Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

Επώνυμα σωματικών ιδιοτήτων (προς χρήσιν των πολιτικά ορθώς σκεπτομένων)


στη μνήμη της Χοντρής του Θησαυρού, στον Χοντρό & τον Λιγνό, κλπ.



Αυτιάς, δημοσιογράφος. Βραχνός, μεταφραστής. Βρυκόλακας, μουσικός. [Babis] Βωβός, μηχανικός. Γκαβού, παιδαγωγός. Γονατάς, ποιητής. Γουρλομάτης, οφθαλμίατρος. Διπλοδάκτυλος, πόρτες ασφαλείας. Εξαδάκτυλος, πλαστικός χειρουργός. Ζερβός (αριστερόχειρας), ηθοποιός. Ζουμπάς, συμβολαιογράφος. Καμπάς (τρκ. χοντρός), ποιητής. Καμπούρης, καλαθοσφαιριστής (και Καμπουράκης, Καμπουρέλος, Καμπουρίδης, Καμπούρογλου, Καμπουρόπουλος κ.λπ.). Κασιδιάρης (ψωριάρης), ψητοπωλείο. Κατσέλης (αραβ. kaçel: κουτσός), αρτοποιία και νόμος. Καψιμάλλη, συμβολαιογράφος. Καψοκώλης, καρδιολόγος (και Καψοκόλη, συγγραφέας). Κεκές, καφεκοπτείο. Κεφάλα, πανεπιστημιακός (και Κεφαλάς, χαρτικά). Κιοσές (τρκ. köse: σπανός), μετακομίσεις. Κοιλιαρης, οδοντοτεχνίτης. Κόκαλα, πρατήριο υγρών καυσίμων. Κοκάλας, οίκος μόδας (και Κοκαλας, ψυχολόγος). Κόκκαλης, επιχειρηματίας. Κοντορούπης, καρδιολόγος. Κοντούλη, νεφρολόγος. Κοντουλέας, αστυνομικός. Κοντός, ποιητής. Κουκουλομάτης, ζωγράφος. Κουλαξίζης (τρκ. χωρίς αυτί), μουσικός. Κουλός, βιομηχανία λουκουμιών. Κουλοχέρης, εμπόριο αυτοκινήτων. Κουτέλα, εισοδηματίας. Κουτρούλης (φαλακρός), προσκλητήρια γάμων. Κοροβέσης (αραβ. korrovesh, -e: κουτσαύτης), συγγραφέας. Κουτσομούρης, κοινωνιολόγος. Κουτσονούρης, κληρικός. Κουτσοχέρης, δρομέας (και Κουτσοχέρας, ποιητής), Κουτσός, μοντελιστής. Κουτσαυτης, εκδότης. Κουτσοδόντης, ασφαλιστής. Κουτσοπόδης, αεροπόρος. Κουφός, παθολόγος (και Κωφός, βαλκανιολόγος). Κοψαχείλης, βουλευτής. Κοψαυτης, πλεκτά. Κοψοκόλης, λογιστικό γραφείο. Κοψολαίμη, ηθοποιός. Κοψομύτης, επιστήμων πληροφορικής. Κουτσομύτης, σκηνοθέτης. Λιανός, δομικά υλικά. Λιγνός, βιομηχανία πλαστικών. Μαγουλάς, λογιστής. Μακρής, κομμωτήριο. Μαλλιάς, πρέσβυς επί τιμή. Μαλλιάρας, εκπαιδευτικός, Μαλλιάρης, εκδότης (και Μαλλιαρός, φαρμακείο). Μασίκα (από το ρ. μασώ: προγναθική), φροντιστήριο ξένων γλωσσών. Μαυροκέφαλος, αρχοντάρης. Μαυρομμάτης, φωτογράφος (ο λαμπρός Σωκράτης). Μαυρομούστακος, θεατρολόγος. Μαυρομουστάκης, μουσικός οίκος (και Μαυρομουστακάκης, ελαιοχρωματιστής). Ματάκιας, λευκά είδη. Μαυρομύτης, γραφείο τελετών. Μαυροπόδη, δικηγόρος. Μικρουλέας, νομικός. Μικρούτσικος, μουσικός (x 2). Μουγγός (και Μουγκός), τυπογράφος. Μουγκάκος, τεχνικός. Μούγκας, εστιατόριο. Μουργοκέφαλος, ποιμήν (Σπάρτη). Μπαζάκα (βλαχ. bazaca: κοιλαράς), ηθοποιός. Μπουντούρη (τρκ. bodur: κοντός, μικροκαμωμένος), makeup artist (και Βουδούρης, επιχειρηματίας). Μπουρνάζ(ος) (τρκ.: μυταράς), παπούτσια. Μυταράς, ζωγράφος (και Μυταράκης, ζωγράφος επίσης). Ουζούν(ης) (τρκ. ψηλός), τυρόπιτες. Παλαβός, συγγραφέας.Παλαμάς (με μεγάλες παλάμες), ποιητής. Πατακός (ιδιωμ. Κρήτης: μικρόσωμος, άσχημος), το κτήνος. Πατούσας, εγκυκλοπαιδιστής. Πατσός (πλακουτσομύτης), εργοθεραπευτής. Παχάκης, γυναικολόγος. Παχής, θεολόγος. Πελτέκης (τρκ. τραυλός), μακεδονομάχος. Πλατάρα, αισθητικός. Πλατυπόδης, δικαστικός επιμελητής. Ποδάρας, γερανοί (και Ποδαράς, καλαθοσφαιριστής). Πρέκας (αρβ. pre-ke, -a, με φακίδες), ζωγράφος. Σισμάνης (τρκ. χοντρός), οπτικά (και Σισμανίδης, ταξιδιωτικό γραφείο. Σισμανογλου, ευεργέτης). Σκεμπές, ηλεκτρολόγος. Σκούρτης (αρβ. shkurt: κοντός), συγγραφέας. Σούρδος (βλάχ. κουφός), δημόσιος υπάλληλος. Σπανός, σπάνια βιβλία. Στοματάρας, πολιτικός. Στράβακας, αθλητής. Στραβοκέφαλος, αγρότης. Στραβολαίμης, οικονομολόγος. Στραβομπούκης (με στραβό στόμα), αστυνομικός. Στραβομύτης, τυπογράφος. Στενός, ηλεκτρολόγος. Σχιζόκωλος, στρατιωτικός (Μάνη). Τόπαλης (τρκ. κουτσός), τυπογράφος (και Τοπάλη, ποιήτρια. Τοπαλής, μηχανολόγος). Τραυλός, εκδότης. Τσάλης (αρβ.: κουτσός), περιπτερούχος. Τσαλίκης (τρκ. καμπούρης), τραγουδιστής. Τσάπαρης (τρκ. çapar: σημαδεμένος), ταβέρνα. Τσιλης (τρκ. : με φακίδες), κωπηλάτης. Τσολάκης (τρκ. colak: μονόχειρας, κουλός), γλωσσολόγος. Φακίδα, ιστιοπλόος. Φρυδάς, κλειδιά (και Μελανοφρύδης, ιστορικός). Χειλάς, ταβερνιάρης. Χονδροπόδης, αυτοκίνητα. Χονδρός, λογοτέχνης. Ψευδός, λογιστής. Ψηλός, σουβλάκια. Ψώρας, μεσίτης. Φαρδής, πανεπιστημιακός. Φαφούτη, αρθρογράφος. Φρίκης, τραγουδιστής.
Συμπέρασμα
: «Κουτσοί-στραβοί» σπεύσατε «στον άγιο Πανελεήμονα» του πολιτικά ορθού.

___________
ΣHM.: Τα άτονα επώνυμα δηλώνουν πολλαπλούς τονισμούς.

Γούντι Άλεν — ή ο «επίπονος» μεταφραστής

Όταν μετέφραζα το πρώτο από τα τρία βιβλία του Γούντι Άλεν (το Χωρίς Φτερά, πριν τις Παρενέργειες και το Πάτσι, που ακολούθησαν), πριν σαράντα και, δηλαδή, χρόνια πια, το έργο μου παραήτανε δύσκολο. Εκτός από την ανυπαρξία της εποχής εκείνης σε βοήθειες, σε πληροφορίες αλλά και σε γνώσεις, είχα κι ένα ασφυκτικό —τρεις μόνο μήνες, αν θυμάμαι καλά— χρονικό πλαίσιο για να το κάνω, μιας και λήγανε τα δικαιώματά του, η οψιόν, για την Ελλάδα.
Ήμουν ήδη κάπως δοκιμασμένος, βέβαια, σε Σαπφώ και Αλκαίο, αλλά προπαντός σε Φρανκ Μπάουμ και Λιούις Κάρολ, που στον Μάγο του Οζ και στο Μες στον καθρέφτη και τι βρήκε η Αλίκη εκεί τους τα είχα πάει μάλλον καλά, στα δύο αυτά παιδικά (αλλά όχι μόνο) βιβλία, τα οποία μου είχε προτείνει ο Καλοκύρης να αναλάβω.
Με άγνοια όμως πάλι του κινδύνου, ρίχτηκα στη δουλειά. Μέχρι ομάδες … κρούσης παλιών μου από το σχολείο καθηγητών κάπως οργάνωσα, που όμως κι αυτοί, κι Αμερικανοί ακόμα, τα σύγχρονα τότε το λίνγκο της Νέας Υόρκης τ’ αγνοούσαν. Για να γίνει κάπως πιο κατανοητό αυτό, στην επανέκδοση Όλων των γραπτών του Γούντι Άλεν είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, αφαίρεσα ίσως και το ενενήντα τοις εκατό των υποσημειώσεων των πρώτων τους εκδόσεων, μια ο κόσμος ήταν ήδη πολύ αλλιώς και το Στάτεν Άιλαντ το ξέραμε πια κι εδώ γύρω.
Νόμιζα πως τα είχα καταφέρει, και, μες στον χρόνο που είχα, παρέδωσα τη μετάφραση.
Τότε, με κάλεσε η μόλις επιστρέψασα από το εξωτερικό συνεκδότις του εκδοτικού οίκου, να μου πει για τη μετάφραση. Για έναν μεταφραστή οι σωστές παρατηρήσεις είναι πάντα καλοδεχούμενες, μάνα εξ ουρανού, και ακομπλεξάριστα τις δέχεται.
Μού είπε: —Κάτι γίνεται με τη γλώσσα σας εδώ. —Δηλαδή; —Να, εδώ, μεταφράζετε: «Έγινε πια ένα πειθαρχημένο ανθρώπινο ον, που έβρισκε ευχαρίστηση στο κηπουριλίκι και στο κάθισμα πάνω στο αυτόματο ποτιστήρι». —Δηλαδή; —Το κηπουριλίκι. Δεν είναι ωραία λέξη. —Με ποια προτείνετε εσείς να την αντικαταστήσουμε; —Με τη λέξη κηπουρική. —Κλείστε, παρακαλώ, τον φάκελο. Άμα δεν ξέρετε τη διαφορά ανάμεσα στην κηπουρική και στο κηπουριλίκι, δεν θα ’θελα να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση.
Ίσως φοβηθήκανε για τις όποιες επιπλοκές, ίσως ο γλυκός συνεκδότης της να τη συνέτισε, και τα βιβλία με τις μεταφράσεις μου ακριβώς εκδόθηκαν, με τις γνωστές πορείες τους.
Έχω πολλά περάσει, έχουν πολλά δει τα μάτια μου κι ακούσει τ’ αυτιά μου.


( Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )


Γούντι Άλεν : «Η Υπόθεση Kugelmass» [μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης]



Ολυμπία Καράγιωργα (1934-2024)

Κάιρο 1956: Καλύτερη μαθήτρια της χρονιάς

Η Ολυμπία Καράγιωργα γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου. Κατόπιν φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Stanford των ΗΠΑ όπου σπούδασε Αγγλική και Αμερικανική Φιλολογία και απέκτησε ΜΑ στο Δημιουργικό Γράψιμο. Το 1961 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή της με τίτλο Χιλιάδες πρόσωπα της τύχης. Το 1966 ακολούθησε η δεύτερη, Τα μεγάφωνα. Το 1969 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, όπου σπούδασε θέατρο με τον Χρήστο Βαχλιώτη. Ακολούθησαν οι συλλογές: Το μεγάλο κύμα (1974), Ποιος (1985), Προχωρώντας στο χρόνο, Σκόρπια (1997), Μάτια του έρωτα (1997), Χειμώνας στη Λέρο (Μελάνι, 2009 ― Βραβείο Λυρικής Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών) και τον συγκεντρωτικό τόμο Στο φως το χρυσάφι. Ποίηση 1960-2010, εκδ. Σοκόλη 2012. Μετέφρασε Γκαρθία Λόρκα, Ντ. Χ.Λόρενς, Αλμπέρ Καμί και Ευριπίδη. Το 2002 τιμήθηκε με το βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας για τη μετάφραση του Καλιγούλα του Καμί, με το βραβείο «Όμηρος» του 1ου φεστιβάλ Μεσογειακής Ποίησης. Με το βιβλίο Γιώργος Σαραντάρης, ο Μελλούμενος (Δίαυλος 1995) συνέβαλε στη διάδοση του έργου του ποιητή. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στη Λέρο, στο προγονικό σπίτι της μητέρας της.

Εγώ κι η θάλασσα του Χειμώνα
Εγώ και τα φύλλα που είχαν πέσει
Εγώ και τα φύλλα που συνέχιζαν να πέφτουν

Εγώ κι ο Ουρανός με τους κατοίκους του Χειμώνα του,
Τα Σύννεφα – οντότητες τρομακτικές σε στιγμές,
άλλοτε παρουσίες γαλήνιες που θυμίζουν την
ανθρώπινη τρυφερότητα που έλειπε, που είχε
σκεπαστεί κάτω από βαριές κουβέρτες
Εγώ κι ο άξαφνος λόγος ο Λέρικος ο ποιητικός
Εγώ κι η ψυχή μου
Εγώ κι αναπόφευκτα η Ποίηση


«Poor Things»

Με αφορμή την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Άλισντερ Γρέυ Poor Things από τον Γιώργο Λάνθιμο, αναδημοσιεύουμε το κείμενο που έγραψε ο Γιώργος Χουλιάρας στον Χάρτη, τον Απρίλιο του 2020, για τον θάνατο του Σκωτσέζου συγγραφέα.

Άλισντερ Γκρέυ (1934-2019)


Δύο ημέ­ρες πριν ολο­κλη­ρω­θεί το 2019 πέ­θα­νε ένας σπου­δαί­ος συγ­γρα­φέ­ας στην αγ­γλι­κή γλώσ­σα και ζω­γρά­φος, που επί­σης συν­δύ­α­ζε τις δύο αυ­τές τέ­χνες ως βι­βλιο­ποιός, όπως θα τον απο­κα­λού­σα, ο Άλισ­ντερ Γκρέυ (Alasdair Gray). Μό­νον κά­ποια μα­κρο­σκε­λή «Επει­σό­δια από τη νε­α­νι­κή ζωή ενός για­τρού του Δη­μό­σιου Ορ­γα­νι­σμού Υγεί­ας της Σκω­τί­ας», που εί­ναι ο υπό­τι­τλος του βρα­βευ­μέ­νου μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του «Χα­μέ­να κορ­μιά» (Poor Things, 1992 / Νε­φέ­λη 2001, Ελληνικά Γράμματα 2023) – τα οποία δεν θα ξάφ­νια­ζαν τη Μαί­ρη Σέλ­εϋ ή τον Λιού­ις Κά­ρολ – έχουν με­τα­φρα­στεί από τον Δη­μή­τρη Βαρ­δου­λά­κη στα ελ­λη­νι­κά.
Τε­λειώ­νο­ντας το 1957 τη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών, όπου μπή­κε αν και του έλει­παν απαραί­τη­τα πι­στο­ποι­η­τι­κά, ο Γκρέυ απο­δέ­χθη­κε ανά­θε­ση (αμι­σθί πλην εξό­δων) να ζω­γρα­φί­σει τοι­χο­γρα­φί­ες σε εκ­κλη­σία στη γε­νέ­τει­ρά του Γλα­σκό­βη, από όπου πο­τέ δεν απο­μα­κρύν­θη­κε πα­ρά μό­νον όταν η οι­κο­γέ­νειά του εκ­κε­νώ­θη­κε στη διάρ­κεια του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου. «Έδει­ξα τον Θεό», έχει πει, με τον τρό­πο που τον ανα­φέ­ρει αρ­χί­ζο­ντας η «Γέ­νε­σις» – πνεύ­μα Θε­ού επε­φέ­ρε­το επά­νω του ύδα­τος – «όχι σαν κάποιο πε­ρι­στέ­ρι όπως απει­κο­νί­ζε­ται κά­ποιες φο­ρές, αλ­λά πιο πο­λύ σαν τον Σού­περμαν». Έχο­ντας πά­ψει να χρη­σι­μο­ποιεί­ται, το κτή­ριο κα­τε­δα­φί­στη­κε το 1970. Ήταν η κα­λύ­τε­ρη και με­γα­λύ­τε­ρη τοι­χο­γρα­φία μου, δή­λω­σε ο Γκρέυ, που συ­νέ­χι­σε να σκη­νο­γρα­φεί και να κά­νει τοι­χο­γρα­φί­ες: σε συ­να­γω­γή, σε εκ­κλη­σία, σε ιδιω­τι­κές κα­τοι­κί­ες, σε κα­τα­στή­μα­τα, στην ορο­φή πο­λι­τι­στι­κού κέ­ντρου και στην εί­σο­δο σταθ­μού του Με­τρό στη Γλα­σκό­βη, όταν πια εί­χε γί­νει γνω­στός.
Έγρα­ψε ποι­ή­μα­τα (με συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση το 2010) και θε­α­τρι­κά έρ­γα, για το ρα­διό­φω­νο, την τη­λε­ό­ρα­ση και τη σκη­νή. Η υπό­θε­ση κά­ποιων από αυ­τά απο­τέ­λε­σε πυ­ρή­να πε­ζο­γρα­φη­μά­των του. Πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, μια συλ­λο­γή σχε­δόν εί­κο­σι θε­α­τρι­κών έρ­γων πε­ρι­λαμ­βά­νει τη «Σπη­λιά του Πο­λύ­φη­μου», που εί­χε γρά­ψει σε ηλι­κία εν­νέα ετών. Ενώ ακό­μη ήταν στη σχο­λή κα­λών τε­χνών, εί­χε αρ­χί­σει να γρά­φει ένα μυ­θι­στό­ρη­μα, με τί­τλο «Πορ­τρέ­το του καλ­λι­τέ­χνη ως νε­α­ρού Σκω­τσέ­ζου», που πα­ρα­πέ­μπει στον Τζέιμς Τζό­ις. Ιστο­ρί­ες στην πρώ­τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των του, που ονο­μά­ζε­ται «Απί­θα­νες ιστο­ρί­ες, ως επί το πλεί­στον» (Unlikely Stories, Mostly, 1983), εί­ναι εμπνευ­σμέ­νες από τον Κάφ­κα ή τον μύ­θο του Προ­μη­θέα ή έναν στί­χο του Έζ­ρα Πά­ουντ ή αφη­γού­νται τη δη­μιουρ­γία μιας «πα­γκό­σμιας γλώσ­σας» (multiverbal logopandocy).
Σε ηλι­κία 46 ετών εξέ­δω­σε το πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, «Λά­ναρκ: Μια ζωή σε τέσ­σε­ρα βι­βλία» (Lanark, 1981). Το μυ­θι­στό­ρη­μα ξε­κι­νά με το Τρί­το Βι­βλίο και ακο­λου­θούν τα άλ­λα τρία, ενώ επί­σης υπάρ­χουν Πρό­λο­γος και Επί­λο­γος – τέσ­σε­ρα κε­φά­λαια πριν τε­λειώ­σει το μυ­θι­στό­ρη­μα, κα­θώς εί­ναι «πο­λύ ση­μα­ντι­κός» για να μπει στο τέ­λος – στον οποίο ο συγ­γρα­φέ­ας εξη­γεί ότι θα ήθε­λε να δια­βα­στεί με μια ορι­σμέ­νη σει­ρά το βι­βλίο του, αλ­λά να απο­τε­λέ­σει αντι­κεί­με­νο σκέ­ψης με κά­ποια άλ­λη. Στον επί­λο­γο υπάρ­χει κα­τά­λο­γος «λο­γο­κλο­πών» του συγ­γρα­φέα, κά­ποιες από τις οποί­ες πα­ρα­πέ­μπουν σε βι­βλία που δεν υπάρ­χουν. Στη σχε­δόν 600 σε­λί­δων αφή­γη­ση πα­ραλ­λη­λί­ζο­νται και εμπλέ­κο­νται δύο κό­σμοι: Μια με­τα­πο­λε­μι­κή Γλα­σκό­βη του 1950, όπου με­γα­λώ­νει ένας νέ­ος καλ­λι­τέ­χνης, και μια επι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας δυ­στο­πία, που ονο­μά­ζε­ται Ανευ­χα­ρι­στώ (Unthank). «Ο κό­σμος βελ­τιώ­νε­ται μό­νον από αν­θρώ­πους που κά­νουν συ­νη­θι­σμέ­νες δου­λειές και αρ­νού­νται να εκ­φο­βι­στούν», λέ­ει ο γιος του πρω­τα­γω­νι­στή ενώ εκεί­νος πε­θαί­νει.
Όπως όλα τα έρ­γα αυ­τού του ασύ­γκρι­του βι­βλιο­ποιού, που έχουν τύ­χει δι­κής του επι­μέ­λειας – σε από­γνω­ση των εκ­δο­τών λό­γω κό­στους – το μυ­θι­στό­ρη­μα εί­ναι ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο με σχέ­δια του και άλ­λες τυ­πο­τε­χνι­κές πα­ρεμ­βο­λές σε ύφος σχε­δόν κω­μι­κο­γρα­φί­ας (όπως ονο­μά­ζω τα κό­μικς), το οποίο χα­ρα­κτη­ρί­ζει την ει­κα­στι­κή δου­λειά του, που φαί­νε­ται πιο λα­μπε­ρή σε αντί­γρα­φα πα­ρά στο πρω­τό­τυ­πο. Θε­με­λιώ­δης αντί­φα­ση της κω­μι­κο­γρα­φί­ας εί­ναι η από­δο­ση του φα­ντα­στι­κού ρε­α­λι­στι­κά, κα­θη­συ­χά­ζο­ντας έτσι ίσως, αλ­λά ταυ­τό­χρο­να κα­θι­στώ­ντας την “πραγ­μα­τι­κό­τη­τα” μια συ­χνά απο­κρου­στι­κή φα­ντα­σί­ω­ση και εν­δε­χο­μέ­νως εν­θαρ­ρύ­νο­ντας αντι­στά­σεις ενα­ντί­ον της. Το ύφος αυ­τό εν πολ­λοίς χα­ρα­κτη­ρί­ζει και το συγ­γρα­φι­κό έρ­γο του Γκρέυ, που δεν ήταν ένας συγ­γρα­φέ­ας με πα­ράλ­λη­λες ει­κα­στι­κές ενα­σχο­λή­σεις, ού­τε ένας ζω­γρά­φος που επί­σης έγρα­φε, αλ­λά ένας πράγ­μα­τι δι­φυ­ής καλ­λι­τέ­χνης, όπως με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο ο Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος.

Άλισντερ Γκρέυ: «Ο Φάουστ στο εργαστήρι του», λιθογραφία

Ασφα­λώς ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη εί­ναι η αυ­το­βιο­γρα­φία του, που τι­τλο­φο­ρεί­ται Μια ζωή σε ει­κό­νες (A Life in Pictures, 2010). Εκ­κε­ντρι­κή τυ­πο­γρα­φία και σε­λι­δο­ποί­η­ση σω­μα­το­ποιούν Το βι­βλίο των προ­λό­γων (The Book of Prefaces, 2000), μια προ­σω­πι­κή αν­θο­λο­γία, με εκτε­νή σχό­λια του, ει­σα­γω­γι­κών κει­μέ­νων σε έρ­γα με­γά­λων συγ­γρα­φέ­ων τεσ­σά­ρων εθνών (Αγ­γλί­ας, Ιρ­λαν­δί­ας, Σκω­τί­ας και Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών), που συ­νο­ψί­ζει την αγ­γλό­γλωσ­ση λο­γο­τε­χνία από το 675 πε­ρί­που έως το 1920, κα­τα­λη­κτι­κή ημε­ρο­μη­νία που δεν θέ­τει ζη­τή­μα­τα πνευ­μα­τι­κών δι­καιω­μά­των. Μια ονει­ρι­κού τύ­που σύγ­χυ­ση προ­κα­λεί η ανά­μει­ξη φα­ντα­σί­ας και ρε­α­λι­σμού στο έρ­γο του Γκρέυ, ενώ φί­λοι του συ­χνά εμ­φα­νί­ζο­νται σε ει­κα­στι­κές απο­τυ­πώ­σεις. Τα πρό­σω­πα επι­βα­τών σε συρ­μούς του Με­τρό στη Γλα­σκό­βη έχουν γί­νει πρό­σω­πα Απο­στό­λων στον «γά­μο στην Κα­νά», ένα έρ­γο που δια­σώ­ζε­ται μό­νον σε αντί­γρα­φα. Άφη­σα πο­λύ και­ρό το πρω­τό­τυ­πο για φω­το­τυ­πί­ες, έχει εξη­γή­σει ο Γκρέυ, και, όταν πή­γα να το πά­ρω, το μα­γα­ζί δεν υπήρ­χε.
Πριν συ­μπλη­ρώ­σει τα 18, εί­χε πε­θά­νει η μη­τέ­ρα του, η οι­κο­γέ­νεια της οποί­ας με­τα­κι­νή­θη­κε στη Σκω­τία από την Αγ­γλία, λό­γω δί­ω­ξης του πα­τέ­ρα της για συν­δι­κα­λι­στι­κή δρά­ση. Της άρε­σε η μου­σι­κή, ιδί­ως η όπε­ρα, και ερ­γα­ζό­ταν σε μια απο­θή­κη ρού­χων. Έχο­ντας τραυ­μα­τι­στεί στον Α΄ Πα­γκό­σμιο πό­λε­μο, ο πα­τέ­ρας του δού­λευε σε ερ­γο­στά­σιο που έκα­νε κου­τιά, ενώ αρ­γό­τε­ρα σε οι­κο­δο­μι­κές ερ­γα­σί­ες. Του άρε­σε να περ­πα­τά σε πε­ριο­χές με λό­φους και συ­νέ­βα­λε στη δη­μιουρ­γία ένω­σης ξε­νώ­νων για νέ­ους στη Σκω­τία. Πά­σχο­ντας από χρό­νιο έκ­ζε­μα και ντρο­πα­λός, ο Γκρέυ βρέ­θη­κε ερω­τι­κά απο­κλει­σμέ­νος. Το 1961 πα­ντρεύ­τη­καν με την Inge Sørensen, νε­α­ρή νο­σο­κό­μα από τη Δα­νία, έκα­ναν έναν γιο και χώ­ρι­σαν έπει­τα από οκτώ χρό­νια. Το 1991 πα­ντρεύ­τη­καν με την Morag McAlpine, που πέ­θα­νε το 2014. Γέ­ροι ερω­τευ­μέ­νοι (Old Men in Love, 2007) λέ­γε­ται το τε­λευ­ταίο του μυ­θι­στό­ρη­μα, ενώ πριν πε­θά­νει εξέ­δω­σε «δια­κο­σμη­μέ­νες και εξαγ­γλι­σμέ­νες» εκ­δο­χές σε πρό­ζα της «Κό­λα­σης» και του «Κα­θαρ­τη­ρί­ου» από τη Θεία Κω­μω­δία του Δά­ντη.
Με­τά την αρ­χι­κή απο­μό­νω­ση, ο Άλισ­ντερ Γκρέυ ανα­δεί­χθη­κε σε κο­ρυ­φαία φυ­σιο­γνω­μία μιας ανα­γέν­νη­σης των γραμ­μά­των και των τε­χνών στη Σκω­τία. Χα­ραγ­μέ­νη τώ­ρα σε δη­μό­σιο κτή­ριο στο Εδιμ­βούρ­γο, η αγα­πη­μέ­νη του προ­τρο­πή «Να δου­λεύ­εις λες και ζεις στα πρώ­τα χρό­νια μιας κα­λύ­τε­ρης χώ­ρας» (Work as if you live in the early days of a better nation) επι­τεί­νει την ανά­γκη βα­θύ­τε­ρης διε­ρεύ­νη­σης της σχέ­σης “πο­λι­τι­σμού” και “εθνι­κι­σμού”. Φα­μπια­νής μάλ­λον από­κλι­σης σο­σια­λι­στής ως προς τις πο­λι­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις, ο Γκρέυ υπήρ­ξε υπέρ­μα­χος της πο­λι­τι­κής αυ­το­νο­μί­ας της Σκω­τί­ας. Οι από­ψεις του πε­ρί ανε­ξαρ­τη­σί­ας συ­νο­ψί­ζο­νται στη μπρο­σού­ρα «Για­τί οι Σκω­τσέ­ζοι θα έπρε­πε να κυ­βερ­νούν τη Σκω­τία» (Why Scots Should Rule Scotland, 1992). «Οι ιστο­ρί­ες μου επι­χει­ρούν να απο­πλα­νή­σουν τον ανα­γνώ­στη με­ταμ­φιε­σμέ­νες σε θο­ρυ­βώ­δη ψυ­χα­γω­γία, ενώ απο­τε­λούν προ­πα­γάν­δα για έναν δη­μο­κρα­τι­κό, κρά­τους προ­νοί­ας σο­σια­λι­σμό και ένα ανε­ξάρ­τη­το κοι­νο­βού­λιο της Σκω­τί­ας. Τα εξώ­φυλ­λα και οι ει­κο­νο­γρα­φή­σεις –ιδί­ως οι ερω­τι­κές– σχε­διά­ζο­νται με την ίδια υψη­λή σκο­πι­μό­τη­τα», πα­ρα­τη­ρεί σε συ­νέ­ντευ­ξή του.
Δια­κε­κρι­μέ­νοι με­τέ­πει­τα συγ­γρα­φείς από τη Σκω­τία, όπως η πε­ζο­γρά­φος Ali Smith, που τον συ­νέ­κρι­νε με τον Ουί­λιαμ Μπλέικ, έχουν δια­κη­ρύ­ξει το πό­σο απε­λευ­θε­ρω­τι­κό υπήρ­ξε το πα­ρά­δειγ­μα του έρ­γου του, που δη­μιουρ­γεί την εντύ­πω­ση ότι συγ­γρα­φι­κά μπο­ρείς να κά­νεις τα πά­ντα. Πει­ρα­μα­τι­κός στη μορ­φή και πα­ράλ­λη­λα κοι­νω­νι­κός και πο­λι­τι­κός συγ­γρα­φέ­ας, με καυ­στι­κό χιού­μορ και ευ­ρη­μα­τι­κή πλο­κή εμπλέ­κο­ντας δια­φο­ρε­τι­κά εί­δη αφή­γη­σης, ο Γκρέυ κι­νή­θη­κε σε πολ­λα­πλές κλί­μα­κες υπο- υπερ- και στυ­γνού ρε­α­λι­σμού, ανα­δια­τάσ­σο­ντας τα όρια της αγ­γλι­κής γλώσ­σας.
Ο Γκρέυ έκα­νε το το­πι­κό οι­κου­με­νι­κό. Έβα­λε τη Γλα­σκό­βη και τη Σκω­τία στον χάρ­τη της φα­ντα­σί­ας, στον πα­γκό­σμιο ιστό της λο­γο­τε­χνί­ας. «Η Γλα­σκό­βη εί­ναι μια με­γα­λο­πρε­πής πό­λη», λέ­ει ένας χα­ρα­κτή­ρας στο μυ­θι­στό­ρη­μα Λά­ναρκ. Και συ­νε­χί­ζει: «Για­τί σπα­νί­ως το βλέ­που­με αυ­τό; Για­τί κα­νείς δεν φα­ντά­ζε­ται ότι ζει εδώ … σκε­φτεί­τε τη Φλω­ρε­ντία, το Πα­ρί­σι, το Λον­δί­νο, τη Νέα Υόρ­κη. Κα­νείς από όσους τις επι­σκέ­πτο­νται για πρώ­τη φο­ρά δεν εί­ναι ξέ­νος, κα­θώς ήδη τις έχει επι­σκε­φτεί σε πί­να­κες, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, βι­βλία ιστο­ρί­ας και ται­νί­ες. Αλ­λά, αν μια πό­λη δεν έχει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί από έναν καλ­λι­τέ­χνη, ού­τε οι ίδιοι οι κά­τοι­κοι της δεν ζουν εκεί στη φα­ντα­σία τους».
Μάλ­λον πρέ­πει να υπεν­θυ­μι­στεί ότι το Νέο Λά­ναρκ ήταν πρό­τυ­πο βιο­μη­χα­νι­κό χω­ριό που ιδρύ­θη­κε το 1786 ως έδρα βαμ­βα­κουρ­γί­ας, με κα­τα­λύ­μα­τα ερ­γα­τών, στις όχθες του πο­τα­μού Κλάιντ, από τους κα­ταρ­ρά­κτες του οποί­ου προ­ερ­χό­ταν η υδραυ­λι­κή ενέρ­γεια. Ανα­λαμ­βά­νο­ντας το 1800 τη διοί­κη­ση, ο Ρό­μπερτ Όου­εν, γα­μπρός τού βιο­μή­χα­νου, προ­χώ­ρη­σε σε κοι­νο­βια­κή ανα­διορ­γά­νω­ση, δη­λα­δή σε ένα πεί­ρα­μα ου­το­πι­κού σο­σια­λι­σμού, όπως ονο­μά­στη­κε, που υπήρ­ξε υπό­δειγ­μα για συ­νε­ται­ρι­στι­κές πρω­το­βου­λί­ες αρ­γό­τε­ρα. Έχο­ντας δια­σω­θεί από κα­τε­δά­φι­ση, το Νέο Λά­ναρκ ανα­κη­ρύ­χθη­κε μνη­μείο πα­γκό­σμιας κλη­ρο­νο­μιάς της UNESCO στη Σκω­τία και σταθ­μός στην ευ­ρω­παϊ­κή δια­δρο­μή βιο­μη­χα­νι­κής κλη­ρο­νο­μιάς.
Επι­στρέ­φο­ντας στη βιο­μη­χα­νία της συ­νεί­δη­σης, που συ­γκρο­τούν η λο­γο­τε­χνία και άλ­λες τέ­χνες, θυ­μί­ζω ότι ο Will Self, ο πε­ζο­γρά­φος με το βου­λη­σιαρ­χι­κά πιο πε­ριαυ­το­λό­γο όνο­μα στην αγ­γλι­κή λο­γο­τε­χνία, εί­χε απο­κα­λέ­σει τον Άλισ­ντερ Γκρέυ «ίσως τον πιο σπου­δαίο εν ζωή» συγ­γρα­φέα στο αρ­χι­πέ­λα­γος των βρε­τα­νι­κών νή­σων. Ο ίδιος εί­χε πε­ρι­γρά­ψει τον εαυ­τό του ως «έναν χο­ντρό, με γυα­λιά, αρ­χή φα­λά­κρας, όλο και πιο γέ­ρο, πε­ζό, στη Γλα­σκό­βη».

Επί­ση­μο σάιτ: http://​www.​ala​sdai​rgra​y.​info


Ο λαβύρινθος