αφεντικά τους. Ένα μπλέντερ με κοφτερές λεπίδες κι απύθμενη χωρητικότητα συνθέτει ένα μεγαλοπρεπές κράμα υπάρξεων που διεκδικεί συνειδητά ή και όχι την καθημερινότητά του στον βούρκο της πρωτεύουσας, στο έλος της μισανθρωπίας, κι αυτό δεν το λες και λίγο.
Τα παγκάκια του πάρκου είναι αμέτρητα και μυριάδες οι αφηγήσεις που ποτέ τους δεν θα μαρτυρήσουν. Πάνω τους έχουν στάξει δάκρυα μοιραίων αποχωρισμών, ξέσπασαν λόγια σαρκοβόρα, λέξεις πικρές και λέξεις μεγάλες από στόματα αχόρταγα, κλαυσίγελοι όσων δεν ξέρουν τι να νιώσουν και αυτολογοκρίνονται, σοφίες, παραμύθια, άσκοπο σάλιο τα ‘χει μουλιάσει, βρώμικα χέρια τα έχουν καταχραστεί. Τα ξύλα τους λύγισαν από το βάρος που άφησαν ψυχές δυσκολονόητες, μαύροι ποιητές, αλκοολικοί, πρεζάκια, σεξεργάτριες, της γης οι κολασμένοι. Μην ξεχνάς πως είναι αιωνόβια γιατί μέσα τους έχουν ρουφήξει μια ιστορία που στάζει από αναμασημένα κεράσια το ζουμί της ηδονής, τόσο χυμένο σπέρμα λες και στο έδαφος ρίζωσαν για πάντα.
Οι θάμνοι του Πεδίου, τα πιο κοινά είδη που το μάτι έχει εκπαιδευτεί ν’ αναγνωρίζει, κρατούν ένα μυστικό που το μυαλό πολλών ούτε στο ελάχιστο δεν θα καταφέρει να συλλάβει. Κοντά στο σούρουπο θα μεταμορφωθούν σε ασπίδα, θα περιτοιχίσουν μια πράξη θαυμαστή για όσους αγωνίζονται αντιχριστιανικά ν’ απολαμβάνουν το νόημα της ύπαρξης. Φιγούρες που λοιδορήθηκαν για τον κολάσιμο εαυτό τους γίνονται ένα με αυτά τα φυλλωτά πλάσματα για να διεκδικήσουν τον οργασμό τους, για να ξεδιψάσουν τη σάρκα που έχει φτιαχτεί από πύρινες ουσίες. Είναι αυτοί που μάχονται να μοιραστούν τον αναστεναγμό, όσοι την ανατριχίλα του κορμιού δεν μπορούν να αντιπαρέλθουν, οι ανώνυμοι καυλωμένοι αυτής της πόλης.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Πεδίο, 15:30 Σεπτέμβρης 2017, πρώτο κανόνισμα, ρυάκια ιδρώτα κυλούν προς ακανόνιστες κατευθύνσεις κάνοντας ακόμη πιο αισθητή την αμηχανία αλλά και με έναν τρόπο την ανακούφιση πως επιτέλους, επιτέλους η ανοιχτή πράξη θα ξορκίσει την καταπίεση και κάθε θραύσμα της θα γίνει μια σαπουνόφουσκα που σκάει με τον αέρα. Εξαντλητική κουφόβραση, γαργαλιστική αναμονή, κολλητά ρούχα σ’ ένα παγκάκι περιμένουν με ανυπομονησία να σιδερωθούν δημόσια. Αυτή η συνάντηση δεν είναι ξεχωριστή επειδή για πρώτη φορά συμβαίνει κάτι που μοιάζει διαφορετικό· αλλά γιατί πρώτη φορά συναντάς με τρόπο διαφορετικό κάτι που σου μοιάζει. Μια αναλγητική προοπτική, άξια να επουλώσει στο εξής τις χρόνιες παθήσεις του σώματος, να κεντήσει ασημένια ράμματα πάνω στις ξερές πληγές. Σαν στο χρόνο να πάτησες παύση κι ένα απαράμιλλο κενό να γέμισε την πλάση, σου δίνεται να τη γεμίσεις από το μηδέν.
Ως τώρα ο γνώριμος χώρος της σεξουαλικότητας δεν είχε τεθεί υπό διαπραγμάτευση, και πώς θα μπορούσε όταν δεν είχε φορεθεί ποτέ από την ανάποδη, ενόσω καμία τσάκιση δεν είχε χαθεί από βάλε βγάλε. Τα φιλιά σε κοινή θέα δεν συμφιλιώθηκαν ποτέ με δεύτερες σκέψεις, τα κλειστοφοβικά βλέμματα στο μετρό δεν είχαν αποκαλυφθεί, ούτε η ζήλια των δυστυχισμένων και το παράλογο μίσος είχαν βγάλει ποτέ λαλιά όσο βάδιζες στην ευθεία που δεν την αμφισβητεί κανείς, την ομαλότερη οδό της συνεπαγωγής του φύλου σου. Είναι σύνηθες να προσαρμοζόμαστε σε προνομιακά περιβάλλοντα ακόμη κι αν έχουν προκύψει από τη σύνθλιψη και των πλέον ευαίσθητων ενστίκτων, των πιο ατίθασων ζωτικών παρορμήσεων. Άλλωστε, το πνίξιμο των αυθόρμητων προδιαθέσεων είναι ίσως κι ένα κομμάτι από το τίμημα της εξουσίας, γινόμαστε θύτες έχοντας προϋπάρξει ως θύματα δίχως αυτή η παραδοχή ουδόλως να αποκλείει περαιτέρω πατήματα επί πτωμάτων. Αυτό που σπαρταράει είναι η συνειδητοποίηση που καταφτάνει χρόνια αργότερα, όσο τα ραντεβού στο πάρκο συνεχίζονται, όσο βουτάς όλο και πιο βαθιά, είναι η γύμνια που αντικρίζεις στην αντανάκλαση σου, το μεταίχμιο ανάμεσα στην απελευθέρωση και την ανασφάλεια ― το κρυφτό που τελειώνει κι ενώ τους βρήκες όλους νιώθεις χαμένος που δεν κρύφτηκες μαζί τους. Ο τόπος του αμφί, ο τόπος όπου πραγματώνεται η έλξη και για το ένα και για το άλλο δεν έχει σαφείς οριοθετήσεις ως προς την επιθυμία κι έτσι είναι δύσκολα αναγνωρίσιμος, γίνεται αόρατος μέσα στη διασταλτικότητά του κι αυτή η ιδιότητα που ‘χει ν’ απορρίπτει πως υπάρχει μονάχα βόρειος και νότιος πόλος κι η δύναμή του να ελίσσεται ανάμεσα στις πολλαπλές δοκιμές δημιουργεί μια σύγχυση ασυναγώνιστη.
Η αμφισημία ρευστοποιεί τα χωρικά νοήματα, τα εναλλάσσει και παίζει μαζί τους ακατάπαυστα μες στη μελαγχολία. Τα σύνορά του είναι διάτρητα, αμφισβητούμενα για το τι φέρουν την ώρα που τελούνται μυστήρια εντός του, το έδαφος συνεχώς υπό διεκδίκηση, εύθραυστες οι πόρτες της πρόσβασης και της διαφυγής από τους κόλπους του. Η μη καθαρότητα μπερδεύει, η απροσδιοριστία του αποδομεί τη διπολικότητα που αποπνέουν οι κανόνες του φυσιολογικού και φέρνει σε αμηχανία την ομοκανονικότητα παρά την κάποια συγγένειά τους. Αν και πάντοτε ανάμεσα
υπάρχει παντού και πουθενά. Κι αν αναρωτιέσαι ποιος ο λόγος λοιπόν να αναλωθούμε σε κάτι τόσο αχανές κι αιωρούμενο ίσως αξίζει να κοιτάξεις τα πράγματα αλλιώς· ίσως αυτή η ταλάντευση να αποκτά ουσία τη στιγμή που όλα γύρω σου κατηγοριοποιούνται και συσκευάζονται με ένα συγκεκριμένο περιτύλιγμα, ίσως αυτή η ελευθερία στην επιλογή να σκάβει εκ νέου μονοπάτια στον δρόμο της αναταραχής και ο χώρος να γίνεται αγκαλιά από πολυσυλλεκτικά πλοκάμια. Ενδεχομένως και το πάρκο που παίζει με τα όρια του, το πάρκο που δεν έχει ακόμη μέσα του αποφασίσει μονολιθικά την ταυτότητα του ― ενδεχομένως να μην είναι τυχαίο ότι δίνει τέτοιες ευκαιρίες.
Κι αυτή η ιστορία που είπε πολλά και τίποτα συνάμα δίχως σταθερό και συμπαγή παλμό πιθανότατα να χάθηκε ανάμεσα στους συνειρμούς και την αοριστία της, πιθανότατα όμως να στάθηκε και ως αφορμή για μια νέα συζήτηση στο χείλος του γκρεμού.