Χάρτης 60 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-60/afierwma/nykhtes-ton-kimmerion-nykhtes-toi-ghenari
____________
Aπλά είναι όσα θέλουν οι ερωτευμένοι. Και επίσης απλά όσα θέλουν να πουν, και λιγοσύλλαβα. Kαι τα ίδια, πάντοτε τα ίδια (έστω: σχεδόν) πολύ πριν αρχίσει το μέτρημα των αιώνων με τη μια ή την άλλη θρησκεία, με τη μια ή την άλλη μέθοδο. «Nα μην ξημέρωνε ποτέ», αυτό θέλουν, κι αυτό έχουν βαθύτατη ανάγκη: να ακινητήσει ο χρόνος, να τους περιλάβει εντός του, μια μήτρα θερμή, ασφαλής έστω και κατά φαντασία ή κατά πόθο, και να τους αποσπάσει από τα τρέχοντα και τα οπωσδήποτε επερχόμενα. Να κλειστούν σε χρόνο άχρονο επιζητούν, άναρχο δηλαδή και ατελεύτητο.
Tων ερώτων η υπερβολή, δεδομένο αυτό. Δεδομένο που προκαλεί και προσβάλλει και απειλεί να ανατρέψει όσα ετοιμάζει ο ψυχρός νους και ο ορθός λόγος, για να περιγελάσουν κι αυτοί με τη σειρά τους τον ίδιο πάντοτε αντίπαλο: τον χρόνο. Ώστε κατά βάση να μπορούμε να μιλήσουμε για δύο αυθεντικούς και αυτονόητους συμμάχους: ο έρωτας και ο φιλοσοφημένος λόγος, που ωστόσο κάποιες φορές καταντούν αντίπαλοι από καχυποψία ή επειδή εκβιάζουν τα πράγματα και τα αισθήματα και αποφασίζουν ότι οι διαφορές στο επουσιώδες είναι διαφορές γένους, διαφορές μείζονες.
H αρχαιότητα, και όχι μόνο η ελληνική, έχει να μας προσφέρει ορισμένα περιστατικά είτε ακινητοποίησης του χρόνου, δέσμευσής του καλύτερα, είτε αναστροφής του. Έχει δηλαδή να μας προσφέρει περιστατικά όπου ο ήλιος και η σελήνη, τα άστρα γενικότερα, που με την κίνησή τους μάς εν-χρονίζουν, είτε ακινητούν είτε ακολουθούν ανάστροφη, αναπόταμη πορεία. Δεν είναι πάντοτε ερωτικός ο λόγος που προκαλεί τα σχετικά επεισόδια· και η ύβρις έχει το μερίδιό της, και ο πόλεμος επίσης.
Στήτω ο ήλιος...
Ένας πόλεμος, λοιπόν, υπήρξε η αφορμή, κατά τη Βίβλο, για να ανακοπεί η κίνηση του ήλιου, και ένας θεός, ο Γιαχβέ, αυτός που την αποφάσισε, εισακούοντας την προσευχή (στα όρια της εντολής) που του απηύθυνε το «βασίλειον ιεράτευμά» του διά στόματος του Ιησού του Ναυή. Πολεμούσαν τους Αμορραίους οι Ισραηλίτες και:
Τότε ελάλησεν Ιησούς προς κύριον, η ημέρα παρέδωκεν ο θεός τον Αμορραίον υποχείριον Ισραήλ, ηνίκα συνέτριψεν αυτούς εν Γαβαών και συνετρίβησαν από προσώπου υιών Ισραήλ, και είπεν Ιησούς
Στήτω ο ήλιος κατά Γαβαών
και η σελήνη κατά φάραγγα Αιλών.
Και έστη ο ήλιος και η σελήνη εν στάσει,
έως ημύνατο ο θεός τους εχθρούς αυτών.
Και έστη ο ήλιος κατά μέσον του ουρανού, ου προεπορεύετο ες δυσμάς εις τέλος ημέρας μιας. Και ουκ εγένετο ημέρα τοιαύτη ουδέ το πρότερον ουδέ το έσχατον ώστε επακούσαι θεόν ανθρώπου, ότι κύριος συνεπολέμησεν Ισραήλ.[1]
«Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει μέρα σαν αυτήν κι ούτε υπήρξε στο μέλλον, που ο Κύριος να υπακούσει σ’ έναν άνθρωπο» λέει λοιπόν η Βίβλος. Ο θεός, όπως και να το κάνουμε, δεν έχει εθνικότητα, παρεκτός και δεχτούμε ότι ο μεν παλαιοδιαθηκικός ετύγχανε Εβραίος, ο δε της Καινής Διαθήκης Έλλην. Ο ήλιος, ένας θεός κι αυτός σε ποικίλες θρησκείες, φορτώθηκε το χρέος της αειπονίας. Να λάμπει δηλαδή (άρα και να λατρεύεται) μέσα από τον αέναα επαναλαμβανόμενο ημερήσιο κάματό του, δίχως καμία στάση και ανάσα για την εκλαμπρότητά του και για τ’ άλογά του, όπως ωραία τον ιστόρησε ο Μίμνερμος από την Κολοφώνα, ποιητής του 7ου αι π.Χ.: Ηέλιος μεν γαρ έλαχεν πόνον ήματα πάντα, / ουδέ ποτ’ άμπαυστις γίνεται ουδεμία / ίπποισίν τε και αυτώ.
Δεήθηκε κάποτε στον Ήλιο ο Αίας, στη φερώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή (στ. 845-851), μια ανάσα πριν πέσει πάνω στο ίδιο του το σπαθί και κόψει μόνος τη ζωή του, να μη διασχίσει βιαστικός τον ουρανό παρά να κοντοκρατήσει τα χαλινάρια των αλόγων του για να αναγγείλει τον θάνατό του στους γονείς του. Αλλά ο Ήλιος δεν άκουσε την ύστατη επιθυμία του ήρωα. Μεταφράζω τους σχετικούς στίχους:
Κι εσύ Ήλιε, που με το άρμα σου τον ουρανό
ψηλά διασχίζεις, σαν φτάσεις την πατρίδα μου να δεις,
για λίγο τα χρυσά του χαλινάρια κράτα,
τα πάθη μου να πεις, τον θάνατό μου,
στον γέροντα πατέρα, στη μάνα μου τη δύσμοιρη.
Θ’ ακούσει το μαντάτο η δόλια, μέγα θα σύρει θρήνο
σ’ ολόκληρη την πόλη.[2]
Αποφασισμένος ο Αίας, διακόπτει γρήγορα τον μάταιο θρήνο και τις επίσης μάταιες δεήσεις, και ο Ήλιος συνεχίζει την πορεία του. Όχι, δεν υπακούει αυτός σε ανθρώπους, παρά μονάχα σε θεούς υπέρτερούς του, όπως δίδαξε η Ιλιάδα. Στη ραψωδία Π (στ. 567), Ζευς επί νύκτ’ ολοήν τάνυσε κρατερή υσμίνη, άπλωσε δηλαδή ο ύπατος θεός νύχτα ολέθρια πάνω από το πεδίο της μάχης, για να τρέξει άφθονο το αίμα γύρω από τον νεκρό Σαρπηδόνα, τον αγαπημένο του γιο. Και δύο ραψωδίες παρακάτω (Σ 239-242), η Ήρα στέλνει άκοντα τον Ήλιο στις ροές του Ωκεανού ώστε, με την πρόωρη δύση του, να ανακοπεί η σφαγή των προστατευομένων της των Τρώων από τους Αχαιούς, που τους είχε εξοργίσει ο σκοτωμός του Πάτροκλου.
Άλλοι πόλεμοι, της ιστορίας αυτοί και όχι της μυθoλογίας, έληξαν ή έλαβαν διαφορετική τροπή από εκείνη που σχεδίαζαν οι στρατηγούντες, όταν εξαφανίστηκε αιφνίδια ο ήλιος από το στερέωμα ή, ώρες νυκτός, η σελήνη. Προς τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., ιστορεί ο Ηρόδοτος, «άναψε πόλεμος ανάμεσα στους Λυδούς και τους Μήδους, που κράτησε πέντε χρόνια, και μέσα σ’ αυτά πολλές φορές νίκησαν οι Μήδοι τους Λυδούς, και πολλές φορές οι Λυδοί τους Μήδους. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου έδωσαν και μια μάχη νυχτερινή. Και ενώ εξακολουθούσαν τον πόλεμο ισόπαλοι, τον έχτο χρόνο, σε μια συμπλοκή, συνέβη πάνω στη μάχη ξαφνικά η μέρα να γίνη νύχτα [την ημέραν εξαπίνης νύκτα γενέσθαι]. Αυτή την αλλαγή της μέρας σε νύχτα είχε πει ο Θαλής ο Μιλήσιος από πριν στoυς Ίωνες πως θα γίνει, προκαθορίζοντας και τον χρόνο αυτόν, μέσα στον οποίο πραγματικά και έγινε η μεταβολή. Οι Λυδοί και οι Μήδοι, όταν είδαν τη μέρα να γίνεται νύχτα, σταμάτησαν τη μάχη και πρόθυμα έσπευσαν και οι δύο να κλείσουν μεταξύ τους ειρήνη».[3]
«Μπροστά σ’ ένα τέτοιο του ουρανού σημάδι τι νόημα έχουν των ανθρώπων οι ξεσυνερισιές», αναλογίζεται ο Ι. Θ. Κακριδής στο κείμενό του «Άστρον υπέρτατον κλεπτόμενον»,[4] όπου και καταγράφει την ποιητική αντίδραση του Αρχίλοχου στην έκλειψη του ήλιου στις 6 Απριλίου 648 π.Χ. και του Πίνδαρου στα 463 π.Χ. Καταγράφει επίσης τις στρατιωτικές συνέπειες της έκλειψης της σελήνης στις 27 Αυγούστου του 413 π.Χ., όταν ο δεισιδαίμονας Νικίας εμπιστεύτηκε τους μάντεις του στρατού, που τον συμβούλευσαν να μείνει αδρανής για τρις εννέα ημέρας, γεγονός που οδήγησε στην πλήρη καταστροφή του αθηναϊκού στρατού και στόλου (Θουκυδίδου Ιστορία, 7, 50).
Ταράζονται βαθιά οι άνθρωποι όταν κλονίζεται το στερέωμα και ανατρέπεται η τάξη του. Νιώθουν να χάνεται ο κόσμος και να σαρώνονται μαζί του όλες οι ερμηνείες των μυστηρίων του και τα κάθε λογής πιστεύω. Κι ωστόσο, στην πυρά του πόθου τους απάνω και την παραφορά, εύχονται να έρθει τα πάνω κάτω η τάξη αυτή. Αυτό συμβαίνει και με τον Γύπαρη στην Πανώρια του Γεωργίου Χορτάτση:
Σήμερο οι κάμποι ας ξεραθού και τα βουνά ’ς βουλήσου,
ας άψουσι τα δάσητα κι οι γιορανοί ας μαυρίσου·
ας θολαθούν οι ποταμοί κι οι βρύσες ας σταθούσι,
τα χορταράκι’ ας ξεραθού, τα δέντρη ας τσακιστούσι·
βοσκός μην τραγουδήσει μπλιό, νεράιδα μη χορέψει
κι απού τη μάντρα σήμερο κουράδι μη σαλέψει·
ο ήλιος οχ τον ουρανό χάμαι στη γης ας πέσει
κι ο ουρανός τον κύκλο ντου σήμερο ας τονε στέσει·
και το φεγγάρι ας σταθεί και τ’ άστρα ας σκοτεινιάσου
κι ας σηκωθούσι νέφαλα τον κόσμο να σκεπάσου.[5]
Μαυρίζουν οι ουρανοί. Απ’ το πολύ φαρμάκι, όπως διαβάζουμε σε γιαννιώτικη παραλλαγή του «Μοιρολογιού της Παναγίας», που η σύνθεσή του ανάγεται σε χρόνους πριν από τον 13ο αιώνα:
Από την πίκρα του Χριστού κι από τη φαρμακάδα,
ο ήλιος εσκοτείνιασε και το φεγγάρι εχάθη.[6]
Μα και θνητός αν πεθάνει, αν είναι δίκαιος ή ανδρείος, το δημοτικό τραγούδι θα τον τιμήσει με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στο «Θάνατος Κίτσου Μπότσαρη (1813)»:
Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι χάθη,
που βάρεσαν τον Μπότσαρη, τ’ άξιο το παλικάρι,
που στον ντουνιά δεν ήτανε και δεν μεταγεννιέται.[7]
Για να επανέλθουμε στα ερωτικά, ακόμα και ο ήλιος υποκλίνεται στην ωραιότητα και υποχωρεί μπροστά στην αίγλη της:
Νεράιδα ’στορισμένη,
πού ηύρες την ομορφιά;
Ο ήλιος σκοτιδιάζει
για σε, γλυκιά κυρά.[8]
Τριέσπερος έρως
Οι νεότεροι, όσοι σαν Παντοδύναμο εννοούν τον Σούπερμαν, Kρυπτωνογεννημένο μεν, πολιτογραφημένο HΠAμερικανό δε, γνωρίζουν σίγουρα, μεγαλωμένοι με τα χολιγουντιανά παραμύθια, πως όταν κινδύνεψε η καλή τού Kλαρκ Kεντ, η συνάδελφός του στη δημοσιογραφία Λόις Λέην, αυτός, επιτέλους ανθρώπινος, επιτέλους ερωτικός, κινήθηκε ταχύτατα και ανάποδα γύρω από τον άξονα του πλανήτη μας, ώστε να ανακόψει τον χρόνο, να τον φέρει τα μπρος πίσω ― και μαζί του να φέρει πίσω τη Λόις, και πάλι ζώσα, έπειτα από την εξαιτίας του σεισμού τελευτή της· όταν βυθίστηκε στο αιφνίδιο χάσμα του χώματος, άρα και του χρόνου.
Πριν από τον Σούπερμαν υπήρξε βέβαια ο Hρακλής (ή Aλκείδης ή Aλκαίος). Kαι πριν από τον Hρακλή υπήρξε ο καλός του (τρόπος τού λέγειν) πατέρας ― ο γενετικός εννοείται, όχι ο επίσημος και φαινόμενος στα μητρώα των Θηβών: ο Δίας. Ο πατήρ των θεών λοιπόν, καθώς και μάλλον αναρίθμητων ανθρώπων, ηράσθη σφόδρα, κατά το συνήθειό του, την Aλκμήνη, σύζυγο του Aμφιτρύωνα, του βασιλιά των Θηβών. Πανωραία ήταν η Αλκμήνη. Ο Δίας, για να την πορθήσει, έλαβε τη μορφή και τη φωνή του άντρα της. Τύχη αγαθή, κυριολεκτικά θεόσταλτη, έλειπε έναν καιρό ο Αμφιτρύων σε εκστρατεία εναντίον των Τηλεβόων, κατοίκων της νήσου Τάφου του Ιονίου, όπου βασίλευε ο Πτερέλαος. Αν πιστέψουμε τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ιστορικό του 1ου αιώνα π.Χ., και την Ιστορική Βιβλιοθήκη του (4, 9, 2-3), στη συγκεκριμένη απιστία του προς την Ήρα ο Δίας δεν παρωθήθηκε από τον ανίατο ίμερο, όπως συνέβαινε στις άλλες ερωτικές καθόδους του από τον Όλυμπο, παρά από την επιθυμία του να αποκτήσει γιο που να ξεπερνάει σε δύναμη τους πάντες· γι’ αυτό και επεξέτεινε τη νύχτα, την τριπλασίασε, ώστε το μέγεθός της να ανταποκριθεί στο μέγεθος της ρώμης του Ηρακλή.
Εάν κρίνουμε τα θεϊκά με μέτρο τα ανθρώπινα (και το δικαίωμα αυτό μάς το προσφέρουν ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αφού, όπως τους έψεγε ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, πάντα θεοίς ανέθηκαν Όμηρός θ’ Ησίοδός τε / όσσα παρ’ ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν, / κλέπτειν μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν)[9], η σφοδρότητα του πόθου κίνησε τον Δία να εναντιωθεί στον Χρόνο όπως άλλοτε στον Κρόνο. Γι’ αυτό και έδωσε εντολή στον Ήλιο να τριπλασιαστεί η γαμήλια νύχτα. Προ δε τον Αμφιτρύωνα παραγενέσθαι εις Θήβας, Ζευς διά νυκτός ελθών και την μίαν τριπλασιάσας νύκτα, όμοιος Αμφιτρύωνι γενόμενος Αλκμήνη συνευνάσθη, σημειώνει ο Απολλόδωρος στη Βιβλιοθήκη του (2, 61). Αλκμήνη δε τούτο μόνον δώρον αρκεί, ότι δι’ αυτήν έκλεψεν ο Ζευς τρεις όλους ηλίους,[10] αποφαίνεται ο Αχιλλεύς Τάτιος στο μυθιστόρημά του Των κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα (Β΄, 37), παίρνοντας το μέρος του θεού όχι από ευσέβεια αλλά πεπεισμένος από το φύλο του.
Ποιο το γλωσσικό κέρδος; Για να απαθανατιστεί ο ερωτοπαγής τριπλασιασμός της νύχτας, πλάστηκαν τα επίθετα τρισέληνος και τριέσπερος, τα οποία αποδόθηκαν στον Ηρακλή και στη διαστολή του χρόνου που προϋπέθετε η σύλληψή του: θέλγεται Αλκμήνης δεκάτω τρισέληνος ακοίτης λέει ο Νόννος στα Διονυσιακά του (7, 126)· αθάνατος Ζευς / Αλκμήνης τρισέληνον έχων παιδοσπόρον ευνήν, επανέρχεται(25, 242-3)· Αλκμήνη δε παρέζεται ενδόμυχος Ζευς / νυμφιδίην ακόρητος έχων τρισέληνον ομίχλην πάλι ο Νόννος (31, 163-164). Αμέσως έπειτα πάντως ο επικός ποιητής του 5ου αιώνα μ.Χ., που γεννήθηκε στην Πανόπολη της Αιγύπτου αλλά έζησε στην Αλεξάνδρεια, σημειώνει ότι το ρεκόρ του Δία ήταν η εννεάκυκλος ομίχλη, αφού κοιμήθηκε επί εννέα συναπτές νύχτες με τη Μνημοσύνη στην Πιερία, και γεννήθηκαν έτσι οι ισάριθμες Μούσες.[11] Εννέα γαρ οι νύκτας εμίσγετο μητίετα Ζευς / νόσφιν απ’ αθανάτων ιερόν λέχος εισαναβαίνων λέει ο Ησίοδος στη Θεογονία, στ. 56-57.[12] Οίον και Κρονίδης έπιρέ σε τη τρισελήνω / νυκτί τραγουδάει ο ποιητής Δαμάγητος στο επίγραμμα ΙΣΤ΄ 102 της Παλατινής Ανθολογίας, ενώ ο Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς, ο αποκληθείς «τελευταίος Έλληνας ποιητής», που έζησε στο μεταίχμιο του 4ου/5ου αιώνα μ.Χ., αφιερώνει στον τρισέληνο Ηρακλή ένα μελαγχολικό, ή μάλλον πικρόχολο, επίγραμμα (Παλατινή Ανθολογία, Ι΄ 441). Το μεταφράζω:
Είδα και έφριξα: στο τρίστρατο ο γιος του Δία, χάλκινος,
Ως λίγο πριν τις προσευχές μας τού αναπέμπαμε. Και τώρα, παραπεταμένος. Φαρμακωμένος, στάθηκα είπα: «Τρισέληνε, αλεξίκακε, έπεσες, κείσαι, εσύ, ο ανίκητος ώς τώρα;»
Μου φανερώθηκε τη νύχτα ο Ηρακλής, και μειδιώντας αποκρίθηκε:
«Θεός, μα έμαθα να υπακούω στον Καιρό».[13]
Όσο για το επίθετο τριέσπερος, δεν το θυμάται μόνο ο Λουκιανός, στο έργο του Περί του ενυπνίου ήτοι βίος Λουκιανού (τριέσπερος ώσπερ ο Ηρακλής...), αλλά και ο άγιος Ιουστίνος και μάρτυς στο Προς Έλληνας κείμενό του: τον γαρ τριέσπερον Αλκείδην τον αγώνων ηγήτορα, τον δι’ ανδρείαν αδόμενον... Το θυμάται επίσης ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός στον Κατά Ιουλιανού βασιλέως στηλιτευτικόν πρώτον λόγο του (παράγρ. 77), όπου και χαρίζει στους θρησκευτικούς του αντιπάλους τον βουθοίνα Ηρακλή, τον «βοϊδοκαταβροχθιστή». Λέει μάλιστα χλευαστικά ότι στον «δέκατο τρίτο άθλο του» ο ήρωας του μύθου έσμιξε με τις πενήντα κόρες του Θεστίου, βασιλιά της αιτωλικής Πλευρώνας, για να ονομαστεί θεός: και άθλον ποιησάμενον τρισκαιδέκατον εν μιά νυκτί τας Θεστίου πεντήκοντα θυγατέρας ίν’ εκ τούτων ονομασθή θεός.
Στον ίδιο δέκατο τρίτο άθλο του Ηρακλή, να συγκοιμηθεί δηλαδή σε μία και μόνη νύχτα (μουνονυχί) με πενήντα κόρες, αναφέρεται υμνητικά, στην κατάληξή του, άδηλο επίγραμμα της Παλατινής (ΙΣΤ΄ 92). Αν πάντως πιστέψουμε τον Αθήναιο και τους Δειπνοσοφιστές του (ΙΓ΄, 4), ο φιλογύνης ημίθεος χρειάστηκε κάτι παραπάνω από μία νύχτα, μία εβδομάδα δηλαδή, για να πετύχει τον άθλο του αυτόν: Ο δε Ηρακλής εν επτά μέντοι γε ημέραις πεντήκοντα διεπαρθένευσε Θεστίου κόρας, ως Ηρόδωρος ιστορεί. Μετριοπαθέστερος ο Ιωάννης Τζέτζης, ο Βυζαντινός λόγιος του 12ου αιώνα μ.Χ., μιλάει για πενήντα νύχτες ηδονής και για μία βασιλοπούλα ανά νύχτα (Χιλιάδες, Ιστορία 36, στ. 221-225):
Κτείναντα δε τον λέοντα Θέστιος γνους ξενίζει.
Εκ Μεγαμήδης έχων δε κορών πεντηκοντάδα,
μεθύσκων συνεκοίταζε τούτω τας κόρας πάσας
μέχρι πεντήκοντα νυκτών, μίαν νυκτί εκάστη,
όπως συλλάβοιεν αυτώ, τέκοιεν δε και τέκνα.
Τον τριπλασιασμό του επικλίνιου χρόνου προς χορτασμόν του θεϊκού πόθου τον θυμάται και τον τιμά, κάπως περιπαικτικά, και η νεοελληνική ποίηση, διά χειρός Ιωάννη Καρασούτσα (Σμύρνη, 1824 - Αθήνα, 1873), λυρικού ποιητή της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής. Στη συλλογή του Η βάρβιτος, στο ποίημα «Ο καλοκαιρινός χειμών», σαν εξήγηση της χειμερινής ευδίας προτείνεται ένα ακόμη τσιλημπούρδισμα του Δία, σε συσχετισμό και με τη χρονοδιευρυντική δράση του στη Θήβα, με την Αλκμήνη. Ιδού η εύλογη εικασία του Καρασούτσα:
Όλοι θαυμάζουν,
όλοι φωνάζουν
Α! τι ωραίος λαμπρός καιρός!
Τα φυτά θάλλουν,
τα φυτά ψάλλουν
κι είναι Δεκέμβριος σκληρός.
Αι κομψαί νέαι
και αι ωραίαι
υπάγουν όλαι να τρελαθούν.
Οι λευκοί ώμοι
γυμνοί ακόμη
δύναντ’ εξαίρετα να σταθούν.
Μία μ’ ευρίσκει
που αποθνήσκει
δι’εξοχάς, και με θαυμασμόν
ως πρώτιστόν της
χαιρετισμόν
δέτε, με λέγει, δέτε χειμών!
— Εγώ πιστεύω,
καν υποπτεύω,
της κάμν’, ο φίλος σας ότι ο Ζευς
καμμίαν άλλην
στο μάτι πάλιν
έχει του κόσμου ο βασιλεύς.
Για μιαν ωραίαν
ποτέ Θηβαίαν
τι κάμνει ξεύρετε; ω! φρικτόν!
—Τι; τι; — Εις μίαν
νύκτα γλυκείαν
δίδει το μήκος τριών νυκτών.
—Φρικτόν τωόντι!
Λοιπόν το δόντι
και τώρα πάλιν αν τον πονά
δι’ άλλην νέαν
που την ωραίαν
φύσιν γυρεύει και τα βουνά,
ω φαντασθείτε,
φίλη, να ζείτε!
Αν το ’χει δύσκολον παντελώς
πισω να φέρει
το καλοκαίρι
γι’ αυτήν που χάσκει κι είναι τρελός![14]
Μια φορά κι έναν καιρό πάντως, ο φουντωμένος Δίας δεν άντεξε την αργοπορία και με φωνήν δυσίμερον, φορτωμένη από απεγνωσμένο ίμερο, σχεδόν ανθρώπινος πια αυτός ο πλέον ανθρωποπαθής από τους θεούς της ελληνικής αρχαιότητας, τα ’ψαλε στη Νύχτα και στον Ήλιο, όπως τουλάχιστον το φαντάστηκε ο Νόννος στα Διονυσιακά (7, 286-301). Μεταφράζω:
Πες μου, αργοπορούσα Νύχτα, πότε θα δύσει η φθονερή Ηώς;
Σήκωσε τον δαυλό σου, τον Δία οδήγησε στους έρωτές του,
του νυχτοπλάνητου Λυαίου τη λάμψη προαναγγέλλοντας.
Ζηλεύει και με βασανίζει ο Φαέθων· μήπως κι ο ίδιος
τη Σεμέλη ορέγεται και με φθονεί που την ποθώ;
Με συγχίζεις, Ήλιε, κι ας ξέρεις απ’ του έρωτα το πάθος.
Και το μαστίγιό σου τι το τσιγκουνεύεσαι χτυπώντας το αργοκίνητο άλογό σου;
Ξέρω και τρόπον άλλο να νυχτώσει γρήγορα· αν το θελήσω,
κι εσέ και την ημέρα με τα σύννεφά μου σας καλύπτω.
Και μόλις πια κρυφτείς, μέσα στη μέρα θα φανεί η Νύχτα,
τους γάμους του Διός του ασυγκράτητου να ετοιμάσει.
Θα λάμψουνε μεσημεριάτικα τ’ αστέρια. Και τον Έσπερο,
σύντροφο των ερώτων ταιριαστό, τον κάνω ν’ ανατέλλει - να μη δύει.
Σύρε λοιπόν τον πρόδρομό σου Εωσφόρο ώς τη δύση,
τον πόθο σου και τον δικό μου υπηρετώντας: εσύ ολονυχτίς
να απολαύσεις την Κλυμένη κι εγώ να τρέξω στη Σεμέλη.
Και βέβαια, είπε και εγένετο. Ένας τεράστιος κώνος ομίχλης σκίασε την Ηώ που έβαινε προς τη δύση και ο Δίας, με μόλις δύο άλματα, βρέθηκε από τον Όλυμπο στη Θήβα, να σμίξει με τη Σεμέλη.
Το ίδιο είπε και εγένετο ίσχυσε και με πρωταγωνίστρια την κόρη τού Δία, την Αθηνά. Μπορεί η ίδια να ήταν ταμένη στην παρθενία, ένιωσε ωστόσο υποχρεωμένη να πριμοδοτήσει το σμίξιμο του προστατευομένου της του Οδυσσέα με την Πηνελόπη. Είκοσι χρόνια ήταν αυτά, έστω κι αν ο βασιλιάς της Ιθάκης απόλαυσε τη συντροφιά της Κίρκης (επί ένα έναν μήνα ή επί έναν χρόνο, ανάλογα με τον μυθογράφο) και της Καλυψώς (επί ένα έτος ή επί επτά, και πάλι κατά τη φαντασία κάθε αφηγητή). Όσο για την Πηνελόπη, πιστή έμεινε, στις «κανονικές» αφηγήσεις, σύμφωνα όμως με μια μεταομηρική παράδοση έσμιξε διαδοχικά και με τους 129 μνηστήρες και από αυτούς τους πάντες γεννήθηκε ο κακόμορφος Πάνας. Για να μείνουμε εντούτοις στον Όμηρο, η Αθηνά φρόντισε να μακρύνει η νύχτα ώστε το ζεύγος, μετά τον αναγνωρισμό, να δοθεί απερίσπαστο στον λυτρωτικό θρήνο του πρώτα και ύστερα στον έρωτα. Οι στίχοι 233-246 της ραψωδίας ψ, στη μετάφραση του Δ. Ν. Μαρωνίτη:
Πόση αγαλλίαση, βλέποντας γη μπροστά τους, νιώθουν οι ναυαγοί
που ο Ποσειδώνας σύντριψε, καταμεσής στο πέλαγο,ς
το ανθεκτικό καράβι τους, χτυπώντας το
μ’ άγριο άνεμο και κύμα φοβερό, λίγοι μονάχα
γλίτωσαν την αφρισμένη θάλασσα, παλεύοντας να φτάσουν κολυμπώντας
στη στεριά, κι έπηξε η αρμύρα πάνω στο κορμί τους,
τέλος, αφήνοντας πίσω τους το κακό, με αγαλλίαση πατούν
στη στέρεη γη· τόση αγαλλίαση πλημμύρισε κι εκείνην, που τώρα
έβλεπαν τα μάτια της το ταίρι της. Και πια δεν έλεγε να λύσει
απ’ τον λαιμό του τα λευκά της χέρια.
Και θα μπορούσε να τους βρει πάνω στον θρήνο τους
η ροδοδάχτυλη Αυγή, αν η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας,
δεν έβαζε στον νου της άλλα·
τη νύχτα καθυστέρησε μακρότερη στα πέρατα της δύσης,
και τη χρυσόθρονη Αυγή σταμάτησε στου Ωκεανού τα ρείθρα,
να ζέψει δεν την άφησε τα ωκύποδα άλογά της,
που φέρνουν στους ανθρώπους φως, Φαέοντα και Λάμπο,
τα δυο πουλάρια που την οδηγούν.[15]
Ήλιε μου, τι πολλάργησες...
Στον άλλον κόσμο τώρα, των ανθρώπων, βιάζεται να νυχτώσει η εργατιά αλλά και η μικροπαντρεμένη:
Ήλιε μου, τι πολλάργησες, δεν μπόρ’ να βασιλέψεις!
Σε καταριέτ’ η εργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες.[16]
Σε καταριέται και μια νια, μια μικροπαντρεμένη,
πόχει τον άντρα τς άρρωστο τώρα δώδεκα χρόνοι.
Γυρεύε’ από λαγό τυρί κι απ’ άγριο γίδι γάλα·
όσο ν’ ανέβει στο βουνό, να κατεβεί στους κάμπους,
ο Χάρος τον προξέναε κι άλλη γυναίκα τ’ δίνει,
τ’ δίνει την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα
κι αυτά τα λιανολίθαρα όλα γυναικοσόι.[17]
Βιάζεται επίσης η μάνα που έχει παιδί στην κούνια κα πρέπει να το φροντίσει:
Ήλιε, που κρους τ’ αποταχιά, ήλιε μου,
κι αργείς να βασιλέψεις, φεγγάρι μου,
σε καταριέται η αργατιά, ήλιε μου,
κι οι ξενοδουλευτάδες, φεγγάρι μου.
Κάποια πεινάει, κάποια διψάει, ήλιε μου,
κάποια έχει σαμαρίτσα[18], φεγγάρι μου,
κάποια άντρα στην ξενιτιά, ήλιε μου,
τον καϊτεράει νά ’ρθει, φεγγάρι μου.[19]
Βιάζεται, σε τραγούδι της Κρήτης, ο φυγάς των ορέων και αρνητής της σκλαβιάς:[20]
Ήλιε, παραπονούμαι σου γιατί δε βασιλεύγεις,
να κατεβώ σ’ όπου χωριό να βρω ψωμί να φάω,
να βρω ψωμί, να βρω κρασί και ρούχα να πλαγιάσω,
η λέρα έφαν τα ρούχα μου κι η σκούρα τ’ άρματά μου.
κι έφαν κι η καραμπίνα μου τα μπολμπερόφλασκά μου,
γιατί κοιμούμαι στα κλαδιά, στα χιονισμένα δάση,
κι έχω τα δέντρη σκέπασμα, πέτρα προσκεφαλάδι,
και κατοικιά μου το βουνό για τη σκλαβιά τη μαύρη.[21]
Βιάζονται φυσικά και οι σεβνταλήδες, αν είναι σίγουρο ότι το βράδυ θα σμίξουν με τον έρωτά τους[22], αλλά, το είδαμε κιόλας, και όσοι περνούν βαριά τη μέρα τους ξενοδουλεύοντας και γυρεύουν λίγη ανάπαυση, όπως στο ακόλουθο μωραϊτικο τραγούδι:
Ήλιε μου, γιά βασίλεψε, ήλιε μ’, γιά πέσε κάτω,
σε καταριόνται οι αργατιές, του κόσμου οι δουλευτάδες·[23]
άλλοι δουλεύουν για ψωμί κι άλλοι για τρεις παράδες,
κι ένας γέρος, κατάγερος, για μια πρέζα ταμπάκο.[24]
Και σε μια ιδιαιτέρως νόστιμη μακεδονική εκδοχή:
Τι είναι, ήλιο μ’, η άργητας κι αργείς να βασιλέψεις;
Κλάψαν του κόσμου τ’ αργατιά, κλάψαν τ’ αργατοδούλια,
κλαίει και ένας νιούτσικος για μια σγουρή αγάπη.
«Τι να τα πω τα μάτια μου, τι να τα βλαστημήσω,
που δεν κοιμούνται μοναχά, χωρίς γυναίκ’ αγκάλη;»
«Σώπα, σώπα, λεβέντη μου, και μη βαριαστενάζεις.
Σε στέλνω ’γώ τον ύπνο μου, μαζί για να κοιμάσαι».
«Δεν θέλω ’γώ τον ύπνο σου, μαζί για να κοιμούμαι,
μόν’ θέλω το κορμούδι σου να χαίρετ’ η καρδιά μου».[25]
Κι όταν οι ερωτευμένοι δεν δέονται στον ηγεμόνα της ημέρας, στρέφονται παρακλητικά προς τη δέσποινα της νύχτας:
Φεγγάρι μου, βασίλεψε, μην καρτερείς την Πούλια,
να σκοτιδιάσουν τα στενά, να πάψουν οι διαβάτες,
να παν οι ξένοι σπίτια τους κι οι ντόπιοι στα δικά τους,
να πάω κι εγώ ο ξενούτσικος σε μιαν αγάπη πόχω.[26]
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι, σκλάβοι πειρατών, που παρακαλούν τον ήλιο, τον μοναδικό θεό που απομένει όταν οι υπόλοιποι δύουν μέσα στην αποκεκαλυμμένη ανημπόρια ή αδιαφορία τους, να μην ανατείλει καν, γιατί η ανατολή του σημαίνει γι’ αυτούς επιστροφή στα δεινά:
Ήλιε, που βγαίνεις το ταχύ, σ’ ούλον τον κόσμο δούδεις,
σ’ ούλον τον κόσμ’ ανάτειλε, σ’ ούλην την οικουμένη,
στω Μπαρμπαρέσω[27] τις αυλές, ήλιε, μην ανατείλεις,
γιατ’ έχουν σκλάβους όμορφους, πολλά παραπονιάρους,
και θα γραθού οι γι-αχτίνες σου που τω σκλαβώ τα δάκρυα.[28]
Αλλά οι θεοί, όποιο κι αν είναι το όνομά τους, έχουν φραγμένη ακοή. Και δεν θ’ ακούσουν ούτε τους σκλάβους ούτε όμως και τον αγαπητικό που δίνει βυζαντινό και αυτοκρατορικό περιεχόμενο στο αίτημά του, σε κυπριακό δίστιχο:
Θεγέ μου, να ξημέρωνε μια μέρα δίχως νήλιον,
να πάρ’ εγώ την ααπώ κι η Πόλη το βασίλειον.[29]
Tο χέρι σου το παχουλό και κοντυλογραμμένο
Στο δημοτικό τραγούδι χώρος για τις θεότητες, αρχαίες και νεότερες, δεν υπάρχει πολύς. Χώρος, αντίθετα, για τον ερωτικό πόθο υπάρχει απέραντος. Και επειδή ο χρόνος -ο κοινός, σωματικός και ψυχικός, χρόνος του ζευγαριού- ουδέποτε επαρκεί, ο ερωτευμένος εύχεται, και δίχως να ξέρει τα μυθολογημένα, να γευόταν την αγάπη του τρεις μέρες και τρεις νύχτες συναπτές, να είχε δηλαδή τη χάρη του Δία, και τη χαρά του. Και να είναι μάλιστα οι νύχτες γεναριάτικες:
Αγάπη μου καλοκαιρνή να σ’ είχα το Γενάρη,
που ’ναι η μέρα πιο μικρή κι η νύχτα πιο μεγάλη.[30]
Και οι μέρες να είναι μεγάλες, του Μάη, όπως ορίζει τα πράγματα η διαδρομή του ήλιου, μήπως και χορτάσει ο εγγενώς ακόρεστος:
Διψάν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια
και τα γεράκια για πουλιά κι εγώ, βλάχα μ’, για σένα.
Σέρνουν τα πόδια σου δροσιά και τα μαλλιά σου μόσχο,
σέρνουν τα πασουμάκια σου του Μάη τα λουλούδια.
Tο χέρι σου το παχουλό και κοντυλογραμμένο
να το ’ χα για προσκέφαλο[31] τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
οι μέρες να ’ναι του Mαγιού κι οι νύχτες του Γενάρη.
Να σε χορτάσω φίλημα, να σε χορτάσω αγκάλες.[32]
Τρεις νύχτες αγκαλιά ονειρεύεται και ο εραστής από τη Θάσο:
Αχι βάχι - με φάγανε τα βάσανα,
αχ, τα μαλλιά σου τέλι τέλι, η καρδούλα μ’ σένα θέλει,
αχ, τα μαλλιά σου κύκλες κύκλες, αχ να σ’ αγκάλιαζα τρεις νύχτες.[33]
Ο νυκτόφιλος και νυκτόβιος πόθος σε πελοποννησιακή παραλλαγή:
Το χέρι σου το παχουλό με το πλατύ μανίκι,
να το ’χα για προσκέφαλο κι ας έδινα και νοίκι,
την εβδομάδα δυο βολές, το μήνα πέντε - δέκα,
νά ητανε η μέρα του Μαγιού κι η νύχτα του Γενάρη.[34]
Άλλος ιμερόπληκτος, για να του δοθεί η χάρη να γείρει σε χέρι αφράτο, δηλώνει πως αδιαφορεί για το πιθανό πρόστιμο. Ιδού, λοιπόν, έρωτας και τιμωρία σε τραγούδι της Χαλκιδικής (μπιλιτζίκια είναι τα βραχιόλια, τζιριμιτώ δε σημαίνει «τιμωρώ με πρόστιμο»):
Του ρήγα γιος πινέθηκι μέσα στου πανηγύρι.
«Πουλλές μπρε νιες που φίλησα, χήρις κί παντρεμένις,
μα σαν της Βλάχας τού φιλί, άλλο φιλί δεν είδα.
Άσπρου ’ταν σαν του ζάχαρι, γλυκό ’ταν σαν του μέλι,
τού πρόσουπού της έλαμπι, τα φρύδια της γραμμένα.
του χέρι της τού παχουλό γιουμάτου μπιλιτζίκια.
Ας το ’βαζα προυσκέφαλου κι ας μί τζιριμιτούσαν
κι ας μ’ έριχναν στη φυλακή, να κάμου τριάντα μέρις.
Κί παραπέφτουν τα κλειδιά κί κάμνου τρία χρόνια».[35]
Κι όταν λείπει μακριά το αγαπημένο χεράκι, η δημοτική ποίηση, ευφάνταστη και επινοητική, φτιάχνει άλλο προσκέφαλο. Το επόμενο δίστιχο το κατέγραψε η Εντβίγη Λύντεκε στη Χίο το 1936:
Αν και μακριά μου κατοικείς, πάντα σε ενθυμούμαι,
τα δάκρυα μου προσκέφαλο τα βάζω και κοιμούμαι.[36]
Τις μέρες του Μαγιού συλλογίζεται και εύχεται ο δημοτικός τραγουδιστής, με τη μετρημένη εδώ αρνησιθεΐα του, και για άλλους λόγους, τους μόνους που είναι σοβαροί, πολύ πολύ πιο σοβαροί, από τους λόγους του έρωτα:
Τόσα καλά που κάνει ο Θεός κι ένα καλό δεν κάνει,
να κάμει τον γιαλό στεριά, τον Άδη μονοπάτι,
ν’ ανοίξει και τα μνήματα, να βγουν οι πεθαμένοι.
Να ’βλεπε η μάνα το παιδί μια μέρα και μια νύχτα,
και νά είν’ η μέρα του Μαγιού και νά είν’ η νύχτα χρόνος.[37]
Στον πεινασμένο τού έρωτα πάντως ακόμα και οι μαγιάτικες μέρες πέφτουν μικρές, γι’ αυτό και εύχεται:
Ενενήντα ώρες να γενεί η μέρα που α βρεθούμε,
να πεις εσύ, να πω κι εγώ να παρηγορηθούμε.[38]
Ολιγαρκής φαίνεται κατόπιν τούτου ο ερωτευμένος ενός αλλου ροδίτικου διστίχου:
Σαράντα ώρες να γενεί η νύχτα πεθυμώ τη,
γιατί ’ν’ αυτή του χωρισμού υστερινή και πρώτη.[39]
Και επίσης ολιγαρκής ο ομοιοπαθής του από την Κύπρο:
Μέσα στην μέσην των βυζιών να ’μουν μπρουμουττισμένος
κι η νύκτα να ’τουν θκυο μέρες, ήμουν φκαριστημένος.[40]
Δυο μέρες; Τι να σου κάνουν δυο μέρες; Αν είναι δυο βδομάδες, κάτι γίνεται:
Θεέ μου, να γενόντανε η νύχτα δυο βδομάδες,
για να χορτάσω το φιλί κι όλες τες νοστιμάδες.[41]
Μία νύχτα ίσον δύο εβδομάδες; Μικρό το όφελος. Καλύτερα τρεις:
Πουλάκι πήγι κι έκατσι σί νιραντζιάς κλουνάρι.
κί τα φτιρούδια τ’ τίναζι κί τα φτιρούδια τ’ κρούει,
κί την αγάπη τ’ έκραζι κί την αγάπη τ’ λέει:
«Αγάπη μου καλουκιρνή, να σ’ είχα τού χειμώνα,
που ’νι τα χιόνια τα πουλλά, τα κρύα τα μιγάλα,
που ’νι οι μέρις οι μικρές κι οι νύχτις οι μιγάλις,
να σί χουρτάσου φίλημα, να σί χουρτάσου λόγια,
να γέν’ η μέρα τρεις βραδιές κι η νύχτα τρεις βδουμάδις!»[42]
Και αυτό όμως αυτό αποδεικνύεται λίγο, ελάχιστο. Οπότε:
Νά ηταν η μέρα μια χρονιά κι η ώρα μια βδομάδα,
να καταλάβει ο νιος φιλί κι η νέα νοστιμάδα.[43]
Είπαμε. Στο φίλημα και στην αγκαλιά δεν νοείται χορτασμός:
Είκοσι ώρες να ’ναι μια κι οι μέρες να ’ ναι ώρες,
δε σε αποχορταίνουνε των αματιών μου οι κόρες.[44]
Και δεν υπάρχει χόρταση επειδή καιροφυλακτεί ο μέγας ακόρεστος, που κάνει τους δικούς του λογαριασμούς, ανέντιμους και ανθρωποκτόνους:
Χαρείτε νιοι, χαρείτε νιες κι η μέρα ολοβραδιάζει,
κι ο Χάρος κάθε μέρα μας για τρεις τις λογαριάζει.[45]
Με όλα αυτά λοιπόν κατά νου, ο γραμματικός ενός τραγουδιού εκφωνεί τη δίκαιη απαίτησή του:
Να ειπώ για το σαγόνι σου, πόχει στη μέση βούλα,
να τό ειχα να το φίληγα σαράντα μια μερούλα.
Να ειπώ για το χειλάκι σου, πόχει μια λαβωμάδα,
να τό ειχα να το φίληγα σαράντα μια βδομάδα.[46]
Γι’ αυτό επίσης ο Παύλος Σιλεντιάριος, ποιητής του 6ου αιώνα μ.Χ., αποσαφηνίζει σε επίγραμμά του (Παλατινή Ανθολογία, Ε 283, στ. 5-6) ότι:
εί τις Ερώτων
λάτρις, νύκτας έχειν ώφελε Κιμμερίων.
Μεταφράζω:
Αν κάποιος των Ερώτων
είναι δούλος, των Κιμμερίων τις νύχτες εύχεται να έχει.
Κι άλλος ποιητής του 6ου αιώνα μ.Χ., ο Μακηδόνιος Ύπατος, που καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη, εύχεται, προσεύχεται καλύτερα, να του δωρηθεί μια νύχτα σαν των Κιμμερίων (Παλατινή Ανθολογία, Ε 223). Μεταφράζω το επίγραμμά του, με την προσημείωση ότι ο Φαέθων εδώ είναι ο Ήλιος, με τον οποίο έσμιξε η Κλυμένη, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος:
Αυγερινέ, σκληρός μην είσαι με τον Έρωτα, και μη,
του Άρη γείτονας εσύ, τον δασκαλεύεις άσπλαχνα να φέρεται.
Κι όπως παλιά, βλέποντας την Κλυμένη στο παλάτι τού Φαέθοντα,
δεν βιάστηκες να διανύσεις το δρόμο σου απ’ την ανατολή,
έτσι τη νύχτα αυτή που λαχταρώ να ρθει,
αργά να φτάσεις, όπως στους Κιμμέριους.
Γιατί οι ευχές αυτές; Μα επειδή, όπως το όρισε ο Όμηρος στην Οδύσσεια (λ 13-19)[47], τα μέρη των Κιμμερίων, στα πέρατα του Ωκεανού, δεν τα βλέπει ποτέ ο ήλιος κι απλώνεται νύχτα ατελεύτητη εκεί, άρα ατελεύτητο συμπεραίνεται και το σμίξιμο των σωμάτων από τον διαχρονικώς και οικουμενικώς ευφάνταστο και ανορθολογιστή ερωτευμένο.
Ας μην ξημέρωνε ποτέ
Ν’ αργήσει το ξημέρωμα, κι αν είναι δυνατόν να μην έρθει ποτέ, για να συντελεστεί ανεμπόδιστος και πλήρης ο έρωτας. Αυτό επιθυμούν οι αγαπημένοι, κι αυτό προσεύχονται, σε όποιον πρόθυμο θεό, στη θεά Νύχτα ας πούμε:
Νύχτα μου, σί πιρικαλώ μέρα να μη μί φέρεις,
γιατί έχου στις αγκάλις μου μια άγρια πιριστέρα.
Να τη μιρέψου δεν μπουρώ, να την αφήσου κι όχι.
Στα μάτια μοιάζει Φράγκισσα, στα φρύδια Ρουμιουπούλα
κί στου λιγνό της τού κουρμί μοιάζει τού κυπαρίσσι.
Τού κυπαρίσσ’ όντας ανθεί, τη γειτουνιά μυρίζει.
Κι η κόρ’ όντας στουλίζιτι, τους νέους διμουνίζι.[48]
Η προσευχή ετούτη, ταπεινή, παραπονεμένη ή επιθετική, ακούγεται η ίδια μέσα στους αιώνες, όσο κι αν αλλάζει μορφή η γλώσσα. Την ακούμε, λόγου χάρη, ειπωμένη από τον Μελέαγρο. Ο ποιητής του 2ου/1ου αιώνα π.Χ. από τα Γάδαρα της Συρίας, θέλοντας να πετύχει την επανάληψη του θαύματος, θυμίζει πόσο ευνοϊκά στάθηκαν τα ουράνια για τον ερωτικό Δία (Παλατινή Ανθολογία, Ε 172). Μεταφράζω:
Tι βιάστηκες την κλίνη να φωτίσεις, αυγή ανερωτική,
τώρα π’ αρχίζω να θερμαίνομαι στην αγκαλιά της ποθητής Δημώς;
Eίθε το δρόμο σου ν’ αλλάξεις, εσπέρα ευθύς να γίνεις,
ω φως γλυκό που με χτυπάς πικρότατο.
Kι άλλοτε άλλαξες, όταν ο Δίας έσμιγε με την Aλκμήνη,
Ώστε λοιπόν δεν είσαι άμαθη στην παλινδρόμηση.
Την ακούμε και συνοπτικότερη την παραπονεμενη προσευχή, δίχως μυθολογικές αναφορές και φιλολογικές αγωνίες:
Μέρα, ’ιάντα ξημέρωσες, νήλιε μου, ’ιάντα βγήκες,
και μεγαλύτερη χαρά να πάρω δε μ’ αφήκες;[49]
Συγκρητιστής από ανάγκη ο βοσκός στη Βοσκοπούλα (ένα ανώνυμο αφηγηματικό ποίημα που γράφτηκε στην Κρητη στα 1580-1600), το τελευταίο βράδυ που είναι μαζί με την αγαπημένη του προσεύχεται και στον Θεό και στον ήλιο ν’ αργήσει το ξημέρωμα για να χαρούν το σμίξιμο όσο περισσότερο γίνεται:
Τη νύκτα κείνη θέτω πρικαμένος
με λογισμόν μεγάλον ο καημένος·
το Θεόν επαρακάλου να μ’ αξιώσει
να μη βιαστεί γοργό να ξημερώσει.
Μα λέγω τσ’ άχολής μου περιστέρας:
«Πολλά βαραίνω προς το φως τση μέρας,
γιατί παρά ποτέ τούτο το βράδυ
εβιάστη να μη μείνομεν ομάδι».
Και προς τον ήλιο, που ’χα πάντα θάρρος,
κλαίω με παραπόνεση και βάρος:
«Ω ήλιε μου, πολλή χαρά που φέρνεις,
για ποια αφορμήν μένα τηνε παίρνεις;»[50]
Δημοτικό, ρεμπέτικο, λαϊκό
Η ευχή να κλειδωθεί ο χρόνος επανέρχεται σταθερά, σαν ένα μοτίβο ισχυρό όσο και τα πάθη που το προκαλούν, στο ρεμπέτικο τραγούδι και στο λαϊκό. Επί παραδείγματι, στο ρεμπέτικο τραγούδι «Ας μην ξημέρωνε ποτέ»:[51]
Aς μην ξημέρωνε ποτέ,
ας μη φύγει αυτό το βράδυ που ’μαστε μαζί,
γιατί μέσα στο σκοτάδι η αγάπη ζει.
Πόσα δεν έχω να σου πω,
να σε κάνω να με νιώσεις
μες στη σιγαλιά.
Nα σου δώσω, να μου δώσεις
χάδια και φιλιά.
Ας μην ξημέρωνε ποτέ.
Kαι οι δυο θα πικραθούμε,
θά ’ρθει το πρωί,
τέτοιο βράδυ δεν θα βρούμε
σ’ όλη τη ζωή.
Τέτοια νύχτα μαγεμένη, αχ, να μην ξημέρωνε ευχόταν και ο Βασίλης Τσιτσάνης στο άσμα του «Η γυναίκα η μουρμούρα», που το τραγούδησε ο Μανώλης Αγγελόπουλος, γιατί τη νύχτα αυτή τον ήρωά μας στο χορό, στην παραζάλη / τον ξελόγιασαν τα κάλλη, ιδίως δε μια ξανθιά μικρή σουλτάνα. Αλλά εμφατικότερη ακούγεται η απαίτηση να μείνει ο ερωτικός χρόνος ακίνητος στο λαϊκό τραγούδι «Νύχτα στάσου»:[52]
Αν ξημερώσει σε χάνω
και στα χέρια σου απάνω
νιώθω σαν λυγαριά.
Αν κάποιο τρένο σφυρίξει
μαχαιριές θα μου ρίξει
ο χαμός στην καρδιά.
Νύχτα στάσου,
νύχτα στάσου μια στιγμή,
μια αγάπη θα πεθάνει την αυγή.
Νύχτα ρίξε,
νύχτα ρίξε κεραυνό,
τη σκιά του που θα σβήνει να μη δω.
Δεν σταματούν τα ρολόγια
κι όσα μου ’λεγες λόγια
θα τα πάρει η αυγή.
Δεν σε κρατάει το δάκρυ,
αφού άλλη αγάπη
μακριά μου έχεις βρει.
Δεν σταματούν τα ρολόγια, λοιπόν, ή, για να αντικατασταθεί η απογοητευτική σιγουριά από την απαίτηση: Σταμάτησε του ρολογιού τους δείχτες / τώρα που είμαστ’ αγκαλιά.[53] Ιδού το πρόβλημα άλλωστε: όταν οι αγαπημένοι βρίσκονται μαζί, ο χρόνος φαίνεται να τρέχει ακάθεκτος, να καλπάζει· κι όταν είναι χώρια, η στιγμή εκτείνεται σε αιώνα[54] και ο πόθος αλλοιώνεται σε πόνο, οπότε η νύχτα ακούει άλλες απαιτήσεις ή δεήσεις, όπως η ακόλουθη δίστιχη, αποθησαυρισμένη από τον Ιωάννη Κονδυλάκη:
Νύχτα σκληρή του χωρισμού, γιάντα δεν ξημερώνεις
κι εμέ με το πουλάκι μου γιατί δεν ανταμώνεις.[55]
Και κάπως διαφορετικά:
Βραδιάζει και περικαλώ πότε να ξημερώσει,
για να σε ιδούν τα μάτια μου κι ο νους μου να ημερώσει.[56]
Ο χρόνος είναι Κρόνος. Κι εμεις τα παιδιά του. Και είτε μας καταβροχθίζει με τη μια είτε μας τρώει σιγά σιγά. Το σώμα και η ψυχή έχουν το δικό τους αλάθητο χρονόμετρο, που μόνο κατ’ εξαίρεση συμφωνεί με τα μηχανικά ρολογια. Αίφνης, ο βαρύς καημός του χωρισμού διευρύνει τον χρόνο, τον πολλαπλασιάζει, ενόσω μάλιστα τον συμπυκνώνει τόσο πολύ ώστε να γίνει σαν από πέτρα. Αυτό αφηγείται, με τον τρόπο του, η ακόλουθη κρητική μαντινάδα, όπου ο αγαπών μετράει το φαρμάκι του χρόνου που μένει αλειτούργητος, κομματιασμένος, και δοκιμάζει το ανέφικτο, να δώσει με τη σκέψη αίμα στην απουσία:
Η νύχτα ώρες δεκατρείς, μόνο τσι τρεις κοιμούμαι,
και τσ’ άλλες είμαι ξυπνητός κι εσένα συλλογούμαι.[57]
Και νά που η σωματική αντοχή αποδεικνύεται απεριόριστη, πάλ σε μαντινάδα:
Θέτω για ν’αποκοιμηθώ, μ’ αξάφνου σε θυμούμαι,
σαράντα ώρες να γενεί η νύχτα, δεν κοιμούμαι.[58]
Από τις ώρες και τις μέρες στους μήνες, το πράμα δεν αλλάζει· δράμα μένει:
Γυρίζω ν’ αποκοιμηθώ και κοιμισμούς δεν είχα
και ξαμηνιά μού φάνηκεν η μαυρισμένη νύχτα.
Εξαμηνιά μού φάνηκε ώστε να ξημερώσει
και μεσημέρι γίνηκε ο νους μου να μερώσει.
Το μεσημέρι πέρασε κι ήρθε το προσαργάκι
και δεν θωρώ την αγαπώ κι είμαι να πιω φαρμάκι.[59]
Κι όχι σαν μήνες παρά σαν χρόνια μετρούν οι άγονες ώρες, όπως διαβεβαιώνει το εξής κυπριακό διστιχο:
Έχει δυο μέρες που εν σε ’δα, δύο χρόνοι μού φανήκαν,
αν κάμεις άλλες δύο μέρες, τα χρόνια μου κοπήκαν.[60]
Κρατούμενη της στέρησης η γυναίκα, στήνει διάλογο με τα προσκέφαλά της, για να βρει απάντηση. Το τραγούδι όμως τελειώνει δίχως να κλείσει, αφού τα μαξιλάρια δεν αποκρίνονται:
Μάνα, με κακοπάντρεψες και μόδωκες Βλαχιώτη·
δώδεκα χρόνους στη Βλαχιά και τρεις μέρες στο σπίτι·
το βράδ’ όντας πλαγιάσαμε να κοιμηθούμ’ αντάμα,
κι αυτού προς τα χαράματα, δυ’ ώρες όσο να φέξει,
απλώνω το χεράκι μου, απλώνω, δεν τον βρίσκω·
γυρίζω, πάνω στον οντά, δε βρίσκω τ’ αρματά του·
τρεχεύω, πάνω στον ταβλά, δε βρίσκω τ’ άλογό του.
Στο παραθύρ’ ακούμπησα κι αρχίνισα να κλαίω:
«Μωρέ κακά προσκέφαλα και μαύρα μαξιλάρια,
μαύρα μου, πού ’ν’ ο αφέντης σας και πού ’ναι κι ο καλός μου;»[61]
Ολόκληρη ιστορία έχουν να αφηγηθούν πάντως τα μαξιλάρια, όταν χρησιμοποιούνται σαν αγγελιοφόροι και μεσίτες. Όπως εδώ, στο τραγούδι της Καρπάθου «Τι λέγει το μαξιλλάρι»:
«Κόρη, το μαξελλάρισ σου το μεσονυχτικόσ σου
μού το ’πεψες να κοιμηθώ και να τ’ ανερωτήξω».
«Άουρ’, εγιώ σού το ’πεψα ως θέλεις να το κάμεις,
αθ θέλεις ν’ αποκοιμηθείς γή να τ’ ανερωτήξεις».
«Πε μου, μαξελλαράκι μου, πε μου, προσκέφαλόμ μου,
αμ μ’ ααπά η λυερή, αμ μ’ ααπά η κυρά σου».
«Αφέντη, σασ σου θθυμηθεί δυ’ ώρες του μεσονύχτου,
το πάπλωμα αγκαλιάτζεται, το μαξελλάρι σφίγγει
και τα σεντόνια συντυλιεί και άκρυα τα σφεγγώννει.
Τώρα ’εκόσ σου’ ίνηκα να ω και τα εκά σου,
να μ’ απολύκεις να γιαώ να της το μαρτυριάνω».
«Ως πεθυμώ να την ιώ κι ως θέλω να τη ’ρίσω
έτσα να μου τη τζήσ’ ο Θεός και να μου τη χαρίσει».[62]
Το ταξίδι στην ήπειρο των δημοτικών δεν έχει τελειωμό, όποιο νήμα κι αν ακολουθήσεις. Ας τυλίξουμε ωστόσο εδώ την κλωστή στην ανέμη, και μάλιστα μνημονεύοντας ένα δημιούργημα της προσωπικής ποίησης. Το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Τα ρω του έρωτα» της φερώνυμης συλλογής του:
Τι να ’γινε το μαξιλάρι |
που χε απ’ τα λόγια μας γεμίσει
Στον ουρανό θα το ’χει πάρει
άγγελος για ν’ αποκοιμίσει
κάτι που πια δε θα γυρίσει.[63]