Τον προηγούμενο μήνα συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, εκείνης που άλλαξε την όπερα για πάντα παρόλο που ο χρόνος της, τόσο στη σκηνή όσο και στη ζωή, ήταν μετρημένος. Η Μαρία Κάλλας ήταν τραγουδίστρια, ηθοποιός, άνθρωπος, γυναίκα και Ελληνίδα. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, έζησε στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία και πέθανε στο Παρίσι. Μιλούσε άπταιστα όλες τις γλώσσες στις οποίες τραγουδούσε, αλλά το αίμα της παρέμενε ελληνικό όπως χαρακτηριστικά έλεγε η ίδια. Δεν είναι η πρώτη που η πατρίδα μας δεν τίμησε όσο της αναλογούσε, ούτε όσο ζούσε ούτε μετά θάνατον. Όλοι κόπτονται για την ελληνικότητά της, αλλά σχεδόν 50 χρόνια μετά τον θάνατό της οι ιθύνοντες με κάθε ευκαιρία καπηλεύονται το όνομά της και την ακτινοβολία του με σκοπό την προβολή ή/και το κέρδος (δεν ξεχνάμε το άγαλμά της στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου με πρωτοβουλία του Ελληνικού Συλλόγου Μαρία Κάλλας).
Τον Οκτώβριο εγκαινίασε τη λειτουργία του μετά από χρόνια έρευνας και οργάνωσης το Μουσείο Μαρία Κάλλας. Όχι. Το Maria Callas Museum. Το όνομά της με λατινικούς χαρακτήρες μόνο. Εδώ, στην Ελλάδα. Η επιθετική καμπάνια του Δήμου Αθηναίων μιλά για έναν υπερσύγχρονο χώρο, ένα νεοκλασικό τριώροφο κτίσμα, ένα μουσείο σχεδιασμένο μετά από μελέτη, τουλάχιστον δεκαετίας, από ειδικούς. Το κτίσμα αυτό, λοιπόν, αν δεν είχε στον πλαϊνό του τοίχο ένα banner με φωτογραφία της Κάλλας, το προσπερνάς πολύ εύκολα, ενώ με την είσοδό σου έχεις χάσει κάθε αίσθηση νεοκλασικού χαρακτήρα. Το λευκό χρώμα επικρατεί παντού και θυμίζει περισσότερο χώρους που στοχεύουν σε κάτι απρόσωπο, όπως τα ιατρεία. Αναρωτιέμαι με ποια κριτήρια επιλέχθηκε το συγκεκριμένο κτήριο για να στεγάσει ένα βιογραφικό μουσείο. Ένα κτίσμα με μικρούς χώρους και στενή διαρρύθμιση που δεν σε προδιαθέτει για το εκτόπισμα και το μέγεθος της προσωπικότητας στην οποία είναι αφιερωμένο. Θα ήταν προτιμότερο να στεγαζόταν σε έναν όροφο του σπιτιού της Κάλλας στην Πατησίων. Τα περιορισμένα εκθέματα θα μπορούσαν να παρουσιαστούν εκεί, σε έναν χώρο που έχει άμεση σύνδεση με την καλλιτέχνιδα και τη ζωή της.
Παίρνουμε το φυλλάδιο με τον χάρτη του μουσείου. Τρεις όροφοι εκ των οποίων μόνο οι δύο αφορούν το κοινό και το αντίτιμο των 10 ευρώ. Ο τρίτος όροφος διατίθεται για εκδηλώσεις και σεμινάρια, αλλά πρόκειται για έναν χώρο όσο ένα μεγάλο σαλόνι ―χωρίς πιάνο― που το μόνο που έχει να προσφέρει είναι η θέα σε Ακρόπολη και Μητρόπολη. Μας συμβούλεψαν να ξεκινήσουμε την περιήγησή μας από τον δεύτερο όροφο, ο οποίος απαρτίζεται από τρία μικρά δωμάτια αφιερωμένα σε τρεις ρόλους που ενσάρκωσε η Κάλλας (Norma, Tosca, Traviata) και ένα τέταρτο αφιερωμένο στα masterclasses που έδωσε στο Juilliard School της Νέας Υόρκης. Η Norma ακούγεται ενώ περπατάμε σε ένα σκοτεινό χώρο που παραπέμπει στο δάσος των δρυίδων. Την Tosca την ακούμε καθισμένες σε κόκκινες καρέκλες εποχής, ενώ η Traviata ακούγεται σε διπλανή αίθουσα με ανάκλιντρο και προβολή εικόνας δύο παραθύρων. Οι ηχογραφήσεις που παίζουν και στους τέσσερις χώρους είναι εύκολα προσβάσιμες στον καθένα μέσω διαδικτύου, ενώ στο όλο στήσιμο διακρίνεται πρόθεση εντυπωσιασμού χωρίς καμία ουσιαστική σύνδεση με την καλλιτέχνιδα. Θα μπορούσε ο σχεδιασμός της έκθεσης να μας προσφέρει, συνδυαστικά με τις ηχογραφήσεις, στοιχειώδεις πληροφορίες όπως πόσες φορές ερμήνευσε τον κάθε ρόλο, σε ποια περίοδο της καλλιτεχνικής της πορείας τους πρωτοπαρουσίασε, αν οι ρόλοι αυτοί την εξέφραζαν ως ιδιοσυγκρασία, κ.ά.