Χάρτης 62 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-62/diereynhseis/konstantinos-tsitselikis-mia-apotimisi
Όταν πριν από λίγα χρόνια ανακάλυψα στη Βιβλιοθήκη του Μορφωτικού Ομίλου Βελβεντού, της κωμόπολης όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, το διήγημα του Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη «Αγάπη στον Αλιάκμονα» (1937), βρέθηκα μπροστά σε μια ευχάριστη έκπληξη. Δεν ξέρω τι με τράβηξε σε κείνο το λιγνό βιβλίο στο ράφι με τους Έλληνες διηγηματογράφους, έκδοση του κοζανίτικου λογοτεχνικού περιοδικού Η παρέμβαση (1995)· όπως και να ’χει, το ειδύλλιο ανάμεσα στον μηχανικό που παλεύει να δαμάσει το ποτάμι και στην κοπέλα που ασφυκτιά στην επαρχία, η αποτύπωση του τοπίου που από παιδί αντίκρυζα απ’ το παράθυρό μου και η σύνδεση ανάμεσα στην ύβρη του ορθολογιστή ήρωα και στον θάνατο του κοριτσιού, που μου θύμισε τον Homo Faber του Μαξ Φρις – όλ’ αυτά συνετέλεσαν ώστε το διήγημα να χαραχτεί στη μνήμη μου. Γι’ αυτό και η ανθολόγηση του έργου του Τσιτσελίκη (1882-1938), με τίτλο Ιβάν Τσέρμσκι και άλλα διηγήματα, που κυκλοφόρησε από την Εστία στα τέλη του 2020 σε επιμέλεια του Μάριου-Κυπαρίσση Μώρου, με χαροποίησε ιδιαίτερα. Στα μόλις 56 χρόνια που έζησε, ο Τσιτσελίκης, δικηγόρος και λόγιος της Κοζάνης, εξέδωσε μία συλλογή διηγημάτων (Μακεδονικές εικόνες, 1924) και περί τα τριάντα διηγήματα, δημοσιευμένα στον βορειοελλαδίτικο κυρίως Τύπο, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δύο εκτενέστερα αφηγήματά του με τίτλο «Ένα ξερίζωμα», που εκδόθηκε αυτόνομα το 1926, και «Αγάπη στον Αλιάκμονα». Από αυτό το υλικό αντλεί ο επιμελητής προκειμένου να επανασυστήσει στους αναγνώστες τον λησμονημένο Τσιτσελίκη.
Επιχειρώντας, λοιπόν, μια αποτίμηση του έργου του Τσιτσελίκη όπως μας το παρουσιάζει η έκδοση της Εστίας, και με την επίγνωση ότι πολλά από όσα ακολουθούν επαναλαμβάνουν, κατά κύριο λόγο, γνωστές θέσεις, ξεκινώ με τη σκέψη ότι υπάρχουν σωστοί και λάθος λόγοι να ασχοληθεί κανείς με τον Τσιτσελίκη. Αρχίζω με τους λάθος.
Είναι λάθος να καταπιαστεί κανείς με τον Τσιτσελίκη από ανακαλυψιομανία. Υπάρχει μια μερίδα μελετητών που, ενίοτε με εριστική διάθεση, ζητά να αναδιατάξει τον κανόνα, πασχίζοντας να καταξιώσει δημιουργούς και έργα που, υποτίθεται, η θεσμική κριτική αποσιώπησε ή δεν μπόρεσε να εκτιμήσει. Τέτοιες προτάσεις, που προδίδουν μάλλον την αγωνία όσων τις διατυπώνουν να επιβληθούν οι ίδιοι ως πνευματικό μέγεθος, συνήθως δεν αξίζει να ληφθούν στα σοβαρά. Ιδίως στο πεδίο της μεσοπολεμικής ελληνικής πεζογραφίας, νομίζω πως δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια να ξαναμοιραστεί η τράπουλα· ο κανόνας είναι καλά συγκερασμένος, κάτι που όμως, από την άλλη, δεν αποκλείει εκπλήξεις όπως αυτή του Τσιτσελίκη. Ένας δεύτερος λάθος λόγος είναι η εντοπιότητα – η εντοπιότητα κακώς νοούμενη, νοούμενη δηλαδή ως αυταξία. Παρότι, όπως είπα, όταν διάβασα την «Αγάπη στον Αλιάκμονα» συγκινήθηκα από την αναφορά στο τοπίο και στην ανθρωπογεωγραφία του τόπου μου, η γεωγραφική εγγύτητα δεν αποτελεί, βέβαια, ούτε αναγκαία ούτε ικανή συνθήκη απόδοσης αξίας. Ο τρίτος λόγος είναι ο αναφορικός ορίζοντας, δηλαδή η θετική αποτίμηση ενός έργου επειδή παρέχει πληροφορίες ιστορικού, λαογραφικού, γλωσσικού ή άλλου ενδιαφέροντος. Η λογοτεχνία, ακόμα κι αν προσφέρει αναφορικό υλικό γύρω από πεδία όπως π.χ. η Ιστορία ή εθνογραφία, βρίσκεται πέραν αυτών· είναι καλλιτεχνικό έργο και αποτιμάται με κριτήρια καταρχήν αισθητικά. Πληροφορίες όπως αυτές που αντλούμε από τα πεζά του Τσιτσελίκη –για την περίοδο της γαλλικής κατοχής στην Κοζάνη, για τους Βαλαάδες, για τις συνθήκες διαβίωσης και την πληθυσμιακή σύσταση της Δυτικής Μακεδονίας στον Μεσοπόλεμο– είναι ευπρόσδεκτες· όμως η όποια αξία του έργου του δεν συναρτάται μ’ αυτές.
Προς τι, όμως, αυτά; Διότι, καθώς έψαχνα τι έχει γραφτεί για την ανθολογία, ανάμεσα στα λίγα που εντόπισα, έπεσα στην αναδημοσίευση του διηγήματος «Η Ελενίτσα» στο ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου (20 Φεβρουαρίου 2022) και στη συζήτηση που ακολούθησε στα σχόλια κάτω από το διήγημα. Οι περισσότεροι σχολιαστές επαινούσαν το διήγημα και τον συγγραφέα, αλλά μάλλον για τους λόγους που ανέφερα. Έχω την αίσθηση ότι με τα ίδια κατά νου υποδέχτηκαν την έκδοση και οι λιγοστοί που έγραψαν στον έντυπο Τύπο. Κι ωστόσο, στην ίδια σειρά σχολίων στο ιστολόγιο συναντάμε την παρέμβαση του συγγραφέα Νώντα Τσίγκα, ενός από τους λίγους που έστρεψαν την κουβέντα γύρω από ένα λογοτεχνικό κείμενο εκεί όπου ανήκει, δηλαδή στη λογοτεχνία, ο οποίος επισήμανε ότι «η “Ελενίτσα” έχει αναλογίες και συγγένειες με τη “Χοντρομπαλού” του Μοπασάν». Είναι το πρώτο που σκέφτηκα όταν διάβασα το διήγημα και μου φαίνεται παράξενο πώς, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει επισημανθεί από άλλους.
Αν, λοιπόν, αφήναμε κατά μέρος ανακαλυψιομανίες, τοπικισμούς μεταμφιεσμένους σε αισθητικές κρίσεις και την υποβάθμιση της λογοτεχνίας σε εγκυκλοπαιδικό λήμμα, αν δηλαδή αποτιμούσαμε ψύχραιμα τα διηγήματα του Τσιτσελίκη, τουλάχιστον όπως τα ανθολογεί και τα πλαισιώνει ο Μώρος, σε ποιο συμπέρασμα θα καταλήγαμε; Νομίζω στο εξής: ότι ο Τσιτσελίκης, παρότι δεν είναι μείζων διηγηματογράφος ούτε το έργο του μεταβάλλει το γνώριμο τοπίο της μεσοπολεμικής πεζογραφίας, είναι ένας αξιανάγνωστος συγγραφέας, άδικα ξεχασμένος, που αξίζει την προσοχή μας. Και ότι, παρότι γράφει κατά την τρίτη και τέταρτη δεκαετία του 20ού αιώνα, το έργο του, όπως επισημαίνει ο επιμελητής στην εισαγωγή του, έχει ως αναφορά την πεζογραφία του 1880. Η «Αγάπη στον Αλιάκμονα» δημοσιεύεται όταν το κατεξοχήν νεοτερικό πεζογράφημα του Μεσοπολέμου, το Θείο τραγί, έχει εκδοθεί ήδη εδώ και τέσσερα χρόνια, ενώ σημαντικό μέρος του έργου του δημοσιεύεται τη δεκαετία του 1920, ενώ έχουν προηγηθεί ο Θεοτόκης και ο Βουτυράς, πεζογράφοι με τους οποίους διαθέτει, νομίζω, συγγένειες. Με άλλα λόγια: μολονότι ο Τσιτσελίκης δεν είναι «ελάσσων της επαρχίας», σε μεγάλο βαθμό ανήκει, ήδη κατά την εποχή του, σε εποχή περασμένη. Και ταυτόχρονα, παρότι η γραφή του δεν έχει μπολιαστεί με το μοντέρνο, παρότι ακολουθεί συμβατικούς αφηγηματικούς δρόμους μην αποφεύγοντας ούτε την αβαθή ηθογραφία ούτε τον συναισθηματισμό, ενσωματώνει γνωρίσματα που τον καθιστούν, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο της ανθολογίας, «σύγχρονό μας». Γνωρίσματα που όχι μόνο τον διαχωρίζουν από τους ελάσσονες, αλλά τον κάνουν ενδιαφέροντα για τον σημερινό αναγνώστη. Θα θίξω σύντομα γιατί.
Πρώτον, επειδή γονιμοποιεί την ηθογραφία με νεοτερικούς τρόπους, με κυριότερο τη σε βάθος ψυχογράφηση των ηρώων του, κι αυτό ισχύει εξίσου όταν καταπιάνεται με μεμονωμένα πρόσωπα και με συλλογικά υποκείμενα. Ιδίως όταν σχολιάζει τη χοντροκοπιά και τα ήθη των χωρικών της Δυτικής Μακεδονίας, ο Τσιτσελίκης γίνεται αυστηρός και πικρός, λούζοντας τους χαρακτήρες του με ένα ειρωνικό φως, απ’ όπου όμως δεν λείπει η επιείκεια· το «Γιατρικό της παπαδιάς» και η «Πίτα της Εκθέσεως» αποτελούν τέτοια παραδείγματα. Πλάι στην απογοήτευση και την ειρωνεία, γνώρισμα του μοντέρνου είναι ένα ορισμένο αντιηρωικό πνεύμα, που επίσης διαπνέει τη γραφή του Τσιτσελίκη, ιδιαίτερα στο διήγημα «Αχάριστος γιος, κακός γιος», ένα απαισιόδοξο πανόραμα των επιχείρων της μικρασιατικής εκστρατείας. Παρεμπιπτόντως, είναι ενδιαφέρον πόσο χαμηλά κρατιέται ο εθνικοπατριωτικός τόνος στον Τσιτσελίκη, ιδίως αν σκεφτεί κανείς την εποχή που έγραψε.
Το δεύτερο στοιχείο που φέρνει τον Τσιτσελίκη κοντά στη σημερινή ευαισθησία είναι ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της πεζογραφίας του. Ο Τσιτσελίκης σπούδασε στην Αθήνα, στην Κωνσταντινούπολη και στη Γερμανία και είχε ανατολίτικες και κεντροευρωπαϊκές παραστάσεις. Έτσι, στα διηγήματά του πνέει ένας διεθνής αέρας, κάτι που συνδέεται και με την εθνοτική πανσπερμία στη Μακεδονία του τέλους του 19ου αιώνα, στην οποία προστέθηκαν οι εθνότητες που έφερε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Με το βλέμμα και τον ανοιχτό ορίζοντα του ταξιδεμένου λόγιου, δεξιώνεται στις σελίδες του Έλληνες, Τούρκους, Γάλλους, Ρώσους, Άγγλους, Βέλγους και Αλγερινούς, ενώ ο αναγνώστης, πλάι στη δυτικομακεδονική ενδοχώρα, διαβάζει για τη Βιέννη και την Κωνσταντινούπολη, την Κρακοβία και το Χάρκοβο, τη Βενετία και το Κάιρο, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Κι αν η «Ελενίτσα» παραπέμπει στη «Χοντρομπαλού» του Μοπασάν και στις τροτέζες του Γάλλου διηγηματογράφου (παρεμπιπτόντως, με τον Μοπασάν μοιάζει να συνομιλεί και το διήγημα «Goodnight, goodnight!»), το διήγημα με τίτλο «Ιβάν Τσέρμσκι», λόγω θέματος και κλίματος, έχει κάτι το τσεχοφικό.
Το τρίτο στοιχείο που κάνει τον Τσιτσελίκη αξιανάγνωστο: απλώς, είναι ικανός αφηγητής. Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να διαβάσει την ασθματική εξιστόρηση των μαχών στον «Αχάριστο γιο» ή τις πλούσιες περιγραφές του τοπίου στον «Ιβάν Τσέρμσκι» και στην «Αγάπη στον Αλιάκμονα». Ακόμα και στα πεζά που δεν υπερβαίνουν τη συμβατική ηθογραφία, ο Τσιτσελίκης επινοεί σκηνές όπως το τελικό επεισόδιο στης «Μπήλιως τα νημόρια», όπου οι αδελφοί αλληλοφονεύονται ντυμένοι κουδουνάδες – τυπική βαλκανική αμφίεση της Αποκριάς. Και μια που αναφέρθηκα δύο φορές στο πολυσέλιδο διήγημα «Αχάριστος γιος, κακός γιος», που αντλεί από τη Μικρασιατική Καταστροφή, σημειώνω το εξής: ο Τσιτσελίκης είναι μάλλον καλύτερος στα εκτενέστερα διηγήματά του, εκεί όπου το ατομικό πεπρωμένο τέμνεται με –και συνήθως συνθλίβεται από– το συλλογικό. Ίσως αυτό οφείλεται στην ιδιότητά του ως νομικού ή στην ανάμιξή του στην πολιτική –μολονότι στα πεζά του δεν διαφαίνεται ιδιαίτερα ούτε ενοχλεί κάποια ιδεολογική στράτευση–, που ευνοούν την αναλυτική σκέψη. Σε κάθε περίπτωση, διηγήματα όπως ο «Αχάριστος γιος», το «Ένα ξερίζωμα», ο «Ιβάν Τσέρμσκι» και η «Ελενίτσα», που διαπλέκουν, με τον ευρυγώνιο φακό τους, το ιδιωτικό και το συλλογικό, διαθέτουν σαφώς περισσότερο εκτόπισμα από ηθογραφικές αφηγήσεις όπως «Ο Γιάννης της Λαριούς» ή «Το αυτοκίνητο».
Κλείνω με το τελευταίο στοιχείο που, κατά τη γνώμη μου, προσδίδει ενδιαφέρον στον Τσιτσελίκη. Αναφέρθηκα νωρίτερα στην εντοπιότητα, νοούμενη όμως περιοριστικά και ως αυταξία. Ο Τσιτσελίκης, που τα διηγήματά του συνδέονται στενά με τον γενέθλιο τόπο, μεταχειρίζεται την εντοπιότητα διαφορετικά. Γι’ αυτόν, τουλάχιστον στις ευτυχέστερες στιγμές του, η Κοζάνη και τα περίχωρά της είναι ό,τι, π.χ., για τον Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο ο Πύργος: ένας μικρόκοσμος με την ιδιοπροσωπία και τους κανόνες του, που παράλληλα λειτουργεί ως σκηνή όπου εκδιπλώνονται τα κοινά ανθρώπινα πάθη. Η γεωγραφία και η ταυτότητα όπου επιστρέφει ο Τσιτσελίκης δεν λογίζονται γι’ αυτόν ως φρούριο για να οχυρωθούμε, αλλά ως διαβατήριο για να ανοιχτούμε – στη Βιέννη και στην Κωνσταντινούπολη, στο Χάρκοβο και στην Κρακοβία, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Γι’ αυτό η κρίση του Δ.Α. Μωρέττη, την οποία ο επιμελητής προτάσσει ενσωματώνοντάς τη στον τίτλο της εισαγωγής του, ότι «ο Τσιτσελίκης είναι για την Κοζάνη ό,τι ο Καμπούρογλους για την Αθήνα», παρότι νοείται ως έπαινος, αδικεί τον συγγραφέα, καθώς τον συστήνει ως το επαρχιακό ανάλογο ενός καταξιωμένου συγγραφέα του κέντρου. Ενώ ο Τσιτσελίκης είναι αυθύπαρκτος: είναι ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, ικανός και άδικα ξεχασμένος πεζογράφος από την Κοζάνη, που αξίζει να γνωρίσουμε.