Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με τη Τζένη Κουτσοδημητροπούλου

¤¦Ο για­πω­νέ­ζι­κος κή­πος εί­ναι ίσως ένα από τα πιο δο­μη­μέ­να εί­δη κή­πων. Πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει επτά στοι­χεία: νε­ρό, πέ­τρες και άμ­μο, γέ­φυ­ρες, πέ­τρι­να φα­νά­ρια και γούρ­νες, φρά­κτες και πύ­λες, άν­θη και δέ­ντρα, και ψά­ρια. Οι πα­ρού­σες συ­νε­ντεύ­ξεις θα απο­τε­λού­νται πά­ντα από επτά ερω­τή­σεις. Κά­ποιες από αυ­τές θα επα­να­λαμ­βά­νο­νται και κά­ποιες θα εί­ναι νέ­ες, ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στο έρ­γο που έχου­με μπρο­στά μας. Σαν τον για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο, οι συ­νε­ντεύ­ξεις θα δια­τη­ρούν τη δο­μή τους, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να απο­δώ­σουν, ακρι­βώς σαν αυ­τόν, τη ζω­ντά­νια μιας μα­κρι­νής γης, που σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, βέ­βαια, η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής.



Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με τη Τζένη Κουτσοδημητροπούλου


Η Τζέ­νη Κου­τσο­δη­μη­τρο­πού­λου γεν­νή­θη­κε και με­γά­λω­σε στη Μελ­βούρ­νη της Αυ­στρα­λί­ας. Στην εφη­βεία με­τα­κό­μι­σε στην Ελ­λά­δα. Εί­ναι κα­θη­γή­τρια αγ­γλι­κών και πα­ράλ­λη­λα ασχο­λεί­ται με την επι­μέ­λεια υπό έκ­δο­ση αγ­γλι­κών εκ­παι­δευ­τι­κών βι­βλί­ων. Δια­τη­ρεί τη δι­κή της στή­λη, «Στά­ση… δη­μο­τι­κό!», στο έν­θε­το της ηλε­κτρο­νι­κής εφη­με­ρί­δας, Η Φω­νή της Κω (Kosvoice.gr ), όπου και πα­ρου­σιά­ζει βι­βλία για παι­διά. Έχει γρά­ψει τα βι­βλία: Ο Νό­λαν με­τρά­ει τα αστέ­ρια, Ο Μπερτ χά­νει τη φω­νή του, Ένας σα­μου­ράι, ένα σπα­θί και το κε­ρά­σι της ζω­ής (εκδ. Διό­πτρα)· Η μέ­ρα μου σε άσπρο-μαύ­ρο, Βα­σι­λιάς Φω­να­κλάς Γα­λή­νη δεν βρί­σκει, Μια ομά­δα για τη Σό­φη , Γκα­ζό­ζα Α.Α.Α, Έτσι εί­ναι οι φί­λοι!, Το Ημε­ρο­λό­γιο ενός Εξε­ρευ­νη­τή #1- Στη μα­κρι­νή Ωκε­α­νία, Το Ημε­ρο­λό­γιο ενός Εξε­ρευ­νη­τή #2 – Στην πα­γω­μέ­νη γη, Το Ημε­ρο­λό­γιο ενός Εξε­ρευ­νη­τή #3-Στη Μαύ­ρη γη, Οι­κο­γέ­νεια Γκρί­φιν τα­ξι­δεύ­ει με αε­ρό­στα­το, Η Μυ­στι­κή πόρ­τα (εκδ. Ελ­λη­νο­εκ­δο­τι­κή)· Κο­ραλ­λιο­γε­νής ύφα­λος (Βρα­χεία λί­στα Βρα­βεί­ων του Ανα­γνώ­στη), Ζη­τεί­ται ιπ­πό­της!, Η Με­γά­λη των Τε­ρά­των Σχο­λή, Στον πλα­νή­τη Κόκ­κι­νο μια φο­ρά, Ο Φά­νης ο φαρ­σέρ, Η Μά­γισ­σα Λουί­ζα και οι 32 γά­τες (εκδ. Με­ταίχ­μιο)· Τι σκα­ρώ­νει ο Λύ­κος;, Όχι τό­σο σφι­χτά, Μά­ξι­με! (εκδ. Κόκ­κι­νη κλω­στή δε­μέ­νη)

Γιαπωνέζικος κήπος: Συνέντευξη με τη Τζένη Κουτσοδημητροπούλου

 Δι­δά­σκε­τε αγ­γλι­κά και επι­με­λεί­στε αγ­γλι­κές εκ­δό­σεις. Πώς η πο­λύ κα­λή γνώ­ση δύο γλωσ­σών εμπλέ­κε­ται στη δι­κή σας δια­δι­κα­σία ανά­γνω­σης και συγ­γρα­φής; Σας έχει αυ­τό επη­ρε­ά­σει στον τρό­πο που χει­ρί­ζε­στε τις ιστο­ρί­ες που θέ­λε­τε να πεί­τε;

Λει­τουρ­γώ το ίδιο και με τις δυο γλώσ­σες. Δια­βά­ζω λο­γο­τε­χνία, επι­κοι­νω­νώ, τρα­γου­δώ και γρά­φω και στις δύο. Υπάρ­χουν φο­ρές όμως που σκέ­φτο­μαι την ιστο­ρία στα αγ­γλι­κά πριν τη γρά­ψω στα ελ­λη­νι­κά, ει­δι­κά τους δια­λό­γους. Αυ­θόρ­μη­τα μου βγαί­νει. Αλ­λά σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν επη­ρε­ά­ζει η μία γλώσ­σα την άλ­λη. Στο δι­κό μου μυα­λό εί­ναι μία.

Πώς κα­τα­πιά­νε­στε με ένα θέ­μα; Έρ­χε­ται εκεί­νο σε σας ή πά­τε εσείς σε εκεί­νο;

Συ­νή­θως το θέ­μα προ­κύ­πτει τυ­χαία. Κά­τι θα στα­θεί ως αφορ­μή, όπως, η επι­και­ρό­τη­τα, ένα σχό­λιο, μια ει­κό­να, μια τυ­χαία φρά­ση, για μια συ­νά­ντη­ση. Και κά­που εκεί μπερ­δεύ­ε­ται τε­λι­κά ποιος πλη­σί­α­σε τον άλ­λον πρώ­τα.
Υπάρ­χουν φο­ρές που γί­νε­ται μια ανά­θε­ση. Εκεί το θέ­μα μπαί­νει σε ένα πλαί­σιο. Ευ­τυ­χώς, όμως, μέ­χρι τώ­ρα εί­χα την ευ­και­ρία να δη­μιουρ­γή­σω και το πλαί­σιο.

«Τα πο­τά­μια εί­ναι για όλους...». Πώς έχε­τε σκε­φτεί πά­νω στο θέ­μα της απώ­λειας, στο βι­βλίο Ο Νό­λαν με­τρά­ει τα αστέ­ρια (εκδ. Διό­πτρα); Πώς φτά­σα­τε σε αυ­τό το αντί­δο­το στη λύ­πη; Ποια δια­δι­κα­σία σκέ­ψης/συγ­γρα­φής κρύ­βε­ται πί­σω από αυ­τή την ιστο­ρία;

    Η πρω­το­βου­λία των εκ­δό­σε­ων Διό­πτρα, για μια σχε­τι­κή νέα σει­ρά, με εν­θου­σί­α­σε. Η απώ­λεια αγα­πη­μέ­νου προ­σώ­που εί­ναι σί­γου­ρα κά­τι που κα­νέ­να παι­δί και κα­νείς άν­θρω­πος δεν μπο­ρεί να απο­φύ­γει και αυ­τό με οδή­γη­σε να επι­λέ­ξω το συ­γκε­κρι­μέ­νο θέ­μα για το πρώ­το βι­βλίο της σει­ράς.
    Έψα­ξα και διά­βα­σα πο­λύ πριν ξε­κι­νή­σω. Μί­λη­σα εξα­ντλη­τι­κά με φί­λη ψυ­χο­λό­γο, αλ­λά και με πολ­λούς γο­νείς που σχε­τι­κά πρό­σφα­τα βί­ω­σαν την απώ­λεια παπ­πού­δων/για­γιά­δων και κλή­θη­καν να δια­χει­ρι­στούν την ενη­μέ­ρω­ση-αντι­δρά­σεις των παι­διών τους. Αυ­τό που προ­σπά­θη­σα, πά­νω απ’ όλα, ήταν να εί­μαι κο­ντά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, προ­σεγ­γί­ζο­ντας όμως το θέ­μα της απώ­λειας με πολ­λή προ­σο­χή, σε­βα­σμό, ευαι­σθη­σία και αγά­πη προς το παι­δί-ανα­γνώ­στη.
    Όσο για το αντί­δο­το, η ίδια η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ήταν αυ­τή που με οδή­γη­σε σε αυ­τό το αντί­δο­το. Ο Νό­λαν περ­νού­σε τα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα με τον παπ­πού και τη για­γιά. Όταν ξαφ­νι­κά «έφυ­γε» ο παπ­πούς, ο Νό­λαν προ­σπά­θη­σε να δια­χει­ρι­στεί τα συ­ναι­σθή­μα­τά του. Όπως και η για­γιά, άλ­λω­στε, από την πλευ­ρά της. Και οι δύο πρέ­πει να πεν­θή­σουν, να ζή­σουν αυ­τό το συ­ναί­σθη­μα, για να πά­νε πα­ρα­κά­τω. Και οι δύο χρειά­ζο­νται χρό­νο να βά­λουν τα συ­ναι­σθή­μα­τα και τις σκέ­ψεις τους σε μια σει­ρά. Και η για­γιά, σαν με­γα­λύ­τε­ρη, εμπει­ρό­τε­ρη και σο­φό­τε­ρη, έδω­σε τον χρό­νο και τον χώ­ρο που χρειά­ζε­ται για να ωρι­μά­σει η νέα κα­τά­στα­ση μέ­σα τους, μέ­χρι να μπο­ρούν να γυ­ρί­σουν και πά­λι σε μια κα­νο­νι­κό­τη­τα.

    Πώς χά­νει και πώς βρί­σκει κά­ποιος τη φω­νή του; Μι­λή­στε μας για το βι­βλίο σας Ο Μπερτ χά­νει τη φω­νή του (εκδ. Διό­πτρα).

    Ο Μπερτ, ο κε­ντρι­κός ήρω­άς μας, χά­νει τη φω­νή του για­τί δέ­χε­ται τον λε­κτι­κό εκ­φο­βι­σμό μιας πα­ρέ­ας από το πε­ρι­βάλ­λον του. Τον χλευά­ζουν και τον πε­ρι­γε­λούν, σχο­λιά­ζο­ντας ένα βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του, τη χροιά και την έντα­ση της φω­νής του. Ο Μπερτ δεν θα αντέ­ξει, θα λυ­γί­σει και θα χά­σει την αυ­το­πε­ποί­θη­σή του. Δεν θα μπο­ρεί να αρ­θρώ­σει μια λέ­ξη. Θα χά­σει τη φω­νή του και θα απο­μα­κρυν­θεί.
    Πώς χά­νει, λοι­πόν, κά­ποιος τη φω­νή του; Με οποια­δή­πο­τε μορ­φή βί­ας, με την επι­βο­λή στους άλ­λους. Δυ­στυ­χώς, στις μέ­ρες μας ο λε­κτι­κός εκ­φο­βι­σμός κυ­ριαρ­χεί και σί­γου­ρα δεν έχει βοη­θή­σει η ηλε­κτρο­νι­κή επι­κοι­νω­νία. Αντί­θε­τα, θα έλε­γα πως ίσως βρή­κε και πρό­σφο­ρο έδα­φος να αν­θί­σει.
    Αλ­λά υπάρ­χει τρό­πος να βρού­με και πά­λι τη φω­νή μας. Το άμε­σο κο­ντι­νό μας πε­ρι­βάλ­λον μπο­ρεί να βοη­θή­σει ση­μα­ντι­κά. Εί­ναι η φω­νή μας όταν για κά­ποιο λό­γο αυ­τή χα­θεί. Το στή­ριγ­μά μας σε μια δύ­σκο­λη στιγ­μή, όταν χρειά­ζε­ται κά­που να ακου­μπή­σου­με. Τα αυ­τιά πά­ντα έτοι­μα να ακού­σουν. Εί­ναι οι άν­θρω­ποι, που ο κα­θέ­νας με τον τρό­πο του, μας δί­νει δύ­να­μη. Για­τί όσο δυ­να­τός και αν εί­ναι κά­ποιος χρειά­ζε­ται αυ­τή τη στή­ρι­ξη, την ψυ­χι­κή εν­δυ­νά­μω­ση, για να απο­κτή­σει ξα­νά την χα­μέ­νη του αυ­το­πε­ποί­θη­ση.

    Πώς δη­μιουρ­γεί­ται μια σει­ρά βι­βλί­ων; Μι­λή­στε μας για τη σει­ρά Οι κα­τά­σκο­ποι της Γε­ω­γρα­φί­ας. Πώς δο­μή­θη­κε αυ­τό το πο­λυ­τρο­πι­κό βι­βλίο; Πώς ερ­γα­στή­κα­τε εσείς και οι συ­νερ­γά­τες σας; Συν­δέ­ο­νται αυ­τές οι ιστο­ρί­ες με τον τρό­πο που ζεί­τε τη ζωή σας και συν­δέ­στε με τον κό­σμο;

    Δη­μιουρ­γεί­ται από άτο­μα με όρα­μα, όρε­ξη και με­ρά­κι. Η Λύ­ντη Γα­λά­τη (υπεύ­θυ­νη παι­δι­κού των εκδ. Διό­πτρα) εί­χε μια ιδέα και τη μοι­ρά­στη­κε μα­ζί μου. Για και­ρό, λοι­πόν, ανταλ­λά­σα­με ιδέ­ες. Γρά­φα­με, σβή­να­με, κά­να­με με­τα­τρο­πές, μέ­χρι που κα­τα­λή­ξα­με σε ένα σχε­διά­γραμ­μα της σει­ράς. Έπει­τα επι­λέ­ξα­με μια ομά­δα συγ­γρα­φέ­ων και ξε­κί­νη­σαν οι ομα­δι­κές συ­να­ντή­σεις, άλ­λο­τε δια ζώ­σης, άλ­λο­τε πά­λι δια­δι­κτυα­κά, μέ­χρι να βρού­με την τε­λι­κή μορ­φή της σει­ράς. Με έξι συγ­γρά­φεις σε ένα «δω­μά­τιο», μπο­ρεί­τε να φα­ντα­στεί­τε πό­σες ιδέ­ες έπε­σαν στο τρα­πέ­ζι… Θυ­μά­μαι την όλη δια­δι­κα­σία με πολ­λή αγά­πη. Δου­λέ­ψα­με σκλη­ρά, με εν­θου­σια­σμό και με κοι­νό στό­χο. Και πά­νω απ’ όλα πε­ρά­σα­με όμορ­φα. Δια­σκε­δά­σα­με την κά­θε στιγ­μή.
    Όλες οι ιστο­ρί­ες συν­δέ­ο­νται με μια τε­χνο­λο­γι­κή εφαρ­μο­γή. Τον Πορ­το­λά­νο. Όλοι οι βα­σι­κοί ήρω­ες εί­ναι χρή­στες τις εφαρ­μο­γής, και λό­γω τις επι­δε­ξιό­τη­τάς τους στο πόρ­το-κουίζ έχουν πλέ­ον χρη­στεί με τον τί­τλο «Κα­τά­σκο­ποι της Γε­ω­γρα­φί­ας», κερ­δί­ζο­ντας διά­φο­ρα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα. Ένα από αυ­τά εί­ναι να έχουν πρό­σβα­ση στο πόρ­το-μπλα­μπλά, όπου εί­ναι πλέ­ον δια­δι­κτυα­κοί φί­λοι.
    Με όλες αυ­τές τις ιστο­ρί­ες που θα εκ­δο­θούν, όλοι εμείς οι συγ­γρα­φείς συν­δε­ό­μα­στε με ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον ο κα­θέ­νας με το αντί­στοι­χο θέ­μα. Όχι, βέ­βαια, όμως μό­νο με αυ­τό: Ο κα­θέ­νας μας εί­χε να δια­λέ­ξει ανά­με­σα σε πολ­λά εν­δια­φέ­ρο­ντα , πρω­τί­στως για τον ίδιο, θέ­μα­τα, να εμ­βα­θύ­νει, να ψά­ξει πραγ­μα­τι­κά στοι­χεία, να ανα­λύ­σει και να στή­σει πά­νω σε αυ­τά μια νέα ιστο­ρία.
    Όσο για τη σύ­γκρι­ση των ιστο­ριών των ηρώ­ων με την δι­κή μας κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, τον τρό­πο επι­κοι­νω­νί­ας τους κλπ., προ­φα­νώς και υπάρ­χουν πολ­λά κοι­νά. Στη ζωή όλων μας πλέ­ον ‘’τρέ­χου­ν’’ πολ­λές εφαρ­μο­γές σαν τον Πορ­το­λά­νο. Μπο­ρεί να έχουν άλ­λες ονο­μα­σί­ες, αλ­λά σί­γου­ρα το απο­τέ­λε­σμα εί­ναι το ίδιο: Άμε­ση επι­κοι­νω­νία, τρο­μα­κτι­κά γρή­γο­ρη διά­χυ­ση της πλη­ρο­φο­ρί­ας και τα­χύ­τα­τη ενη­μέ­ρω­ση όλων για ό,τι συμ­βαί­νει πα­γκό­σμια, σε όλα τα επί­πε­δα. Εξαι­ρε­τι­κά χρή­σι­μο αυ­τό, αλ­λά απαι­τεί με­γά­λη προ­σο­χή ως προς τη δια­χεί­ρι­ση, διό­τι οι κίν­δυ­νοι, που όλοι γνω­ρί­ζου­με, κα­ρα­δο­κούν.

    Το παι­δί τι εί­ναι; Πώς σκέ­φτε­ται; Συν­δέ­ε­τε το παι­δι­κό βι­βλίο με τον φι­λο­σο­φι­κό στο­χα­σμό;

    Κά­θε παι­δί εί­ναι μια ιδιαί­τε­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα που απορ­ρο­φά κά­θε εί­δους πλη­ρο­φο­ρία την οποία επε­ξερ­γά­ζε­ται και εν­σω­μα­τώ­νει. Εί­ναι μια πνευ­μα­τι­κή οντό­τη­τα που δια­πλά­θε­ται, σε πο­λύ με­γά­λο βαθ­μό, με ό,τι προ­σλαμ­βά­νει από την οι­κο­γέ­νεια, το σχο­λείο και το ευ­ρύ­τε­ρο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον. Το παι­δι­κό βι­βλίο παί­ζει πο­λύ ση­μα­ντι­κό ρό­λο στην ολο­κλή­ρω­ση και δια­μόρ­φω­ση του παι­δι­κού χα­ρα­κτή­ρα και η έλ­λει­ψή του γί­νε­ται άμε­σα αντι­λη­πτή με­σο­πρό­θε­σμα. Όπως και κά­θε βι­βλίο και κά­θε μορ­φής λο­γο­τε­χνία που σέ­βε­ται τον εαυ­τό της, έτσι και το παι­δι­κό βι­βλίο συν­δέ­ε­ται με τον φι­λο­σο­φι­κό στο­χα­σμό του παι­δι­κού κό­σμου και όλων των θε­μά­των που εμπί­πτουν σε αυ­τόν, στην κλί­μα­κα βέ­βαια που τους ανα­λο­γεί.

    Πού γρά­φε­τε, πώς και πό­τε;


    Τις κα­θη­με­ρι­νές, από το με­ση­μέ­ρι και μέ­χρι το βρά­δυ έχω μα­θή­μα­τα, έτσι αυ­τές οι ώρες εί­ναι εκτός. Ευ­τυ­χώς! Για­τί το πρωί εί­μαι πο­λύ πιο δη­μιουρ­γι­κή. Και όταν έχω μπει για τα κα­λά μέ­σα στην ιστο­ρία, οι δη­μιουρ­γι­κές ώρες γί­νο­νται ακό­μα πιο πρω­ι­νές. Τό­τε που το σπί­τι εί­ναι ήσυ­χο, όπως και η γει­το­νιά, και η μέ­ρα δεν έχει ξη­με­ρώ­σει ακό­μα. Αγα­πώ πο­λύ αυ­τή την ησυ­χία. Ση­κώ­νο­μαι και περ­πα­τώ στις μύ­τες των πο­διών, μη τυ­χόν, και ξυ­πνή­σω κα­νέ­ναν. Τρυ­πώ­νω στο γρα­φείο μου και ανοί­γω τον υπο­λο­γι­στή. Με μια κού­πα κα­φέ στο χέ­ρι βυ­θί­ζο­μαι στην πο­λυ­θρό­να μου και ξε­κι­νώ…
    Αυ­τός εί­ναι ο κα­νό­νας, διό­τι η γρα­φή μπο­ρεί να προ­κύ­ψει τυ­χαία, οποια­δή­πο­τε μέ­ρα και ώρα, με­τά από οποιο­δή­πο­τε ερέ­θι­σμα ή αφορ­μή.

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: