Όταν πριν από λίγα χρόνια ανακάλυψα στη Βιβλιοθήκη του Μορφωτικού Ομίλου Βελβεντού, της κωμόπολης όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, το διήγημα του Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη «Αγάπη στον Αλιάκμονα» (1937), βρέθηκα μπροστά σε μια ευχάριστη έκπληξη. Δεν ξέρω τι με τράβηξε σε κείνο το λιγνό βιβλίο στο ράφι με τους Έλληνες διηγηματογράφους, έκδοση του κοζανίτικου λογοτεχνικού περιοδικού Η παρέμβαση (1995)· όπως και να ’χει, το ειδύλλιο ανάμεσα στον μηχανικό που παλεύει να δαμάσει το ποτάμι και στην κοπέλα που ασφυκτιά στην επαρχία, η αποτύπωση του τοπίου που από παιδί αντίκρυζα απ’ το παράθυρό μου και η σύνδεση ανάμεσα στην ύβρη του ορθολογιστή ήρωα και στον θάνατο του κοριτσιού, που μου θύμισε τον Homo Faber του Μαξ Φρις – όλ’ αυτά συνετέλεσαν ώστε το διήγημα να χαραχτεί στη μνήμη μου. Γι’ αυτό και η ανθολόγηση του έργου του Τσιτσελίκη (1882-1938), με τίτλο Ιβάν Τσέρμσκι και άλλα διηγήματα, που κυκλοφόρησε από την Εστία στα τέλη του 2020 σε επιμέλεια του Μάριου-Κυπαρίσση Μώρου, με χαροποίησε ιδιαίτερα. Στα μόλις 56 χρόνια που έζησε, ο Τσιτσελίκης, δικηγόρος και λόγιος της Κοζάνης, εξέδωσε μία συλλογή διηγημάτων (Μακεδονικές εικόνες, 1924) και περί τα τριάντα διηγήματα, δημοσιευμένα στον βορειοελλαδίτικο κυρίως Τύπο, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δύο εκτενέστερα αφηγήματά του με τίτλο «Ένα ξερίζωμα», που εκδόθηκε αυτόνομα το 1926, και «Αγάπη στον Αλιάκμονα». Από αυτό το υλικό αντλεί ο επιμελητής προκειμένου να επανασυστήσει στους αναγνώστες τον λησμονημένο Τσιτσελίκη.
Επιχειρώντας, λοιπόν, μια αποτίμηση του έργου του Τσιτσελίκη όπως μας το παρουσιάζει η έκδοση της Εστίας, και με την επίγνωση ότι πολλά από όσα ακολουθούν επαναλαμβάνουν, κατά κύριο λόγο, γνωστές θέσεις, ξεκινώ με τη σκέψη ότι υπάρχουν σωστοί και λάθος λόγοι να ασχοληθεί κανείς με τον Τσιτσελίκη. Αρχίζω με τους λάθος.
Είναι λάθος να καταπιαστεί κανείς με τον Τσιτσελίκη από ανακαλυψιομανία. Υπάρχει μια μερίδα μελετητών που, ενίοτε με εριστική διάθεση, ζητά να αναδιατάξει τον κανόνα, πασχίζοντας να καταξιώσει δημιουργούς και έργα που, υποτίθεται, η θεσμική κριτική αποσιώπησε ή δεν μπόρεσε να εκτιμήσει. Τέτοιες προτάσεις, που προδίδουν μάλλον την αγωνία όσων τις διατυπώνουν να επιβληθούν οι ίδιοι ως πνευματικό μέγεθος, συνήθως δεν αξίζει να ληφθούν στα σοβαρά. Ιδίως στο πεδίο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας, νομίζω πως δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια να ξαναμοιραστεί η τράπουλα· ο κανόνας είναι καλά συγκερασμένος, κάτι που όμως, από την άλλη, δεν αποκλείει εκπλήξεις όπως αυτή του Τσιτσελίκη. Ένας δεύτερος λάθος λόγος είναι η εντοπιότητα – η εντοπιότητα κακώς νοούμενη, νοούμενη δηλαδή ως αυταξία. Παρότι, όπως είπα, όταν διάβασα την «Αγάπη στον Αλιάκμονα» συγκινήθηκα από την αναφορά στο τοπίο και στην ανθρωπογεωγραφία του τόπου μου, η γεωγραφική εγγύτητα δεν αποτελεί, βέβαια, ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη απόδοσης αξίας. Ο τρίτος λόγος είναι ο αναφορικός ορίζοντας, δηλαδή η θετική αποτίμηση ενός έργου επειδή παρέχει πληροφορίες ιστορικού, λαογραφικού, γλωσσικού ή άλλου ενδιαφέροντος. Η λογοτεχνία, ακόμα κι αν προσφέρει αναφορικό υλικό γύρω από πεδία όπως π.χ. η Ιστορία ή εθνογραφία, βρίσκεται πέραν αυτών· είναι καλλιτεχνικό έργο και αποτιμάται με κριτήρια καταρχήν αισθητικά. Πληροφορίες όπως αυτές που αντλούμε από τα πεζά του Τσιτσελίκη –για την περίοδο της γαλλικής κατοχής στην Κοζάνη, για τους Βαλαάδες, για τις συνθήκες διαβίωσης και την πληθυσμιακή σύσταση της Δυτικής Μακεδονίας στον Μεσοπόλεμο– είναι ευπρόσδεκτες· όμως η όποια αξία του έργου του δεν συναρτάται μ’ αυτές.