Χάρτης 57 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-57/kinhmatografos/pandokheio-ghimnwn-podiwn-arkhitektoniki-eghkiklopaidikoy-mithistorimatos
Αν, λοιπόν, κάθε γυναίκα έχει ζήσει τουλάχιστον μια στιγμή στην οποία τα πόδια της συμμετείχαν σε κάποιο οριακό σημείο της ζωής της, με έναν ολότελα δικό τους τρόπο, ακόμα και αν αγνοία της κτητόρισσάς τους, τότε έπρεπε να συλλέξω όλες αυτές τις στιγμές, διατρέχοντας τους βίους των γυναικών έτσι όπως περιέχονταν στο εκατοντάδες τόμους των κινηματογραφικών έργων, προκρίνοντας για ευνόητους ή δυσνόητους λόγους εκείνα που είχαν ως τίτλο ένα γυναικείο όνομα τους. Αναζητούσα, ξανά λοιπόν, τις πιο αναπάντεχες ως προς την συνάντηση γυναίκες, σε κάθε πιθανή χώρα και ημερομηνία και με οιαδήποτε ιδιότητα. Έτσι βρέθηκα στα βάθη της Πολωνίας του 1962, που ήταν βυθισμένα σε όλες τις αποχρώσεις του ασπρόμαυρου, χωρίς να μπορώ να διακρίνω με βεβαιότητα αν ήταν ο τόπος, ο χρόνος ή απλά ο καταγραφέας της γυναίκας εκείνης που δεν μπορούσαν να την χρωματίσουν διαφορετικά.
Την έλεγαν Άννα και ήταν μια δεκαοχτάχρονη δόκιμη μοναχός σ’ ένα μοναστήρι γκρίζο και απομακρυσμένο, εγγεγραμμένη στο σχήμα του από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, εγκαταλειμμένη από αγνώστους το 1945, μια αναπότρεπτη πρόσδεση στις ερημιές λόγω της απώλειας των γονέων της, ασφαλές κάλυμμα σ’ έναν κόσμο που δεν γνώριζε ούτε στο ελάχιστο. Η ολοκλήρωση της μαθητείας που σιωπηρά συμπεριελάμβανε και την τριβή στις αθόρυβες καθημερινές διακονίες της μονής, στα χαμηλά βλέμματα και στην μοναχική συνύπαρξη με τις άλλες κοπέλες, οδηγούσε στους τελικούς όρκους και την αμετάκλητη αφιέρωση της ζωής της στα ανώτερα των ανωτέρων. Τότε την κάλεσε η Ηγουμένη και της πρότεινε εκείνο που έπρεπε να προηγηθεί: μια συνάντηση με την μοναδική της συγγενή. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ήταν πρωί ή μεσημέρι όταν η Άννα χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος της θείας της. Της άνοιξε μια γοητευτική γυναίκα με κουρασμένο πρόσωπο, που μόλις σκέπαζε το μεσοφόρι της με μια ρόμπα και αποχαιρετούσε αδιάφορα μια αντρική φωνή στο βάθος του διαδρόμου. Λεγόταν Wanda και αντιλήφθηκε ότι η διεύθυνσή της ήταν η μοναδική πληροφορία που είχαν δώσει στο νεαρό κορίτσι. Σταδιακά θα γινόταν εμφανές πως ήταν μια ανώτερη δικαστίνα με υψηλή θέση στο Κόμμα, μια ζηλωτής του Κράτους, που νότιζε ποιος ξέρει τι ενοχές στο αλκοόλ. Αν όμως κάτι δεν έκρυψε, αυτό είναι η απόλυτη αλήθεια για την ανιψιά της: το πραγματικό της όνομα είναι Ida Lebenstein, είναι Εβραία και οι γονείς της σκοτώθηκαν στον Πόλεμο.
Οι λέξεις της Βάντα ή το βλέμμα της Ίντα πρότειναν την έξοδο στον δρόμο για να βρουν τα ίχνη των χαμένων γονέων. Από τα βάθη της χώρας κατέληξαν στην καρδιά της, όπου κυριαρχούσε το ζεύγος του Καθολικισμού και του Αντισημιτισμού. Χτύπησαν πόρτες σε έρημα σπίτια, αντίκρισαν πρόσωπα καχυποψίας και έφτασαν στην οικογένεια που έκρυψε τους γονείς για να τους προστατεύσει. Τι ειρωνεία: η επιβλητική αξιωματούχος ενέπνεε λιγότερο σεβασμό από την ταπεινή, χαμηλοβλεπούσα νεαρή με το ένδυμα της μοναχής. Όχι όμως και λιγότερο τρόμο, καθώς απαιτήθηκε η απροκάλυπτη ευθύτητα της Βάντα ώστε να υποχρεωθούν εκείνοι που γνώριζαν, να μιλήσουν έστω και σιωπηλά. Κάποιοι τότε είχαν βοηθήσει, κάποιοι πρόδωσαν, άλλοι παρέμειναν στην σιωπή ή στην δική μας άγνοια. Τελικά κάποιος υποσχέθηκε να τους δείξει το μέρος όπου βρίσκονταν θαμμένοι, αρκεί οι γυναίκες να παραιτούνταν από κάθε δικαίωμα για το σπίτι που είχε καταλάβει. Η αθωότητα της Ίντα θρυμματίστηκε, η ασχήμια των ανθρώπων κατέκλυσε το παρελθόν της, ένας αμαρτωλός κόσμος σπίλωσε την εσώτερη λευκότητα.
Τα πάντα έμοιαζαν να βρίσκονται σε ένα τέλμα, όπως και οι επαρχιακοί δρόμοι που περιπλανιούνταν με το άσπρο σαράβαλο της Βάντα, αλλά κάπου στην άκρη τους ένας νεαρός μουσικός διανοήθηκε να σταθεί στην άκρη του δρόμου τους κάνοντας ωτοστόπ, σαν μια ακτίνα νέας ζωής που αναδυόταν κάπου αλλού στον κόσμο. Πήγαινε σε μια κωμόπολη που είχε την επέτειό της, για να παίξει στο ισόγειο ενός ξενοδοχείου. Η δική του γλώσσα ήταν άλλου είδους: εκφερόταν με το τενόρο σαξόφωνο της τζαζ και μιλούσε με φράσεις του John Coltrane και άλλων ρεκτών. Το πρώτο βλέμμα της Ίντα τον άγγιξε μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Τα επόμενα συμπλέχτηκαν με λιγότερο κρυφές αχτίδες.
Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου ξεδιπλώθηκε πλήρως ο δεσμός και η απόσταση των δυο γυναικών. Για την Ίντα η Βάντα θα μπορούσε είναι η μητέρα που δεν είχε ποτέ αλλά εκείνη παρέμενε η θεία που δεν ήθελε να είναι μητέρα, γιατί επέλεξε μια διαμετρικά αντίθετη ζωή. Μετά την άσκηση εξουσίας, ή μαζί της, ήρθαν τα αναρίθμητα τσιγάρα και μια ελευθέρια ερωτική ζωή με τους άντρες που την συντρόφευαν στο ποτό αλλά έφευγαν όταν ξημέρωνε. Καθολικισμός και Κομμουνισμός, αθωότητα και δύναμη, έρωτας στο μηδέν και έρωτας με τους πάντες. Η κυνική μέχρι μηδενισμού, η επαναπαυμένη στην σκέπη του Θεού της. Δυο γυναίκες, δρόμοι χωρίς διασταύρωση, χάσμα χωρίς γέφυρα. Αμφότερες όμως ήταν ομώνυμες στην μοναξιά τους, ζούσαν με τις συνέπειες των επιλογών τους κι ένας απαράβατος δεσμός εξακολουθούσε να τις ενώνει: η μητέρα της Ίντα ήταν η αγαπημένη αδελφή της Βάντα. Έτσι κάποιες στιγμές μοιράζονταν ένα χαμόγελο, ακόμα και μια υποψία γέλιου. Σε μια τέτοια, η Βάντα της είπε πως το λακκάκι της είναι ιδιαίτερα γοητευτικό. Σε άλλες συνέχιζε να προκαλεί την άκαμπτη σιωπή της νεαρής, όπως όταν της είπε πως ο Ιησούς της δεν κρυβόταν σε μια σπηλιά με βιβλία αλλά βγήκε έξω στον κόσμο, όταν την ρώτησε αν έχει ποτέ αμαρτωλές σκέψεις για την σάρκα ή τι θα κάνει αν ύστερα από όλα αυτά ανακαλύψει πως δεν υπάρχει Θεός… Και όταν μια νύχτα που η Βάντα επέστρεψε στο δωμάτιο μεθυσμένη, έχοντας ερωτοτροπήσει με κάποιον πελάτη του ξενοδοχείου, φρόντισε να θυμίσει στην Ίντα πως ο Ιησούς λάτρευε γυναίκες σαν και την ίδια.
Όμως μετά την ενώπιόν τους ομολογία του δολοφόνου και μια αξιοπρεπή ταφή των οστών σε κάποιο δασικό κοιμητήριο, δεν έμενε παρά η επιστροφή στην πρότερη ζωή. Για την Ίντα σήμαινε αποχαιρετισμός με την Βάντα μπροστά στην πύλη της μονής και όρκοι ισόβιας πίστης την επόμενη ημέρα. Για την Βάντα όμως μια τέτοια επιστροφή ήταν αδύνατη. Έβαλε στο πικάπ την συμφωνία αρ. 41 του Μότσαρτ όχι ως υπόκρουση μιας ακόμα μοναχικής ημέρας αλλά ως ύστατο αποχαιρετισμό στην ίδια της την ζωή. Πέταξε από το παράθυρο ξυπόλητη, με την ρόμπα σε χρώμα που δεν θα μάθουμε ποτέ.
Η Ίντα επέστρεψε στο διαμέρισμα για να τακτοποιήσει τα πράγματά της Βάντα, και, από μια ανεξέλεγκτη παρόρμηση ή ως πραγμάτωση μιας αλυσίδας σκέψεων που ποιός ξέρει πόσο καιρό ένωνε, έκανε κάτι πρωτόγνωρο: μόλις είδε τις γόβες της θείας της, γύμνωσε τα πόδια της, τις φόρεσε και βημάτισε αργά, με μια υποτυπώδη ισορροπία. Φόρεσε ένα φουστάνι, άναψε τσιγάρο, ήπιε από το μπουκάλι ένα ποτό που την έκανε να αναρριγήσει, τυλίχτηκε γύρω από μια διάφανη κουρτίνα και στροβιλίστηκε λες και η δίνη αποτελούσε είσοδο στην νέα ιδιότητα της γυναίκας του κόσμου. Ίσως γι’ αυτό οι ρώγες της ήταν τόσο τεντωμένες. Ως τέτοια γυναίκα πήγε στο μοναδικό μέρος στον κόσμο που ήθελε να πάει, στο ισόγειο του ξενοδοχείου, με την καμάρα και την τζαζ μπάντα στο βάθος. Τώρα το βλέμμα της προς τον σαξοφωνίστα ήταν διαφορετικό, σαν μια πρόσκληση. Όταν έφυγαν και οι τελευταίοι θαμώνες, εκείνος έβαλε έναν δίσκο στο πικάπ και την αγκάλιασε για έναν ήρεμο χορό. Τότε αντίστροφα με πριν, η Ίντα έβγαλε τις γόβες και στροβιλίστηκε αυτή τη φορά στην αγκαλιά του, ενώ η κάμερα εστίασε στα πόδια της, όπως σηκώνονταν στις μύτες τους. Τα ασπρόμαυρα πλακάκια στο δάπεδο έμοιαζαν με σκακιέρα, αλλά δεν παιζόταν καμία παρτίδα γιατί ξυπόλητη πια η Ίντα είχε παραδοθεί στις πρωτόγνωρες κινήσεις του έρωτα.
Όταν αργότερα ηρεμούσε ξαπλωμένη στο κρεβάτι (τα ελαφρώς ιδρωμένα μαλλιά της μαρτυρούσαν ό,τι προηγήθηκε), τα μάτια της δεν είχαν πια εκείνο το άνοιγμα της περιέργειας και της απορρόφησης των πάντων αλλά ήταν μισάνοιχτα, ίσως με την γαλήνια αίσθηση μιας αποδοχής. Τι σκέφτεσαι; την ρώτησε ο άντρας – Δεν σκέφτομαι, απάντησε η γυναίκα. Θα πάμε στο Γκντάνσκ για μερικές εμφανίσεις, θέλεις να έρθεις; Έχεις πάει ποτέ κάπου παραθαλάσσια; Δεν έχω πάει ποτέ πουθενά. Έλα τότε μαζί μας, θα ακούσεις την μουσική μας, θα περπατάμε στην παραλία. Και μετά; Μετά θα πάρουμε έναν σκύλο, θα παντρευτούμε, θα κάνουμε παιδιά. Και μετά; Τα συνηθισμένα. Ζωή. Τα συνηθισμένα και η ζωή δεν ήταν αρκετά για στην Ίντα. Το επόμενο πρωί ανακάθισε στο κρεβάτι, κι ενώ οι γόβες παρέμειναν ριγμένες στο πάτωμα, ενδύθηκε τα ρούχα της μοναχής και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Ήταν κι αυτός ένας τρόπος αφήγησης ακόμα και μιας ολόκληρης ζωής: ένας κατάλογος στιγμών και τόπων, στατικά πλάνα μακράς διάρκειας, η πρόκριση της σιωπής και η κυριαρχία του πορτραίτου που μιλούσε από μόνο του. Η κάμερα μπορεί να ήταν ακίνητη, αλλά τα συναισθήματα ποτέ, τα πρόσωπα υποφωτίζονταν σα να μας έλεγαν πως δεν θα μάθουμε ποτέ τα πάντα γι’ αυτά και συχνά τοποθετούνταν κάτω από την μέση του κάδρου, γιατί πάνω τους βρίσκονταν τα ταβάνια των σκοτεινών δωματίων και, ακόμα συχνότερα, ο ατέλειωτος γκρίζος ουρανός, που είχαν δει τα πάντα και σκέπαζαν το ακρωτηριασμένο πνεύμα ενός έθνους που επιβίωσε από τον πόλεμο έχοντας χάσει εκατομμύρια ψυχές και τώρα βρισκόταν στο σκότος ενός άλλου καθεστώτος όπου δοκιμάζονταν αναρίθμητες άλλες. Γιατί όσο ιδιωτική ζωή και αν ζει κανείς, από πάνω του είναι πάντα χάσκει ορθάνοιχτη η Ιστορία του τόπου του.
Και η Άννα που λεγόταν Ίντα, κάπου ανάμεσα στην συλλογική και στην ιδιωτική ζωή της, γύμνωσε τα πόδια της τρεις καίριες φορές: μια για να φορέσει γόβες και να γίνει γυναίκα του κόσμου, δεύτερη όταν τις έβγαλε για να χορέψει με τον μοναδικό άντρα που θα την αγκάλιαζε, και τρίτη για να κοιμηθεί μαζί του. Ίσως μετά την μεγάλη πνευματική της μαθητεία, θέλησε να ακολουθήσει μια πολύ συντομότερη σαρκική, απολύτως απαραίτητη για την οριστική της επιλογή. Ίσως θέλησε να γνωρίσει καλύτερα τον άνθρωπο, τον άντρα, την γυναίκα, ή και μόνο τον ίδιο τον έρωτα που, στα κείμενα του μοναστικού βίου, θα αποτελούσε μόνιμη επωδό κορύφωσης και πτώσης.
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
Η ταινία: (Paweł Pawlikowski, Ίντα, 2013). Η γυναίκα: Agata Trzebuchowska.