____________
Aπλά είναι όσα θέλουν οι ερωτευμένοι. Και επίσης απλά όσα θέλουν να πουν, και λιγοσύλλαβα. Kαι τα ίδια, πάντοτε τα ίδια (έστω: σχεδόν) πολύ πριν αρχίσει το μέτρημα των αιώνων με τη μια ή την άλλη θρησκεία, με τη μια ή την άλλη μέθοδο. «Nα μην ξημέρωνε ποτέ», αυτό θέλουν, κι αυτό έχουν βαθύτατη ανάγκη: να ακινητήσει ο χρόνος, να τους περιλάβει εντός του, μια μήτρα θερμή, ασφαλής έστω και κατά φαντασία ή κατά πόθο, και να τους αποσπάσει από τα τρέχοντα και τα οπωσδήποτε επερχόμενα. Να κλειστούν σε χρόνο άχρονο επιζητούν, άναρχο δηλαδή και ατελεύτητο.
Tων ερώτων η υπερβολή, δεδομένο αυτό. Δεδομένο που προκαλεί και προσβάλλει και απειλεί να ανατρέψει όσα ετοιμάζει ο ψυχρός νους και ο ορθός λόγος, για να περιγελάσουν κι αυτοί με τη σειρά τους τον ίδιο πάντοτε αντίπαλο: τον χρόνο. Ώστε κατά βάση να μπορούμε να μιλήσουμε για δύο αυθεντικούς και αυτονόητους συμμάχους: ο έρωτας και ο φιλοσοφημένος λόγος, που ωστόσο κάποιες φορές καταντούν αντίπαλοι από καχυποψία ή επειδή εκβιάζουν τα πράγματα και τα αισθήματα και αποφασίζουν ότι οι διαφορές στο επουσιώδες είναι διαφορές γένους, διαφορές μείζονες.
H αρχαιότητα, και όχι μόνο η ελληνική, έχει να μας προσφέρει ορισμένα περιστατικά είτε ακινητοποίησης του χρόνου, δέσμευσής του καλύτερα, είτε αναστροφής του. Έχει δηλαδή να μας προσφέρει περιστατικά όπου ο ήλιος και η σελήνη, τα άστρα γενικότερα, που με την κίνησή τους μάς εν-χρονίζουν, είτε ακινητούν είτε ακολουθούν ανάστροφη, αναπόταμη πορεία. Δεν είναι πάντοτε ερωτικός ο λόγος που προκαλεί τα σχετικά επεισόδια· και η ύβρις έχει το μερίδιό της, και ο πόλεμος επίσης.
Στήτω ο ήλιος...
Ένας πόλεμος, λοιπόν, υπήρξε η αφορμή, κατά τη Βίβλο, για να ανακοπεί η κίνηση του ήλιου, και ένας θεός, ο Γιαχβέ, αυτός που την αποφάσισε, εισακούοντας την προσευχή (στα όρια της εντολής) που του απηύθυνε το «βασίλειον ιεράτευμά» του διά στόματος του Ιησού του Ναυή. Πολεμούσαν τους Αμορραίους οι Ισραηλίτες και:
Τότε ελάλησεν Ιησούς προς κύριον, η ημέρα παρέδωκεν ο θεός τον Αμορραίον υποχείριον Ισραήλ, ηνίκα συνέτριψεν αυτούς εν Γαβαών και συνετρίβησαν από προσώπου υιών Ισραήλ, και είπεν Ιησούς
Στήτω ο ήλιος κατά Γαβαών
και η σελήνη κατά φάραγγα Αιλών.
Και έστη ο ήλιος και η σελήνη εν στάσει,
έως ημύνατο ο θεός τους εχθρούς αυτών.
Και έστη ο ήλιος κατά μέσον του ουρανού, ου προεπορεύετο ες δυσμάς εις τέλος ημέρας μιας. Και ουκ εγένετο ημέρα τοιαύτη ουδέ το πρότερον ουδέ το έσχατον ώστε επακούσαι θεόν ανθρώπου, ότι κύριος συνεπολέμησεν Ισραήλ.[1]
«Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει μέρα σαν αυτήν κι ούτε υπήρξε στο μέλλον, που ο Κύριος να υπακούσει σ’ έναν άνθρωπο» λέει λοιπόν η Βίβλος. Ο θεός, όπως και να το κάνουμε, δεν έχει εθνικότητα, παρεκτός και δεχτούμε ότι ο μεν παλαιοδιαθηκικός ετύγχανε Εβραίος, ο δε της Καινής Διαθήκης Έλλην. Ο ήλιος, ένας θεός κι αυτός σε ποικίλες θρησκείες, φορτώθηκε το χρέος της αειπονίας. Να λάμπει δηλαδή (άρα και να λατρεύεται) μέσα από τον αέναα επαναλαμβανόμενο ημερήσιο κάματό του, δίχως καμία στάση και ανάσα για την εκλαμπρότητά του και για τ’ άλογά του, όπως ωραία τον ιστόρησε ο Μίμνερμος από την Κολοφώνα, ποιητής του 7ου αι π.Χ.: Ηέλιος μεν γαρ έλαχεν πόνον ήματα πάντα, / ουδέ ποτ’ άμπαυστις γίνεται ουδεμία / ίπποισίν τε και αυτώ.
Δεήθηκε κάποτε στον Ήλιο ο Αίας, στη φερώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή (στ. 845-851), μια ανάσα πριν πέσει πάνω στο ίδιο του το σπαθί και κόψει μόνος τη ζωή του, να μη διασχίσει βιαστικός τον ουρανό παρά να κοντοκρατήσει τα χαλινάρια των αλόγων του για να αναγγείλει τον θάνατό του στους γονείς του. Αλλά ο Ήλιος δεν άκουσε την ύστατη επιθυμία του ήρωα. Μεταφράζω τους σχετικούς στίχους:
Κι εσύ Ήλιε, που με το άρμα σου τον ουρανό
ψηλά διασχίζεις, σαν φτάσεις την πατρίδα μου να δεις,
για λίγο τα χρυσά του χαλινάρια κράτα,
τα πάθη μου να πεις, τον θάνατό μου,
στον γέροντα πατέρα, στη μάνα μου τη δύσμοιρη.
Θ’ ακούσει το μαντάτο η δόλια, μέγα θα σύρει θρήνο
σ’ ολόκληρη την πόλη.[2]
Αποφασισμένος ο Αίας, διακόπτει γρήγορα τον μάταιο θρήνο και τις επίσης μάταιες δεήσεις, και ο Ήλιος συνεχίζει την πορεία του. Όχι, δεν υπακούει αυτός σε ανθρώπους, παρά μονάχα σε θεούς υπέρτερούς του, όπως δίδαξε η Ιλιάδα. Στη ραψωδία Π (στ. 567), Ζευς επί νύκτ’ ολοήν τάνυσε κρατερή υσμίνη, άπλωσε δηλαδή ο ύπατος θεός νύχτα ολέθρια πάνω από το πεδίο της μάχης, για να τρέξει άφθονο το αίμα γύρω από τον νεκρό Σαρπηδόνα, τον αγαπημένο του γιο. Και δύο ραψωδίες παρακάτω (Σ 239-242), η Ήρα στέλνει άκοντα τον Ήλιο στις ροές του Ωκεανού ώστε, με την πρόωρη δύση του, να ανακοπεί η σφαγή των προστατευομένων της των Τρώων από τους Αχαιούς, που τους είχε εξοργίσει ο σκοτωμός του Πάτροκλου.
Άλλοι πόλεμοι, της ιστορίας αυτοί και όχι της μυθoλογίας, έληξαν ή έλαβαν διαφορετική τροπή από εκείνη που σχεδίαζαν οι στρατηγούντες, όταν εξαφανίστηκε αιφνίδια ο ήλιος από το στερέωμα ή, ώρες νυκτός, η σελήνη. Προς τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., ιστορεί ο Ηρόδοτος, «άναψε πόλεμος ανάμεσα στους Λυδούς και τους Μήδους, που κράτησε πέντε χρόνια, και μέσα σ’ αυτά πολλές φορές νίκησαν οι Μήδοι τους Λυδούς, και πολλές φορές οι Λυδοί τους Μήδους. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου έδωσαν και μια μάχη νυχτερινή. Και ενώ εξακολουθούσαν τον πόλεμο ισόπαλοι, τον έχτο χρόνο, σε μια συμπλοκή, συνέβη πάνω στη μάχη ξαφνικά η μέρα να γίνη νύχτα [την ημέραν εξαπίνης νύκτα γενέσθαι]. Αυτή την αλλαγή της μέρας σε νύχτα είχε πει ο Θαλής ο Μιλήσιος από πριν στoυς Ίωνες πως θα γίνει, προκαθορίζοντας και τον χρόνο αυτόν, μέσα στον οποίο πραγματικά και έγινε η μεταβολή. Οι Λυδοί και οι Μήδοι, όταν είδαν τη μέρα να γίνεται νύχτα, σταμάτησαν τη μάχη και πρόθυμα έσπευσαν και οι δύο να κλείσουν μεταξύ τους ειρήνη».[3]
«Μπροστά σ’ ένα τέτοιο του ουρανού σημάδι τι νόημα έχουν των ανθρώπων οι ξεσυνερισιές», αναλογίζεται ο Ι. Θ. Κακριδής στο κείμενό του «Άστρον υπέρτατον κλεπτόμενον»,[4] όπου και καταγράφει την ποιητική αντίδραση του Αρχίλοχου στην έκλειψη του ήλιου στις 6 Απριλίου 648 π.Χ. και του Πίνδαρου στα 463 π.Χ. Καταγράφει επίσης τις στρατιωτικές συνέπειες της έκλειψης της σελήνης στις 27 Αυγούστου του 413 π.Χ., όταν ο δεισιδαίμονας Νικίας εμπιστεύτηκε τους μάντεις του στρατού, που τον συμβούλευσαν να μείνει αδρανής για τρις εννέα ημέρας, γεγονός που οδήγησε στην πλήρη καταστροφή του αθηναϊκού στρατού και στόλου (Θουκυδίδου Ιστορία, 7, 50).
Ταράζονται βαθιά οι άνθρωποι όταν κλονίζεται το στερέωμα και ανατρέπεται η τάξη του. Νιώθουν να χάνεται ο κόσμος και να σαρώνονται μαζί του όλες οι ερμηνείες των μυστηρίων του και τα κάθε λογής πιστεύω. Κι ωστόσο, στην πυρά του πόθου τους απάνω και την παραφορά, εύχονται να έρθει τα πάνω κάτω η τάξη αυτή. Αυτό συμβαίνει και με τον Γύπαρη στην Πανώρια του Γεωργίου Χορτάτση:
Σήμερο οι κάμποι ας ξεραθού και τα βουνά ’ς βουλήσου,
ας άψουσι τα δάσητα κι οι γιορανοί ας μαυρίσου·
ας θολαθούν οι ποταμοί κι οι βρύσες ας σταθούσι,
τα χορταράκι’ ας ξεραθού, τα δέντρη ας τσακιστούσι·
βοσκός μην τραγουδήσει μπλιό, νεράιδα μη χορέψει
κι απού τη μάντρα σήμερο κουράδι μη σαλέψει·
ο ήλιος οχ τον ουρανό χάμαι στη γης ας πέσει
κι ο ουρανός τον κύκλο ντου σήμερο ας τονε στέσει·
και το φεγγάρι ας σταθεί και τ’ άστρα ας σκοτεινιάσου
κι ας σηκωθούσι νέφαλα τον κόσμο να σκεπάσου.[5]
Μαυρίζουν οι ουρανοί. Απ’ το πολύ φαρμάκι, όπως διαβάζουμε σε γιαννιώτικη παραλλαγή του «Μοιρολογιού της Παναγίας», που η σύνθεσή του ανάγεται σε χρόνους πριν από τον 13ο αιώνα:
Από την πίκρα του Χριστού κι από τη φαρμακάδα,
ο ήλιος εσκοτείνιασε και το φεγγάρι εχάθη.[6]
Μα και θνητός αν πεθάνει, αν είναι δίκαιος ή ανδρείος, το δημοτικό τραγούδι θα τον τιμήσει με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στο «Θάνατος Κίτσου Μπότσαρη (1813)»:
Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι χάθη,
που βάρεσαν τον Μπότσαρη, τ’ άξιο το παλικάρι,
που στον ντουνιά δεν ήτανε και δεν μεταγεννιέται.[7]
Για να επανέλθουμε στα ερωτικά, ακόμα και ο ήλιος υποκλίνεται στην ωραιότητα και υποχωρεί μπροστά στην αίγλη της:
Νεράιδα ’στορισμένη,
πού ηύρες την ομορφιά;
Ο ήλιος σκοτιδιάζει
για σε, γλυκιά κυρά.[8]