Χάρτης 59 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-59/kinhmatografos/pandokheio-ghimnwn-podiwn-arkhitektoniki-eghkiklopaidikoy-mithistorimatos
Ύστερα απ’ όλα αυτά, προφανώς αναρωτιέστε αν έζησα ποτέ κάποια ερωτική ιστορία στην οποία τα πόδια ή έστω το ένα πόδι της γυναίκας έπαιξε καθοριστικό ρόλο με κάποια ιδιότητά του, όχι μόνο από την αρχή της αλλά και σε όλη την συνέχεια. Λοιπόν, αυτό συνέβη όταν ήμουν ο Ζυλιέν, απατεώνας και κλέφτης μικρού βεληνεκούς σε ανάλογες γαλλικές πόλεις στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, και εκείνη η γυναίκα, η Αν, έγραψε την πραγματική μας ιστορία σε ένα μυθιστόρημα που ενέπνευσε δυο ταινίες, μια έγχρωμη και μια μαυρόασπρη. Και ήταν ο σπασμένος της αστράγαλος που μας καθόρισε ως εραστές οριστικά και αμετάκλητα.
Ήταν Απρίλιος του 1957 όταν ένα κορίτσι με γκρίζο φόρεμα και γυμνά πόδια απέδρασε από την φυλακή αλλά πηδώντας από τον ψηλό τοίχο χτύπησε άσχημα το αριστερό της πόδι και είδε στο ύψος του αστραγάλου ένα περίεργο εξόγκωμα «που φούσκωνε και παλλόταν κάτω από τα δάχτυλά της». Πέταξε, λοιπόν από την φυλακή (όπου εκείνες τις μέρες έβαφαν την κορνίζα του παραθύρου πορτοκαλιά για να φαντάζονται τον ήλιο) αλλά τώρα σερνόταν στις πέτρες, γδερνόταν στους θάμνους, τα πόδια της ήταν οι αγκώνες και τα γόνατα. Ήθελε να κοιμηθεί αλλά γνώριζε ότι αν την μάζευαν κοιμισμένη θα πλήρωνε την ανάπαυση με ταπεινώσεις και καινούργιους πόνους. Η Ρολάντ, αγαπημένη της εκτός φυλακής και έτερο ήμισυ στις μικρές της κλοπές, είχε ελευθερωθεί νωρίτερα, όμως το βράδυ που θα την συναντούσε ήταν ακόμα μακριά.
Βγήκε κουτσαίνοντας στον βρεγμένο δρόμο και τόλμησε απεγνωσμένα νεύματα στα διερχόμενα αυτοκίνητα. Επιτέλους, ο θόρυβος μιας μηχανής, η δέσμη ενός φακού και μια αγκαλιά που την σήκωσε μεταξύ ουρανού και γης, εγώ. Την άφησα σ’ έναν χορταριασμένο παράδρομο και της είπα να περιμένει. Ο αστράγαλος σε κάθε χτύπο της καρδιάς της έλιωνε σε πυρωμένα ρυάκια, σα να είχε μια καινούργια καρδιά στο πόδι, άρρυθμη ακόμα, που απαντούσε ακατάστατα στην άλλη. Επέστρεψα και μοιραστήκαμε ένα πακέτο τσιγάρα κι ένα μπουκάλι και δεν την ένοιαζε παρά να τα αδειάσει· μετά δεν είχε σημασία, της αρκούσε που ήμασταν δυο ονόματα που θα αφήναμε τα μαύρα δέντρα και το πρωί ας μάθαινε τα υπόλοιπα. Την ανέβασα στη μοτοσικλέτα μου ενώ σχεδόν αναίσθητη από τον πόνο άφηνε δάκρυα ανακούφισης. Οι λήψεις του λαβωμένου της ποδιού: πρώτα λασπωμένο και γρατζουνισμένο, να σέρνεται προς την σωτηρία· λίγο αργότερα, να αιωρείται στην πρωινή πάχνη, αφημένο στα χέρια μου. Όπως θα έγραφε στο βιβλίο της, «η λάσπη έχει ξεραθεί γύρω από τα μαύρα νύχια κα ανεβαίνει σχηματίζοντας μεγάλα βραχιόλια μέχρι το γόνατό μου, αυλακωμένη με σχισμές απ’ όπου αναβλύζουν αργά πέρλες αίματος». Ήθελε μόνο να κόψει αυτό το πόδι και να κοιμηθεί μέχρι να ξαναφυτρώσει και να ξυπνήσει γελώντας. Το άφησα να κρέμεται πλάι στη μηχανή και τρέχαμε στο γκρίζο ξημέρωμα, το πρόσωπό της χαμογελούσε αχνά μπροστά στο άγνωστο.
Την πήγα στο σπίτι όπου ζούσε η αδελφή μου με τον άντρα της. Την βάλαμε στο παιδικό δωμάτιο — το πόδι της στην άκρη του κρεβατιού «έμοιαζε με μεγάλη συμπαγή κούκλα». Καπνίζαμε, μου χαμογελούσε, πλαγιάζαμε μαζί όποτε πήγαινα. Μου έλεγε ιστορίες από την φυλακή: οι έξι από τις δέκα ήταν μέσα για μητροκτονία, τα κορίτσια χωρίζονταν σε ομάδες μεταξύ των οποίων απαγορευόταν η επικοινωνία, κι έμενε το βραδινό παράθυρο να φωνάζουν η μία το όνομα της άλλης και να ανταλλάζουν ραβασάκια. Τις νύχτες που δεν πήγαινα, τσακισμένη από την αϋπνία περίμενε την αυγή. Έγραφε πως η νέα της ελευθερία την φυλάκιζε και την παρέλυε· πως η λαχτάρα της για μένα γινόταν καινούργια ποινή φυλάκισης. Ανυπότακτη στα δεσμά της τραυματισμένης, έβγαζε τον επίδεσμο και βύθιζε το πόδι της σε μια λεκάνη με ζεστό νερό. Έφευγα και ερχόμουν λίγες νύχτες αργότερα και ξαναγινόμουν άφαντος. Απαγορευόταν η παραμονή μου στην περιοχή και αν η αστυνομία έφτανε στο σπίτι θα τσιμπούσε κι εκείνη. Γι’ αυτό πήγαινα νύχτα, που οι αστυνόμοι δεν χτυπούν τις ήσυχες πόρτες.
Τι να πρωτοκρατήσω απ’ όσα έγραφε η Αν με μανία για τον έρωτά μας; Ας πούμε: Η κλωστή που άρχισε να υφαίνεται μεταξύ μας από τη νύχτα των μαύρων δέντρων θα γινόταν ολοένα πιο γερή και θα μας τύλιγε. Δεν ήθελε να μάθει το τέλος, ούτε καν τη συνέχεια αυτής της περιπέτειας. Της αρκούσε που ήμουν δίπλα της και δεν χρειαζόταν να κάνει χειρονομίες ή να λέει λέξεις που συνήθως μας προδίδουν. Τέντωνε τα λεπτά μας για να γίνουν αιωνιότητα. Αναρωτιόταν γιατί κατέστρεφα τόση τρυφερότητα· πως ανησυχούσε μήπως πίστευα ότι κάνοντας έρωτα μαζί μου, μου πρόσφερε κάποιο αντάλλαγμα για την σωτηρία της. Ήθελε να γνωρίσει τους δρόμους μου, να μάθει πού με οδηγούν. Ένιωθε πως δεν υπάρχει θέση για μας πάνω στη γη: πάντα η περιπλάνηση ή η φυλακή.
Την πήγα σ’ ένα άλλο μέρος όπου θα την φιλοξενούσαν γιατί μου είχαν υποχρέωση και ενίοτε τους κατέθετα μερικές απολαβές από τις διαρρήξεις μου. Ήταν ένα πανδοχείο εκτός λειτουργίας, μέσα στη σκόνη της παρατημένης διακόσμησης, αλλά και για τους νέους «οικοδεσπότες» η Αν αποτελούσε κίνδυνο: εκείνοι ήταν το κρησφύγετο κι αυτή το λαθραίο εμπόρευμα. Σιωπούσε και άφηνε στο πόδι της το προνόμιο των ουρλιαχτών. Σκεφτόταν ότι απλώς άλλαξε φυλακή, αλλά τουλάχιστο κλείδωνε η ίδια την πόρτα της. O άντρας του πανδοχείου, που μάλλον δεν φιλοξενούσε μόνο τουρίστες άλλοτε, της πρότεινε να της βρει πελατεία στον πάγκο κάποιου μπαρ.
Σύντομα πήρε την απόφαση να βρίσκει μόνη της τους άντρες και έπιασε ένα δωμάτιο σε κάποιο ξενοδοχείο στο Παρίσι. Επέστρεψε στην πόλη νικημένη, σπασμένη αλλά ήταν εκεί, άλλωστε στη φυλακή έλεγαν πως νικητής είναι εκείνος που σπάει. Αναγνώριζε κάθε βιτρίνα και κάθε επιγραφή, ήξερε αυτές που λαμποκοπούν μέσα στη μοναξιά των χειμωνιάτικων δρόμων, επέστρεφε στα δεκάξι της, τότε που έσερνε τα σχοινένια της παπούτσια στο λιθόστρωτα, με τα μαλλιά λυτά και το στήθος γυμνό μέσα από το πουλόβερ, όπως η τσιγγάνα στις αφίσες των τσιγάρων, με σύννεφα κάτω από τα πόδια της. Τότε που το Παρίσι την χάιδευε με χίλια βλέμματα και της προσφερόταν, όπως του προσφερόταν κι εκείνη.
Ο φόβος της αναγνώρισης την έντυσε με ξανθιά περούκα. Οι ώριμοι άντρες που κοιμούνταν μαζί της την ρωτούσαν αν της άρεσε και απαντούσε πως δεν είναι δική τους δουλειά. Ήταν απούσα, υπάκουη, δεν σκεφτόταν τίποτα. Ύστερα έβγαινε να καθίσει σε κάποιο ηλιόλουστο πεζούλι κι έκλεινε τα μάτια. Μια φορά ένας πλανόδιος φωτογράφος επέμεινε να την φωτογραφίσει, μια μοναχική φωτογενή της δικής της στιγμής. Πίσω στο νοικιασμένο κρεβάτι, με το σκόπευτρο στα αχάιδευτα πόδια της, φορούσε τα γυαλιά της, διάβαζε βιβλία και έγραφε στο τετράδιό της.
«Σήμερα αγάπησα όλους τους άντρες στο όνομά σου. Ο φόβος του αρσενικού, εκείνη η αρνητική απώθηση, όλα έλιωσαν σε χαρά. […] Επηρεασμένη από τα λόγια και τα χάδια των αντρών, ξεχνάω πού και που ότι δεν είμαι ούτε τόσο όμορφη ούτε τόσο καλή· αν με είχατε δει πριν, βλάκες, όταν ήμουν ακέραιη και χωρίς έρωτα, αν με βλέπατε αύριο, όταν οι πληγές μου θα έχουν επουλωθεί, όταν θα έχω γιατρευτεί από όλα, εκτός από τον έρωτα…».
Ανησυχούσα, πως όσα καταφέραμε μέχρι εκείνη τη στιγμή θα χαθούν αν την τσακώσουν. Με καθησύχαζε πως περπατάει και πως αυτή ήταν η ωραιότερη νίκη μου. Ήταν προετοιμασμένη για την έφοδο της αστυνομίας — κρατούσε τις αποδείξεις για κάθε πράγμα που θα φαινόταν κλεμμένο, το ραδιόφωνο, το ρολόι, το ηλεκτρικό σίδερο ταξιδιού. Οι νύχτες της δραπέτισσας θα έπρεπε να αξίζουν περισσότερο αλλά όλες οι ώρες είχαν το ίδιο χρώμα, το χλωμό χρώμα του κινδύνου. Προσπαθούσε να κοιτάξει κατάματα την σκέψη της σύλληψης, να την δαμάσει. Η φράση των πελατών «δεν μοιάζεις με τις άλλες» της χρησίμευαν ως προμαχώνας και δόλωμα. Η αδιάκοπη σκέψη της για μένα την έκανε αόρατη και την προστάτευε. Ένας από τους πελάτες της είπε ότι έχει ωραία πόδια και άρχισε να της αφοσιώνεται. Επέμενε ότι το πεζοδρόμιο δεν της ταιριάζει και ότι ήταν έτοιμος να την βγάλει από τον δρόμο αλλά του είπε πως δεν μπορούσε να της δώσει αυτό που ήθελε. Άφηνε μόνο ένα κομμάτι του εαυτού της να κοιμάται μαζί του και δεν θέλησε να είναι για άλλη μια φορά το «δέμα». Της έμεινε μέχρι τέλος διαθέσιμος, ένα βολικό κρεβάτι για να την ξεκουράζει, ένα σπίτι για να αφήνει τα πράγματά της. Η ευτυχία του ήταν να ξέρει πως ήταν ευτυχισμένη.
Η Αν έντυνε με λογοτεχνία και το ίδιο το τραυματισμένο της πόδι. Αρχικά, στην φτέρνα της χτυπούσαν ρυθμοί και κυκλώματα· λάμψεις κατέληγαν σε εκρήξεις και άστρα που έσβηναν στην άκρη των δαχτύλων. Αργότερα, έπινε για να διατηρεί τον πόνο της σε χαμηλή φωτιά και τα βράδια έσπρωχνε με τα δάχτυλά του το σεντόνι για να κάνει πως περπατάει δίπλα μου. Στο τέλος ανυπομονούσε να το τραβήξει από την θήκη του «όπως βγάζουμε από τον φούρνο το γλυκό…». Ήθελε να περπατάει χωρίς να μοιάζει με κουρδιστή κούκλα, ανησυχούσε πως ποτέ δεν θα σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών, αποχαιρετούσε τα ψηλά τακούνια, φοβόταν ότι θα κούτσαινε κι ότι θα καταντούσα το δεκανίκι μιας ανάπηρης. Κι έτσι όπως τρέκλιζε το μέλλον, πώς να γινόταν ξανά τολμηρή και αυθάδης; Έβαλε ένα πόδι πληγωμένο στη ζωή ενός αλήτη, όμως αναγνώριζε πως το γιάτρευε με τη δύναμη του χρήματος που μάζευα τη νύχτα σε επικίνδυνα τείχη· ότι τελικά της έφτιαξα ένα πόδι από χρυσάφι. Στις πιο αισιόδοξες στιγμές της πίστευε πως θα θεραπευτεί απ’ όλα αλλά ποτέ από την αγάπη.
Έτσι όπως είχε βρει άλλους τρόπους να χαίρεται και να κλαίει, η Ρολάντ ξεθώριαζε μέσα της και κάθε δευτερόλεπτο ο χρόνος ύψωνε τον τοίχο του κι ας διέκοψε το υπόλοιπο της ποινής της για εκείνη. Η βεβαιότητα ότι θα συναντηθούμε, ότι πρέπει να συναντηθούμε με κάθε κόστος την διέλυε. «Έπρεπε να προσέχω όταν μου έκανες έρωτα», έγραφε, «έπρεπε να σ’ αγκάλιαζα λιγότερο». Όταν έμαθε ότι φυλακίστηκα έκανε για άλλη μια φορά υπομονή· όταν έμαθε ότι υπήρχε κάποια άλλη γυναίκα, θέλησε να μάθει το όνομά της γιατί έτσι ίσως θα πονούσε λιγότερο. Πάντα ερχόταν προς εμένα, προσανατολισμένη και μαγνητισμένη από μια σταθερή ανατολή.
Κάποια στιγμή μοίρασε τα λεφτά, τα ρούχα της και τον εαυτό της σε τρεις κρυψώνες κι έφυγε μόνη της για διακοπές, όπου δεν θα σκεφτόταν τίποτα. Πήρε το γαλάζιο τρένο για την Κυανή Ακτή κι έμεινε σε ένα δωμάτιο ακριβώς όπως το θέλησε, χωρίς θέα στο δρόμο αλλά σε μια εσωτερική αυλή, να ανασαίνει την υπόκωφη αναπνοή της θάλασσας. Εκεί είδε πως δεν μπορεί πια να περπατήσει ξυπόλυτη: το πέλμα της ήταν σκληρό και τραχύ αλλά είχε γίνει ευαίσθητο σαν βλεννογόνος και το παραμικρό βότσαλο την πονούσε. «Κάθε βήμα ήταν εικονικό, μια διορθωμένη πτώση». Εκεί ερωτοτρόπησε και αποθήκευσε την θέρμη του ήλιου μέσα της,
Έμαθε ότι βγαίνω στις 21 Ιουνίου 1958 και μετέφερε πως θα με περιμένει στις επτά το απόγευμα, στο μπαρ απέναντι από τον σταθμό μιας μακρινής παραθαλάσσιας κωμόπολης. Έφτασε νωρίτερα και ροκάνιζε μπροστά σε κάθε καινούργιο ποτήρι άλλο ένα κομμάτι υπομονής. Πήγα για πρώτη φορά στην ώρα μου για να δω το πρόσωπο που έλαμπε, τα μάτια που άστραφταν. Κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον όπως παλιά. Μου είπε πως ήρθε όπως συνήθως, χωρίς όνομα, χωρίς τίποτα, γυμνή όπως το πρώτο βράδυ. Πως το τρίμηνο της φυλακής μου ήταν μια πληγή που η ουλή της μας σημάδευε και μας ένωνε· για να πλαστεί αυτή η στιγμή η ποινή των τριών μηνών ήταν η μακρύτερή μας νύχτα. Η πείνα μας για λέξεις δεν χόρταινε. Βγήκαμε έξω, πλησιάσαμε το αυτοκίνητο όσο γινόταν περισσότερο στην παραλία, ίσα ίσα να μην κολλήσει στην άμμο και βγάλαμε τα παπούτσια μας. «Η πατούσα της μυρμήγκιαζε σε κάθε πετραδάκι». Ζαλισμένοι από ιώδιο και άνεμο, περιμέναμε την έκρηξη ή την θλίψη.
Υποπτευόταν την παραδοχή μου, αλλά δεν ήξερε ότι η πραγματικότητα των λέξεων ήταν τόσο οδυνηρή. Της ήταν αδύνατο να διανοηθεί ότι στην πύλη της φυλακής αντί για εκείνη βρισκόταν μια άλλη γυναίκα, που της αφιερώθηκαν οι πρώτες ώρες της ελευθερίας μου και τα πρώτα μου χάδια. Της είπα ότι ήταν μια βολική σχέση, ότι η οικογένειά μου με πίεζε να την παντρευτώ σε αντίθεση μ’ εκείνη, την κυνηγημένη. Με το βλέμμα της θολό από τα δάκρυα με διαβεβαίωνε ότι θα προσαρμόσει το βλέμμα της να βλέπει στο σκοτάδι. Αλλά «είναι πιο εύκολο είναι να σκοτώσεις ένα σώμα, παρά μια ανάμνηση». Ο πόνος στην καρδιά ή στα πόδια μπορεί να παραμεριστεί αλλά στον άλλο πόνο δεν υπήρχε ούτε φάρμακο ούτε διαφυγή. Με ευχαρίστησε που την πλήγωσα τόσο βαθιά και μού χάρισε τις σελίδες που έγραφε τους τελευταίους μήνες.
Τις διάβασα μέσα στο παραθαλάσσιο αυτοκίνητο και οι φράσεις της με χτύπησαν, με συγκλόνισαν. Ήταν σα να ξυπνούσα από έναν λήθαργο μιας μακρινής πια ζωής. Της υποσχέθηκα ότι όταν γυρίσουμε στο Παρίσι θα τελειώσω μια και καλή εκείνη την ιστορία και μετά θα την μάθω να οδηγεί έστω και με δύσκαμπτο πόδι και θα ταξιδεύουμε μαζί οπουδήποτε. Την πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο, με παρακάλεσε να μείνω μαζί της αλλά έφυγα να αφιερώσω τη νύχτα στην υπόσχεσή μου. Της ζήτησα να με περιμένει ακόμα μια φορά, την τελευταία, και θα ήμουν στη γωνία στις οκτώ το πρωί. Στο κρεβάτι της σκόρπισε κι άλλα χαρτιά, έγραφε πως θα ταξιδεύει πάντα δίπλα μου σα σκιά και στολίδι, το χνάρι μου πάνω της θα σβήσει όλες τις παλιές της βρομιές, όπως εκείνη η πτήση του ενός δευτερολέπτου που μαζί με το πόδι της έσπασε και τις τελευταίες κλωστές των ευτελών πραγμάτων. Θα είμαστε επιτέλους μαζί, ακόμα κι αν χρειάζεται να παραμονεύουμε ο ένας τον άλλον, να αντιδρούμε και να κλαίμε όπως όλος ο κόσμος. Το πρωί καθώς έβγαινε είδα έναν άντρα να την πλησιάζει και να της ζητάει να τον ακολουθήσει. Δεν έχει σημασία αν την βρήκαν από την ηλιόλουστη φωτογραφία της ή από τις επισταμένες έρευνες στα ξενοδοχεία. Χαμογέλασε για να την δω χαμογελαστή, καθώς σκεφτόταν «έλα, μη μου στενοχωριέσαι, θα ξαναβρεθούμε στο φωτεινό υψίπεδο». Δεν υπάρχει γη για το ταξίδι μας;
Εκείνη την ημέρα η Αλμπερτίν Σαραζέν είχε επτά χρόνια να εκτίσει και εννιά έτη έρωτα να ζήσει με τον Ζυλιέν, τον οποίο παντρεύτηκε στη φυλακή, προτού μάθει για την εκδοτική επιτυχία του Αστραγάλου της. Το καλοκαίρι του 1967 πέθανε στα είκοσι εννιά της, εξαιτίας ενός ιατρικού λάθους. Η γεννημένη στο Αλγέρι συγγραφέας είχε ζήσει δραματικά παιδικά και εφηβικά χρόνια: υιοθετήθηκε από ηλικιωμένο ζευγάρι, κακοποιήθηκε από έναν θείο της και κλείστηκε για έξι χρόνια σε αναμορφωτήριο γιατί αν και καλή μαθήτρια ήταν απείθαρχη. Εκτός από τον Αστράγαλο έγραψε δυο σύντομα μυθιστορήματα, ένα ημερολόγιο φυλακής, επιστολές και ποιήματα.
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
____________
Οι ταινίες: L’ astragale (Guy Casaril, 1968), L’ astragale (Brigitte Sy, 2015). Οι γυναίκες: Marlene Jobert και Leila Bakthi αντίστοιχα. Το βιβλίο: L’ Astragale (Albertine Sarrazin, 1965). Ελληνική έκδοση: Ο αστράγαλος, μτφ. Σώτη Τριανταφύλλου, εκδ. Πατάκη, 2015 [Πρόλογος: Patti Smith, Εισαγωγή: Jean-Jacques Pauvert] («εξαντλημένο στον εκδότη»).
Σημείωση: Η έγχρωμη ταινία του 1968 ανευρεύθη σε βιντεοκασέτα, με αποτέλεσμα οι λήψεις να είναι κακής ποιότητας. Η εν λόγω κινηματογραφική μεταφορά χαρακτηρίζεται από περισσότερη έμφαση στο ημίφως και στις ιδιωτικές στιγμές του ζεύγους, ενώ σε μια ιδιαίτερη σκηνή. που δεν ανευρίσκεται στο μυθιστόρημα, η Ανν φαίνεται να αντλεί ηδονή κατά την ηλιοθεραπεία της, όπως προδίδει η κάμερα που την ακολουθεί από τα κάτω δάχτυλα ως την έκφραση του προσώπου. Στην μαυρόασπρη ταινία του 2015 διαχέεται περισσότερο φως στα πρόσωπα ενώ η ερωτική σχέση εκφράζεται κυρίως με βλέμματα και κινήσεις. Αμφότερες έχουν διάφορες παρεκκλίσεις από το μυθιστόρημα.