Στο σπίτι μου το πατρικό φάντασμα τριγυρνώ
με τις φωτογραφίες να στάζουνε σιωπή.
Απλώνεται μια λίμνη και στα νερά περνώ.
Ο αέρας δέντρα φέρνει που έχουνε κοπεί.
Πώς τα φυλλώματά τους βομβούν στη σιγαλιά
με ήχους λησμονημένους γλώσσας αλλοτινής.
Λέξεις, πετούμενα χλωρά, γεμίζει η αγκαλιά
Βότσαλα λαμπερά, πέτρες κρυφούς μου συγγενείς.
Κι όπως στη νύχτα πλέω, βγαίνω στα χαράματα
μούσκεμα από παλιές φωνές και λόγια ξένα.
Μα είναι βαρύ το δώρο κι αρχινώ τα κλάματα,
Όμως στο αυγινό το φως, σε νιώθω πάλι εσένα.
Μυρίζω τον βασιλικό, της απωλείας τα ρόδα
Την ξαστοχιά του θυμαριού, της λύπης το κερί.
Μου αφήνεις στο τραπέζι καρφιά για τα έξοδα,
Καθώς ξεχύνονται στους δρόμους, στρατιώτες και φρουροί.