H ανά­λα­φρη ύπαρ­ξη της βα­ρύ­τη­τας

Η τρα­γω­δία της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής εί­ναι ότι πρό­κει­ται για κω­μω­δία (Λε­ξι­κό ανα­μνή­σε­ων)

Στις 11 Ιου­λί­ου πέ­θα­νε στο Πα­ρί­σι ο γεν­νη­μέ­νος Πρω­τα­πρι­λιά του 1929, στο Μπρ­νο της Βοη­μί­ας, Μι­λαν Κού­ντε­ρα. Ήταν με­γά­λος. 94 ετών. Το τε­λευ­ταίο μυ­θι­στό­ρη­μα που έγρα­ψε στα τσε­χι­κά ήταν H Αθα­να­σία (1988, αλ­λά πρώ­τη έκ­δο­ση γαλ­λι­κά 1990). Συ­νέ­χι­σε να γρά­φει στη γλώσ­σα των Γάλ­λων, στην πρω­τεύ­ου­σα των οποί­ων εί­χε κα­τα­φύ­γει το 1975, απο­κτώ­ντας υπη­κο­ό­τη­τα το 1981. Πριν φύ­γει, με­τά την απο­πο­μπή του προ­σπο­ρι­ζό­ταν χρή­μα­τα παί­ζο­ντας τζαζ στο πιά­νο. Φί­λοι τον κά­λυ­πταν να γρά­φει χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ονό­μα­τα και ψευ­δώ­νυ­μά τους. Διε­τέ­λε­σε και συ­ντά­κτης στή­λης αστρο­λο­γί­ας. Κά­ποια στιγ­μή η χώ­ρα του τον ξέ­βρα­σε. Με­τά τον έπνι­γε η γλώσ­σα του. Πρό­κει­ται για ιδιαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση οι­καλ­γί­ας, θέ­μα για συ­ζή­τη­ση άλ­λη φο­ρά.
Ασφα­λώς, «για έναν συγ­γρα­φέα, η εμπει­ρία τού να έχει ζή­σει σε πε­ρισ­σό­τε­ρες από μία χώ­ρα απο­τε­λεί τε­ρά­στιο πλε­ο­νέ­κτη­μα. Τον κό­σμο μπο­ρείς να τον κα­τα­λά­βεις μό­νον αν τον δεις από δια­φο­ρε­τι­κές πλευ­ρές», εί­χε πει, διευ­κρι­νί­ζο­ντας ότι «έζη­σα στην Τσε­χο­σλο­βα­κία έως την ηλι­κία των 45 ετών. Δε­δο­μέ­νου ότι στα 30 ξε­κί­νη­σα πραγ­μα­τι­κά ως συγ­γρα­φέ­ας, μπο­ρώ να πω ότι το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της δη­μιουρ­γι­κής ζω­ής μου θα δια­δρα­μα­τι­στεί στη Γαλ­λία, με την οποία εί­μαι πιο συν­δε­δε­μέ­νος από ό,τι νο­μί­ζε­ται». Μι­κρός εί­χε γοη­τευ­θεί από τον γαλ­λι­κό υπερ­ρε­α­λι­σμό και τον κε­ντρο­ευ­ρω­παϊ­κό κομ­μου­νι­σμό. Ενώ μύ­θος και ιστο­ρία συ­νι­στούν μυ­θι­στο­ρία, της γρα­φής το ύφος κα­τα­λή­γει γρί­φος.
Έχο­ντας εν τω με­τα­ξύ πά­ρει δια­ζύ­γιο από τη Σλο­βα­κία, το 2019 η Τσε­χία επέ­στρε­ψε την υπη­κο­ό­τη­τα που του εί­χε αφαι­ρε­θεί το 1979. Έναν χρό­νο αρ­γό­τε­ρα τι­μή­θη­κε με το Βρα­βείο Φραντς Κάφ­κα, που δεν ήταν δη­μο­φι­λής στη γε­νέ­τει­ρά του πριν ανα­γνω­ρι­στεί διε­θνώς. Στο πα­ρελ­θόν ο Κού­ντε­ρα εί­χε δη­μο­σί­ως συ­γκρου­στεί με τον Χά­βελ, που από το θέ­α­τρο με­τα­πή­δη­σε στο παλ­κο­σέ­νι­κο της πο­λι­τι­κής. Οι δι­κές μου ανα­γνώ­σεις ήταν από με­τα­φρά­σεις στα αγ­γλι­κά. Στα ελ­λη­νι­κά κα­θιε­ρώ­θη­κε χά­ρις στον Γιάν­νη Χά­ρη και τις εκ­δό­σεις της Εστί­ας. Στην Ελ­λά­δα δια­βά­ζου­με προ­σω­πι­κά τους ξέ­νους συγ­γρα­φείς, ενώ διεκ­πε­ραιω­τι­κά τους δι­κούς μας, αν δεν δια­φη­μί­σουν ξέ­νες περ­γα­μη­νές. Εμ­βλη­μα­τι­κός κα­θί­στα­ται ένας συγ­γρα­φέ­ας όταν έστω ένας ανα­γνώ­στης ανα­πτύ­ξει προ­σω­πι­κή σχέ­ση. Οι νε­κρο­λο­γί­ες επι­βε­βαιώ­νουν ότι, πριν αρ­χί­σει να δύ­ει και το δι­κό του άστρο, ο Κού­ντε­ρα έκα­νε θραύ­ση στην Ελ­λά­δα.
Ει­δι­κής ανα­φο­ράς από πλευ­ράς του έχουν τύ­χει ο Κάφ­κα, ο Μπροχ, ο Μού­ζιλ, ο Γκο­μπρό­βιτς, οι τέσ­σε­ρις αυ­τοί με­γά­λοι πε­ζο­γρά­φοι της κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης, της οποί­ας θα ήταν ανό­η­το να επι­χει­ρή­σεις να χα­ρά­ξεις τα σύ­νο­ρα, έχει πει, κα­θώς δεν πρό­κει­ται για μία πε­ριο­χή, αλ­λά για έναν πο­λι­τι­σμό και ένα πε­πρω­μέ­νο. Με­τά την κλα­σι­κή Αθή­να και την ιτα­λι­κή Ανα­γέν­νη­ση, μια τρί­τη έκρη­ξη πο­λι­τι­σμού δια­πι­στώ­νουν ορι­σμέ­νοι ιστο­ρι­κοί στην πε­ρι­φέ­ρεια της πρώ­ην αυ­στρο-ουγ­γρι­κής πρω­τεύ­ου­σας. Ο Κού­ντε­ρα έχει πε­ρι­γρά­ψει ως ιδα­νι­κό του για την Ευ­ρώ­πη τη «μέ­γι­στη ετε­ρό­τη­τα στον ελά­χι­στο χώ­ρο». Σε μία επο­χή σύγ­χυ­σης με­τα­ξύ το­πι­κού και πα­γκό­σμιου, ταυ­τό­τη­τας και δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τας, επαρ­χιω­τι­σμού και οι­κου­με­νι­σμού, η λο­γο­τε­χνία υπο­βάλ­λει προ­τά­σεις.
«Το να εί­σαι συγ­γρα­φέ­ας δεν ση­μαί­νει να δια­κη­ρύσ­σεις μια αλή­θεια, ση­μαί­νει να ανα­κα­λύ­πτεις μια αλή­θεια», υπο­στή­ρι­ζε ο Κού­ντε­ρα. «Η βλα­κεία των αν­θρώ­πων προ­έρ­χε­ται από το να έχουν απά­ντη­ση για όλα. Η σο­φία του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος προ­έρ­χε­ται από το να έχει μια ερώ­τη­ση για όλα», πρό­σθε­τε. Δυ­στυ­χώς οι άν­θρω­ποι προ­τι­μούν να κρί­νουν πα­ρά να κα­τα­λα­βαί­νουν. Η κα­τά­στα­ση χει­ρο­τε­ρεύ­ει «από τη στιγ­μή που ένας δη­μο­σιο­γρά­φος πα­ρα­θέ­τει τα λό­για ενός συγ­γρα­φέα», τα οποία παύ­ουν να εί­ναι λό­για του συγ­γρα­φέα. Αν η ζωή ενο­χλεί, πα­ρε­νό­χλη­ση της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας απο­τε­λεί η λο­γο­τε­χνία.
«Έμα­θα την αξία του χιού­μορ την πε­ρί­ο­δο του στα­λι­νι­κού τρό­μου… Έκτο­τε με τρο­μο­κρα­τεί ένας κό­σμος που χά­νει την αί­σθη­ση του χιού­μορ», έχει πει ως ένας από τους πιο δια­πρε­πείς επι­γό­νους του σκο­τει­νού χιού­μορ που χα­ρα­κτή­ρι­ζε τον Κάφ­κα. Με­τα­ξύ μιας σο-βα­ρύ­τη­τας που σο­βεί στην Ανα­το­λή και μιας σο-βα­ρο­φά­νειας που δεν απο­σο­βεί­ται στη Δύ­ση, η ανά­λα­φρη ύπαρ­ξη της βα­ρύ­τη­τας εί­ναι ένα έρ­γο που φαί­νε­ται συ­νε­χώς να έγρα­φε ο Μί­λαν Κού­ντε­ρα. Αλί­μο­νο σε όσους μι­κροί δεν εί­ναι συ­ντη­ρη­τι­κοί και ρη­ξι­κέ­λευ­θοι όταν με­γα­λώ­σουν.
Κα­τα­λή­γω με την πε­ρί­λη­ψη μιας πραγ­μα­τι­κής ιστο­ρί­ας. Ελ­πί­ζο­ντας μή­πως την πεί­σει να τα φτιά­ξει μα­ζί του, προ­φα­σί­στη­κε ότι εί­χε την ίδια αγά­πη για τον Κού­ντε­ρα που εί­χε εκεί­νη. Διά­βα­σε οτι­δή­πο­τε δι­κό του εί­χε με­τα­φρα­στεί στα αγ­γλι­κά. Σύ­ντο­μα όμως χώ­ρι­σαν, κα­θώς εκεί­νη απο­μα­κρύν­θη­κε από τον Κού­ντε­ρα, όπως και συ­νο­λι­κά από τη λο­γο­τε­χνία, πιά­νο­ντας δου­λειά ως σύμ­βου­λος επι­χει­ρή­σε­ων. Αυ­τό που του έμει­νε ήταν η αγά­πη. Για τη λο­γο­τε­χνία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Γκο­ντάρ: Απο­χαι­ρε­τι­σμός στη γλώσ­σα του απο­χαι­ρε­τι­σμού / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)
Θε­ο­δω­ρά­κης ή τανκς; / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr)
Aσι­τία / Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας - Χάρ­της (hartismag.gr) [Ο Κάφ­κα και η μη πλη­ρό­τη­τα της λο­γο­τε­χνί­ας, με πα­ρα­πο­μπή στην «Απρα­γία»]
Mε έκ­πτω­ση πά­νω από 60% στον χρό­νο ανά­γνω­σης

Γιώρ­γος Χου­λιά­ρας

Γνώ­ρι­σα τον Μι­λάν Κού­ντε­ρα στο Μο­ντρε­άλ, φθι­νό­πω­ρο του 1984 στη Διε­θνή Συ­νά­ντη­ση Συγ­γρα­φέ­ων του Κε­μπέκ (Rencontre Internationale des Ecrivains Québécois). Το θέ­μα της Συ­νά­ντη­σης ήταν η τέ­χνη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος με ει­ση­γή­σεις και συ­ζη­τή­σεις σε αί­θου­σα της πό­λης, η οποία ανή­κε στο Πα­νε­πι­στή­μιο ΜcGill. Ήταν μάλ­λον ο τε­λευ­ταί­ος που έμπαι­νε στην αί­θου­σα, έψα­χνε να κα­θί­σει σε μιαν άκρη στο βά­θος, απέ­φευ­γε τους θαυ­μα­στές του, η προ­φο­ρά των γαλ­λι­κών του με­τέ­φε­ρε ίχνη της τσέ­χι­κης γλώσ­σας.
Το βρά­δυ της δεύ­τε­ρης μέ­ρας, ο δή­μαρ­χος της πό­λης του Κε­μπέκ θα πα­ρέ­θε­τε δεί­πνο προ τι­μή των συμ­με­τε­χό­ντων σε εστια­τό­ριο προ­σβά­σι­μο πε­ζή, σε ένα δρό­μο όπου στη μία πλευ­ρά υπήρ­χε το Restaurant Acropolis και στην άλ­λη πλευ­ρά, λί­γα μέ­τρα πιο πέ­ρα, το Restaurant Parthénon. Ο από­η­χος από τρα­γού­δια της πα­τρί­δας, δη­μο­τι­κά και ρε­μπέ­τι­κα, εί­χε προ­κα­λέ­σει το εν­δια­φέ­ρον του Μι­λάν, κα­τά­φε­ρε να τρα­γου­δή­σει μα­ζί μου κά­ποιες λέ­ξεις ρε­μπέ­τι­κου ρε­φρέν.
Η μυ­θο­λο­γία τέ­τοιων συμ­πτώ­σε­ων βρί­σκε­ται στην απαρ­χή μιας αραι­ής επι­στο­λι­κής επι­κοι­νω­νί­ας με αφορ­μή εκ μέ­ρους μου την ενη­μέ­ρω­σή του για τις με­τα­φρά­σεις των έρ­γων του στα ελ­λη­νι­κά και τις σχε­τι­κές κρι­τι­κές, για την ιστο­ρία των εκ­δό­σε­ων της Εστί­ας, στις οποί­ες εί­χε πα­ρα­χω­ρή­σει τα δι­καιώ­μα­τά του. Εί­χε την κα­λο­σύ­νη να μου στέλ­νει αντί­τυ­πα των βι­βλί­ων του, το πρώ­το ήταν Η αβά­στα­χτη ελα­φρό­τη­τα του εί­ναι, το έλα­βα αμέ­σως με­τά την επι­στρο­φή μου από το Μο­ντρε­άλ. Έτσι πέ­ρα­σαν δέ­κα χρό­νια, πέ­ντε επι­στο­λές ίσως και δέ­κα λι­γό­λο­γα ση­μειώ­μα­τα, πε­ρί του και­ρού συ­χνά. Όσα τα­ξί­δια έκα­να στο Πα­ρί­σι για προ­σω­πι­κούς και επαγ­γελ­μα­τι­κούς λό­γους δεν συν­δυά­στη­καν πο­τέ με οποια­δή­πο­τε επα­φή με τον Μι­λάν. Οι κα­κές γλώσ­σες υπο­στή­ρι­ζαν πως η γυ­ναί­κα του Βέ­ρα, η Κου­ντέ­ρο­βα όπως λέ­γα­με, ήταν ο φρου­ρός του. (Για τη συ­νέ­χεια Βλ. Χάρ­της #34)

Μπο­ρώ να υπο­στη­ρί­ξω ότι το πα­ρου­σια­στι­κό του Μι­λάν ήταν συμ­βα­τό με το έρ­γο του. Ένας όμορ­φος άντρας, γέν­νη­μα μιάς μι­κρής και πο­λυ­βα­σα­νι­σμέ­νης χώ­ρας, μέ­σα στον σω­τή­ριο αέ­ρα της κλη­ρο­νο­μιάς του Κα­λού στρα­τιώ­τη Σβέικ του Γιά­ρο­σλαβ Χά­σεκ, του Ρο­μπότ (λέ­ξη που στα τσέ­χι­κα ση­μαί­νει «ερ­γα­σία») του Κά­ρελ Τσά­πεκ, της Πρά­γας του Φραντς Κάφ­κα, του μου­σι­κού ιδιώ­μα­τος και των με­λω­διών της Μο­ρα­βί­ας και Βοη­μί­ας του Αντο­νίν Ντ­βόρ­ζακ, του Μολ­δά­βα, συμ­φω­νι­κό ποί­η­μα από την συλ­λο­γή Η πα­τρί­δα μου του Μπέ­τριχ Σμέ­τα­να, μια κλη­ρο­νο­μιά που μό­λυ­νε η ιδε­ο­λο­γι­κή επι­λη­ψία των Γραμ­μα­τέ­ων του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Αντο­νίν Νο­βότ­νι και Γκου­στάβ Χιού­σακ ως τη «βε­λού­δι­νη επα­νά­στα­ση» του 1989, που εκ­φρά­στη­κε από τους υπο­στη­ρι­κτές δια­νο­ού­με­νους της Χάρ­τας 77 και ευ­τύ­χη­σε να πε­τύ­χει αναί­μα­κτα την κα­τάρ­ρευ­ση εκεί­νου του κα­θε­στώ­τος λή­θαρ­γου και κομ­μα­τι­κής αυ­τοϊ­κα­νο­ποί­η­σης. Εί­ναι σαν να λέ­με πως με το ευ­ερ­γέ­τη­μα του δη­μιουρ­γού, ο οποί­ος εί­χε στε­ρη­θεί την ιθα­γέ­νειά του, εί­χε με­τα­πη­δή­σει από την γλώσ­σα της μά­νας του, τα τσέ­χι­κα, στη γλώσ­σα της δη­μιουρ­γί­ας του, τα γαλ­λι­κά, ο Μι­λάν εί­χε την ευ­λο­γία να βρί­σκει μπρο­στά του όλες εκεί­νες τις πι­θα­νό­τη­τες που κα­θι­στούν το αν­θρώ­πι­νο μια «ελα­φρό­τη­τα» τό­σο γε­λοία όσο και σπου­δαία, υπο­χρε­ω­τι­κή, αφού δεν υπάρ­χει άλ­λη. «Οι χα­ρα­κτή­ρες στα βι­βλία μου», έλε­γε, «δεν γεν­νιού­νται όπως οι άν­θρω­ποι. Γεν­νιού­νται από μια κα­τά­στα­ση, μια πρό­τα­ση, μια με­τα­φο­ρά, φέρ­νο­ντας μέ­σα στο κέ­λυ­φός τους μια βα­σι­κή αν­θρώ­πι­νη πι­θα­νό­τη­τα. Οι χα­ρα­κτή­ρες στα έρ­γα μου εί­ναι οι δι­κές μου μη υλο­ποι­η­μέ­νες πι­θα­νό­τη­τες. Για αυ­τό τους αγα­πώ, αλ­λά και τους φο­βά­μαι». Πώς να το κά­νου­με: ο Μι­λάν Κού­ντε­ρα επέ­βα­λε το κύ­ρος των μη υλο­ποιού­με­νων πι­θα­νο­τή­των, τέ­τοιο θάμ­βος Τέ­χνης.

Φί­λιπ­πος Δ. Δρα­κο­ντα­ει­δής




Ντά­νιελ Ντέι Λιού­ις, Ζι­λιέτ Μπι­νός, Λέ­να Όλιν στην κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή εκ­δο­χή της «Αβά­στα­χτης ελα­φρό­τη­τας του εί­ναι» του Φί­λιπ Κά­ουφ­μαν (1988)



Ο Τσέ­χος αστέ­ρας της λο­γο­τε­χνί­ας και από­κλη­ρος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, Μι­λαν Κού­ντε­ρα, άφη­σε την τε­λευ­ταία του πνοή στα 94 του. O συγ­γρα­φέ­ας της Αβά­στα­χτης Ελα­φρό­τη­τας του Εί­ναι ήταν γνω­στός για τα σε­ξουα­λι­κά φορ­τι­σμέ­να μυ­θι­στο­ρή­μα­τα που απα­θα­νά­τι­ζαν τον ασφυ­κτι­κό πα­ρα­λο­γι­σμό της ζω­ής στην πα­τρί­δα του, την Τσε­χο­σλο­βα­κία.
Το μυ­θι­στό­ρη­μα Αβά­στα­χτη ελα­φρό­τη­τα του Εί­ναι, αν και κυ­κλο­φό­ρη­σε το 1984, τρά­βη­ξε ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο την προ­σο­χή του κοι­νού όταν δια­σκευά­στη­κε σε ται­νία το 1988 με πρω­τα­γω­νι­στή τον Ντά­νιελ Ντέι Λιού­ις, ως έναν από τους κε­ντρι­κούς χα­ρα­κτή­ρες του, τον Τό­μας, έναν Τσέ­χο φι­λάν­θρω­πο χει­ρουρ­γό που επι­κρί­νει την κομ­μου­νι­στι­κή ηγε­σία και ως εκ τού­του ανα­γκά­ζε­ται να πλέ­νει τα πα­ρά­θυ­ρα για να ζή­σει, ενό­σω ο ίδιος φλερ­τά­ρει διά­φο­ρες γυ­ναί­κες: λες και η πραγ­μα­τι­κή δου­λειά του συγ­γρα­φέα εκεί­νη την επο­χή, ήταν να βρει ει­κό­νες για την κα­τα­στρο­φι­κή ιστο­ρία της χώ­ρας του όσο ζού­σε, πε­ρι­γρά­φο­ντας συ­νά­μα έναν κό­σμο στον οποίο οι επι­λο­γές έχουν εξα­ντλη­θεί και οι άν­θρω­ποι απλά δεν μπο­ρούν να βρουν τρό­πο να εκ­φρά­σουν την αν­θρω­πιά τους.
Μπο­ρεί οι φε­μι­νί­στριες να ισχυ­ρί­ζο­νται πως η εχθρό­τη­τα προς τις γυ­ναί­κες εί­ναι κοι­νός πα­ρά­γο­ντας σε όλα τα γρα­πτά του Κού­ντε­ρα, πολ­λοί κρι­τι­κοί όμως λέ­νε ότι το να απο­κα­λύ­ψει τη φρι­κτή συ­μπε­ρι­φο­ρά των αν­δρών ήταν του­λά­χι­στον μέ­ρος της πρό­θε­σής του. Εν­δει­κτι­κά βλέ­που­με στο πρώ­το του μυ­θι­στό­ρη­μα, Το αστείο, τον αφη­γη­τή να απο­πλα­νεί εκ­δι­κη­τι­κά τη γυ­ναί­κα ενός πα­λιού εχθρού, ενώ η τα­ραγ­μέ­νη γυ­ναί­κα στη συ­νέ­χεια προ­σπα­θεί να αυ­το­κτο­νή­σει με χά­πια, τα οποία απο­δει­κνύ­ο­νται κα­θαρ­τι­κά! Ο φό­βος του Κού­ντε­ρα ότι η τσε­χι­κή κουλ­τού­ρα θα μπο­ρού­σε να δια­γρα­φεί από τον στα­λι­νι­σμό —όπως ακρι­βώς οι ατι­μω­μέ­νοι ηγέ­τες απο­μα­κρύν­θη­καν από τις επί­ση­μες φω­το­γρα­φί­ες— ήταν στο επί­κε­ντρο του Βι­βλί­ου του Γέ­λιου και της Λή­θης: δεν ήταν ακρι­βώς αυ­τό που θα πε­ρί­με­ναν οι πε­ρισ­σό­τε­ροι δυ­τι­κοί ανα­γνώ­στες από ένα «μυ­θι­στό­ρη­μα»: μια ακο­λου­θία επτά ιστο­ριών, που ει­πώ­θη­καν ως μυ­θο­πλα­σία, αυ­το­βιο­γρα­φία, φι­λο­σο­φι­κές ει­κα­σί­ες και πολ­λά άλ­λα, όπου ο Κού­ντε­ρα το ονό­μα­σε μυ­θι­στό­ρη­μα και το πα­ρο­μοί­α­σε με ένα σύ­νο­λο πα­ραλ­λα­γών του Μπε­τό­βεν! Πράγ­μα­τι, πρό­κει­ται για πρω­τό­τυ­πο βι­βλίο, γραμ­μέ­νο με αγνό­τη­τα και πνεύ­μα που σε προ­κα­λεί απευ­θεί­ας, με μια πα­ρα­ξε­νιά που σε κλει­δώ­νει.
Ο Τσέ­χος συγ­γρα­φέ­ας, δια­τη­ρώ­ντας εν γέ­νει βα­θιά συγ­γέ­νεια με τους Νί­τσε, Κάφ­κα, Μού­ζιλ, Μπροχ, προ­σπα­θού­σε να ανα­κα­λύ­ψει αυ­τό που μό­νο το μυ­θι­στό­ρη­μα μπο­ρεί να ανα­κα­λύ­ψει, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου αυ­τού που ονό­μα­σε ως «αλή­θεια της αβε­βαιό­τη­τας». Η φι­λο­δο­ξία της ζω­ής του, άλ­λω­στε, ήταν να ενώ­σει τη μέ­γι­στη σο­βα­ρό­τη­τα της ερώ­τη­σης με τη μέ­γι­στη ελα­φρό­τη­τα της φόρ­μας· συν­δυά­ζο­ντας ένα σο­βα­ρό θέ­μα με μια επι­πό­λαιη μορ­φή, επι­χει­ρού­σε να ξε­σκε­πά­σει τα δρά­μα­τα με την απαί­σια αση­μα­ντό­τη­τά τους, εκεί­να που συμ­βαί­νουν στα κρε­βά­τια αλ­λά και αυ­τά που παί­ζο­νται στη με­γά­λη σκη­νή της Ιστο­ρί­ας, βιώ­νο­ντας όλοι τε­λι­κά την αφό­ρη­τη ελα­φρό­τη­τα της ύπαρ­ξης.
Η από­φα­σή του να με­τα­να­στεύ­σει κά­πο­τε στην Γαλ­λία, υπο­γράμ­μι­σε τις επι­λο­γές που εί­χε στη διά­θε­σή της η τσέ­χι­κη δια­νό­η­ση εκεί­νη την επο­χή. Με­τα­ξύ αυ­τών που έμει­ναν και αντι­στά­θη­καν ήταν ο θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας Βά­τσλαβ Χά­βελ, ο οποί­ος με­τά από φυ­λά­κι­ση 3 ετών, έφτα­σε να υπη­ρε­τή­σει κι ως πρό­ε­δρος της Τσε­χι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας: ήταν η στιγ­μή όπου τα βι­βλία του Κού­ντε­ρα κυ­κλο­φό­ρη­σαν νό­μι­μα στην πα­τρί­δα του για πρώ­τη φο­ρά με­τά από 20 χρό­νια. Αλ­λά υπήρ­χε ελά­χι­στη ζή­τη­ση ή συ­μπά­θεια γι' αυ­τόν, με απο­τέ­λε­σμα να που­λη­θούν μό­νο 10.000 αντί­τυ­πα της Αβά­στα­χτης ελα­φρό­τη­τας του Εί­ναι, κι αυ­τό διό­τι πολ­λοί Τσέ­χοι τον έβλε­παν ως κά­ποιον που εί­χε εγκα­τα­λεί­ψει τους συ­μπα­τριώ­τες του και εί­χε πά­ρει τον εύ­κο­λο δρό­μο. Ο Κού­ντε­ρα εκ­διώ­χθη­κε δύο φο­ρές από το κόμ­μα που υπο­στή­ρι­ζε από την ηλι­κία των 18 ετών, όταν οι κομ­μου­νι­στές κα­τέ­λα­βαν την εξου­σία το 1948. Η πρώ­τη του απο­πο­μπή, το 1950 ενέ­πνευ­σε την κε­ντρι­κή πλο­κή στο βι­βλίο του Το αστείο. Απο­φοί­τη­σε από την Ακα­δη­μία Κα­λών Τε­χνών της Πρά­γας το 1952 και στη συ­νέ­χεια διο­ρί­στη­κε στη σχο­λή εκεί ως εκ­παι­δευ­τής πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας, συ­γκα­τα­λέ­γο­ντας με­τα­ξύ των μα­θη­τών του τον σκη­νο­θέ­τη Mί­λος Φόρ­μαν. Ο Κού­ντε­ρα επα­νήλ­θε στο κόμ­μα το 1956, αλ­λά εκ­διώ­χθη­κε ξα­νά, το 1970, επει­δή υπο­στή­ρι­ξε τη με­ταρ­ρύθ­μι­ση. Αυ­τή τη φο­ρά ήταν για πά­ντα.
Τα επό­με­να χρό­νια μά­ζε­ψε χρή­μα­τα ως μου­σι­κός της τζαζ, παί­ζο­ντας πιά­νο· με­ρι­κοί φί­λοι κα­νό­νι­ζαν να γρά­φει πράγ­μα­τα με τα ονό­μα­τα ή τα ψευ­δώ­νυ­μά τους, ώσπου κα­τέ­λη­ξε να γί­νει αρ­θρο­γρά­φος αστρο­λο­γί­ας!
Τό­τε, ένας Αμε­ρι­κα­νός αρ­θρο­γρά­φος θα πει ότι ο αγώ­νας του Κού­ντε­ρα κά­νει τις ιστο­ρί­ες της ζω­ής των πε­ρισ­σό­τε­ρων Αμε­ρι­κα­νών συγ­γρα­φέ­ων να φαί­νο­νται τό­σο άθλιες όσο η πρό­ο­δος ενός φυ­τού ντο­μά­τας και δεν προ­κα­λεί έκ­πλη­ξη το γε­γο­νός ότι ο Κού­ντε­ρα εί­ναι σε θέ­ση να συγ­χω­νεύ­ει προ­σω­πι­κές και πο­λι­τι­κές ση­μα­σί­ες με την ευ­κο­λία ενός Κα­μί.
Ο Κού­ντε­ρα γεν­νή­θη­κε το 1929, από μι­κρός διά­βα­ζε Μπο­ντλέρ, Ρε­μπό, Απο­λι­νέρ, Μπρε­τόν, Κο­κτό, Ιο­νέ­σκο και θαύ­μα­ζε τον γαλ­λι­κό σου­ρε­α­λι­σμό. Έχο­ντας με­γα­λώ­σει σε μια χώ­ρα που κα­τεί­χαν οι γερ­μα­νι­κές δυ­νά­μεις από το 1939 έως το 1945, ο νε­α­ρός Κού­ντε­ρα ήταν ένα από τα πολ­λά εκα­τομ­μύ­ρια που αγκά­λια­σαν τον κομ­μου­νι­σμό με­τά τον πό­λε­μο. Ήταν μια με­θυ­στι­κή επο­χή, με νέ­ες λί­στες νι­κη­τών και ητ­τη­μέ­νων. Οι πα­λιές αδι­κί­ες απο­κα­τα­στά­θη­καν, νέ­ες αδι­κί­ες δια­πρά­χθη­καν, έγρα­ψε στο Βι­βλίο του Γέ­λιου και της Λή­θης.
Πο­λύ αρ­γά, όπως ομο­λό­γη­σε, κα­τά­λα­βε ότι το κα­κό που έγι­νε στο όνο­μα του σο­σια­λι­σμού δεν ήταν προ­δο­σία της επα­νά­στα­σης, αλ­λά μάλ­λον ένα δη­λη­τή­ριο που ήταν εγ­γε­νές σε αυ­τήν από την αρ­χή.
Το τε­λευ­ταίο βι­βλίο που έγρα­ψε στα τσέ­χι­κα πριν με­τα­βεί στα γαλ­λι­κά ήταν το Αθα­να­σία (1990). Με­τέ­πει­τα, τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ήταν λι­γό­τε­ρο πο­λι­τι­κά και πιο απρο­κά­λυ­πτα φι­λο­σο­φι­κά: Βρα­δύ­τη­τα (1995), Ταυ­τό­τη­τα (1998) και Άγνοια. (2000). Ομο­λο­γου­μέ­νως η Αθα­να­σία έτυ­χε της πιο θερ­μής υπο­δο­χής, μια και στο βι­βλίο βά­ζει τον Χέ­μιν­γου­εϊ να ανα­πτύσ­σει φι­λία με τον Γκέ­τε όταν συ­να­ντιού­νται στον πα­ρά­δει­σο.
Εκτός από με­γά­λα έρ­γα μυ­θο­πλα­σί­ας, εί­χε γρά­ψει δι­η­γή­μα­τα και δο­κί­μια που φώ­τι­σαν όχι μό­νο το έρ­γο του μα και άλ­λων συγ­γρα­φέ­ων, τα οποία συ­γκε­ντρώ­θη­καν υπό τον τί­τλο Η τέ­χνη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος. Συ­χνά ήταν υπο­ψή­φιος για το Νό­μπελ Λο­γο­τε­χνί­ας, δί­χως πο­τέ να το λά­βει.
Σύμ­φω­να με τον Τσέ­χο συγ­γρα­φέα, δεν εί­ναι πια δυ­να­τό να ανα­τρέ­ψου­με αυ­τόν τον κό­σμο, ού­τε να τον ανα­δια­μορ­φώ­σου­με, ού­τε να απο­τρέ­ψου­με την επι­κίν­δυ­νη ακα­τα­μά­χη­τη βια­σύ­νη του· υπάρ­χει μό­νο μία πι­θα­νή αντί­στα­ση: να μην τον πά­ρου­με στα σο­βα­ρά. Σε μια βρά­βευ­ση του, το 1985, εί­χε πει: «Υπάρ­χει μια ωραία εβραϊ­κή πα­ροι­μία που λέ­ει πως “όταν ο άν­θρω­πος σκέ­φτε­ται, ο Θε­ός γε­λά­ει”. Μα για­τί γε­λά­ει ο Θε­ός; Διό­τι ο άν­θρω­πος σκέ­φτε­ται και η αλή­θεια τού δια­φεύ­γει. Διό­τι όσο πε­ρισ­σό­τε­ρο σκέ­φτο­νται οι άν­θρω­ποι, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο η σκέ­ψη του ενός αν­θρώ­που απο­κλί­νει από τη σκέ­ψη του άλ­λου. Και τέ­λος διό­τι ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι πο­τέ αυ­τό που νο­μί­ζει ότι εί­ναι».

Από­στο­λος Ζιώ­γας


Εί­χα ανα­λά­βει να σχε­διά­σω το εξώ­φυλ­λο της ελ­λη­νι­κής έκ­δο­σης της Αβά­στα­χτης ελα­φρό­τη­τας του εί­ναι για λο­γα­ρια­σμό του Βι­βλιο­πω­λεί­ου της «Εστί­ας». Δεν διά­βα­σα καν το κεί­με­νο, τον Κού­ντε­ρα τον βα­ριό­μου­να, γε­νι­κά, αλ­λά συ­νέ­πε­σε να δω μια σύ­ντο­μη κρι­τι­κή πα­ρου­σί­α­ση σ' ένα ξε­νό­γλωσ­σο πε­ριο­δι­κό που ξε­φύλ­λι­σα, τυ­χαία, στον προ­θά­λα­μο ανα­μο­νής του οδο­ντί­α­τρου. Στον απέ­να­ντι τοί­χο. πά­νω από τον κα­να­πέ, υπήρ­χε κορ­νι­ζω­μέ­νη μια αφί­σα έρ­γου του Σα­γκάλ. Από κει πή­ρα την ιδέα να το ψα­λι­δί­σω και να το προ­σαρ­μό­σω για το εξώ­φυλ­λο της Ελα­φρό­τη­τας.
Αρ­γό­τε­ρα μά­θα­με ότι ο Κού­ντε­ρα το θε­ώ­ρη­σε ως το πιο επι­τυ­χη­μέ­νο εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου αυ­τού και μά­λι­στα ζή­τη­σε να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί και στην ια­πω­νι­κή έκ­δο­ση.

Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης (Πα­ρα­σάγ­γες Α', Άγρα 2014)