Τετραγραμμῶν συλλαβὰς φέρεις δύο·
ἂν δ’ ἄκρα δύο γραμμάτων συνελέξῃς,
νεφέλη τὸ γράμμα καὶ θεὸς μέσον·
ἀπεκρύβην γὰρ ψαλμικὸς αὔχυ σκότος·
5 τὴν ἀκροτόμον ὑποδὺς Μωσῆς πέτραν
αἰνιγματωδῶς ἐκ προβλήματος ξένον
δοκεῖ προσελθεῖν, καὶ πάλιν πρὸς δίχα
ἑνοκαταγεῖν· καὶ πρὸς ὕψος ἂν τρέχω,
χωρῶ ὅμως πρὸς ὕλην ***
10 ὅμως δι’ αὐτῆς κεκορήσομαι πλέον. –
Ἐμπύριε φρήν, πῦρ ποιεῖς, καὶ πῦρ γράφεις,
καὶ πῦρ σκαλεύεις τῇ πυράγρᾳ τοῦ λόγου·
εἰ καὶ γράφω πῦρ, ἀλλὰ καλάμῳ μόνῳ,
οὐκ ἔστι μοι πῦρ, οὐ θρυαλλὶς τοῦ λόγου·
15 σὺ τοῦ λόγου χίμαιρα, σὺ τὸ πῦρ πνέεις
κάτω νενευκὼς καὶ κεκυφὼς ταῖς βίβλοις,
καὶ πῦρ φορεῖν σε κατὰ νοῦν τε καὶ λόγον
δῆλος καθαρὸς τὴν γυναικί(αν) φύσιν·
ἐν σοὶ καλεῖται τοῦ θεοῦ κλῆσις μία. –
20 Βλέπει δὲ τοῦτον ὁ βραδύγλωσσος πάλιν·
τοῦ γράμματος γὰρ ὑποχωρούντων τόσων
ὁ πρὶν ἀμήτωρ τὸν τεράστιον τόκον
ὁ νοῦς ἐναργῶς ἐστι τὸν θεὸν βλέπων.
Εἰ γὰρ ἐφίλουν, καὶ προσῆκον ὡς φιλεῖ,
25 καὶ γῆθεν ὑψοῦ τὴν κεφαλὴν ἀνάγω,
ἐκ ρητορικῶν ὑπαναφθὲν ἀνθράκων
οὐ προσμένει πῦρ ἐν θερινῷ καλάμῳ·
σὺ καὶ κατώβλεψε, ἐμπύριος τὰς φρένας,
καὶ πῦρ ἐκεῖθεν ἄλλο τοῦ λόγου φέρων.[1]
[ ΜETAΦΡΑΣH ]
Αν γράψεις μια λέξη με τέσσερα γράμματα,
έχεις δυο συλλαβές· αν μαζέψεις τα δύο ακριανά,
σχηματίζεται ένα σύννεφο κι ανάμεσα στέκει ο Θεός.[2]
Τ’ απόκρυφα ψάλλω βυθισμένος σε σκοτάδι βαθύ·
Μωυσής που κρύφτηκε σε απόκρημνο βράχο,
για λίγο πρόβαλε παράξενος σαν αίνιγμα και πάλι πίσω γύρισε
[στο φως και στο σκοτάδι] διχασμένος·
[έτσι κι εγώ], αν και ανεβαίνω με ορμή ψηλά,
το υλικό μου σώμα κάτω με τραβά […]
αλλά [ζώντας] με αυτό θα έχω πλέον κορεστεί.
Σπινθηροβόλο πνεύμα, γράφεις με φλόγα και βγάζεις φωτιά
και με τον πύρινο λόγο τη φωτιά σκαλίζεις.
Αν και με φλόγα γράφω, αυτό γίνεται μόνο με το καλάμι μου·
δεν έχω στ’ αλήθεια φωτιά, ούτε καν σπίθα λόγου.
Εσύ του λόγου χίμαιρα, εσύ αναπνέεις τη φωτιά
με το κεφάλι χαμηλά γερμένο, σκύβοντας πάνω στα βιβλία,
ενώ τον νου και τον λόγο σου η φωτιά κατακλύζει
ολοφάνερα καθαρμένος κατά τη θηλυκή φύση.
Μέσα σου μια φορά ο Θεός σε κάλεσε·
και τον βλέπει ξανά ο βραδύς στη γλώσσα δύστοκος,
καθώς υποχωρούν οι λέξεις στη γραφή
κι ο νους ο δίχως μάνα γεννημένος πριν
καθαρά τον Θεό αντικρύζει το μέγα μυστήριο.
Αν πράγματι αγάπησα όπως ταιριάζει στην αγάπη
κι από τη γη ψηλά σηκώσω το κεφάλι,
από ρητορικά κάρβουνα αναμμένη φλόγα
δεν μένει πλέον στο θερμό καλάμι.
Όμως εσύ χαμήλωσε το βλέμμα, με το μυαλό να φλέγεται·
και από κει άναψε μια φωτιά αλλιώτικη απ’ τη φωτιά του λόγου.