Χάρτης 50 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2023
https://www.hartismag.gr/hartis-50/diereynhseis/alkhimiko-poiima
Τετραγραμμῶν συλλαβὰς φέρεις δύο·
ἂν δ’ ἄκρα δύο γραμμάτων συνελέξῃς,
νεφέλη τὸ γράμμα καὶ θεὸς μέσον·
ἀπεκρύβην γὰρ ψαλμικὸς αὔχυ σκότος·
5 τὴν ἀκροτόμον ὑποδὺς Μωσῆς πέτραν
αἰνιγματωδῶς ἐκ προβλήματος ξένον
δοκεῖ προσελθεῖν, καὶ πάλιν πρὸς δίχα
ἑνοκαταγεῖν· καὶ πρὸς ὕψος ἂν τρέχω,
χωρῶ ὅμως πρὸς ὕλην ***
10 ὅμως δι’ αὐτῆς κεκορήσομαι πλέον. –
Ἐμπύριε φρήν, πῦρ ποιεῖς, καὶ πῦρ γράφεις,
καὶ πῦρ σκαλεύεις τῇ πυράγρᾳ τοῦ λόγου·
εἰ καὶ γράφω πῦρ, ἀλλὰ καλάμῳ μόνῳ,
οὐκ ἔστι μοι πῦρ, οὐ θρυαλλὶς τοῦ λόγου·
15 σὺ τοῦ λόγου χίμαιρα, σὺ τὸ πῦρ πνέεις
κάτω νενευκὼς καὶ κεκυφὼς ταῖς βίβλοις,
καὶ πῦρ φορεῖν σε κατὰ νοῦν τε καὶ λόγον
δῆλος καθαρὸς τὴν γυναικί(αν) φύσιν·
ἐν σοὶ καλεῖται τοῦ θεοῦ κλῆσις μία. –
20 Βλέπει δὲ τοῦτον ὁ βραδύγλωσσος πάλιν·
τοῦ γράμματος γὰρ ὑποχωρούντων τόσων
ὁ πρὶν ἀμήτωρ τὸν τεράστιον τόκον
ὁ νοῦς ἐναργῶς ἐστι τὸν θεὸν βλέπων.
Εἰ γὰρ ἐφίλουν, καὶ προσῆκον ὡς φιλεῖ,
25 καὶ γῆθεν ὑψοῦ τὴν κεφαλὴν ἀνάγω,
ἐκ ρητορικῶν ὑπαναφθὲν ἀνθράκων
οὐ προσμένει πῦρ ἐν θερινῷ καλάμῳ·
σὺ καὶ κατώβλεψε, ἐμπύριος τὰς φρένας,
καὶ πῦρ ἐκεῖθεν ἄλλο τοῦ λόγου φέρων.[1]
[ ΜETAΦΡΑΣH ]
Αν γράψεις μια λέξη με τέσσερα γράμματα,
έχεις δυο συλλαβές· αν μαζέψεις τα δύο ακριανά,
σχηματίζεται ένα σύννεφο κι ανάμεσα στέκει ο Θεός.[2]
Τ’ απόκρυφα ψάλλω βυθισμένος σε σκοτάδι βαθύ·
Μωυσής που κρύφτηκε σε απόκρημνο βράχο,
για λίγο πρόβαλε παράξενος σαν αίνιγμα και πάλι πίσω γύρισε
[στο φως και στο σκοτάδι] διχασμένος·
[έτσι κι εγώ], αν και ανεβαίνω με ορμή ψηλά,
το υλικό μου σώμα κάτω με τραβά […]
αλλά [ζώντας] με αυτό θα έχω πλέον κορεστεί.
Σπινθηροβόλο πνεύμα, γράφεις με φλόγα και βγάζεις φωτιά
και με τον πύρινο λόγο τη φωτιά σκαλίζεις.
Αν και με φλόγα γράφω, αυτό γίνεται μόνο με το καλάμι μου·
δεν έχω στ’ αλήθεια φωτιά, ούτε καν σπίθα λόγου.
Εσύ του λόγου χίμαιρα, εσύ αναπνέεις τη φωτιά
με το κεφάλι χαμηλά γερμένο, σκύβοντας πάνω στα βιβλία,
ενώ τον νου και τον λόγο σου η φωτιά κατακλύζει
ολοφάνερα καθαρμένος κατά τη θηλυκή φύση.
Μέσα σου μια φορά ο Θεός σε κάλεσε·
και τον βλέπει ξανά ο βραδύς στη γλώσσα δύστοκος,
καθώς υποχωρούν οι λέξεις στη γραφή
κι ο νους ο δίχως μάνα γεννημένος πριν
καθαρά τον Θεό αντικρύζει το μέγα μυστήριο.
Αν πράγματι αγάπησα όπως ταιριάζει στην αγάπη
κι από τη γη ψηλά σηκώσω το κεφάλι,
από ρητορικά κάρβουνα αναμμένη φλόγα
δεν μένει πλέον στο θερμό καλάμι.
Όμως εσύ χαμήλωσε το βλέμμα, με το μυαλό να φλέγεται·
και από κει άναψε μια φωτιά αλλιώτικη απ’ τη φωτιά του λόγου.
Η παραπάνω αινιγματική ποιητική σύνθεση βρίσκεται σε μια βυζαντινή συλλογή κειμένων περί χρυσοποιίας και πιθανότατα αποδίδεται στον Μιχαήλ Ψελλό (Κωνσταντινούπολη 1018-1078) ή σε κάποιον ανώνυμο δημιουργό, επίσης γνώστη της τέχνης της παραγωγής χρυσού [μετάλλου ή χρώματος]. Η χρυσοποιία, κλάδος της αλχημείας, συγκαταλέγεται μεταξύ των αποκρυφιστικών τεχνών. Σκοπός της αλχημείας είναι η αναγέννηση της ατομικής μέσα από τη συλλογική ύπαρξη· κι αυτή η διαρκής αναγέννηση ισοδυναμεί με αθανασία. Η αλχημεία είναι η μεταφυσική επιστήμη της ευζωίας, η οποία θα ήταν αδύνατη χωρίς την πνευματική ανάταση που επιτυγχάνεται μυσταγωγικά. Η χρυσοποιία και η επιχρύσωση υπήρξε ένα μέρος των τεχνικών εφαρμογών της στον πρακτικό βίο.
Η συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση είναι γεμάτη σύμβολα, συνυποδηλωτικές διατυπώσεις που, αν επεκταθούν, αποκαλύπτουν άλλους κόσμους, πολύ ευρύτερους από την τέχνη της επεξεργασίας χρυσού. Κατά συνέπεια, πρόκειται για ένα ποίημα πολυσημικό που μπορεί να διαβαστεί με πολλές αναγνώσεις – ο αναγνώστης πρέπει να το διαβάσει εκπληκτικά υποψιασμένος πως πίσω από ό,τι φαίνεται, κρύβονται πολλαπλάσια νοήματα, αφού η πρώτη εμφάνιση δεν είναι παρά η συμβολική επιφάνεια πολλαπλών υπάρξεων. Κάθε λέξη αντανακλά, πέρα από τον εαυτό της, πολλούς άλλους εαυτούς. Αναπόφευκτα, λοιπόν, κάθε απόδοσή του στη νεοελληνική ή άλλη γλώσσα δεν μπορεί παρά να είναι καταρχήν υπαινικτική και μάλλον ερμηνευτική. Το θέμα του κειμένου επικεντρώνεται στην ποιητική έμπνευση, μια τέχνη θεϊκή και δώρο της θείας πρόνοιας στον μοναχό ποιητή. Λανθανόντως υπάρχει ένας παραλληλισμός της ανακάλυψης χρυσού με την αποκάλυψη της πραγματικής έμπνευσης στον δημιουργό της, μετά από επίπονο πνευματικό αγώνα· το αληθινό χρυσάφι είναι η έμπνευση, που κατακτάται μετά από ασκητεία ελέω Θεού.
Το πιο προβληματικό κομμάτι του ποιήματος «ἀπεκρύβην γὰρ ψαλμικὸς αὔχυ σκότος·/ τὴν ἀκροτόμον ὑποδὺς Μωσῆς πέτραν/ αἰνιγματωδῶς ἐκ προβλήματος ξένον/ δοκεῖ προσελθεῖν, καὶ πάλιν πρὸς δίχα/ ἑνοκαταγεῖν» μπορεί να αναγνωσθεί με δύο τουλάχιστον τρόπους: ο ένας είναι ο προτεινόμενος στην παραπάνω μετάφραση· ο άλλος μεταθέτει το νόημα από την ποιητική δημιουργία στη χρυσοποιία. Αν αντί του «ψαλμικός» τεθεί το «ψαμμ[ε]ικός» – που υποσημειώνει και ο κριτικός επιμελητής του κειμένου – τότε μεταφερόμαστε σε τελείως άλλο λόγιο τοπίο, εκείνο της χρυσοποιίας, οπότε η προτεινόμενη μετάφραση είναι:
Γιατί είμαι καλά κρυμμένος κόκκος άμμου σε πυκνό σκοτάδι·
Μωυσής καλυμμένος σε απότομη πέτρα
έδωσε την εντύπωση πως εμφανίστηκε αινιγματικά,
μα πάλι κατέβηκε κι έγινε ένα με τη γη στα έγκατα.
Η χρήση του ονόματος «Μω[υ]σῆς» είναι συμβολική. Στην πρώτη περίπτωση παραπέμπει στον προφήτη-πατέρα και στον διάμεσο ρόλο που έπαιξε ως εντολοδόχος του Θεού στον εβραϊκό λαό· ο ποιητής κάλλιστα εκπροσωπείται μεαφορικά από ένα Μωυσή. Στη δεύτερη, συμβολίζει τον πολύτιμο λίθο που είναι χωμένος στη γη, χρυσό ή και διαμάντι. Η αλήθεια φιλεῖ κρύπτεσθαι –κατά το ηρακλείτειον– και κάθε πολύτιμο πράγμα πρέπει να φυλάσσεται προσεκτικά. Τα απόκρυφα και τα μυστικά είναι ανυπερθέτως πολύτιμα. Και κάθε αποκάλυψη προϋποθέτει μιαν απόκρυψη. Η αλχημεία είναι μια αποκαλυπτική τέχνη ή επιστήμη, σύμμιξη πολλών ή όλων των επιστημών και τεχνών.
Η χρήση του πυρός στη χρυσοποιία είναι καταλυτική. Μορφοποιητική, καθαρτήρια, το μέσον της γενετικής διαδικασίας σε μια θηλυκή φύση [«καὶ πῦρ φορεῖν σε κατὰ νοῦν τε καὶ λόγον / δῆλος καθαρὸς τὴν γυναικί(αν) φύσιν»]. Όπως στη διαδικασία παραγωγής χρυσού, έτσι και στην ποιητική παραγωγή το πυρ του νου πυροδοτεί το πυρ του λόγου. Ἐμπύριος τέχνη η αλχημεία, όπως και η ποίηση: «Ἐμπύριε φρήν, πῦρ ποιεῖς, καὶ πῦρ γράφεις, / καὶ πῦρ σκαλεύεις τῇ πυράγρᾳ τοῦ λόγου». Όμως, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Γι’ αυτό και πρέπει πίσω από τη φαινομενική φωτιά, ο δημιουργός να ανακαλύψει την άλλη, την πραγματική, αυτήν που όντως θα του πυροδοτήσει την έμπνευση [«σὺ καὶ κατώβλεψε, ἐμπύριος τὰς φρένας, / καὶ πῦρ ἐκεῖθεν ἄλλο τοῦ λόγου φέρων»]· και παραπέρα, θα κατακαύσει, θα καθαρίσει και θα καθαίρει κάθε τι ακάθαρτο, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη μεγάλη αναγέννηση. Ποιο είναι το «άλλο» πυρ; Εκείνο που βρίσκεται πέραν της λογικής και του εκφερόμενου λόγου, η υπέρλογη φωτιά της γένεσης, που χαρίζεται ως θεϊκή αποκάλυψη. Η ασκητεία της ποίησης είναι μια μυσταγωγία και ο ποιητής φέρεται ως υποφήτης,[3] εκλεκτός του Θεού που έχει κληθεί να ερμηνεύσει το αίνιγμα της ύπαρξης.
Στο Αλχημικόν[4] ο ποιητής παίζει με συστοιχίες αντιθέτων [κάτω – πάνω, κρυφό – φανερό, φως – σκοτάδι, απόκρυψη – αποκάλυψη], που συντηρούν το αίνιγμα της ύπαρξης, καλύπτοντας όλη τη γκάμα της Δημιουργίας. Η γραφή και η δημιουργία του κόσμου, ο μικρόκοσμος του ποιητή και ο μακρόκοσμος του Θεού, δυο συμπαντικοί κόσμοι παράλληλοι, ενταγμένοι ο ένας μέσα στον άλλο. Καταλύτες στη «μικρή» και τη «μεγάλη» δημιουργία είναι η αγάπη [«Εἰ γὰρ ἐφίλουν, καὶ προσῆκον ὡς φιλεῖ»] και η ταπείνωση [«σὺ καὶ κατώβλεψε»], που κάνουν την έμπνευση –ένα ούτως ή άλλως μυσταγωγικό τέλεσμα– να αποκαλυφθεί. Γιατί είναι τα αντίρροπα του «αὔχυ σκότος», της αυθάδειας του σκότους. Δεδομένου ότι η α-λήθεια είναι φως, εφόσον δεν δύναται να λανθάνει, να κρύπτεται –μολονότι της αρέσει– και να περνά απαρατήρητη. Ο ίδιος ο Θεός οντολογικά είναι Αλήθεια, Φως, Λόγος. Άλλωστε, αυτή καθαυτή η αλήθεια της συμπαντικής φύσης είναι η εναντιοδρομία των αντιθέτων. Μέσα από αυτές τις ενδοϋποκειμενικές κατ’ ουσίαν συγκρούσεις, ο ποιητής μεταίρεται σε συμπαντικό πλάσμα και η ποίησή του μεταρσιώνεται σε συμπαντική μοίρα. Η ποιητική σύνθεση είναι μια τέλεια, ακραία αποκαλυπτική διαδικασία των μυστικών του κόσμου. Καθώς το αίνιγμα του κόσμου αενάως ανανεώνεται, κάθε επιστήμη είτε τέχνη που αναλαμβάνει την αποκωδικοποίησή του, βρίσκεται διαρκώς προ απροόπτου. Αλλά και η ποίηση δεν μπορεί παρά να είναι υπαινικτική, αντικαθρεφτίζοντας αυτό το αίνιγμα.