Ύστερα απ’ όλα αυτά, προφανώς αναρωτιέστε αν έζησα ποτέ κάποια ερωτική ιστορία στην οποία τα πόδια ή έστω το ένα πόδι της γυναίκας έπαιξε καθοριστικό ρόλο με κάποια ιδιότητά του, όχι μόνο από την αρχή της αλλά και σε όλη την συνέχεια. Λοιπόν, αυτό συνέβη όταν ήμουν ο Ζυλιέν, απατεώνας και κλέφτης μικρού βεληνεκούς σε ανάλογες γαλλικές πόλεις στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, και εκείνη η γυναίκα, η Αν, έγραψε την πραγματική μας ιστορία σε ένα μυθιστόρημα που ενέπνευσε δυο ταινίες, μια έγχρωμη και μια μαυρόασπρη. Και ήταν ο σπασμένος της αστράγαλος που μας καθόρισε ως εραστές οριστικά και αμετάκλητα.
Ήταν Απρίλιος του 1957 όταν ένα κορίτσι με γκρίζο φόρεμα και γυμνά πόδια απέδρασε από την φυλακή αλλά πηδώντας από τον ψηλό τοίχο χτύπησε άσχημα το αριστερό της πόδι και είδε στο ύψος του αστραγάλου ένα περίεργο εξόγκωμα «που φούσκωνε και παλλόταν κάτω από τα δάχτυλά της». Πέταξε, λοιπόν από την φυλακή (όπου εκείνες τις μέρες έβαφαν την κορνίζα του παραθύρου πορτοκαλιά για να φαντάζονται τον ήλιο) αλλά τώρα σερνόταν στις πέτρες, γδερνόταν στους θάμνους, τα πόδια της ήταν οι αγκώνες και τα γόνατα. Ήθελε να κοιμηθεί αλλά γνώριζε ότι αν την μάζευαν κοιμισμένη θα πλήρωνε την ανάπαυση με ταπεινώσεις και καινούργιους πόνους. Η Ρολάντ, αγαπημένη της εκτός φυλακής και έτερο ήμισυ στις μικρές της κλοπές, είχε ελευθερωθεί νωρίτερα, όμως το βράδυ που θα την συναντούσε ήταν ακόμα μακριά.
Βγήκε κουτσαίνοντας στον βρεγμένο δρόμο και τόλμησε απεγνωσμένα νεύματα στα διερχόμενα αυτοκίνητα. Επιτέλους, ο θόρυβος μιας μηχανής, η δέσμη ενός φακού και μια αγκαλιά που την σήκωσε μεταξύ ουρανού και γης, εγώ. Την άφησα σ’ έναν χορταριασμένο παράδρομο και της είπα να περιμένει. Ο αστράγαλος σε κάθε χτύπο της καρδιάς της έλιωνε σε πυρωμένα ρυάκια, σα να είχε μια καινούργια καρδιά στο πόδι, άρρυθμη ακόμα, που απαντούσε ακατάστατα στην άλλη. Επέστρεψα και μοιραστήκαμε ένα πακέτο τσιγάρα κι ένα μπουκάλι και δεν την ένοιαζε παρά να τα αδειάσει· μετά δεν είχε σημασία, της αρκούσε που ήμασταν δυο ονόματα που θα αφήναμε τα μαύρα δέντρα και το πρωί ας μάθαινε τα υπόλοιπα. Την ανέβασα στη μοτοσικλέτα μου ενώ σχεδόν αναίσθητη από τον πόνο άφηνε δάκρυα ανακούφισης. Οι λήψεις του λαβωμένου της ποδιού: πρώτα λασπωμένο και γρατζουνισμένο, να σέρνεται προς την σωτηρία· λίγο αργότερα, να αιωρείται στην πρωινή πάχνη, αφημένο στα χέρια μου. Όπως θα έγραφε στο βιβλίο της, «η λάσπη έχει ξεραθεί γύρω από τα μαύρα νύχια κα ανεβαίνει σχηματίζοντας μεγάλα βραχιόλια μέχρι το γόνατό μου, αυλακωμένη με σχισμές απ’ όπου αναβλύζουν αργά πέρλες αίματος». Ήθελε μόνο να κόψει αυτό το πόδι και να κοιμηθεί μέχρι να ξαναφυτρώσει και να ξυπνήσει γελώντας. Το άφησα να κρέμεται πλάι στη μηχανή και τρέχαμε στο γκρίζο ξημέρωμα, το πρόσωπό της χαμογελούσε αχνά μπροστά στο άγνωστο.
Την πήγα στο σπίτι όπου ζούσε η αδελφή μου με τον άντρα της. Την βάλαμε στο παιδικό δωμάτιο — το πόδι της στην άκρη του κρεβατιού «έμοιαζε με μεγάλη συμπαγή κούκλα». Καπνίζαμε, μου χαμογελούσε, πλαγιάζαμε μαζί όποτε πήγαινα. Μου έλεγε ιστορίες από την φυλακή: οι έξι από τις δέκα ήταν μέσα για μητροκτονία, τα κορίτσια χωρίζονταν σε ομάδες μεταξύ των οποίων απαγορευόταν η επικοινωνία, κι έμενε το βραδινό παράθυρο να φωνάζουν η μία το όνομα της άλλης και να ανταλλάζουν ραβασάκια. Τις νύχτες που δεν πήγαινα, τσακισμένη από την αϋπνία περίμενε την αυγή. Έγραφε πως η νέα της ελευθερία την φυλάκιζε και την παρέλυε· πως η λαχτάρα της για μένα γινόταν καινούργια ποινή φυλάκισης. Ανυπότακτη στα δεσμά της τραυματισμένης, έβγαζε τον επίδεσμο και βύθιζε το πόδι της σε μια λεκάνη με ζεστό νερό. Έφευγα και ερχόμουν λίγες νύχτες αργότερα και ξαναγινόμουν άφαντος. Απαγορευόταν η παραμονή μου στην περιοχή και αν η αστυνομία έφτανε στο σπίτι θα τσιμπούσε κι εκείνη. Γι’ αυτό πήγαινα νύχτα, που οι αστυνόμοι δεν χτυπούν τις ήσυχες πόρτες.
Τι να πρωτοκρατήσω απ’ όσα έγραφε η Αν με μανία για τον έρωτά μας; Ας πούμε: Η κλωστή που άρχισε να υφαίνεται μεταξύ μας από τη νύχτα των μαύρων δέντρων θα γινόταν ολοένα πιο γερή και θα μας τύλιγε. Δεν ήθελε να μάθει το τέλος, ούτε καν τη συνέχεια αυτής της περιπέτειας. Της αρκούσε που ήμουν δίπλα της και δεν χρειαζόταν να κάνει χειρονομίες ή να λέει λέξεις που συνήθως μας προδίδουν. Τέντωνε τα λεπτά μας για να γίνουν αιωνιότητα. Αναρωτιόταν γιατί κατέστρεφα τόση τρυφερότητα· πως ανησυχούσε μήπως πίστευα ότι κάνοντας έρωτα μαζί μου, μου πρόσφερε κάποιο αντάλλαγμα για την σωτηρία της. Ήθελε να γνωρίσει τους δρόμους μου, να μάθει πού με οδηγούν. Ένιωθε πως δεν υπάρχει θέση για μας πάνω στη γη: πάντα η περιπλάνηση ή η φυλακή.
Την πήγα σ’ ένα άλλο μέρος όπου θα την φιλοξενούσαν γιατί μου είχαν υποχρέωση και ενίοτε τους κατέθετα μερικές απολαβές από τις διαρρήξεις μου. Ήταν ένα πανδοχείο εκτός λειτουργίας, μέσα στη σκόνη της παρατημένης διακόσμησης, αλλά και για τους νέους «οικοδεσπότες» η Αν αποτελούσε κίνδυνο: εκείνοι ήταν το κρησφύγετο κι αυτή το λαθραίο εμπόρευμα. Σιωπούσε και άφηνε στο πόδι της το προνόμιο των ουρλιαχτών. Σκεφτόταν ότι απλώς άλλαξε φυλακή, αλλά τουλάχιστο κλείδωνε η ίδια την πόρτα της. O άντρας του πανδοχείου, που μάλλον δεν φιλοξενούσε μόνο τουρίστες άλλοτε, της πρότεινε να της βρει πελατεία στον πάγκο κάποιου μπαρ.
Σύντομα πήρε την απόφαση να βρίσκει μόνη της τους άντρες και έπιασε ένα δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο στο Παρίσι. Επέστρεψε στην πόλη νικημένη, σπασμένη αλλά ήταν εκεί, άλλωστε στη φυλακή έλεγαν πως νικητής είναι εκείνος που σπάει. Αναγνώριζε κάθε βιτρίνα και κάθε επιγραφή, ήξερε αυτές που λαμποκοπούν μέσα στη μοναξιά των χειμωνιάτικων δρόμων, επέστρεφε στα δεκάξι της, τότε που έσερνε τα σχοινένια της παπούτσια στο λιθόστρωτα, με τα μαλλιά λυτά και το στήθος γυμνό μέσα από το πουλόβερ, όπως η τσιγγάνα στις αφίσες των τσιγάρων, με σύννεφα κάτω από τα πόδια της. Τότε που το Παρίσι την χάιδευε με χίλια βλέμματα και της προσφερόταν, όπως του προσφερόταν κι εκείνη.
Ο φόβος της αναγνώρισης την έντυσε με ξανθιά περούκα. Οι ώριμοι άντρες που κοιμούνταν μαζί της την ρωτούσαν αν της άρεσε και απαντούσε πως δεν είναι δική τους δουλειά. Ήταν απούσα, υπάκουη, δεν σκεφτόταν τίποτα. Ύστερα έβγαινε να καθίσει σε κάποιο ηλιόλουστο πεζούλι κι έκλεινε τα μάτια. Μια φορά ένας πλανόδιος φωτογράφος επέμεινε να την φωτογραφίσει, μια μοναχική φωτογενή της δικής της στιγμής. Πίσω στο νοικιασμένο κρεβάτι, με το σκόπευτρο στα αχάιδευτα πόδια της, φορούσε τα γυαλιά της, διάβαζε βιβλία και έγραφε στο τετράδιό της.
«Σήμερα αγάπησα όλους τους άντρες στο όνομά σου. Ο φόβος του αρσενικού, εκείνη η αρνητική απώθηση, όλα έλιωσαν σε χαρά. […] Επηρεασμένη από τα λόγια και τα χάδια των αντρών, ξεχνάω πού και που ότι δεν είμαι ούτε τόσο όμορφη ούτε τόσο καλή· αν με είχατε δει πριν, βλάκες, όταν ήμουν ακέραιη και χωρίς έρωτα, αν με βλέπατε αύριο, όταν οι πληγές μου θα έχουν επουλωθεί, όταν θα έχω γιατρευτεί από όλα, εκτός από τον έρωτα…».
Ανησυχούσα, πως όσα καταφέραμε μέχρι εκείνη τη στιγμή θα χαθούν αν την τσακώσουν. Με καθησύχαζε πως περπατάει και πως αυτή ήταν η ωραιότερη νίκη μου. Ήταν προετοιμασμένη για την έφοδο της αστυνομίας — κρατούσε τις αποδείξεις για κάθε πράγμα που θα φαινόταν κλεμμένο, το ραδιόφωνο, το ρολόι, το ηλεκτρικό σίδερο ταξιδιού. Οι νύχτες της δραπέτισσας θα έπρεπε να αξίζουν περισσότερο αλλά όλες οι ώρες είχαν το ίδιο χρώμα, το χλωμό χρώμα του κινδύνου. Προσπαθούσε να κοιτάξει κατάματα την σκέψη της σύλληψης, να την δαμάσει. Η φράση των πελατών «δεν μοιάζεις με τις άλλες» της χρησίμευαν ως προμαχώνας και δόλωμα. Η αδιάκοπη σκέψη της για μένα την έκανε αόρατη και την προστάτευε. Ένας από τους πελάτες της είπε ότι έχει ωραία πόδια και άρχισε να της αφοσιώνεται. Επέμενε ότι το πεζοδρόμιο δεν της ταιριάζει και ότι ήταν έτοιμος να την βγάλει από τον δρόμο αλλά του είπε πως δεν μπορούσε να της δώσει αυτό που ήθελε. Άφηνε μόνο ένα κομμάτι του εαυτού της να κοιμάται μαζί του και δεν θέλησε να είναι για άλλη μια φορά το «δέμα». Της έμεινε μέχρι τέλος διαθέσιμος, ένα βολικό κρεβάτι για να την ξεκουράζει, ένα σπίτι για να αφήνει τα πράγματά της. Η ευτυχία του ήταν να ξέρει πως ήταν ευτυχισμένη.