Ένα από τα τετράδια με τις λίστες που διατηρούσα στο δεύτερο συρτάρι του γραφείου μου (πορτοκαλί φορμάικα, δίπλα στην μπαλκονόπορτα που έβλεπε στον ακάλυπτο με τον τεράστιο ευκάλυπτο, πλησίον της νότιας πλευράς του ναού της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη) ήταν αφιερωμένο στις γυναίκες που σκόπευα να αγαπήσω στο ενήλικο μέλλον μου. Στο τμήμα Ε΄ καταγράφονταν με αλφαβητική σειρά τα επιθυμητά επαγγέλματα, καθώς η εκάστοτε ιδιότητα σαφώς θα επηρέαζε πλείστες εκδηλώσεις των σωμάτων τους. Ας πούμε, η νεαρή Μανάβισσα της οδού Λήμνου σαφώς θα είχε απορροφήσει τις οσμές των μπαχαρικών και θα μου άφηνε αλμυρή επίγευση στα γλωσσικές μου περιδιαβάσεις, ενώ η κυρία των Ψιλικών στην οδό Κύπρου σίγουρα θα γνώριζε καλά την αξία των μικρών σημείων και των λεπτομερειών κάθε αγγιχτού πράγματος.
Στο Α κυριαρχούσε η Αεροσυνοδός, μυστηριώδης και υποσχετική και μόνο από τον τίτλο της. Μια γυναίκα που σε συνοδεύει στον αέρα; Που περπατάει στον αιθέρα ή ξεναγεί σε αιθέριες αισθήσεις; Πόσες φορές έχει διασχίσει τον διάδρομο του αεροσκάφους με χορευτικές κινήσεις προσπαθώντας να μην πέσει στην αγκάλη των τυχερών ακριανών επιβατών; Συνεχίζει να παραπατάει έτσι από συνήθεια και στο δικό της σπίτι; Πώς αισθάνεται το γαργάλημα των δονήσεων της αεροδυναμικής στα πέλματα; Μπορεί να διαθέτει ή και να μεταδίδει την αίσθηση της πτήσης κατά την ώρα του έρωτα; Και γιατί φοράει πάντα κλειστά παπούτσια, ακόμα και το καλοκαίρι, και μάλιστα με καλσόν; Κάπου κάπως πληροφορήθηκα ότι σύμφωνα με έναν κανόνα (που φαντάζομαι πολυγραφημένο, με αρχαία γραφομηχανή, αρχειοθετημένο σε φθαρμένο κλασέρ εντός γκρίζου φοριαμού) οι γυναίκες που επιλέγονται για τα κάλλη τους στο σχετικό επάγγελμα, δεν πρέπει να εκθέτουν τα δάχτυλά τους και γενικότερα το γυμνό δέρμα των ποδιών τους! Με ποιο σκεπτικό συνελήφθη αυτή η βάναυση απαγόρευση; Για να μην φανεί η ενδεχόμενη ατέλεια, η παντού δεδομένη και συνώνυμη ακριβώς της μοναδικότητας και του ωραίου; Μια ακόμα μέγιστη αδικία της ιδιωτικής Ιστορίας άφηνε εκατομμύρια δάχτυλα αθέατα στους αιθεροβάμονες.
Για άλλη μια φορά αναζήτησα τις απαντήσεις στον παράλληλο κινηματογραφικό κόσμο και μετά από πολλά ταξίδια γνώρισα την δική μου αεροσυνοδό. Με έλεγαν Πιέρ Λασνέ και ήμουν ένας έγκριτος επιστήμων της φιλολογίας. Ειδικευόμουν στον Μπαλζάκ και οι διαλέξεις μου συγκέντρωναν πολύ κόσμο, σε σημείο να απαιτείται η κράτηση θέσης. Πρόσφερα τα φώτα μου σε οποιαδήποτε πόλη ή κωμόπολη με προσκαλούσαν και απολάμβανα την σχετική μορφωτική ακολουθία. Ήμουν παντρεμένος με μια γυναίκα μελαχρινών αποχρώσεων και ευρύτερης μεσογειακής ομορφιάς. Η μικρή μας κόρη συμπλήρωνε την σπιτική μας ευτυχία. Οδηγούσα ένα Citroën DS και ένοιωθα πλήρης. Μέχρι που είδα και την είδα. Οι πολύτιμες εμπειρίες των χαρακτήρων του Μπαλζάκ και των συναφών ομότεχνων δεν με είχαν θωρακίσει αρκετά. Ήμουν έμπειρος σε όσα γνώριζα και άπειρος σε όλα τα υπόλοιπα. Μια σελίδα την διαβάζεις· με μια θελκτική γυναίκα τι κάνεις; Υπέθεσα: την κοιτάζεις, ξανά και ξανά.
Ήμουν στο αεροσκάφος με προορισμό την Λισαβόνα, για μια ακόμα διάλεξη. Δεν θυμάμαι αν συναντήθηκαν τα βλέμματά μας κατά την διάρκεια της πτήσης. Θυμάμαι μόνο πως όταν πλησιάζαμε, την είδα να μπαίνει στην καμπίνα των αεροσυνοδών. Τράβηξε την κουρτίνα αλλά το κάτω μέρος δεν έφτανε ως το έδαφος και διέκρινα τα πόδια της στα χαμηλοτάκουνα παπούτσια της αεροσυνοδείας. Τα έβγαλε και φόρεσε τα εδαφικά της, με κάπως ψηλότερο τακούνι και έκθετες φτέρνες. Είδα την αφαίρεση, την γύμνωση, την νέα υπόδηση. Είδα μια προσωπική της στιγμή στο βάθος ενός σχεδόν ονειρικού αεροδιαδρόμου. Δεν γνώριζα το πρόσωπό της αλλά είδα την σάρκα της, το μαλακό δέρμα που απορροφά τον πρώτο πόθο. Στην πόρτα του αεροσκάφους μου χαμογέλασε και είδα πόσο όμορφη ήταν. Κάτω περίμεναν φωτογράφοι και όπως μας σκόπευσαν φαινόμασταν κι οι δυο ικανοποιημένοι, σα να έπαιρνε ο καθένας λίγη από την λάμψη του άλλου – την ωραιότητα και το πνεύμα.
Συναντηθήκαμε αναπάντεχα στο ασανσέρ του ξενοδοχείου και κατάλαβα πως με αναγνώρισε από τις αφίσες του αεροδρομίου. Ανταλλάξαμε νεύματα καληνύχτας και βγήκαμε στον ίδιο όροφο. Μπήκε στο δωμάτιό της (συγκράτησα τον αριθμό) και συνέχισα στον διάδρομο. Έξω από τις πόρτες έβλεπα τα παπούτσια των ενοίκων, παραταγμένα στη σειρά. Σε κάποιες υπήρχαν μόνο παπούτσια γυναικών. Τα πόδια τους βρίσκονταν από την πίσω πλευρά της πόρτας, μοναχικά. Μπήκα στο δωμάτιο και την σκεφτόμουν. Τηλεφώνησα στη ρεσεψιόν και με συνέδεσαν· της ζήτησα συγνώμη που δεν την βοήθησα με τα πακέτα της και της πρότεινα να πιούμε ένα ποτό στο μπαρ του ξενοδοχείου. Αρνήθηκε ευγενικά και με καληνύχτισε. Μου τηλεφώνησε λίγο μετά, ανταπέδωσε την συγνώμη και κατεβήκαμε.
Καθίσαμε δίπλα δίπλα στο τραπέζι και με ρωτούσε για τα βιβλία μου. Ένοιωθα πως την μυούσα σε τέχνη άγνωστη με διάλεξη ατομική. Αν με συναντούσε στον δρόμο δεν θα μου έδινε σημασία, αλλά τώρα ίσως την άγγιζε η αποκαλυπτόμενη λογοτεχνία ή η αφοσίωσή μου σε αυτήν. Μπορεί πάλι απλώς να πήραμε θέσεις στην αρχέγονη σχέση καθηγητή και σπουδάστριας. Αυτές είναι οι ωραιότερες στιγμές ενός έρωτα· όταν έχει ξεκινήσει αλλά δεν το αντιλαμβάνεσαι. Είχε ξημερώσει και βγήκαμε να περπατήσουμε στη Λισαβόνα. Όταν επιστρέψαμε στο δωμάτιό της άγγιξα τον διακόπτη για να ανάψω το φως αλλά το χέρι της κάλυψε το δικό μου και ξαναβρεθήκαμε στο σκοτάδι. Κατά την επιστροφή, καθώς με αποχαιρετούσε ως αεροσυνοδός στις σκάλες, μου έδωσε ένα κουτί σπίρτα με το τηλέφωνο και το όνομά της: Νικόλ.
Πετούσα πια κι εγώ στα ουράνια. Σε μια τυπική κινηματογραφική διπλοτυπία, τα χείλη μας τροχοδρομούσαν το ένα προς το άλλο, ενώ ένα αεροσκάφος πετούσε μαζί μας. Απογείωση. Κάποια μέρα πήγα στο αεροδρόμιο για να της γράψω ένα τηλεγράφημα. «Από τότε που σας γνώρισα έχω γίνει ένας καινούργιος άντρας». Ετοιμαζόμουν να το στείλω αλλά την είδα να περνάει και προτίμησα να της μιλήσω από κοντά. Το τσαλάκωσα και το πέταξα. Έκανα πίσω στην ομολογία μου, δεν ήμουν τόσο θαρραλέος ή ποιος ξέρει γιατί. Προσγείωση.
Το βλέμμα μου ζητούσε συνεχώς νέα τροφή. Σε ένα νάιτ κλαμπ της ζήτησα να σηκωθεί να χορέψει μπροστά μου. Σηκώθηκε αμήχανα αλλά πάνω στη πίστα ελευθερώθηκε. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, το χαμόγελό της θαυματουργούσε. Εγώ δεν χορεύω, θέλω μόνο να κοιτάζω. Αργότερα αναζήτησα νυχτερινή στέγη στις αγγελίες των εφημερίδων. Δεν άντεξε το καχύποπτο βλέμμα του ρεσεψιονίστ και μού ζήτησε να φύγουμε. Στο σπίτι της δεν μπορούσα να μπω γιατί δεν επιτρέπονταν επισκέπτες αλλά της υποσχέθηκα να ταξιδεύσουμε μαζί στην Ρενς, για την επόμενή μου διάλεξη. Την ημέρα της αναχώρησης ήμουν στο στοιχείο μου: πήγαινα να μιλήσω για τον Μπαλζάκ με μια ηρωίδα του. Είδα πως φορούσε παντελόνι και το σχολίασα κάπως στενοχωρημένος. Στο βενζινάδικο που σταματήσαμε δεν άντεξα και της ζήτησα να βάλει φούστα. Είναι δυνατόν να μην μπορώ να βλέπω τα πόδια της;
Στο ξενοδοχείο η Νικόλ διαπίστωσε πως της έφυγε ένας πόντος από τις κάλτσες της και μου ζήτησε να της φέρω ένα ζευγάρι, όταν θα επέστρεφα από την συνάντησή μου με τον διοργανωτή. Αλλά εκεί εγκλωβίστηκα: μου είχαν ετοιμάσει τραπέζι με τους τοπικούς φορείς, αυτή την κουστωδία των επαρχιωτών αξιωματούχων με τις συζύγους τους, που δεν σκαμπάζουν τίποτα από λογοτεχνία αλλά ενισχύουν το γόητρό τους δίπλα στον γνώστη της. Με ρωτούσαν γιατί δεν ήρθε η σύζυγός μου στο ταξίδι και γιατί δεν κατέλυσα στο ξενοδοχείο που μου έκλεισαν. Πώς να φύγω και με ποια δικαιολογία; Κάθε δευτερόλεπτο βάραινε εντός μου – η Νικόλ με περίμενε στο δωμάτιο (ξεκάλτσωτη) κι εγώ έπρεπε να απαντάω στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις εκείνων των τυχαίων. Έφαγα το πλήρες γεύμα και μόλις που πρόλαβα ένα μαγαζί με κάλτσες την ώρα που κατέβαζε τα ρολά.