«Πρωτοπόρα φεμινίστρια, ανοιχτά αμφιφυλόφιλη, προκλητική στη στάση και τη ζωή της, ζώντας μέσα στην καρδιά του μεσοπολεμικού μύθου και των roaring 20’s»: ιδού ορισμένοι δημοσιογραφικού τύπου χαρακτηρισμοί που θα μπορούσαν να πλαισιώσουν σήμερα το έργο της Edna St. Vincent Millay ώστε να γίνει εξαρχής αυτομάτως αποδεκτή από το σημερινό ποιητικό τοπίο, τοπίο που περισσότερο φαίνεται πως ενδιαφέρεται για έναν νεωτερικού τύπου βιογραφίστικο «μύθο», ώστε ο τελευταίος να καλύψει έντεχνα το ποιητικό κενό και την ανεπάρκεια μέσα στο αστραφτερό του πυροτέχνημα. Κι όμως, οι πρόγονοί τους πρώιμοι μοντερνιστές κριτικοί ήταν αυτοί που είχαν πολεμήσει την ποιήτρια και την επιτυχία της, μη συγχωρώντας της το γεγονός ότι ποτέ της δεν ασπάστηκε τη μοντερνιστική τεχνοτροπία και τον «ελεύθερο στίχο». Πράγματι, ακόμα και στις πιο προκλητικές της στιγμές, η St. Vincent Millay ουδέποτε εγκατέλειψε τον έμμετρο λόγο και τη λυρική ποίηση, παραμένοντας πάντα σε ένα ενδιαφέρον και μεταιχμιακό νεωτερικό κατώφλι.
Στη συλλογή A Few Figs From Thistles που μετρά πια κάτι παραπάνω από έναν αιώνα ζωής, συναντούμε τη φωνή της στην πιο ώριμη και κατασταλαγμένη της στιγμή, με την τεχνική της να έχει αποκρυσταλλωθεί και το «θαυμαστό καινούριο» μοντέρνο κόσμο (με τις συνακόλουθες απομαγεύσεις που παρέχει) να της επιτρέπει να εμπλουτίζει την παραδοσιακή ποιητική φόρμα, την κληροδοτημένη μορφή του σονέτου και τη γνωμική διατύπωση με ένα λεκτικό καινοτόμο που βάζει στον πυρήνα της προβληματικής του τη γυναίκα του εικοστού αιώνα στην ατομοκεντρική καπιταλιστική Αμερική, την καθημερινή και χθαμαλή ζωή, τις ευμετάβλητες δυναμικές των ανθρώπινων σχέσεων και τις ποικίλες απογοητεύσεις που η ενηλικότητα προσδίδει. Αν και θα ήταν απλοϊκό να δηλώναμε απλά πως η Millay αποτελεί έναν κρίκο που λαμβάνει από την Μπάρετ-Μπράουνιγκ και την Ντίκινσον και προετοιμάζει την Πλαθ, ας κρατήσουμε υποδόρροια ένα τέτοιο σχήμα για την καλύτερη τοποθέτησή της στον αναγνωστικό μας ορίζοντα. Από τις επιμέρους μεταφράσεις ποιημάτων της συλλογής που έχουν γίνει στα ελληνικά (ορισμένες τους, μάλιστα, ακόμα και σε εντελώς ελεύθερο και πεζολογικό τόνο) συγκρατούμε εκείνη του Χαρίλαου Νικολαΐδη (Θράκα, 2017), η οποία, παρά τις όποιες αδυναμίες της ως προς τη μετρική, αποτελεί μια αξιοπρεπή συνολική και ολοκληρωμένη προσπάθεια και σίγουρα μια βάση και για τη δική μας απόπειρα.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την επανεκκίνηση μιας οργανωμένης προσπάθειας επανατοποθέτησης των σταθερών ποιητικών μορφών στο ελλαδικό ποιητικό τοπίο, το κίνημα που έχει ονομαστεί και «νεοφορμαλισμός» έχει μεν κατορθώσει να γίνει αποδεκτό μέσα στην ποιητική κοινότητα ως μια ακόμα μεταμοντέρνα εξακτίνωση, απέχει, όμως, πολύ ακόμα από το να δείξει έναν οδικό χάρτη εξόδου από τη νεωτερικότητα. Σε κάθε περίπτωση, έχει καταφέρει να φέρει ξανά στο προσκήνιο παλιότερες έμμετρες φωνές, με νέες μεταφράσεις και διασκευές παλαιότερων έργων να αξιοποιούν τα χρήσιμα διδάγματά του. Στην απόδοσή μας, προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε ένα τμήμα του έργου της Edna St. Vincent Millay στην πιο ώριμη φάση της, παλεύοντας να κρατήσουμε όσο περισσότερο γινόταν το ρυθμό, τις εσωτερικές ρίμες και τις παρηχήσεις του πρωτοτύπου, δοκιμάζοντας, ταυτόχρονα, και μια ποικιλία μέτρων, δίχως μεγάλες παραχωρήσεις στο νόημα. Κυρίως προσπαθήσαμε, όμως, να αποδώσουμε μια ποιητική φωνή που από τη μία πατά στον παραδοσιακό κόσμο που της κληροδοτήθηκε κι από την άλλη παλεύει να διαμορφώσει με ένα καινοτόμο λεκτικό μια επικράτεια εντελώς καινούρια και ως τότε αχαρτογράφητη. Και σε μια «meta–» συνθήκη που αενάως υμνεί αυτάρεσκα και ναρκισσιστικά τον αυτοεγκλωβισμό της μέσα σε μια φούσκα ισότιμων ετεροβαρών αφηγήσεων, κρίνουμε πως η προσπάθεια για έναν σύγχρονο έμμετρο λόγο είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία…