Αλχημικό ποίημα

Αλχημικό ποίημα

[ Αλχημικόν ]


Τετραγραμμῶν συλλαβὰς φέρεις δύο·
             ἂν δ’ ἄκρα δύο γραμμάτων συνελέξῃς,
             νεφέλη τὸ γράμμα καὶ θεὸς μέσον·
        ἀπεκρύβην γὰρ ψαλμικὸς αὔχυ σκότος·

5           τὴν ἀκροτόμον ὑποδὺς Μωσῆς πέτραν
             αἰνιγματωδῶς ἐκ προβλήματος ξένον
             δοκεῖ προσελθεῖν, καὶ πάλιν πρὸς δίχα
             ἑνοκαταγεῖν· καὶ πρὸς ὕψος ἂν τρέχω,
             χωρῶ ὅμως πρὸς ὕλην ***

10         ὅμως δι’ αὐτῆς κεκορήσομαι πλέον. –
            Ἐμπύριε φρήν, πῦρ ποιεῖς, καὶ πῦρ γράφεις,
            καὶ πῦρ σκαλεύεις τῇ πυράγρᾳ τοῦ λόγου·
            εἰ καὶ γράφω πῦρ, ἀλλὰ καλάμῳ μόνῳ,
            οὐκ ἔστι μοι πῦρ, οὐ θρυαλλὶς τοῦ λόγου·

15          σὺ τοῦ λόγου χίμαιρα, σὺ τὸ πῦρ πνέεις
             κάτω νενευκὼς καὶ κεκυφὼς ταῖς βίβλοις,
             καὶ πῦρ φορεῖν σε κατὰ νοῦν τε καὶ λόγον
             δῆλος καθαρὸς τὴν γυναικί(αν) φύσιν·
             ἐν σοὶ καλεῖται τοῦ θεοῦ κλῆσις μία. –

20         Βλέπει δὲ τοῦτον ὁ βραδύγλωσσος πάλιν·
            τοῦ γράμματος γὰρ ὑποχωρούντων τόσων
             ὁ πρὶν ἀμήτωρ τὸν τεράστιον τόκον
             ὁ νοῦς ἐναργῶς ἐστι τὸν θεὸν βλέπων.  
             Εἰ γὰρ ἐφίλουν, καὶ προσῆκον ὡς φιλεῖ,

25         καὶ γῆθεν ὑψοῦ τὴν κεφαλὴν ἀνάγω,               
             ἐκ ρητορικῶν ὑπαναφθὲν ἀνθράκων
             οὐ προσμένει πῦρ ἐν θερινῷ καλάμῳ·
             σὺ καὶ κατώβλεψε, ἐμπύριος τὰς φρένας,
             καὶ πῦρ ἐκεῖθεν ἄλλο τοῦ λόγου φέρων.[1]

[ ΜETAΦΡΑΣH ]

Αν γράψεις μια λέξη με τέσσερα γράμματα,
έχεις δυο συλλαβές· αν μαζέψεις τα δύο ακριανά,
σχηματίζεται ένα σύννεφο κι ανάμεσα στέκει ο Θεός.[2]
Τ’ απόκρυφα ψάλλω βυθισμένος σε σκοτάδι βαθύ·

Μωυσής που κρύφτηκε σε απόκρημνο βράχο,
για λίγο πρόβαλε παράξενος σαν αίνιγμα και πάλι πίσω γύρισε
[στο φως και στο σκοτάδι] διχασμένος·
[έτσι κι εγώ], αν και ανεβαίνω με ορμή ψηλά,
το υλικό μου σώμα κάτω με τραβά […]
αλλά [ζώντας] με αυτό θα έχω πλέον κορεστεί.

Σπινθηροβόλο πνεύμα, γράφεις με φλόγα και βγάζεις φωτιά
και με τον πύρινο λόγο τη φωτιά σκαλίζεις.
Αν και με φλόγα γράφω, αυτό γίνεται μόνο με το καλάμι μου·
δεν έχω στ’ αλήθεια φωτιά, ούτε καν σπίθα λόγου.

Εσύ του λόγου χίμαιρα, εσύ αναπνέεις τη φωτιά
με το κεφάλι χαμηλά γερμένο, σκύβοντας πάνω στα βιβλία,
ενώ τον νου και τον λόγο σου η φωτιά κατακλύζει
ολοφάνερα καθαρμένος κατά τη θηλυκή φύση.

Μέσα σου μια φορά ο Θεός σε κάλεσε·
και τον βλέπει ξανά ο βραδύς στη γλώσσα δύστοκος,
καθώς υποχωρούν οι λέξεις στη γραφή
κι ο νους ο δίχως μάνα γεννημένος πριν
καθαρά τον Θεό αντικρύζει το μέγα μυστήριο.

Αν πράγματι αγάπησα όπως ταιριάζει στην αγάπη
κι από τη γη ψηλά σηκώσω το κεφάλι,
από ρητορικά κάρβουνα αναμμένη φλόγα
δεν μένει πλέον στο θερμό καλάμι.

Όμως εσύ χαμήλωσε το βλέμμα, με το μυαλό να φλέγεται·
και από κει άναψε μια φωτιά αλλιώτικη απ’ τη φωτιά του λόγου.


Η πα­ρα­πά­νω αι­νιγ­μα­τι­κή ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση βρί­σκε­ται σε μια βυ­ζα­ντι­νή συλ­λο­γή κει­μέ­νων πε­ρί χρυ­σο­ποι­ί­ας και πι­θα­νό­τα­τα απο­δί­δε­ται στον Μι­χα­ήλ Ψελ­λό (Κων­στα­ντι­νού­πο­λη 1018-1078) ή σε κά­ποιον ανώ­νυ­μο δη­μιουρ­γό, επί­σης γνώ­στη της τέ­χνης της πα­ρα­γω­γής χρυ­σού [με­τάλ­λου ή χρώ­μα­τος]. Η χρυ­σο­ποι­ία, κλά­δος της αλ­χη­μεί­ας, συ­γκα­τα­λέ­γε­ται με­τα­ξύ των απο­κρυ­φι­στι­κών τε­χνών. Σκο­πός της αλ­χη­μεί­ας εί­ναι η ανα­γέν­νη­ση της ατο­μι­κής μέ­σα από τη συλ­λο­γι­κή ύπαρ­ξη· κι αυ­τή η διαρ­κής ανα­γέν­νη­ση ισο­δυ­να­μεί με αθα­να­σία. Η αλ­χη­μεία εί­ναι η με­τα­φυ­σι­κή επι­στή­μη της ευ­ζω­ί­ας, η οποία θα ήταν αδύ­να­τη χω­ρίς την πνευ­μα­τι­κή ανά­τα­ση που επι­τυγ­χά­νε­ται μυ­στα­γω­γι­κά. Η χρυ­σο­ποι­ία και η επι­χρύ­σω­ση υπήρ­ξε ένα μέ­ρος των τε­χνι­κών εφαρ­μο­γών της στον πρα­κτι­κό βίο.
Η συ­γκε­κρι­μέ­νη ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση εί­ναι γε­μά­τη σύμ­βο­λα, συ­νυ­πο­δη­λω­τι­κές δια­τυ­πώ­σεις που, αν επε­κτα­θούν, απο­κα­λύ­πτουν άλ­λους κό­σμους, πο­λύ ευ­ρύ­τε­ρους από την τέ­χνη της επε­ξερ­γα­σί­ας χρυ­σού. Κα­τά συ­νέ­πεια, πρό­κει­ται για ένα ποί­η­μα πο­λυ­ση­μι­κό που μπο­ρεί να δια­βα­στεί με πολ­λές ανα­γνώ­σεις – ο ανα­γνώ­στης πρέ­πει να το δια­βά­σει εκ­πλη­κτι­κά υπο­ψια­σμέ­νος πως πί­σω από ό,τι φαί­νε­ται, κρύ­βο­νται πολ­λα­πλά­σια νο­ή­μα­τα, αφού η πρώ­τη εμ­φά­νι­ση δεν εί­ναι πα­ρά η συμ­βο­λι­κή επι­φά­νεια πολ­λα­πλών υπάρ­ξε­ων. Κά­θε λέ­ξη αντα­να­κλά, πέ­ρα από τον εαυ­τό της, πολ­λούς άλ­λους εαυ­τούς. Ανα­πό­φευ­κτα, λοι­πόν, κά­θε από­δο­σή του στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ή άλ­λη γλώσ­σα δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι κα­ταρ­χήν υπαι­νι­κτι­κή και μάλ­λον ερ­μη­νευ­τι­κή. Το θέ­μα του κει­μέ­νου επι­κε­ντρώ­νε­ται στην ποι­η­τι­κή έμπνευ­ση, μια τέ­χνη θεϊ­κή και δώ­ρο της θεί­ας πρό­νοιας στον μο­να­χό ποι­η­τή. Λαν­θα­νό­ντως υπάρ­χει ένας πα­ραλ­λη­λι­σμός της ανα­κά­λυ­ψης χρυ­σού με την απο­κά­λυ­ψη της πραγ­μα­τι­κής έμπνευ­σης στον δη­μιουρ­γό της, με­τά από επί­πο­νο πνευ­μα­τι­κό αγώ­να· το αλη­θι­νό χρυ­σά­φι εί­ναι η έμπνευ­ση, που κα­τα­κτά­ται με­τά από ασκη­τεία ελέω Θε­ού.
Το πιο προ­βλη­μα­τι­κό κομ­μά­τι του ποι­ή­μα­τος «ἀπε­κρύ­βην γὰρ ψαλ­μικὸς αὔχυ σκό­τος·/ τὴν ἀκρο­τό­μον ὑποδὺς Μωσῆς πέ­τραν/ αἰνιγ­μα­τωδῶς ἐκ προ­βλή­μα­τος ξέ­νον/ δο­κεῖ προ­σελ­θεῖν, καὶ πά­λιν πρὸς δί­χα/ ἑνο­κα­τα­γεῖν» μπο­ρεί να ανα­γνω­σθεί με δύο του­λά­χι­στον τρό­πους: ο ένας εί­ναι ο προ­τει­νό­με­νος στην πα­ρα­πά­νω με­τά­φρα­ση· ο άλ­λος με­τα­θέ­τει το νό­η­μα από την ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία στη χρυ­σο­ποι­ία. Αν αντί του «ψαλ­μι­κός» τε­θεί το «ψαμμ[ε]ικός» – που υπο­ση­μειώ­νει και ο κρι­τι­κός επι­με­λη­τής του κει­μέ­νου – τό­τε με­τα­φε­ρό­μα­στε σε τε­λεί­ως άλ­λο λό­γιο το­πίο, εκεί­νο της χρυ­σο­ποι­ί­ας, οπό­τε η προ­τει­νό­με­νη με­τά­φρα­ση εί­ναι:

Για­τί εί­μαι κα­λά κρυμ­μέ­νος κόκ­κος άμ­μου σε πυ­κνό σκο­τά­δι·
Μω­υ­σής κα­λυμ­μέ­νος σε από­το­μη πέ­τρα
έδω­σε την εντύ­πω­ση πως εμ­φα­νί­στη­κε αι­νιγ­μα­τι­κά,
μα πά­λι κα­τέ­βη­κε κι έγι­νε ένα με τη γη στα έγκα­τα.

Η χρή­ση του ονό­μα­τος «Μω[υ]σῆς» εί­ναι συμ­βο­λι­κή. Στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση πα­ρα­πέ­μπει στον προ­φή­τη-πα­τέ­ρα και στον διά­με­σο ρό­λο που έπαι­ξε ως εντο­λο­δό­χος του Θε­ού στον εβραϊ­κό λαό· ο ποι­η­τής κάλ­λι­στα εκ­προ­σω­πεί­ται με­α­φο­ρι­κά από ένα Μω­υ­σή. Στη δεύ­τε­ρη, συμ­βο­λί­ζει τον πο­λύ­τι­μο λί­θο που εί­ναι χω­μέ­νος στη γη, χρυ­σό ή και δια­μά­ντι. Η αλή­θεια φι­λεῖ κρύ­πτε­σθαι –κα­τά το ηρα­κλεί­τειον– και κά­θε πο­λύ­τι­μο πράγ­μα πρέ­πει να φυ­λάσ­σε­ται προ­σε­κτι­κά. Τα από­κρυ­φα και τα μυ­στι­κά εί­ναι ανυ­περ­θέ­τως πο­λύ­τι­μα. Και κά­θε απο­κά­λυ­ψη προ­ϋ­πο­θέ­τει μιαν από­κρυ­ψη. Η αλ­χη­μεία εί­ναι μια απο­κα­λυ­πτι­κή τέ­χνη ή επι­στή­μη, σύμ­μι­ξη πολ­λών ή όλων των επι­στη­μών και τε­χνών.

Η χρή­ση του πυ­ρός στη χρυ­σο­ποι­ία εί­ναι κα­τα­λυ­τι­κή. Μορ­φο­ποι­η­τι­κή, κα­θαρ­τή­ρια, το μέ­σον της γε­νε­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας σε μια θη­λυ­κή φύ­ση [«καὶ πῦρ φο­ρεῖν σε κατὰ νοῦν τε καὶ λό­γον / δῆλος κα­θαρὸς τὴν γυ­ναι­κί(αν) φύ­σιν»]. Όπως στη δια­δι­κα­σία πα­ρα­γω­γής χρυ­σού, έτσι και στην ποι­η­τι­κή πα­ρα­γω­γή το πυρ του νου πυ­ρο­δο­τεί το πυρ του λό­γου. Ἐμπύ­ριος τέ­χνη η αλ­χη­μεία, όπως και η ποί­η­ση: «Ἐμπύ­ριε φρήν, πῦρ ποιεῖς, καὶ πῦρ γρά­φεις, / καὶ πῦρ σκα­λεύ­εις τῇ πυ­ρά­γρᾳ τοῦ λό­γου». Όμως, τί­πο­τα δεν εί­ναι όπως φαί­νε­ται. Γι’ αυ­τό και πρέ­πει πί­σω από τη φαι­νο­με­νι­κή φω­τιά, ο δη­μιουρ­γός να ανα­κα­λύ­ψει την άλ­λη, την πραγ­μα­τι­κή, αυ­τήν που όντως θα του πυ­ρο­δο­τή­σει την έμπνευ­ση [«σὺ καὶ κα­τώ­βλε­ψε, ἐμπύ­ριος τὰς φρέ­νας, / καὶ πῦρ ἐκεῖθεν ἄλλο τοῦ λό­γου φέ­ρων»]· και πα­ρα­πέ­ρα, θα κα­τα­καύ­σει, θα κα­θα­ρί­σει και θα κα­θαί­ρει κά­θε τι ακά­θαρ­το, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας το έδα­φος για τη με­γά­λη ανα­γέν­νη­ση. Ποιο εί­ναι το «άλ­λο» πυρ; Εκεί­νο που βρί­σκε­ται πέ­ραν της λο­γι­κής και του εκ­φε­ρό­με­νου λό­γου, η υπέρ­λο­γη φω­τιά της γέ­νε­σης, που χα­ρί­ζε­ται ως θεϊ­κή απο­κά­λυ­ψη. Η ασκη­τεία της ποί­η­σης εί­ναι μια μυ­στα­γω­γία και ο ποι­η­τής φέ­ρε­ται ως υπο­φή­της,[3] εκλε­κτός του Θε­ού που έχει κλη­θεί να ερ­μη­νεύ­σει το αί­νιγ­μα της ύπαρ­ξης.

Στο Αλ­χη­μι­κόν[4] ο ποι­η­τής παί­ζει με συ­στοι­χί­ες αντι­θέ­των [κά­τω – πά­νω, κρυ­φό – φα­νε­ρό, φως – σκο­τά­δι, από­κρυ­ψη – απο­κά­λυ­ψη], που συ­ντη­ρούν το αί­νιγ­μα της ύπαρ­ξης, κα­λύ­πτο­ντας όλη τη γκά­μα της Δη­μιουρ­γί­ας. Η γρα­φή και η δη­μιουρ­γία του κό­σμου, ο μι­κρό­κο­σμος του ποι­η­τή και ο μα­κρό­κο­σμος του Θε­ού, δυο συ­μπα­ντι­κοί κό­σμοι πα­ράλ­λη­λοι, ενταγ­μέ­νοι ο ένας μέ­σα στον άλ­λο. Κα­τα­λύ­τες στη «μι­κρή» και τη «με­γά­λη» δη­μιουρ­γία εί­ναι η αγά­πη [«Εἰ γὰρ ἐφί­λουν, καὶ προσῆκον ὡς φι­λεῖ»] και η τα­πεί­νω­ση [«σὺ καὶ κα­τώ­βλε­ψε»], που κά­νουν την έμπνευ­ση –ένα ού­τως ή άλ­λως μυ­στα­γω­γι­κό τέ­λε­σμα– να απο­κα­λυ­φθεί. Για­τί εί­ναι τα αντίρ­ρο­πα του «αὔχυ σκό­τος», της αυ­θά­δειας του σκό­τους. Δε­δο­μέ­νου ότι η α-λή­θεια εί­ναι φως, εφό­σον δεν δύ­να­ται να λαν­θά­νει, να κρύ­πτε­ται –μο­λο­νό­τι της αρέ­σει– και να περ­νά απα­ρα­τή­ρη­τη. Ο ίδιος ο Θε­ός οντο­λο­γι­κά εί­ναι Αλή­θεια, Φως, Λό­γος. Άλ­λω­στε, αυ­τή κα­θαυ­τή η αλή­θεια της συ­μπα­ντι­κής φύ­σης εί­ναι η ενα­ντιο­δρο­μία των αντι­θέ­των. Μέ­σα από αυ­τές τις εν­δο­ϋ­πο­κει­με­νι­κές κα­τ’ ου­σί­αν συ­γκρού­σεις, ο ποι­η­τής με­ταί­ρε­ται σε συ­μπα­ντι­κό πλά­σμα και η ποί­η­σή του με­ταρ­σιώ­νε­ται σε συ­μπα­ντι­κή μοί­ρα. Η ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση εί­ναι μια τέ­λεια, ακραία απο­κα­λυ­πτι­κή δια­δι­κα­σία των μυ­στι­κών του κό­σμου. Κα­θώς το αί­νιγ­μα του κό­σμου αε­νά­ως ανα­νε­ώ­νε­ται, κά­θε επι­στή­μη εί­τε τέ­χνη που ανα­λαμ­βά­νει την απο­κω­δι­κο­ποί­η­σή του, βρί­σκε­ται διαρ­κώς προ απρο­ό­πτου. Αλ­λά και η ποί­η­ση δεν μπο­ρεί πα­ρά να εί­ναι υπαι­νι­κτι­κή, αντι­κα­θρε­φτί­ζο­ντας αυ­τό το αί­νιγ­μα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: