Σημειώσεις από το περιβάλλον
[ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ή ΠΕΡΑ ΑΠ᾽ ΑΥΤΗΝ ]

Πυρκαγιά

Ιαπωνική τέχνη, 13ος αι. Βοστώνη, Μουσείο Καλών Τεχνών. (Από το λεύκωμα του Π. Πρεβελάκη «Η φωτιά στην ζωγραφική και στην ποίηση», Αθήνα 1963






Αντίο, Μιλάν


H ανάλαφρη ύπαρξη της βαρύτητας

Η τραγωδία της ανθρώπινης ζωής είναι ότι πρόκειται για κωμωδία (Λεξικό αναμνήσεων)

Στις 11 Ιουλίου πέθανε στο Παρίσι ο γεννημένος Πρωταπριλιά του 1929, στο Μπρνο της Βοημίας, Μιλαν Κούντερα. Ήταν μεγάλος. 94 ετών. Το τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε στα τσεχικά ήταν H Αθανασία (1988, αλλά πρώτη έκδοση γαλλικά 1990). Συνέχισε να γράφει στη γλώσσα των Γάλλων, στην πρωτεύουσα των οποίων είχε καταφύγει το 1975, αποκτώντας υπηκοότητα το 1981. Πριν φύγει, μετά την αποπομπή του προσποριζόταν χρήματα παίζοντας τζαζ στο πιάνο. Φίλοι τον κάλυπταν να γράφει χρησιμοποιώντας ονόματα και ψευδώνυμά τους. Διετέλεσε και συντάκτης στήλης αστρολογίας. Κάποια στιγμή η χώρα του τον ξέβρασε. Μετά τον έπνιγε η γλώσσα του. Πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση οικαλγίας, θέμα για συζήτηση άλλη φορά.
Ασφαλώς, «για έναν συγγραφέα, η εμπειρία τού να έχει ζήσει σε περισσότερες από μία χώρα αποτελεί τεράστιο πλεονέκτημα. Τον κόσμο μπορείς να τον καταλάβεις μόνον αν τον δεις από διαφορετικές πλευρές», είχε πει, διευκρινίζοντας ότι «έζησα στην Τσεχοσλοβακία έως την ηλικία των 45 ετών. Δεδομένου ότι στα 30 ξεκίνησα πραγματικά ως συγγραφέας, μπορώ να πω ότι το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ζωής μου θα διαδραματιστεί στη Γαλλία, με την οποία είμαι πιο συνδεδεμένος από ό,τι νομίζεται». Μικρός είχε γοητευθεί από τον γαλλικό υπερρεαλισμό και τον κεντροευρωπαϊκό κομμουνισμό. Ενώ μύθος και ιστορία συνιστούν μυθιστορία, της γραφής το ύφος καταλήγει γρίφος.
Έχοντας εν τω μεταξύ πάρει διαζύγιο από τη Σλοβακία, το 2019 η Τσεχία επέστρεψε την υπηκοότητα που του είχε αφαιρεθεί το 1979. Έναν χρόνο αργότερα τιμήθηκε με το Βραβείο Φραντς Κάφκα, που δεν ήταν δημοφιλής στη γενέτειρά του πριν αναγνωριστεί διεθνώς. Στο παρελθόν ο Κούντερα είχε δημοσίως συγκρουστεί με τον Χάβελ, που από το θέατρο μεταπήδησε στο παλκοσένικο της πολιτικής. Οι δικές μου αναγνώσεις ήταν από μεταφράσεις στα αγγλικά. Στα ελληνικά καθιερώθηκε χάρις στον Γιάννη Χάρη και τις εκδόσεις της Εστίας. Στην Ελλάδα διαβάζουμε προσωπικά τους ξένους συγγραφείς, ενώ διεκπεραιωτικά τους δικούς μας, αν δεν διαφημίσουν ξένες περγαμηνές. Εμβληματικός καθίσταται ένας συγγραφέας όταν έστω ένας αναγνώστης αναπτύξει προσωπική σχέση. Οι νεκρολογίες επιβεβαιώνουν ότι, πριν αρχίσει να δύει και το δικό του άστρο, ο Κούντερα έκανε θραύση στην Ελλάδα.
Ειδικής αναφοράς από πλευράς του έχουν τύχει ο Κάφκα, ο Μπροχ, ο Μούζιλ, ο Γκομπρόβιτς, οι τέσσερις αυτοί μεγάλοι πεζογράφοι της κεντρικής Ευρώπης, της οποίας θα ήταν ανόητο να επιχειρήσεις να χαράξεις τα σύνορα, έχει πει, καθώς δεν πρόκειται για μία περιοχή, αλλά για έναν πολιτισμό και ένα πεπρωμένο. Μετά την κλασική Αθήνα και την ιταλική Αναγέννηση, μια τρίτη έκρηξη πολιτισμού διαπιστώνουν ορισμένοι ιστορικοί στην περιφέρεια της πρώην αυστρο-ουγγρικής πρωτεύουσας. Ο Κούντερα έχει περιγράψει ως ιδανικό του για την Ευρώπη τη «μέγιστη ετερότητα στον ελάχιστο χώρο». Σε μία εποχή σύγχυσης μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου, ταυτότητας και διαφορετικότητας, επαρχιωτισμού και οικουμενισμού, η λογοτεχνία υποβάλλει προτάσεις.
«Το να είσαι συγγραφέας δεν σημαίνει να διακηρύσσεις μια αλήθεια, σημαίνει να ανακαλύπτεις μια αλήθεια», υποστήριζε ο Κούντερα. «Η βλακεία των ανθρώπων προέρχεται από το να έχουν απάντηση για όλα. Η σοφία του μυθιστορήματος προέρχεται από το να έχει μια ερώτηση για όλα», πρόσθετε. Δυστυχώς οι άνθρωποι προτιμούν να κρίνουν παρά να καταλαβαίνουν. Η κατάσταση χειροτερεύει «από τη στιγμή που ένας δημοσιογράφος παραθέτει τα λόγια ενός συγγραφέα», τα οποία παύουν να είναι λόγια του συγγραφέα. Αν η ζωή ενοχλεί, παρενόχληση της καθημερινότητας αποτελεί η λογοτεχνία.
«Έμαθα την αξία του χιούμορ την περίοδο του σταλινικού τρόμου… Έκτοτε με τρομοκρατεί ένας κόσμος που χάνει την αίσθηση του χιούμορ», έχει πει ως ένας από τους πιο διαπρεπείς επιγόνους του σκοτεινού χιούμορ που χαρακτήριζε τον Κάφκα. Μεταξύ μιας σο-βαρύτητας που σοβεί στην Ανατολή και μιας σο-βαροφάνειας που δεν αποσοβείται στη Δύση, η ανάλαφρη ύπαρξη της βαρύτητας είναι ένα έργο που φαίνεται συνεχώς να έγραφε ο Μίλαν Κούντερα. Αλίμονο σε όσους μικροί δεν είναι συντηρητικοί και ρηξικέλευθοι όταν μεγαλώσουν.
Καταλήγω με την περίληψη μιας πραγματικής ιστορίας. Ελπίζοντας μήπως την πείσει να τα φτιάξει μαζί του, προφασίστηκε ότι είχε την ίδια αγάπη για τον Κούντερα που είχε εκείνη. Διάβασε οτιδήποτε δικό του είχε μεταφραστεί στα αγγλικά. Σύντομα όμως χώρισαν, καθώς εκείνη απομακρύνθηκε από τον Κούντερα, όπως και συνολικά από τη λογοτεχνία, πιάνοντας δουλειά ως σύμβουλος επιχειρήσεων. Αυτό που του έμεινε ήταν η αγάπη. Για τη λογοτεχνία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Γκοντάρ: Αποχαιρετισμός στη γλώσσα του αποχαιρετισμού / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Θεοδωράκης ή τανκς; / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr)
Aσιτία / Γιώργος Χουλιάρας - Χάρτης (hartismag.gr) [Ο Κάφκα και η μη πληρότητα της λογοτεχνίας, με παραπομπή στην «Απραγία»]
Mε έκπτωση πάνω από 60% στον χρόνο ανάγνωσης

Γιώργος Χουλιάρας

Γνώρισα τον Μιλάν Κούντερα στο Μοντρεάλ, φθινόπωρο του 1984 στη Διεθνή Συνάντηση Συγγραφέων του Κεμπέκ (Rencontre Internationale des Ecrivains Québécois). Το θέμα της Συνάντησης ήταν η τέχνη του μυθιστορήματος με εισηγήσεις και συζητήσεις σε αίθουσα της πόλης, η οποία ανήκε στο Πανεπιστήμιο ΜcGill. Ήταν μάλλον ο τελευταίος που έμπαινε στην αίθουσα, έψαχνε να καθίσει σε μιαν άκρη στο βάθος, απέφευγε τους θαυμαστές του, η προφορά των γαλλικών του μετέφερε ίχνη της τσέχικης γλώσσας.
Το βράδυ της δεύτερης μέρας, ο δήμαρχος της πόλης του Κεμπέκ θα παρέθετε δείπνο προ τιμή των συμμετεχόντων σε εστιατόριο προσβάσιμο πεζή, σε ένα δρόμο όπου στη μία πλευρά υπήρχε το Restaurant Acropolis και στην άλλη πλευρά, λίγα μέτρα πιο πέρα, το Restaurant Parthénon. Ο απόηχος από τραγούδια της πατρίδας, δημοτικά και ρεμπέτικα, είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του Μιλάν, κατάφερε να τραγουδήσει μαζί μου κάποιες λέξεις ρεμπέτικου ρεφρέν.
Η μυθολογία τέτοιων συμπτώσεων βρίσκεται στην απαρχή μιας αραιής επιστολικής επικοινωνίας με αφορμή εκ μέρους μου την ενημέρωσή του για τις μεταφράσεις των έργων του στα ελληνικά και τις σχετικές κριτικές, για την ιστορία των εκδόσεων της Εστίας, στις οποίες είχε παραχωρήσει τα δικαιώματά του. Είχε την καλοσύνη να μου στέλνει αντίτυπα των βιβλίων του, το πρώτο ήταν Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, το έλαβα αμέσως μετά την επιστροφή μου από το Μοντρεάλ. Έτσι πέρασαν δέκα χρόνια, πέντε επιστολές ίσως και δέκα λιγόλογα σημειώματα, περί του καιρού συχνά. Όσα ταξίδια έκανα στο Παρίσι για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους δεν συνδυάστηκαν ποτέ με οποιαδήποτε επαφή με τον Μιλάν. Οι κακές γλώσσες υποστήριζαν πως η γυναίκα του Βέρα, η Κουντέροβα όπως λέγαμε, ήταν ο φρουρός του. (Για τη συνέχεια Βλ. Χάρτης #34)

Μπορώ να υποστηρίξω ότι το παρουσιαστικό του Μιλάν ήταν συμβατό με το έργο του. Ένας όμορφος άντρας, γέννημα μιάς μικρής και πολυβασανισμένης χώρας, μέσα στον σωτήριο αέρα της κληρονομιάς του Καλού στρατιώτη Σβέικ του Γιάροσλαβ Χάσεκ, του Ρομπότ (λέξη που στα τσέχικα σημαίνει «εργασία») του Κάρελ Τσάπεκ, της Πράγας του Φραντς Κάφκα, του μουσικού ιδιώματος και των μελωδιών της Μοραβίας και Βοημίας του Αντονίν Ντβόρζακ, του Μολδάβα, συμφωνικό ποίημα από την συλλογή Η πατρίδα μου του Μπέτριχ Σμέτανα, μια κληρονομιά που μόλυνε η ιδεολογική επιληψία των Γραμματέων του Κομμουνιστικού Κόμματος Αντονίν Νοβότνι και Γκουστάβ Χιούσακ ως τη «βελούδινη επανάσταση» του 1989, που εκφράστηκε από τους υποστηρικτές διανοούμενους της Χάρτας 77 και ευτύχησε να πετύχει αναίμακτα την κατάρρευση εκείνου του καθεστώτος λήθαργου και κομματικής αυτοϊκανοποίησης. Είναι σαν να λέμε πως με το ευεργέτημα του δημιουργού, ο οποίος είχε στερηθεί την ιθαγένειά του, είχε μεταπηδήσει από την γλώσσα της μάνας του, τα τσέχικα, στη γλώσσα της δημιουργίας του, τα γαλλικά, ο Μιλάν είχε την ευλογία να βρίσκει μπροστά του όλες εκείνες τις πιθανότητες που καθιστούν το ανθρώπινο μια «ελαφρότητα» τόσο γελοία όσο και σπουδαία, υποχρεωτική, αφού δεν υπάρχει άλλη. «Οι χαρακτήρες στα βιβλία μου», έλεγε, «δεν γεννιούνται όπως οι άνθρωποι. Γεννιούνται από μια κατάσταση, μια πρόταση, μια μεταφορά, φέρνοντας μέσα στο κέλυφός τους μια βασική ανθρώπινη πιθανότητα. Οι χαρακτήρες στα έργα μου είναι οι δικές μου μη υλοποιημένες πιθανότητες. Για αυτό τους αγαπώ, αλλά και τους φοβάμαι». Πώς να το κάνουμε: ο Μιλάν Κούντερα επέβαλε το κύρος των μη υλοποιούμενων πιθανοτήτων, τέτοιο θάμβος Τέχνης.

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής




Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Ζιλιέτ Μπινός, Λένα Όλιν στην κινηματογραφική εκδοχή της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι» του Φίλιπ Κάουφμαν (1988)



Ο Τσέχος αστέρας της λογοτεχνίας και απόκληρος του Κομμουνιστικού Κόμματος, Μιλαν Κούντερα, άφησε την τελευταία του πνοή στα 94 του. O συγγραφέας της Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι ήταν γνωστός για τα σεξουαλικά φορτισμένα μυθιστορήματα που απαθανάτιζαν τον ασφυκτικό παραλογισμό της ζωής στην πατρίδα του, την Τσεχοσλοβακία.
Το μυθιστόρημα Αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι, αν και κυκλοφόρησε το 1984, τράβηξε ακόμη περισσότερο την προσοχή του κοινού όταν διασκευάστηκε σε ταινία το 1988 με πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ως έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες του, τον Τόμας, έναν Τσέχο φιλάνθρωπο χειρουργό που επικρίνει την κομμουνιστική ηγεσία και ως εκ τούτου αναγκάζεται να πλένει τα παράθυρα για να ζήσει, ενόσω ο ίδιος φλερτάρει διάφορες γυναίκες: λες και η πραγματική δουλειά του συγγραφέα εκείνη την εποχή, ήταν να βρει εικόνες για την καταστροφική ιστορία της χώρας του όσο ζούσε, περιγράφοντας συνάμα έναν κόσμο στον οποίο οι επιλογές έχουν εξαντληθεί και οι άνθρωποι απλά δεν μπορούν να βρουν τρόπο να εκφράσουν την ανθρωπιά τους.
Μπορεί οι φεμινίστριες να ισχυρίζονται πως η εχθρότητα προς τις γυναίκες είναι κοινός παράγοντας σε όλα τα γραπτά του Κούντερα, πολλοί κριτικοί όμως λένε ότι το να αποκαλύψει τη φρικτή συμπεριφορά των ανδρών ήταν τουλάχιστον μέρος της πρόθεσής του. Ενδεικτικά βλέπουμε στο πρώτο του μυθιστόρημα, Το αστείο, τον αφηγητή να αποπλανεί εκδικητικά τη γυναίκα ενός παλιού εχθρού, ενώ η ταραγμένη γυναίκα στη συνέχεια προσπαθεί να αυτοκτονήσει με χάπια, τα οποία αποδεικνύονται καθαρτικά! Ο φόβος του Κούντερα ότι η τσεχική κουλτούρα θα μπορούσε να διαγραφεί από τον σταλινισμό —όπως ακριβώς οι ατιμωμένοι ηγέτες απομακρύνθηκαν από τις επίσημες φωτογραφίες— ήταν στο επίκεντρο του Βιβλίου του Γέλιου και της Λήθης: δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα περίμεναν οι περισσότεροι δυτικοί αναγνώστες από ένα «μυθιστόρημα»: μια ακολουθία επτά ιστοριών, που ειπώθηκαν ως μυθοπλασία, αυτοβιογραφία, φιλοσοφικές εικασίες και πολλά άλλα, όπου ο Κούντερα το ονόμασε μυθιστόρημα και το παρομοίασε με ένα σύνολο παραλλαγών του Μπετόβεν! Πράγματι, πρόκειται για πρωτότυπο βιβλίο, γραμμένο με αγνότητα και πνεύμα που σε προκαλεί απευθείας, με μια παραξενιά που σε κλειδώνει.
Ο Τσέχος συγγραφέας, διατηρώντας εν γένει βαθιά συγγένεια με τους Νίτσε, Κάφκα, Μούζιλ, Μπροχ, προσπαθούσε να ανακαλύψει αυτό που μόνο το μυθιστόρημα μπορεί να ανακαλύψει, συμπεριλαμβανομένου αυτού που ονόμασε ως «αλήθεια της αβεβαιότητας». Η φιλοδοξία της ζωής του, άλλωστε, ήταν να ενώσει τη μέγιστη σοβαρότητα της ερώτησης με τη μέγιστη ελαφρότητα της φόρμας· συνδυάζοντας ένα σοβαρό θέμα με μια επιπόλαιη μορφή, επιχειρούσε να ξεσκεπάσει τα δράματα με την απαίσια ασημαντότητά τους, εκείνα που συμβαίνουν στα κρεβάτια αλλά και αυτά που παίζονται στη μεγάλη σκηνή της Ιστορίας, βιώνοντας όλοι τελικά την αφόρητη ελαφρότητα της ύπαρξης.
Η απόφασή του να μεταναστεύσει κάποτε στην Γαλλία, υπογράμμισε τις επιλογές που είχε στη διάθεσή της η τσέχικη διανόηση εκείνη την εποχή. Μεταξύ αυτών που έμειναν και αντιστάθηκαν ήταν ο θεατρικός συγγραφέας Βάτσλαβ Χάβελ, ο οποίος μετά από φυλάκιση 3 ετών, έφτασε να υπηρετήσει κι ως πρόεδρος της Τσεχικής Δημοκρατίας: ήταν η στιγμή όπου τα βιβλία του Κούντερα κυκλοφόρησαν νόμιμα στην πατρίδα του για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Αλλά υπήρχε ελάχιστη ζήτηση ή συμπάθεια γι' αυτόν, με αποτέλεσμα να πουληθούν μόνο 10.000 αντίτυπα της Αβάσταχτης ελαφρότητας του Είναι, κι αυτό διότι πολλοί Τσέχοι τον έβλεπαν ως κάποιον που είχε εγκαταλείψει τους συμπατριώτες του και είχε πάρει τον εύκολο δρόμο. Ο Κούντερα εκδιώχθηκε δύο φορές από το κόμμα που υποστήριζε από την ηλικία των 18 ετών, όταν οι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία το 1948. Η πρώτη του αποπομπή, το 1950 ενέπνευσε την κεντρική πλοκή στο βιβλίο του Το αστείο. Αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Πράγας το 1952 και στη συνέχεια διορίστηκε στη σχολή εκεί ως εκπαιδευτής παγκόσμιας λογοτεχνίας, συγκαταλέγοντας μεταξύ των μαθητών του τον σκηνοθέτη Mίλος Φόρμαν. Ο Κούντερα επανήλθε στο κόμμα το 1956, αλλά εκδιώχθηκε ξανά, το 1970, επειδή υποστήριξε τη μεταρρύθμιση. Αυτή τη φορά ήταν για πάντα.
Τα επόμενα χρόνια μάζεψε χρήματα ως μουσικός της τζαζ, παίζοντας πιάνο· μερικοί φίλοι κανόνιζαν να γράφει πράγματα με τα ονόματα ή τα ψευδώνυμά τους, ώσπου κατέληξε να γίνει αρθρογράφος αστρολογίας!
Τότε, ένας Αμερικανός αρθρογράφος θα πει ότι ο αγώνας του Κούντερα κάνει τις ιστορίες της ζωής των περισσότερων Αμερικανών συγγραφέων να φαίνονται τόσο άθλιες όσο η πρόοδος ενός φυτού ντομάτας και δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Κούντερα είναι σε θέση να συγχωνεύει προσωπικές και πολιτικές σημασίες με την ευκολία ενός Καμί.
Ο Κούντερα γεννήθηκε το 1929, από μικρός διάβαζε Μποντλέρ, Ρεμπό, Απολινέρ, Μπρετόν, Κοκτό, Ιονέσκο και θαύμαζε τον γαλλικό σουρεαλισμό. Έχοντας μεγαλώσει σε μια χώρα που κατείχαν οι γερμανικές δυνάμεις από το 1939 έως το 1945, ο νεαρός Κούντερα ήταν ένα από τα πολλά εκατομμύρια που αγκάλιασαν τον κομμουνισμό μετά τον πόλεμο. Ήταν μια μεθυστική εποχή, με νέες λίστες νικητών και ηττημένων. Οι παλιές αδικίες αποκαταστάθηκαν, νέες αδικίες διαπράχθηκαν, έγραψε στο Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης.
Πολύ αργά, όπως ομολόγησε, κατάλαβε ότι το κακό που έγινε στο όνομα του σοσιαλισμού δεν ήταν προδοσία της επανάστασης, αλλά μάλλον ένα δηλητήριο που ήταν εγγενές σε αυτήν από την αρχή.
Το τελευταίο βιβλίο που έγραψε στα τσέχικα πριν μεταβεί στα γαλλικά ήταν το Αθανασία (1990). Μετέπειτα, τα μυθιστορήματα ήταν λιγότερο πολιτικά και πιο απροκάλυπτα φιλοσοφικά: Βραδύτητα (1995), Ταυτότητα (1998) και Άγνοια. (2000). Ομολογουμένως η Αθανασία έτυχε της πιο θερμής υποδοχής, μια και στο βιβλίο βάζει τον Χέμινγουεϊ να αναπτύσσει φιλία με τον Γκέτε όταν συναντιούνται στον παράδεισο.
Εκτός από μεγάλα έργα μυθοπλασίας, είχε γράψει διηγήματα και δοκίμια που φώτισαν όχι μόνο το έργο του μα και άλλων συγγραφέων, τα οποία συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο Η τέχνη του μυθιστορήματος. Συχνά ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δίχως ποτέ να το λάβει.
Σύμφωνα με τον Τσέχο συγγραφέα, δεν είναι πια δυνατό να ανατρέψουμε αυτόν τον κόσμο, ούτε να τον αναδιαμορφώσουμε, ούτε να αποτρέψουμε την επικίνδυνη ακαταμάχητη βιασύνη του· υπάρχει μόνο μία πιθανή αντίσταση: να μην τον πάρουμε στα σοβαρά. Σε μια βράβευση του, το 1985, είχε πει: «Υπάρχει μια ωραία εβραϊκή παροιμία που λέει πως “όταν ο άνθρωπος σκέφτεται, ο Θεός γελάει”. Μα γιατί γελάει ο Θεός; Διότι ο άνθρωπος σκέφτεται και η αλήθεια τού διαφεύγει. Διότι όσο περισσότερο σκέφτονται οι άνθρωποι, τόσο περισσότερο η σκέψη του ενός ανθρώπου αποκλίνει από τη σκέψη του άλλου. Και τέλος διότι ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ αυτό που νομίζει ότι είναι».

Απόστολος Ζιώγας


Είχα αναλάβει να σχεδιάσω το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι για λογαριασμό του Βιβλιοπωλείου της «Εστίας». Δεν διάβασα καν το κείμενο, τον Κούντερα τον βαριόμουνα, γενικά, αλλά συνέπεσε να δω μια σύντομη κριτική παρουσίαση σ' ένα ξενόγλωσσο περιοδικό που ξεφύλλισα, τυχαία, στον προθάλαμο αναμονής του οδοντίατρου. Στον απέναντι τοίχο. πάνω από τον καναπέ, υπήρχε κορνιζωμένη μια αφίσα έργου του Σαγκάλ. Από κει πήρα την ιδέα να το ψαλιδίσω και να το προσαρμόσω για το εξώφυλλο της Ελαφρότητας.
Αργότερα μάθαμε ότι ο Κούντερα το θεώρησε ως το πιο επιτυχημένο εξώφυλλο του βιβλίου αυτού και μάλιστα ζήτησε να χρησιμοποιηθεί και στην ιαπωνική έκδοση.

Δημήτρης Καλοκύρης (Παρασάγγες Α', Άγρα 2014)


Οι Μικρές Αγγελίες του Καλοκαιριού

Ψάχνω τον έρωτα του φετινού καλοκαιριού. Αντώνης.


Πωλείται παλιό οροφοδιαμέρισμα στο κέντρο της πόλης — ιδανικό για ερωτική φωλιά, και όχι μόνο (περιστέρια κουρνιάζουν στο γείσο των παραθύρων). Υπολείπονται σύγχρονες ανέσεις. Από τα ξύλινα κουφώματα μπαίνει ο άνεμος, η μυρωδιά φρεσκοκομμένου καφέ κι οι νότες του ακορντεόν πρώην πλανόδιου μουσικού.

  ¤  —

Ζητείται καθαρός αέρας. Πληροφορίες εντός.

¤ —

Ζητούνται σερβιτόροι με καλλιτεχνικές ανησυχίες. Προτιμώνται οι σινεφίλ και οι λάτρεις της φωτογραφίας. Θα εκτιμηθούν γνώσεις κιθάρας, ενώ προτεραιότητα έχουν οι πτυχιούχοι της γλώσσας των κωφάλαλων. Δεν απαιτείται προϋπηρεσία, μόνο κοινωνική ευαισθησία και οικολογική συνείδηση.
Και μια κάποια τρυφερή ματιά.

¤ —

Μπαλκόνι ευάερο κι ευήλιο αναζητά γλάστρες για συντροφιά. Προσφέρονται τέντα και καθημερινό πότισμα τους μήνες του καλοκαιριού. Κάγκελα από ανοξείδωτο ατσάλι. Τρίτος όροφος με ασανσέρ. Δεκτοί κισσοί και αναρριχώμενα φυτά.

¤ —

Ζητείται πράσινο. Δυνατότητα ανταλλαγής με γκρι.

¤ —

Σκυλάκι σαλονιού ψάχνει μεσόκοπη κυρία για να τη βγάζει βόλτα. Διάθεση για κουβέντα και προοπτικές συμβίωσης. Δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις.

¤ —

Ζητείται άγρια φύση προς ενοικίαση για τα γυρίσματα ταινίας επιστημονικής φαντασίας γνωστής εταιρείας παραγωγής. Θα προτιμηθούν άγριες φύσεις με απευθείας αεροπορική σύνδεση, βιοποικιλότητα και γνώσεις αγγλικών.

¤ —

Γραφικός κόλπος ψάχνει ταβέρνα. Προσφέρονται οδική πρόσβαση, κρυστάλλινα νερά.

¤ —

Χάθηκε μεγάλο πάθος στην περιοχή του Σουνίου. Κυκλοφορεί ξυπόλητο στ’ αγκάθια. Τελευταία φορά εθεάθη σε απόμερο κολπίσκο. Προσφέρεται αμοιβή σε όποιον το βρει ή παρέχει χρήσιμες πληροφορίες.

¤ —

Επίδοξοι τουρίστες αναζητούν φθηνά παραθαλάσσια δωμάτια προς ενοικίαση.

¤ —

Ζητούνται λουόμενοι όλων των ηλικιών ως κομπάρσοι σε ταινία χαμηλού προϋπολογισμού. Θα προτιμηθούν οι εύσωμοι, καθώς και οι αγύμναστοι.

¤ —

Ζητείται παρθένα φύση προς εκμετάλλευση (ανέγερση πολυτελούς «eco resort»).

¤ —

Ζητούνται χορευτές με εξειδίκευση στο Χορό της Βροχής. Οι ενδιαφερόμενοι αποστείλετε βιογραφικά.

¤ —

Πωλούνται συνθετικοί χλωροτάπητες σε προσιτές τιμές. Με κάθε αγορά, δώρο σι-ντι με σπάνιες ηχογραφήσεις πουλιών.

¤ —

Ζητείται ίσκιος με εμπειρία στην εξυπηρέτηση κοινού. Γέρικος και παχύς κατά προτίμηση. Ωράριο μεσημεριανό.

Nίκος Παναγιωτόπουλος (1945-2023)




Η επιθυμία μου να δρω κατά συνείδηση
και η μυστική μου κλίση να μην έχω συνείδηση
κάνουν το νου μου να μην προστατεύει το πνεύμα
που το θεωρώ κάτι πολύ μακρινό απ’ τη ζωή μου
η έδρα προστατεύει το πνεύμα
τι λόγους έχω εγώ να προστατεύω το πνεύμα; Κανέναν.
Εμένα με φωτίζουν διαφθορά τύψεις δάκρυα
απειρία στιγμών χωρίς ιστορία
μεγάλες καταστροφές που οδηγούν στην απάθεια
ούτε κι ο θαυμασμός προς τον τεχνίτη έχει θέση μέσα μου
εκείνον μια γνώμη τον κάνει αθάνατο
εγώ ελπίζω να μην υπάρχει ούτε μετά θάνατον ζωή
για να χαθεί εκεί ό,τι κι εδώ
αφού ήμουν αποφασισμένος να σωπάσω.
Λέν’ ότι συνειδήσεις που είναι από καταγωγή λεπτές
η δίψα για την αλήθεια τις εκβαρβαρίζει
τις κάνει να περιφρονούν
τη μεταμφιεσμένη αλήθεια των τεχνών
και να μη συγκρατούν εικόνες
καμιά άλλη εικόνα δεν κρέμεται στους τοίχους
αυτών των έρημων συνειδήσεων
παρά μόνο μια
είναι η εικόνα ενός ανθρώπου γονατισμένου
κι από κάτω γράφει
στο τέλος κανείς γονατιστός αγαπάει
και κερδίζει το πνεύμα.

[ Απόσπασμα από το Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια, εκδ. Ίνδικτος 2006 ]

Ούτε ο Άλαν Άρκιν ήθελα να πεθάνει


O Άλαν Άρκιν (1934-2023) στο «Κατς 22»



Η Αθηνά ήτανε κουρασμένη από το Πανεπιστήμιο εκείνο το βράδυ που βλέπαμε στο σπίτι μου, στην τηλεόραση το «Κατς 22», ο Κύριλλος κι εγώ πάλι, εκείνη για πρώτη φορά, και την έπαιρνε ο ύπνος δίπλα μας, δεν μπορούσε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. Ξύπναγε για λίγο, κατά σύμπτωση πάντα στην επανάληψη εκείνης της σκηνής, που ο Γιοσάριαν γύριζε τον σκοτωμένο κι έβλεπε τα σπλάχνα του έξω, κι έλεγε, η Αθηνά:

            —Μα δεν έχει προχωρήσει καθόλου αυτή η ταινία;

Αυτή η ταινία του ΄70, η πιο προχωρημένη απ’ όλες, με τον Άλαν Άρκιν πάλι ανώτερο όλων, και του Όρσον Γουέλς, όλων. Γιατί ο Άλαν Άρκιν ήταν πάντοτε ένα κλικ, μια τρέλα πιο πάνω στα έργα, μια μορφή τόσο ιδιαίτερη, τόσο μυστήρια φωτεινή, χωρίς να βγαίνει όμως ποτέ από του φιλμ το κάδρο και την υπόθεση, σαν να ήταν πάντα ο δάσκαλος μαζί με τους άλλους ηθοποιούς τους μαθητές του δίπλα, σκηνοθέτης του σκηνοθέτη αόρατος, αλλά στην οθόνη πάνω ο πιο σαφής, ο πιο σωστά ευδιάκριτος.
Στον «Τρόμο στο Κολλέγιο» το 1983, γράφοντας για τον Άρκιν μαζί με τον Νόρμαν Γουίσντομ και τον Βασίλη Αυλωνίτη ένα κείμενο, κατέληγα στο σάστισμά του το τρομερό, το παρόμοιο με του Θανάση Βέγγου, που κάθε γήινης κατάστασης τον σουρεαλισμό η έκπληξή του απορροφούσε, τον εξουδετέρωνε.

(Μια φίλη μου νεαρή σε ηλικία πρόπερσι με πήρε στο τηλέφωνο να μου πει:

        —Δες αυτό το σήριαλ, τη «Μέθοδο Κομίνσκι» στο Νέτφλιξ. Παίζει ένας απίστευτος γέρος με τον Μάικλ Ντάγκλας.

Έτσι μου είπε. Για δες, σκέφτηκα).


(Από το ανέκδοτο βιβλίο Νουάρ Στιγμές )

Ένα ευχάριστο αυγουστιάτικο πρωινό

Νεαρή κοπέλα, ξανθιά, μικρότερη πιθανόν από είκοσι πέντε χρονών, φορώντας αποκαλυπτικό μπικίνι, έτρεχε χαλαρά στον παραλιακό δρόμο, με ρυθμό και τέμπο αξιοζήλευτο. Ήταν ακόμη πολύ πρωί, Αύγουστος μήνας, η θάλασσα ήρεμη, κυματισμός ασήμαντος, μόνο η αναπνοή της ακουγόταν και μερικά τζιτζίκια που είχαν καταλάβει τα αρμυρίκια της παραλίας.
Αυτή την εξαίσια νεαρή, ακολουθούσε σε μικρή απόσταση ένα μαύρο τζιπ, ελαφρώς τρακαρισμένο στην αριστερή πλευρά, με οδηγό και συνοδηγό δυο γενειοφόρους μελαχρινούς νεαρούς με τα μάτια γουρλωμένα, έτοιμα να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους, μετά ακολουθούσαν δυο ιερείς πάνω σε ολόλευκα άλογα, καθένας από αυτούς κρατούσε από μια εικόνα γνωστών ποδοσφαιριστών, κολλητά σχεδόν με τις ουρές των αλόγων έπονταν ένας κύριος διάσημου κολεγίου με πρυτανική τήβεννο, οδηγούσε ηλεκτρικό πατίνι με αριστοτεχνικό τρόπο, αν και η ζέστη και το μακρύ του ρούχο δεν τον διευκόλυναν στις φιγούρες που έκανε και τέλος, τη μικρή αυτή αυγουστιάτικη παρέλαση έκλειναν τρεις κύριοι με βερμούδες παραλλαγής, στρατιωτικοί προφανώς, γιατί από μακριά ξεχώριζαν τα παράσημα που κρέμονταν στα γυμνά τους στήθη, οι οποίοι, χωρίς μεγάλο κόπο και παρά την ηλικία τους, ακολουθούσαν ζωηρά, φωνάζοντας που και που κάποια συνθήματα.
Η κυρία Ευδοκία ενθουσιασμένη από το απρόσμενο θέαμα άρχισε το χειροκρότημα ευθύς αμέσως μόλις βγήκε από τη θάλασσα και τότε, ως δια μαγείας, με το πρώτο κλαπ-κλαπ εξαφανίστηκε το τζιπ με τους νεαρούς, με το δεύτερο οι ιερείς με τα άλογα τους, με το τρίτο ο κύριος με τη τήβεννο και με το τέταρτο οι τρεις στρατιωτικοί. Ανέβηκε χαρούμενη στο σπίτι της, στην βεράντα την περίμενε η όμορφη εγγονή της καταϊδρωμένη φορώντας το αποκαλυπτικό μπικινάκι της.