Διπρόσωπη Ανάγνωση

Διπρόσωπη Ανάγνωση


Σε κά­θε τεύ­χος, ο Σάβ­βας Πα­πα­δό­που­λος (ετών 19) και ο Γιώρ­γος-Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης (ετών 62) επι­λέ­γουν, ανα­γι­γνώ­σκουν και δια­τυ­πώ­νουν ο κα­θέ­νας την προ­σω­πι­κή του από­κρι­ση στα ίδια βι­βλία. Άλ­λο­τε ένα, άλ­λο­τε δύο, άλ­λο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρα. Άλ­λο­τε ακού­γο­ντας Βά­γκνερ, άλ­λο­τε ακού­γο­ντας Μπαχ. Άλ­λο­τε θύ­ο­ντας στην αι­σθη­τι­κή της σιω­πής και στα μπλουζ της νι­κο­τί­νης.


Κα­θρε­φτί­ζουν με τρό­πο φυ­σι­κό άγνω­στες κα­τα­στά­σεις, βα­σί­ζο­νται αι­σθη­τά στην προ­σω­πι­κή αντί­λη­ψη και ευ­τυ­χώς δεν αρ­κού­νται σε ασύν­δε­τα απο­σπά­σμα­τα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, πα­ρά βά­ζουν το εδώ και το εκεί βιω­μέ­μέ­νο στον κοι­νό πα­ρο­νο­μα­στή ενός μύ­θου, ο οποί­ος οδη­γεί αβί­α­στα στον υπό­γειο λα­βύ­ριν­θο της με­γα­λού­πο­λης.
ΖΙΓΚΦΡΙΝΤ ΚΡΑΚΑΟΥΕΡ


Σύμ­φω­να με έρευ­νες της επο­χής, στο Βε­ρο­λί­νο του Με­σο­πο­λέ­μου ζού­σαν πε­ρί­που 50.000 άνερ­γοι και άστε­γοι νέ­οι. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από αυ­τούς εί­χαν χά­σει τις οι­κο­γέ­νειες τους στον Πρώ­το Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, άλ­λοι εί­χαν ξε­φύ­γει από ορ­φα­νο­τρο­φεία και ανα­μορ­φω­τή­ρια ενώ πολ­λοί ήταν και δρα­πέ­τες φυ­λα­κών.
Πα­ράλ­λη­λα η ανερ­γία κάλ­πα­ζε, οι άστε­γοι αυ­ξά­νο­νταν και πλη­θύ­νο­νταν, η εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα ήταν στα κόκ­κι­να, η πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση της χώ­ρας σε αδιέ­ξο­δο, ο να­ζι­σμός εξα­πλω­νό­ταν σαν παν­δη­μία και η χώ­ρα βυ­θι­ζό­ταν μέ­σα στα υπέ­ρο­γκα χρέη της.
Μέ­σα σε αυ­τόν τον όλε­θρο, ξε­προ­βάλ­λει ένα αστι­κό μορ­φω­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα από έναν άδο­ξο συγ­γρα­φέα που ανα­κα­λύ­ψα­με πρό­σφα­τα, κα­θώς οι να­ζί φρό­ντι­σαν να εξα­φα­νί­σουν όλα τα γρα­πτά του (εν­δε­χο­μέ­νως και τον ίδιο) από προ­σώ­που γης, τον Ernst Haffner.
Το κα­θό­λου τυ­χαίο κοι­νω­νιο­λο­γι­κό κο­λάζ του βι­βλί­ου ανοί­γει τον δρό­μο για μια ρε­α­λι­στι­κή μα­τιά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του σκο­τει­νού με­σο­πο­λε­μι­κού Βε­ρο­λί­νου. Το 1933 το μυ­θι­στό­ρη­μα μπαί­νει στην λί­στα των απα­γο­ρευ­μέ­νων βι­βλί­ων, αν και ο Haffner δεν κά­νει κα­μία ανα­φο­ρά στους να­ζί.
Το γε­γο­νός αυ­τό ανοί­γει μια βα­θύ­τε­ρη πα­ρά­με­τρο στήν ερ­μη­νεία του κει­μέ­νου, αν λά­βου­με υπό­ψη ότι τα Σταυ­ρα­δερ­φια, οι πο­λύ νε­α­ροί ήρω­ες του βι­βλί­ου που συ­γκρο­τούν μιαν αυ­το­σχέ­δια συμ­μο­ρία, προ­τι­μούν να πε­θά­νουν από την πεί­να αντί να βοη­θη­θούν από το κρά­τος.
Πρό­κει­ται για μια ωμή και άγρια (κα­θα­ρά κοι­νω­νιο­λο­γι­κή) αφή­γη­ση μα­κριά από την «σου­λου­πω­μέ­νη» λο­γο­τε­χνία που γνω­ρί­ζου­με, μια σύ­ντο­μη και κό­φτη σο­νά­τα, μιαν ανε­πι­τή­δευ­τη και ακα­τέρ­γα­στη μα­τιά στον πυ­ρή­να του Βε­ρο­λί­νου, στις μπι­ρα­ρί­ες του υπο­κό­σμου, στο με­δού­λι της Αλε­ξα­ντερ­πλατς και σε μια ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο που ση­μά­δε­ψε και βού­λια­ξε στο αί­μα ολό­κλη­ρη την Ευ­ρώ­πη.

Σάβ­βας Πα­πα­δό­που­λος
Κυψέλη, 26.1.2023


Αν κα­τά­φερ­ναν να το σκά­σουν, προ­σλαμ­βά­νο­νταν ως ημε­ρο­μί­σθιοι και βοη­θοί, συ­χνά όμως κα­τέ­λη­γαν στην εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα ή την πορ­νεία. Ασφά­λεια και κοι­νω­νι­κή θαλ­πω­ρή έβρι­σκαν στις αυ­το­ορ­γα­νω­μέ­νες συμ­μο­ρί­ες.
ΠΕΤΕΡ ΓΚΡΑΦ


α.
Εί­ναι ο Λού­ντ­βιχ, εί­ναι ο Τζό­νι, εί­ναι ο Βάλ­τερ, εί­ναι ο Έρ­βιν, εί­ναι Χάιντς, εί­ναι ο Φρεντ — εί­ναι τα Σταυ­ρα­δέρ­φια, μια συμ­μο­ρία αγο­ριών που ο Με­σο­πό­λε­μος τα έχει ωθή­σει στο πε­ρι­θώ­ριο της κοι­νω­νι­κής ζω­ής, τα έχει υπο­χρε­ώ­σει να προ­βαί­νουν σε μι­κρο­α­πα­τε­ω­νί­ες, μι­κρο­κο­μπί­νες, μι­κρο­μα­τσα­ρά­γκες προ­κει­μέ­νου να υπάρ­χουν, να τρώ­νε, να πί­νουν, ακό­μα και να στή­νουν τα μι­κρά τους ξε­φα­ντώ­μα­τα.

β. Εί­ναι ο Ερνστ Χάφ­νερ [Ernst Haffner]. Δεν γνω­ρί­ζου­με πό­τε και πού γεν­νή­θη­κε, δεν γνω­ρί­ζου­με πό­τε και πώς πέ­θα­νε, δεν γνω­ρί­ζου­με πα­ρά μό­νο το ότι ήταν κοι­νω­νι­κός λει­τουρ­γός και συγ­γρα­φέ­ας, ότι έζη­σε στο Βε­ρο­λί­νο ανά­με­σα στα 1925 και 1933, ότι έγρα­ψε και εξέ­δω­σε, το 1932 το ντο­κι­μα­ντέρ μυ­θι­στό­ρη­μα Σταυ­ρα­δέρ­φια [Blutsbrüder], το οποίο εγkω­μιά­στη­κε από τον Μπρού­νο Κα­σί­ρερ και τον Ζίγ­κφριντ Κρα­κά­ου­ερ, ότι το 1933 οι να­ζί έστει­λαν το βι­βλίο στην πυ­ρά, ότι τα γρα­πτά του όλα εξα­φα­νί­στη­καν, όπως και ο ίδιος.

γ. Εί­ναι ο μι­κρό­κο­σμος των φτη­νο­φα­γά­δων, εί­ναι τα απορ­ρίμ­μα­τα της ζω­ής, εί­ναι οι πι­τσι­ρι­κά­δες που πα­σχί­ζουν να δια­τη­ρή­σουν τό­σο την ύπαρ­ξή τους όσο και μιαν αγέ­ρω­χη αξιο­πρέ­πεια, επι­νο­ώ­ντας αυ­το­σχέ­διους κώ­δι­κες τι­μής, χει­ρο­ποί­η­τες ηθι­κές αρ­χές. Εί­ναι οι σι­δε­ρο­γρο­θιές και οι σου­γιά­δες. Εί­ναι κά­που εκεί και ο Ού­λι, ο αρ­χη­γός της συμ­μο­ρί­ας Εφτά Μπα­στού­νι, «ένας στρα­τη­γός χω­ρίς στρα­τό». Εί­ναι η Αν­νε­λί­ζε, εί­ναι η Έλι, εί­ναι η Όλ­γα, εί­ναι και τα υπο­σι­τι­σμέ­να κο­ρί­τσια που στρέ­φο­νται στην ελε­ει­νή πορ­νεία, εί­ναι και τα αγό­ρια που γί­νο­νται πορ­το­φο­λά­δες. Εί­ναι τα πρώ­τα θύ­μα­τα της επε­λαύ­νου­σας φρί­κης του να­ζι­σμού. Εί­ναι τα ανί­ψια του Φραντς Μπί­μπερ­κοπφ απ᾽ το Βε­ρο­λί­νο Αλε­ξά­ντερ­πλατς του Άλ­φρεντ Ντέ­μπλιν. Εί­ναι οι λα­θραί­οι ένοι­κοι στις χα­μο­κέ­λες της κα­θη­μαγ­μέ­νης με­γα­λού­πο­λης. Εί­ναι η ζωή που οι­μώ­ζει.

δ. Εί­ναι η κοι­νω­νιο­λο­γι­κή ακρί­βεια στη γρα­φή του Χάφ­νερ, οι λι­τές αδρές φρά­σεις του, οι λυ­ρι­κές ανα­λα­μπές μέ­σα στο ζό­φο, η σφι­χτή διά­τα­ξη του υλι­κού. Εί­ναι η διεισ­δυ­τι­κή μα­τιά του, ένας φα­κός τσέ­πης που ανά­βει στο σκό­τος. Εί­ναι αυ­τή η πα­ρά­γρα­φος: «Οι προ­α­γω­γοί, με όλη τη χυ­δαιό­τη­τα του επαγ­γέλ­μα­τος, υπάρ­χουν πα­ντού. Μό­νο στην Αλε­ξά­ντερ­πλατς εί­ναι κα­μιά εκα­το­στή. Τους ανή­κει ο δρό­μος, τους ανή­κουν τα κο­ρί­τσια που κά­νουν πε­ζο­δρό­μιο. Κολ­λά­νε στους πε­λά­τες σαν βδέλ­λες· ναι, πα­ρα­σύ­ρουν όσους δεί­χνουν συ­γκρα­τη­μέ­νο εν­δια­φέ­ρον εκ­θειά­ζο­ντας τα προ­σό­ντα των κο­ρι­τσιών. Δια­λα­λούν και τι­μο­λο­γούν τους αν­θρώ­πους σαν πα­λιά­λο­γα στο ζω­ο­πά­ζα­ρο» (σ. 162). Εί­ναι και αυ­τή: «Αγό­ρια, άντρες, και γέ­ροι, εί­ναι κου­λου­ρια­σμέ­νοι στο πά­τω­μα και κοι­μού­νται προ­σπα­θώ­ντας να ξε­χά­σουν την αθλιό­τη­τα της ύπαρ­ξής τους. Αγό­ρια που μέ­σα στο ανοι­χτό τους στό­μα φαί­νο­νται ακό­μα οι νε­ο­γι­λοί. Άντρες που με τα στι­βα­ρά τους χέ­ρια θα μπο­ρού­σαν να δού­λευαν και να εί­χαν βρει ένα κα­λύ­τε­ρο μέ­ρος για να κοι­μη­θούν. Γέ­ροι που η θλι­βε­ρή αδυ­να­μία τους θα άξι­ζε ένα κα­λύ­τε­ρο μέ­ρος για να κοι­μη­θούν» (σ. 122).

ε. Εί­ναι η δυ­να­μι­κή από­φαν­ση του Ιζι­ντόρ Ντυ­κάς: «Οι κρυμ­μέ­νες πρά­ξεις εί­ναι οι πιο σε­βα­στές κι όταν βλέ­πω τέ­τοιες μέ­σα στην Ιστο­ρία μ’ αρέ­σουν πο­λύ. Δεν έμει­ναν ολό­τε­λα κρυ­φές. Έγι­ναν γνω­στές. Αυ­τό το λί­γο μέ­σα από το οποίο ανα­δύ­θη­καν με­γα­λώ­νει την αξία τους. Το ωραιό­τε­ρο πράγ­μα εί­ναι που δεν μπό­ρε­σαν να τις κρύ­ψουν». Εί­ναι το γε­γο­νός ότι τε­λι­κά το έρ­γο του Ερνστ Χάφ­νερ Σταυ­ρα­δέρ­φια ανα­σύρ­θη­κε από την ανα­γκα­στι­κή αφά­νεια της πυ­ράς όπου το έρι­ξαν οι τρα­μπού­κοι του Χί­τλερ. Εί­ναι ο εκ­δο­τι­κός οί­κος του Βε­ρο­λί­νου Metrolit Verlag που το ανα­κά­λυ­ψε και το εξέ­δω­σε το 2013. Εί­ναι ο ακά­μα­τος φί­λος συγ­γρα­φέ­ας Νί­κος Κορ­μου­λής που το πρό­τει­νε στις εκ­δό­σεις Αρ­μός. Εί­ναι η χαλ­κέ­ντε­ρη με­τα­φρά­στρια Γιώ­τα Λα­γου­δά­κου που το γύ­ρι­σε σε ανε­πί­λη­πτα ελ­λη­νι­κά. Εί­ναι η ελπἰδα που πά­ντα σι­γο­καί­ει, πά­ντα θα υπάρ­χει, πά­ντα θα υφί­στα­ται και θα αν­θί­στα­ται.

Γιώρ­γος-Ίκα­ρος Μπα­μπα­σά­κης
Κυψέλη, 24.1.2023

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: