Χάρτης 48 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-48/poiisi-kai-pezografia/o-thireos
«ὅτι οὐχ ἅπερ ὁρῶμεν πιστεύομεν, ἀλλ᾿ ἕτερα ὁρῶμεν, καὶ ἕτερα πιστεύομεν…»
Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Μάταια επέστρεφε στο σπίτι εκείνο και γυρνούσε στην πόρτα το κλειδί, αφού ήξερε ότι κανένα μυστήριο στη ζωή της μάνας της δεν θα έλυνε η επίσκεψη αυτή. Ένα μήνα, σχεδόν, αφού είχε σκοτωθεί με το μίνι κουπεράκι της στην εθνική (πού έτρεχε, άραγε, σαν την παλαβή;), ούτε το μυστήριο της κηδείας της δεν είχε λυθεί κι ας είχε τελεστεί.
Κι όμως, παρά την ηλιόλουστη Κυριακή, ωθούμενη από μια πίεση εσωτερική, άφησε τα παιδιά στον άντρα της κι έτρεξε στο σπίτι εκείνης, να νιώσει κάτι απ’ την αύρα της, να ξαναδεί τα σεντόνια όπου είχε για τελευταία φορά κοιμηθεί. Μάταιη προσδοκία. Η κλεισούρα άθροιζε μόνο σκόνη και μια σχεδόν ανατριχιαστική σιωπή. Άνοιξε διάπλατα τις μπαλκονόπορτες, πότισε τις γλάστρες, ανακάτεψε ανόρεχτα τα ρούχα στις κρεμάστρες, χωρίς να διαλέξει ούτε ένα –προς τι; αφού η μάνα της ήταν μικροκαμωμένη και λεπτή, ενώ εκείνη, σαφώς ψηλότερη, είχε βάλει με τις εγκυμοσύνες κιλά–, μάζεψε βιβλία και χαρτιά, χωρίς να τ’ ανοίξει, να τα δει.
Είχε αρχίσει να μελαγχολεί, όταν θυμήθηκε τα ημερολόγια της μάνας της, που της είχε δώσει το ελεύθερο να τα δει όταν δεν θα ζει. Πελάγωσε με το που τα βρήκε σ’ ένα ντουλάπι στριμωγμένα, να χτίζουν πειθαρχημένα μέρες-σκέψεις-πράξεις αναδρομικά. Απελπίστηκε στην ιδέα ότι θα έπρεπε να τα διαβάσει όλα για να μάθει τι από τη ζωή της είχε τυχόν χάσει.
Ένα μεταλλικό κουτί στο βάθος τη μαγνήτισε ξαφνικά. Το τράβηξε απότομα και σωριάστηκε διαμιάς των ημερολογίων η επίπλαστη πειθαρχία. Hand Baked Biscuits, έγραφε στο κουτί με γράμματα χρυσά μια αυτοκόλλητη ταινία. Το άνοιξε κι άρχισε να ανασκαλεύει με δάχτυλα προσεκτικά. Αποξηραμένα άνθη, λίγα βότσαλα θαλασσινά, εισιτήρια από σινεμά, ένα καλλιγραφικό «σ’ ἀγαπῶ» με περισπωμένη –όχι απ’ της μάνας της το χέρι– και δίπλα, επιμελώς διπλωμένο, ένα κιλοτάκι λευκό, μ’ ένα κυπαρίσσι κι ένα πουλάκι αχνό. Το άγγιξε με δέος –της μάνας της ήταν– και χάιδεψε με τον αντίχειρα τη ζωγραφιά με μαρκαδόρο πάνω από ένα εφήβαιο ιδεατό. Σε μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, βρήκε το ίδιο δέντρο και το ίδιο πτηνό να στολίζουν τη θύρα σ’ ένα ετοιμόρροπο αρχοντικό. Είχε να κάνει με θυρεό. Αμήχανη απ’ τη ντροπή που νιώθουμε όταν αγγίζουμε δυνατά μυστικά ενός αγαπημένου που δεν υπάρχει πια, ανέτρεξε ασυναίσθητα στα τραβηγμένα απ’ την οδύνη χαρακτηριστικά ενός μυστήριου ηλικιωμένου στην κηδεία, που δεν πλησίασε κανέναν, αλλά την κοιτούσε με ανείπωτη δυστυχία. «Ένας παρωχημένος αριστοκράτης, που ζει απομονωμένος στην εξοχή», σχολίασε κάποιος πίσω της, ακολουθώντας την πομπή.
«Έρχεσαι;» «Κλειδώνω και φεύγω», απάντησε στον άντρα της και κατηφόρισε τρέχοντας πέντε ορόφων τις σκάλες, ορμώντας έξω για ταξί. Στην τσέπη της, μαζί με το κλειδί, πρόλαβε φεύγοντας να χώσει βιαστικά και το κιλοτάκι με τον θυρεό, ψαύοντάς το κάθε τόσο από φόβο μη χαθεί.