Ο θυρεός

Ο θυρεός



«ὅτι οὐχ ἅπερ ὁρῶμεν πιστεύομεν, ἀλλ᾿ ἕτερα ὁρῶμεν, καὶ ἕτερα πιστεύομεν»
Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος



Μάταια επέ­στρε­φε στο σπί­τι εκεί­νο και γυρ­νού­σε στην πόρ­τα το κλει­δί, αφού ήξε­ρε ότι κα­νέ­να μυ­στή­ριο στη ζωή της μά­νας της δεν θα έλυ­νε η επί­σκε­ψη αυ­τή. Ένα μή­να, σχε­δόν, αφού εί­χε σκο­τω­θεί με το μί­νι κου­πε­ρά­κι της στην εθνι­κή (πού έτρε­χε, άρα­γε, σαν την πα­λα­βή;), ού­τε το μυ­στή­ριο της κη­δεί­ας της δεν εί­χε λυ­θεί κι ας εί­χε τε­λε­στεί.

Κι όμως, πα­ρά την ηλιό­λου­στη Κυ­ρια­κή, ωθού­με­νη από μια πί­ε­ση εσω­τε­ρι­κή, άφη­σε τα παι­διά στον άντρα της κι έτρε­ξε στο σπί­τι εκεί­νης, να νιώ­σει κά­τι απ’ την αύ­ρα της, να ξα­να­δεί τα σε­ντό­νια όπου εί­χε για τε­λευ­ταία φο­ρά κοι­μη­θεί. Μά­ταιη προσ­δο­κία. Η κλει­σού­ρα άθροι­ζε μό­νο σκό­νη και μια σχε­δόν ανα­τρι­χια­στι­κή σιω­πή. Άνοι­ξε διά­πλα­τα τις μπαλ­κο­νό­πορ­τες, πό­τι­σε τις γλά­στρες, ανα­κά­τε­ψε ανό­ρε­χτα τα ρού­χα στις κρε­μά­στρες, χω­ρίς να δια­λέ­ξει ού­τε ένα –προς τι; αφού η μά­να της ήταν μι­κρο­κα­μω­μέ­νη και λε­πτή, ενώ εκεί­νη, σα­φώς ψη­λό­τε­ρη, εί­χε βά­λει με τις εγκυ­μο­σύ­νες κι­λά–, μά­ζε­ψε βι­βλία και χαρ­τιά, χω­ρίς να τ’ ανοί­ξει, να τα δει.

Εί­χε αρ­χί­σει να με­λαγ­χο­λεί, όταν θυ­μή­θη­κε τα ημε­ρο­λό­για της μά­νας της, που της εί­χε δώ­σει το ελεύ­θε­ρο να τα δει όταν δεν θα ζει. Πε­λά­γω­σε με το που τα βρή­κε σ’ ένα ντου­λά­πι στρι­μωγ­μέ­να, να χτί­ζουν πει­θαρ­χη­μέ­να μέ­ρες-σκέ­ψεις-πρά­ξεις ανα­δρο­μι­κά. Απελ­πί­στη­κε στην ιδέα ότι θα έπρε­πε να τα δια­βά­σει όλα για να μά­θει τι από τη ζωή της εί­χε τυ­χόν χά­σει.

Ένα με­ταλ­λι­κό κου­τί στο βά­θος τη μα­γνή­τι­σε ξαφ­νι­κά. Το τρά­βη­ξε από­το­μα και σω­ριά­στη­κε δια­μιάς των ημε­ρο­λο­γί­ων η επί­πλα­στη πει­θαρ­χία. Hand Baked Biscuits, έγρα­φε στο κου­τί με γράμ­μα­τα χρυ­σά μια αυ­το­κόλ­λη­τη ται­νία. Το άνοι­ξε κι άρ­χι­σε να ανα­σκα­λεύ­ει με δά­χτυ­λα προ­σε­κτι­κά. Απο­ξη­ρα­μέ­να άν­θη, λί­γα βό­τσα­λα θα­λασ­σι­νά, ει­σι­τή­ρια από σι­νε­μά, ένα καλ­λι­γρα­φι­κό «σ’ ἀγαπῶ» με πε­ρι­σπω­μέ­νη –όχι απ’ της μά­νας της το χέ­ρι– και δί­πλα, επι­με­λώς δι­πλω­μέ­νο, ένα κι­λο­τά­κι λευ­κό, μ’ ένα κυ­πα­ρίσ­σι κι ένα που­λά­κι αχνό. Το άγ­γι­ξε με δέ­ος –της μά­νας της ήταν– και χάι­δε­ψε με τον αντί­χει­ρα τη ζω­γρα­φιά με μαρ­κα­δό­ρο πά­νω από ένα εφή­βαιο ιδε­α­τό. Σε μια ξε­θω­ρια­σμέ­νη φω­το­γρα­φία, βρή­κε το ίδιο δέ­ντρο και το ίδιο πτη­νό να στο­λί­ζουν τη θύ­ρα σ’ ένα ετοι­μόρ­ρο­πο αρ­χο­ντι­κό. Εί­χε να κά­νει με θυ­ρεό. Αμή­χα­νη απ’ τη ντρο­πή που νιώ­θου­με όταν αγ­γί­ζου­με δυ­να­τά μυ­στι­κά ενός αγα­πη­μέ­νου που δεν υπάρ­χει πια, ανέ­τρε­ξε ασυ­ναί­σθη­τα στα τρα­βηγ­μέ­να απ’ την οδύ­νη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ενός μυ­στή­ριου ηλι­κιω­μέ­νου στην κη­δεία, που δεν πλη­σί­α­σε κα­νέ­ναν, αλ­λά την κοι­τού­σε με ανεί­πω­τη δυ­στυ­χία. «Ένας πα­ρω­χη­μέ­νος αρι­στο­κρά­της, που ζει απο­μο­νω­μέ­νος στην εξο­χή», σχο­λί­α­σε κά­ποιος πί­σω της, ακο­λου­θώ­ντας την πο­μπή.

«Έρ­χε­σαι;» «Κλει­δώ­νω και φεύ­γω», απά­ντη­σε στον άντρα της και κα­τη­φό­ρι­σε τρέ­χο­ντας πέ­ντε ορό­φων τις σκά­λες, ορ­μώ­ντας έξω για τα­ξί. Στην τσέ­πη της, μα­ζί με το κλει­δί, πρό­λα­βε φεύ­γο­ντας να χώ­σει βια­στι­κά και το κι­λο­τά­κι με τον θυ­ρεό, ψαύ­ο­ντάς το κά­θε τό­σο από φό­βο μη χα­θεί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: