Αν, λοιπόν, κάθε γυναίκα έχει ζήσει τουλάχιστον μια στιγμή στην οποία τα πόδια της συμμετείχαν σε κάποιο οριακό σημείο της ζωής της, με έναν ολότελα δικό τους τρόπο, ακόμα και αν αγνοία της κτητόρισσάς τους, τότε έπρεπε να συλλέξω όλες αυτές τις στιγμές, διατρέχοντας τους βίους των γυναικών έτσι όπως περιέχονταν στο εκατοντάδες τόμους των κινηματογραφικών έργων, προκρίνοντας για ευνόητους ή δυσνόητους λόγους εκείνα που είχαν ως τίτλο ένα γυναικείο όνομα τους. Αναζητούσα, ξανά λοιπόν, τις πιο αναπάντεχες ως προς την συνάντηση γυναίκες, σε κάθε πιθανή χώρα και ημερομηνία και με οιαδήποτε ιδιότητα. Έτσι βρέθηκα στα βάθη της Πολωνίας του 1962, που ήταν βυθισμένα σε όλες τις αποχρώσεις του ασπρόμαυρου, χωρίς να μπορώ να διακρίνω με βεβαιότητα αν ήταν ο τόπος, ο χρόνος ή απλά ο καταγραφέας της γυναίκας εκείνης που δεν μπορούσαν να την χρωματίσουν διαφορετικά.
Την έλεγαν Άννα και ήταν μια δεκαοχτάχρονη δόκιμη μοναχός σ’ ένα μοναστήρι γκρίζο και απομακρυσμένο, εγγεγραμμένη στο σχήμα του από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, εγκαταλειμμένη από αγνώστους το 1945, μια αναπότρεπτη πρόσδεση στις ερημιές λόγω της απώλειας των γονέων της, ασφαλές κάλυμμα σ’ έναν κόσμο που δεν γνώριζε ούτε στο ελάχιστο. Η ολοκλήρωση της μαθητείας που σιωπηρά συμπεριελάμβανε και την τριβή στις αθόρυβες καθημερινές διακονίες της μονής, στα χαμηλά βλέμματα και στην μοναχική συνύπαρξη με τις άλλες κοπέλες, οδηγούσε στους τελικούς όρκους και την αμετάκλητη αφιέρωση της ζωής της στα ανώτερα των ανωτέρων. Τότε την κάλεσε η Ηγουμένη και της πρότεινε εκείνο που έπρεπε να προηγηθεί: μια συνάντηση με την μοναδική της συγγενή. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ήταν πρωί ή μεσημέρι όταν η Άννα χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος της θείας της. Της άνοιξε μια γοητευτική γυναίκα με κουρασμένο πρόσωπο, που μόλις σκέπαζε το μεσοφόρι της με μια ρόμπα και αποχαιρετούσε αδιάφορα μια αντρική φωνή στο βάθος του διαδρόμου. Λεγόταν Wanda και αντιλήφθηκε ότι η διεύθυνσή της ήταν η μοναδική πληροφορία που είχαν δώσει στο νεαρό κορίτσι. Σταδιακά θα γινόταν εμφανές πως ήταν μια ανώτερη δικαστίνα με υψηλή θέση στο Κόμμα, μια ζηλωτής του Κράτους, που νότιζε ποιος ξέρει τι ενοχές στο αλκοόλ. Αν όμως κάτι δεν έκρυψε, αυτό είναι η απόλυτη αλήθεια για την ανιψιά της: το πραγματικό της όνομα είναι Ida Lebenstein, είναι Εβραία και οι γονείς της σκοτώθηκαν στον Πόλεμο.
Οι λέξεις της Βάντα ή το βλέμμα της Ίντα πρότειναν την έξοδο στον δρόμο για να βρουν τα ίχνη των χαμένων γονέων. Από τα βάθη της χώρας κατέληξαν στην καρδιά της, όπου κυριαρχούσε το ζεύγος του Καθολικισμού και του Αντισημιτισμού. Χτύπησαν πόρτες σε έρημα σπίτια, αντίκρισαν πρόσωπα καχυποψίας και έφτασαν στην οικογένεια που έκρυψε τους γονείς για να τους προστατεύσει. Τι ειρωνεία: η επιβλητική αξιωματούχος ενέπνεε λιγότερο σεβασμό από την ταπεινή, χαμηλοβλεπούσα νεαρή με το ένδυμα της μοναχής. Όχι όμως και λιγότερο τρόμο, καθώς απαιτήθηκε η απροκάλυπτη ευθύτητα της Βάντα ώστε να υποχρεωθούν εκείνοι που γνώριζαν, να μιλήσουν έστω και σιωπηλά. Κάποιοι τότε είχαν βοηθήσει, κάποιοι πρόδωσαν, άλλοι παρέμειναν στην σιωπή ή στην δική μας άγνοια. Τελικά κάποιος υποσχέθηκε να τους δείξει το μέρος όπου βρίσκονταν θαμμένοι, αρκεί οι γυναίκες να παραιτούνταν από κάθε δικαίωμα για το σπίτι που είχε καταλάβει. Η αθωότητα της Ίντα θρυμματίστηκε, η ασχήμια των ανθρώπων κατέκλυσε το παρελθόν της, ένας αμαρτωλός κόσμος σπίλωσε την εσώτερη λευκότητα.