Τρία ποιήματα



Άτι­τλο

Τά­μα­τα αρ­γυ­ρά καρ­φώ­νω
στα μαλ­λιά σου

Μυ­ρί­ζει η ανά­σα όλη
μύ­ρο

Στο κο­μπο­σκοί­νι μου
με­τρώ τους ορ­γα­σμούς σου

γο­νυ­πε­τής και ευ­λα­βής
μῐνῠρί­ζω

ἐνθά­δε οὐκ ἔστι πό­νος, οὐ λύ­πη


Βαρ­κά­τι­κα

Μπή­γεις την μύ­τη του σπα­θιού
στη σάρ­κα
ως ένα πή­χη —φάρ­δος, πλά­τος—
ανοί­γει ο λάκ­κος
στο χεί­λος του γύ­ρω
           λευ­κό κρι­θά­λευ­ρο

Ρα­ντί­ζεις μες τα μά­τια μου
                        μια χού­φτα χώ­μα
                                και το στά­ρι

Μέ­λι και γά­λα πνί­γο­μαι
                        —το στό­μα μου κι­βού­ρι
Απ' την ανά­σα μου
                        ανε­βαί­νει
                                o
                                        νε­κρός

Να δω τι θα βρεις
                         να πεις
                                        να τον γλυ­κά­νεις



Ξυ­λα­γρα­φία του Πι­σκά­ρεφ



Γ2

γράμμα στην Δ. Βιζυηνού


Να γί­νει το σπά­ραγ­μα μου
                        κλω­στή
να υφά­νω πά­λι τον
                        υμέ­να σου

αλ­γώ­ντας επι­στρέ­φω
                                το πύ­αρ
                        στη λο­χεία σου

         πρώ­τα να σβή­σει ο αφα­λός μου
έπει­τα να
                        σβή­σω εγώ
να βρει
        επι­τέ­λους
                το ψω­μί
δρό­μο για την καρ­διά σου

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: