Χάρτης 61 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2024
https://www.hartismag.gr/hartis-61/metafrash/orismena-syka-mes-ap-ta-ghaidoiraghkatha
«Πρωτοπόρα φεμινίστρια, ανοιχτά αμφιφυλόφιλη, προκλητική στη στάση και τη ζωή της, ζώντας μέσα στην καρδιά του μεσοπολεμικού μύθου και των roaring 20’s»: ιδού ορισμένοι δημοσιογραφικού τύπου χαρακτηρισμοί που θα μπορούσαν να πλαισιώσουν σήμερα το έργο της Edna St. Vincent Millay ώστε να γίνει εξαρχής αυτομάτως αποδεκτή από το σημερινό ποιητικό τοπίο, τοπίο που περισσότερο φαίνεται πως ενδιαφέρεται για έναν νεωτερικού τύπου βιογραφίστικο «μύθο», ώστε ο τελευταίος να καλύψει έντεχνα το ποιητικό κενό και την ανεπάρκεια μέσα στο αστραφτερό του πυροτέχνημα. Κι όμως, οι πρόγονοί τους πρώιμοι μοντερνιστές κριτικοί ήταν αυτοί που είχαν πολεμήσει την ποιήτρια και την επιτυχία της, μη συγχωρώντας της το γεγονός ότι ποτέ της δεν ασπάστηκε τη μοντερνιστική τεχνοτροπία και τον «ελεύθερο στίχο». Πράγματι, ακόμα και στις πιο προκλητικές της στιγμές, η St. Vincent Millay ουδέποτε εγκατέλειψε τον έμμετρο λόγο και τη λυρική ποίηση, παραμένοντας πάντα σε ένα ενδιαφέρον και μεταιχμιακό νεωτερικό κατώφλι.
Στη συλλογή A Few Figs From Thistles που μετρά πια κάτι παραπάνω από έναν αιώνα ζωής, συναντούμε τη φωνή της στην πιο ώριμη και κατασταλαγμένη της στιγμή, με την τεχνική της να έχει αποκρυσταλλωθεί και το «θαυμαστό καινούριο» μοντέρνο κόσμο (με τις συνακόλουθες απομαγεύσεις που παρέχει) να της επιτρέπει να εμπλουτίζει την παραδοσιακή ποιητική φόρμα, την κληροδοτημένη μορφή του σονέτου και τη γνωμική διατύπωση με ένα λεκτικό καινοτόμο που βάζει στον πυρήνα της προβληματικής του τη γυναίκα του εικοστού αιώνα στην ατομοκεντρική καπιταλιστική Αμερική, την καθημερινή και χθαμαλή ζωή, τις ευμετάβλητες δυναμικές των ανθρώπινων σχέσεων και τις ποικίλες απογοητεύσεις που η ενηλικότητα προσδίδει. Αν και θα ήταν απλοϊκό να δηλώναμε απλά πως η Millay αποτελεί έναν κρίκο που λαμβάνει από την Μπάρετ-Μπράουνιγκ και την Ντίκινσον και προετοιμάζει την Πλαθ, ας κρατήσουμε υποδόρροια ένα τέτοιο σχήμα για την καλύτερη τοποθέτησή της στον αναγνωστικό μας ορίζοντα. Από τις επιμέρους μεταφράσεις ποιημάτων της συλλογής που έχουν γίνει στα ελληνικά (ορισμένες τους, μάλιστα, ακόμα και σε εντελώς ελεύθερο και πεζολογικό τόνο) συγκρατούμε εκείνη του Χαρίλαου Νικολαΐδη (Θράκα, 2017), η οποία, παρά τις όποιες αδυναμίες της ως προς τη μετρική, αποτελεί μια αξιοπρεπή συνολική και ολοκληρωμένη προσπάθεια και σίγουρα μια βάση και για τη δική μας απόπειρα.
Σήμερα, τριάντα χρόνια μετά την επανεκκίνηση μιας οργανωμένης προσπάθειας επανατοποθέτησης των σταθερών ποιητικών μορφών στο ελλαδικό ποιητικό τοπίο, το κίνημα που έχει ονομαστεί και «νεοφορμαλισμός» έχει μεν κατορθώσει να γίνει αποδεκτό μέσα στην ποιητική κοινότητα ως μια ακόμα μεταμοντέρνα εξακτίνωση, απέχει, όμως, πολύ ακόμα από το να δείξει έναν οδικό χάρτη εξόδου από τη νεωτερικότητα. Σε κάθε περίπτωση, έχει καταφέρει να φέρει ξανά στο προσκήνιο παλιότερες έμμετρες φωνές, με νέες μεταφράσεις και διασκευές παλαιότερων έργων να αξιοποιούν τα χρήσιμα διδάγματά του. Στην απόδοσή μας, προσπαθήσαμε να παρουσιάσουμε ένα τμήμα του έργου της Edna St. Vincent Millay στην πιο ώριμη φάση της, παλεύοντας να κρατήσουμε όσο περισσότερο γινόταν το ρυθμό, τις εσωτερικές ρίμες και τις παρηχήσεις του πρωτοτύπου, δοκιμάζοντας, ταυτόχρονα, και μια ποικιλία μέτρων, δίχως μεγάλες παραχωρήσεις στο νόημα. Κυρίως προσπαθήσαμε, όμως, να αποδώσουμε μια ποιητική φωνή που από τη μία πατά στον παραδοσιακό κόσμο που της κληροδοτήθηκε κι από την άλλη παλεύει να διαμορφώσει με ένα καινοτόμο λεκτικό μια επικράτεια εντελώς καινούρια και ως τότε αχαρτογράφητη. Και σε μια «meta–» συνθήκη που αενάως υμνεί αυτάρεσκα και ναρκισσιστικά τον αυτοεγκλωβισμό της μέσα σε μια φούσκα ισότιμων ετεροβαρών αφηγήσεων, κρίνουμε πως η προσπάθεια για έναν σύγχρονο έμμετρο λόγο είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία…
Πρώτο σύκο
Κι από τις δυο πλευρές του λιώνει το κερί μου.
Τη νύχτα τούτη δεν μπορεί να βγάλει πια.
Μα δέστε, ω φίλοι μου, και ‘σεις μαζί, ω εχθροί μου,
Πόσο είν’ υπέροχο σαν δίνει τη φωτιά!
Δεύτερο σύκο
Τ’ αλύγιστα βράχια με τ’ άσχημα σπίτια σε γάμο:
Για δες το λαμπρό μου παλάτι χτισμένο στην άμμο!
Recuerdo
Ήμασταν και κουρασμένοι και χαρούμενοι πολύ –
Όλη νύχτα μες στο ferry ώσπου νά ‘ρθει ανατολή.
Ήταν άδειο μα όλο λάμψη κι είχε σταύλου μυρωδιά –
Μα η φωτιά μάς οδηγούσε σαν τα ζωηρά παιδιά
Και ξαπλώσαμε κι επάνω η Σελήνη μάς κοιτά
Κι όλο οι κόρνες του σφυρίζαν και ξημέρωσε μετά.
Ήμασταν και κουρασμένοι και χαρούμενοι πολύ –
Όλη νύχτα μες στο ferry ώσπου νά ‘ρθει ανατολή.
Κι έφαγες εσύ ένα μήλο, κι έν’ αχλάδι έφαγα εγώ
Απ’ αυτή τη δωδεκάδα π’ αγοράσαμε για ‘δω.
Κι ο ουρανός δειλά ροδίζει, κρύος ο άνεμος φυσά,
Και ο ήλιος ξάφνου βγαίνει με τα πέπλα του χρυσά.
Ήμασταν και κουρασμένοι και χαρούμενοι πολύ –
Όλη νύχτα μες στο ferry ώσπου νά ‘ρθει ανατολή.
«Καλημέρες σου, μητέρα!» γνέψαμε σε μια γριά,
Αγοράζοντας τα Νέα που διαβάζαμ’ αραιά
Και μας είπ’: «Ευλογημένοι!» για το μήλο το γλυκό
Και της δώσαμε τα πάντα, πλην των ναύλων του μετρό.
Η αν-εξερευνήτρια
Ο δρόμος δίπλα πέρναγ’ απ’ την πόρτα,
Yπέροχος να τον εξερευνήσω.
Σαν ρώτησα, μου λέει η μητέρα πρώτα
Πως αν τον πάρω εκεί που βγάζ’ η ρότα
Στου γαλατά την πόρτα θα χτυπήσω.
(Γι’ αυτό και το ταξίδι αφήνω πίσω)
Η φυλακισμένη
Εντάξει, λοιπόν,
Kαι προχώρα!
Τι νόημα έχει τ’ όνομα τώρα;
Το ίδιο θα ‘μια μέσα κλειδωμένη
Mε τ’ όσο απ’ έξω η καρδιά μου μένει.
Η ώριμη
Γι’ αυτό ήταν π’ άρθρωνα, λοιπόν, τις προσευχές μου
Kι έκλαιγα κι έσπρωχνα καταραμένες σκάλες;
Ριγμένη στις ρουτίνες τις οικιακές μου
Aπ’ τις οκτώμιση να πέφτω σαν τις άλλες;
H χαρούμενη κοπέλα
Ω, γύρω πια τίποτα εμένα δε νοιάζει,
Αφότου μου ράγισε τούτ’ η καρδιά.
Το σώμα σκορπώ στον αγέρα με νάζι,
Γελώ στους ανθρώπους που μοιάζουν παιδιά.
Αχ, λίγ’ η χαρά που –μακριά απ’ το μαράζι–
Αξίζει σε βάρος ταμπάκου κλαδιά,
Για μένα που τίποτα δεν με πειράζει
Αφότου μου ράγισε τούτ’ η καρδιά.
Κι αν λένε ο ύπνος πως σ’ επισκευάζει
Και φρέσκια ξυπνάς με της γης τα κλειδιά,
Ο πρώην εραστής σου πια ας μην σε ταράζει
Και σ’ όσα σου είπε πικρά τσιμουδιά,
Για μένα που τίποτα δεν με πειράζει,
Αφότου μου ράγισε τούτ’ η καρδιά.
Πέμπτη
Κι αν σ’ αγαπούσα εγώ, Τετάρτη,
Tι σήμαινε για σέν’ αυτό;
Πέμπτη είσ’ εκτός αγάπης χάρτη –
Ήταν γραφτό.
Λοιπόν, γιατί είσαι λυπημένη;
Με ξεπερνά, ομολογώ.
Τετάρτη, η αγάπη τι σημαίνει
Και τι εγώ;
Στον Όχι-Αδύνατον Εκείνον
Πώς να ρωτώ αν δεν βρεθώ
Στο Κάιρο, στην Κατάη,
Τούτ’ η εγγύς η στάλα γης
Στα ουράνια αν θα με πάει;
Κι ενώ μπορεί να ‘ν’ ανθηρή
Η φύση εδώ πιο κάτου,
Πώς να το πω χωρίς καρπό
Ρόδου Καρχηδονάτου;
Νήμα, κλωστή, ψυχή πιστή,
Κανείς δε θα μας μπλέξει
Όσο είμ’ εδώ – μα, πώς μαδώ!
Κι αν έχω ταξιδέψει…
Mεσονύκτιο πετρέλαιο
Κόψ’ αν το θέλεις, με του Ύπνου το μαχαίρι,
Την κάθε μέρα της ζωής μου στο μισό.
Τα χρόνια που ο Καιρός μού κόβει πια το ξέρει
Πως απ’ την άλλη μου πλευρά του τα χρωστώ.
Στην Kαθλίν
Πρέπει ο ποιητής και πάλι, σαν τα χρόνια τα παλιά,
Σε μια παγερή σοφίτα, μακριά απ’ την αντηλιά
Να πεινά και να παγώνει, να ριμάρει με το –σι
Πράγματ’ όπως τα λουλούδια, το τραγούδι, μα κι εσύ.
Πρέπ’ ακόμα η ύπαρξή του, όπως πάντα, να εξυμνεί
Ομορφιά, εσένα, που ‘σαι δυστυχώς προσωρινή.
Ομορφιά που ίσως αντέξει, δεν τη σβήσ’ η στενωπός
Όσο υπάρχουν τα λουλούδια και εσύ κι ένας σκοπός.
Οδός MacDougal
Καθώς εγλυκοβάδιζα μ’ αγέρα δειλινό
(Γλυκιές του δρόμου οι συντυχιές, γιατί η χαρά μου λίγη;)
Τον είδα να της ακουμπά μαλλί μελαχρινό.
(«Μικρή Λατίνα βρωμερή, ασ’ την κυρία να φύγει!»)
Ναυάγια κόρες στα σκαλιά μετρούσαν τον καιρό
(Αχ, και να μ’ έπαιρν’ από ‘δω, στη γη να με ξαπλώσει!)
Κι όπου πατούσα δίπλα μου μια γάτα, ένα μωρό…
(Θεέ μου Παραδείσιε, αυγή θα ξημερώσει;)
Τα κάρα των πλανόδιων σαν άσεμνη γιορτή
(Ροζ δίχτυα και κελύφη υγρά τούς κάναν επισκέψεις)
Κι αυτή σάπιο παζάρευε να πάρει κάτι-τι,
(Ποτέ πια δεν θα κοιμηθώ μ’ αυτές που ζω τις σκέψεις!)
Και τούτος δω σαν βασιλιάς διαμέσου της βρωμιάς
(Γλυκιές του δρόμου οι συντυχιές, γιατί ποθώ να πάψω;)
Την είδε, κι αντιλήφθηκε το πείραγμα μεμιάς,
(Τι μου ‘μεινε να λυπηθώ, τι μου ‘μεινε να κλάψω;)
Τον είδα να της ακουμπά κεφάλι μελαμψό
(Να ‘μουν χαμίνι, με χαλκά χρυσό στ’ αυτιού την άκρη!)
Και να της λέει πως είν’ αυτή του δρόμου θηλυκό
(Αλήθεια, θ’ αρρωστήσω πια, σταμάτα τώρα, δάκρυ!)