Χάρτης 52 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-52/kinhmatografos/pandokheio-ghimnwn-podiwn-arkhitektoniki-eghkiklopaidikoy-mithistorimatos
Ένα από τα τετράδια με τις λίστες που διατηρούσα στο δεύτερο συρτάρι του γραφείου μου (πορτοκαλί φορμάικα, δίπλα στην μπαλκονόπορτα που έβλεπε στον ακάλυπτο με τον τεράστιο ευκάλυπτο, πλησίον της νότιας πλευράς του ναού της Αγίας Ζώνης στην Κυψέλη) ήταν αφιερωμένο στις γυναίκες που σκόπευα να αγαπήσω στο ενήλικο μέλλον μου. Στο τμήμα Ε΄ καταγράφονταν με αλφαβητική σειρά τα επιθυμητά επαγγέλματα, καθώς η εκάστοτε ιδιότητα σαφώς θα επηρέαζε πλείστες εκδηλώσεις των σωμάτων τους. Ας πούμε, η νεαρή Μανάβισσα της οδού Λήμνου σαφώς θα είχε απορροφήσει τις οσμές των μπαχαρικών και θα μου άφηνε αλμυρή επίγευση στα γλωσσικές μου περιδιαβάσεις, ενώ η κυρία των Ψιλικών στην οδό Κύπρου σίγουρα θα γνώριζε καλά την αξία των μικρών σημείων και των λεπτομερειών κάθε αγγιχτού πράγματος.
Στο Α κυριαρχούσε η Αεροσυνοδός, μυστηριώδης και υποσχετική και μόνο από τον τίτλο της. Μια γυναίκα που σε συνοδεύει στον αέρα; Που περπατάει στον αιθέρα ή ξεναγεί σε αιθέριες αισθήσεις; Πόσες φορές έχει διασχίσει τον διάδρομο του αεροσκάφους με χορευτικές κινήσεις προσπαθώντας να μην πέσει στην αγκάλη των τυχερών ακριανών επιβατών; Συνεχίζει να παραπατάει έτσι από συνήθεια και στο δικό της σπίτι; Πώς αισθάνεται το γαργάλημα των δονήσεων της αεροδυναμικής στα πέλματα; Μπορεί να διαθέτει ή και να μεταδίδει την αίσθηση της πτήσης κατά την ώρα του έρωτα; Και γιατί φοράει πάντα κλειστά παπούτσια, ακόμα και το καλοκαίρι, και μάλιστα με καλσόν; Κάπου κάπως πληροφορήθηκα ότι σύμφωνα με έναν κανόνα (που φαντάζομαι πολυγραφημένο, με αρχαία γραφομηχανή, αρχειοθετημένο σε φθαρμένο κλασέρ εντός γκρίζου φοριαμού) οι γυναίκες που επιλέγονται για τα κάλλη τους στο σχετικό επάγγελμα, δεν πρέπει να εκθέτουν τα δάχτυλά τους και γενικότερα το γυμνό δέρμα των ποδιών τους! Με ποιο σκεπτικό συνελήφθη αυτή η βάναυση απαγόρευση; Για να μην φανεί η ενδεχόμενη ατέλεια, η παντού δεδομένη και συνώνυμη ακριβώς της μοναδικότητας και του ωραίου; Μια ακόμα μέγιστη αδικία της ιδιωτικής Ιστορίας άφηνε εκατομμύρια δάχτυλα αθέατα στους αιθεροβάμονες.
Για άλλη μια φορά αναζήτησα τις απαντήσεις στον παράλληλο κινηματογραφικό κόσμο και μετά από πολλά ταξίδια γνώρισα την δική μου αεροσυνοδό. Με έλεγαν Πιέρ Λασνέ και ήμουν ένας έγκριτος επιστήμων της φιλολογίας. Ειδικευόμουν στον Μπαλζάκ και οι διαλέξεις μου συγκέντρωναν πολύ κόσμο, σε σημείο να απαιτείται η κράτηση θέσης. Πρόσφερα τα φώτα μου σε οποιαδήποτε πόλη ή κωμόπολη με προσκαλούσαν και απολάμβανα την σχετική μορφωτική ακολουθία. Ήμουν παντρεμένος με μια γυναίκα μελαχρινών αποχρώσεων και ευρύτερης μεσογειακής ομορφιάς. Η μικρή μας κόρη συμπλήρωνε την σπιτική μας ευτυχία. Οδηγούσα ένα Citroën DS και ένοιωθα πλήρης. Μέχρι που είδα και την είδα. Οι πολύτιμες εμπειρίες των χαρακτήρων του Μπαλζάκ και των συναφών ομότεχνων δεν με είχαν θωρακίσει αρκετά. Ήμουν έμπειρος σε όσα γνώριζα και άπειρος σε όλα τα υπόλοιπα. Μια σελίδα την διαβάζεις· με μια θελκτική γυναίκα τι κάνεις; Υπέθεσα: την κοιτάζεις, ξανά και ξανά.
Ήμουν στο αεροσκάφος με προορισμό την Λισαβόνα, για μια ακόμα διάλεξη. Δεν θυμάμαι αν συναντήθηκαν τα βλέμματά μας κατά την διάρκεια της πτήσης. Θυμάμαι μόνο πως όταν πλησιάζαμε, την είδα να μπαίνει στην καμπίνα των αεροσυνοδών. Τράβηξε την κουρτίνα αλλά το κάτω μέρος δεν έφτανε ως το έδαφος και διέκρινα τα πόδια της στα χαμηλοτάκουνα παπούτσια της αεροσυνοδείας. Τα έβγαλε και φόρεσε τα εδαφικά της, με κάπως ψηλότερο τακούνι και έκθετες φτέρνες. Είδα την αφαίρεση, την γύμνωση, την νέα υπόδηση. Είδα μια προσωπική της στιγμή στο βάθος ενός σχεδόν ονειρικού αεροδιαδρόμου. Δεν γνώριζα το πρόσωπό της αλλά είδα την σάρκα της, το μαλακό δέρμα που απορροφά τον πρώτο πόθο. Στην πόρτα του αεροσκάφους μου χαμογέλασε και είδα πόσο όμορφη ήταν. Κάτω περίμεναν φωτογράφοι και όπως μας σκόπευσαν φαινόμασταν κι οι δυο ικανοποιημένοι, σα να έπαιρνε ο καθένας λίγη από την λάμψη του άλλου – την ωραιότητα και το πνεύμα.
Συναντηθήκαμε αναπάντεχα στο ασανσέρ του ξενοδοχείου και κατάλαβα πως με αναγνώρισε από τις αφίσες του αεροδρομίου. Ανταλλάξαμε νεύματα καληνύχτας και βγήκαμε στον ίδιο όροφο. Μπήκε στο δωμάτιό της (συγκράτησα τον αριθμό) και συνέχισα στον διάδρομο. Έξω από τις πόρτες έβλεπα τα παπούτσια των ενοίκων, παραταγμένα στη σειρά. Σε κάποιες υπήρχαν μόνο παπούτσια γυναικών. Τα πόδια τους βρίσκονταν από την πίσω πλευρά της πόρτας, μοναχικά. Μπήκα στο δωμάτιο και την σκεφτόμουν. Τηλεφώνησα στη ρεσεψιόν και με συνέδεσαν· της ζήτησα συγνώμη που δεν την βοήθησα με τα πακέτα της και της πρότεινα να πιούμε ένα ποτό στο μπαρ του ξενοδοχείου. Αρνήθηκε ευγενικά και με καληνύχτισε. Μου τηλεφώνησε λίγο μετά, ανταπέδωσε την συγνώμη και κατεβήκαμε.
Καθίσαμε δίπλα δίπλα στο τραπέζι και με ρωτούσε για τα βιβλία μου. Ένοιωθα πως την μυούσα σε τέχνη άγνωστη με διάλεξη ατομική. Αν με συναντούσε στον δρόμο δεν θα μου έδινε σημασία, αλλά τώρα ίσως την άγγιζε η αποκαλυπτόμενη λογοτεχνία ή η αφοσίωσή μου σε αυτήν. Μπορεί πάλι απλώς να πήραμε θέσεις στην αρχέγονη σχέση καθηγητή και σπουδάστριας. Αυτές είναι οι ωραιότερες στιγμές ενός έρωτα· όταν έχει ξεκινήσει αλλά δεν το αντιλαμβάνεσαι. Είχε ξημερώσει και βγήκαμε να περπατήσουμε στη Λισαβόνα. Όταν επιστρέψαμε στο δωμάτιό της άγγιξα τον διακόπτη για να ανάψω το φως αλλά το χέρι της κάλυψε το δικό μου και ξαναβρεθήκαμε στο σκοτάδι. Κατά την επιστροφή, καθώς με αποχαιρετούσε ως αεροσυνοδός στις σκάλες, μου έδωσε ένα κουτί σπίρτα με το τηλέφωνο και το όνομά της: Νικόλ.
Πετούσα πια κι εγώ στα ουράνια. Σε μια τυπική κινηματογραφική διπλοτυπία, τα χείλη μας τροχοδρομούσαν το ένα προς το άλλο, ενώ ένα αεροσκάφος πετούσε μαζί μας. Απογείωση. Κάποια μέρα πήγα στο αεροδρόμιο για να της γράψω ένα τηλεγράφημα. «Από τότε που σας γνώρισα έχω γίνει ένας καινούργιος άντρας». Ετοιμαζόμουν να το στείλω αλλά την είδα να περνάει και προτίμησα να της μιλήσω από κοντά. Το τσαλάκωσα και το πέταξα. Έκανα πίσω στην ομολογία μου, δεν ήμουν τόσο θαρραλέος ή ποιος ξέρει γιατί. Προσγείωση.
Το βλέμμα μου ζητούσε συνεχώς νέα τροφή. Σε ένα νάιτ κλαμπ της ζήτησα να σηκωθεί να χορέψει μπροστά μου. Σηκώθηκε αμήχανα αλλά πάνω στη πίστα ελευθερώθηκε. Τα μαλλιά της ανέμιζαν, το χαμόγελό της θαυματουργούσε. Εγώ δεν χορεύω, θέλω μόνο να κοιτάζω. Αργότερα αναζήτησα νυχτερινή στέγη στις αγγελίες των εφημερίδων. Δεν άντεξε το καχύποπτο βλέμμα του ρεσεψιονίστ και μού ζήτησε να φύγουμε. Στο σπίτι της δεν μπορούσα να μπω γιατί δεν επιτρέπονταν επισκέπτες αλλά της υποσχέθηκα να ταξιδεύσουμε μαζί στην Ρενς, για την επόμενή μου διάλεξη. Την ημέρα της αναχώρησης ήμουν στο στοιχείο μου: πήγαινα να μιλήσω για τον Μπαλζάκ με μια ηρωίδα του. Είδα πως φορούσε παντελόνι και το σχολίασα κάπως στενοχωρημένος. Στο βενζινάδικο που σταματήσαμε δεν άντεξα και της ζήτησα να βάλει φούστα. Είναι δυνατόν να μην μπορώ να βλέπω τα πόδια της;
Στο ξενοδοχείο η Νικόλ διαπίστωσε πως της έφυγε ένας πόντος από τις κάλτσες της και μου ζήτησε να της φέρω ένα ζευγάρι, όταν θα επέστρεφα από την συνάντησή μου με τον διοργανωτή. Αλλά εκεί εγκλωβίστηκα: μου είχαν ετοιμάσει τραπέζι με τους τοπικούς φορείς, αυτή την κουστωδία των επαρχιωτών αξιωματούχων με τις συζύγους τους, που δεν σκαμπάζουν τίποτα από λογοτεχνία αλλά ενισχύουν το γόητρό τους δίπλα στον γνώστη της. Με ρωτούσαν γιατί δεν ήρθε η σύζυγός μου στο ταξίδι και γιατί δεν κατέλυσα στο ξενοδοχείο που μου έκλεισαν. Πώς να φύγω και με ποια δικαιολογία; Κάθε δευτερόλεπτο βάραινε εντός μου – η Νικόλ με περίμενε στο δωμάτιο (ξεκάλτσωτη) κι εγώ έπρεπε να απαντάω στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις εκείνων των τυχαίων. Έφαγα το πλήρες γεύμα και μόλις που πρόλαβα ένα μαγαζί με κάλτσες την ώρα που κατέβαζε τα ρολά.
Στο δωμάτιο με περίμενε δακρυσμένη. Προσπάθησα να την παρηγορήσω αλλά είχα ξεχάσει να της φέρω το εισιτήριό της για την διάλεξη. Πικράθηκε αλλά την διαβεβαίωσα ότι μπορούσε να αγοράσει ένα στον χώρο της εκδήλωσης και έφυγα ξανά. Στο θέατρο την περίμενε μεγαλύτερη ταπείνωση: τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί και δεν την άφησαν να μπει ούτε όρθια, όσο κι αν τους παρακάλεσε. Εγώ μέσα θριάμβευα σε μια παραστατικότατη ομιλία. Μετά το τέλος της εκδήλωσης με περίμενε όρθια στο λόμπι αλλά με άρπαξε ξανά ο διοργανωτής και με πίεζε να πιούμε κάτι μαζί. Αναγκαστικά έκανα πως δεν την είδα, παρά τα απορημένα της νοήματα. Στην καφετέρια την έβλεπα έξω από το τζάμι να περπατάει στο απέναντι πεζοδρόμιο μέσα στα σκοτάδια και να την ενοχλεί ένας μεθυσμένος, να μπαίνει μπροστά της και να την πολιορκεί. Αλλά τι θα έλεγε ο συνοδός μου αν έβγαινα να την βοηθήσω; Παρέμεινα στην θέση μου, να βράζω, ένας βλεψίας κρυμμένος πίσω από το τζάμι που μπορεί να ήταν μιας όψης, η ταπείνωσή μας όμως ήταν αμοιβαία. Εκείνη ήταν βορά ενός ξένου στη νύχτα μιας άγνωστης πόλης κι εγώ ένας ανίκανος για το ελάχιστο καθήκον ενός άντρα, να προσφέρει ασφάλεια στην γυναίκα.
Κάποια στιγμή του είπα ότι πρέπει άμεσα να φύγω για το Παρίσι και μου ζήτησε να τον πάρω μαζί μου! Ήταν μια ευκαιρία να ξεφύγει λίγο από την θλιβερή ζωούλα του. Του είπα πως θα περάσω να τον πάρω από το ξενοδοχείο του και έτρεξα να βρω την Νικόλ. Θέλαμε κι οι δυο να φύγουμε το συντομότερο από τον άθλιο τόπο τους. Ξημέρωνε όταν προσπερνούσαμε με το αυτοκίνητο τον φορτικό οικοδεσπότη (τι γελοίος φαινόταν, έτσι όπως περίμενε με τις βαλίτσες του πανέτοιμος για απόδραση στην μεγάλη πόλη!). Φτάσαμε σε μια γειτονική κωμόπολη, βρήκαμε ένα ήσυχο ισόγειο δωμάτιο και ξάπλωσε. Είχε έρθει τελικά η ώρα να της δείξω την αφοσίωσή μου μα ύστερα από μια τόσο δραματική νύχτα αποκοιμήθηκε. Της έβγαλα τα παπούτσια και κοίταξα με ευλάβεια τα δάχτυλά της. Χάιδεψα τις γάμπες της, ξεκούμπωσα την καλτσοδέτα της. Τουλάχιστον μπορούσα να βλέπω όσο θέλω.
Όταν ξύπνησε μας έφεραν το πρωινό. Μου μίλησε για κάποιον άντρα που την πολιορκούσε και τελικά της επιβλήθηκε. Μου εξομολογήθηκε πως παρά την αποστροφή της, είχε νιώσει μια σκοτεινή έλξη. Μου άνοιξε την δική της θύρα ενός ανομολόγητου ερωτισμού. Είχε πλησιάσει η στιγμή του έρωτά μας. Με μια κίνηση που λες και έκρυβε μια ανεξήγητη προσωπική της τελετουργία σηκώθηκε ξυπόλητη και έβγαλε τον δίσκο με το πρωινό έξω από την πόρτα. Η κάμερα συγκράτησε τα πόδια της καθώς τον άφηνε στο κατώφλι. Για ποιο λόγο το έκανε αυτό; Το αιώνιο μυστήριο κάθε ξυπόλητης γυναίκας εμένα μου παραδόθηκε κατά τον πυκνωμένο, ηλεκτρικό χρόνο πριν την σύμμειξή μας αλλά παρέμεινε εσαεί μυστήριο. Στην επιστροφή σταματήσαμε στο δρόμο και την φωτογράφιζα σε διάφορες στάσεις. Ο φακός την υπεξαιρούσε ντροπαλή, φιλάρεσκη και, ελπίζω, ερωτευμένη.
Ως ικανός οργανωτής της ζωής μου τα είχα όλα σχεδιάσει. Την πήγα σε μια ανεγειρόμενη οικοδομή για να της δείξω το διαμέρισμα που αγόρασα για μας. Εδώ θα είναι το δωμάτιό μας, εδώ θα μένει η κορούλα μου όταν μας επισκέπτεται, εδώ η νταντά της. Χαμογέλασε συγκρατημένα. Νωρίτερα είχα πάει να την δω στο σπίτι της αλλά περίμενε τον πατέρα της που θα ερχόταν από άλλη πόλη. Όταν κατέβαινα τις σκάλες αυτός ανέβαινε. Ήμασταν σχεδόν συνομήλικοι… Ήμουν πλησιέστερα σε αυτόν παρά σε εκείνη; Αυτό την έκανε εκεί, στο άδειο διαμέρισμα, να μου πει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει μαζί μου; Πραγματικά δεν το περίμενα. Πώς είναι δυνατόν να μας χωρίζει οτιδήποτε, όταν της πρόσφερα τον ίδιο μου τον εαυτό; Πώς έκλεινε στη μέση το βιβλίο μας που θα γραφόταν με τον τρόπο του Μπαλζάκ; Ο εναέριος έρωτάς μας ήταν στον αέρα; Από τα ύψη της οικοδομής έσκυψα και την είδα να βγαίνει και να καλεί ένα ταξί. Είχαμε λοιπόν τόση υψομετρική διαφορά;
Πήγα στο αγαπημένο μου ρεστοράν για να γευματίσω. Με οδήγησαν στο μοναδικό άδειο τραπέζι στην γωνία και άνοιξα την εφημερίδα μου. Δεν φαινόταν να πονάω· μπορεί να σκεφτόμουν πως με την Νικόλ είχα τιμηθεί με τα δώρα της όρασης και της αφής. Ίσως επέστρεφα στην Φράνκα, ίσως γοήτευα κάποια άλλη συνοδό, επί αέρος ή εδάφους. Στο ακροατήριό μου σίγουρα θα υπήρχε κάποια ετοιμοπαράδοτη, ενσαρκωμένη ηρωίδα του Μπαλζάκ. Θα μπορούσε μάλιστα εκείνη την στιγμή να έμπαινε στο εστιατόριο. Αντί αυτής είδα την σύζυγό μου να εμφανίζεται μπροστά μου αγέλαστη, ανέκφραστη. Μου πέταξε στο τραπέζι τις φωτογραφίες που είχα βγάλει στη Νικόλ (είχα ξεχάσει το χαρτί του φωτογραφείου σε μια τσέπη μου). Το χέρι που κάποτε με χάιδευε κρατούσε ένα περίστροφο. Ομολογώ πως δεν το περίμενα· ας με τιμωρούσε με εγκατάλειψη, δεν θα ήταν αρκετό; Το παρόν μου σταμάτησε, το μέλλον μου εξαφανίστηκε. Τώρα είμαι καταδικασμένος να ζω την ιστορία ξανά και ξανά, κάθε φορά που προβάλλεται στα αδηφάγα σας μάτια.
Υποθέτω θα περιμένατε να μετανοήσω και να παραδεχτώ πόσο άθλιος υπήρξα απέναντι στις δυο γυναίκες. Δεν αντέχετε τους αρνητικούς ήρωες, θέλετε να συμπάσχετε και λίγο με τον ταλαιπωρημένο του θεάματός σας. Μόνο έτσι μπορεί να με συμπαθούσατε λιγάκι. Αν όμως ακόμα δεν γνωρίζετε την εγωιστική πλευρά του έρωτα και την εγωπάθεια που ταυτίζεται με την ίδια την ανθρώπινη φύση, τότε δεν ζήσατε κανέναν έρωτα. Δείτε, λοιπόν, όλες τις ταινίες του Φρανσουά Τρυφό, ο οποίος, άλλωστε, σύντομα θα άφηνε την δική του σύζυγο για χάρη μιας άλλης γυναίκας, που σύμφωνα με γάργαρες πηγές ήταν η ίδια η Φρανσουά Ντορλεάκ, εκείνη που για λίγο έγινε η Νικόλ μου. Σα να τις βλέπω, ζωή και τέχνη, να κάθονται δίπλα δίπλα και η μία να αντιγράφει την άλλη. Τελικά χρειάζεστε κι εσείς μια διάλεξη πάνω στον Μπαλζάκ!
Η ταινία: La peau douce («Απαλό Δέρμα» του François Truffaut, 1964). Η γυναίκα: Françoise Dorléac. Τρία χρόνια αργότερα θα χάσει την ζωή της σε κάποιο γήινο δρόμο, σε αυτοκινητικό δυστύχημα, καθώς έτρεχε προς το Αεροδρόμιο της Νίκαιας, για να προλάβει την πτήση της.