Χάρτης 48 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-48/klimakes/diskos-vinilioi
Στο σπίτι μου το πατρικό φάντασμα τριγυρνώ
με τις φωτογραφίες να στάζουνε σιωπή.
Απλώνεται μια λίμνη και στα νερά περνώ.
Ο αέρας δέντρα φέρνει που έχουνε κοπεί.
Πώς τα φυλλώματά τους βομβούν στη σιγαλιά
με ήχους λησμονημένους γλώσσας αλλοτινής.
Λέξεις, πετούμενα χλωρά, γεμίζει η αγκαλιά
Βότσαλα λαμπερά, πέτρες κρυφούς μου συγγενείς.
Κι όπως στη νύχτα πλέω, βγαίνω στα χαράματα
μούσκεμα από παλιές φωνές και λόγια ξένα.
Μα είναι βαρύ το δώρο κι αρχινώ τα κλάματα,
Όμως στο αυγινό το φως, σε νιώθω πάλι εσένα.
Μυρίζω τον βασιλικό, της απωλείας τα ρόδα
Την ξαστοχιά του θυμαριού, της λύπης το κερί.
Μου αφήνεις στο τραπέζι καρφιά για τα έξοδα,
Καθώς ξεχύνονται στους δρόμους, στρατιώτες και φρουροί.
Τίποτα δεν έχω να σου δώσω,
Μόνο την φωνή μου, ραγισμένη.
Μέσα της κατάφερα να σώσω
Αγριμιών λαχτάρα πικραμένη.
Την φωνή μου, πάρε, αναμμένη
Από των πουλιών το δάκρυ,
Την φωνή μου την μαχαιρωμένη
Πεταμένη στου καιρού την άκρη.
Πάρε την, γεμάτη δέντρων ίσκιους
Των κυμάτων ρίγη, λύπες της θαλάσσης
Κι άκουσέ την πριν να με δικάσεις
Άκουσε τους ψίθυρους τους μύχιους.
Τρέμει όπως το φύλλο, λάμπει σαν σπαθί
Σαν πεσμένο άστρο, τρέμει και ποθεί
να τυλίξει το κορμί σου τόσο.
Τίποτα δεν έχω να σου δώσω.
Φεγγάρι μου πανσέληνο φλουρί
κέρινο και χρυσό και φιλντισένιο,
Το αίμα σου όσοι πιούνε τυχεροί
Κι όσοι τρυγούν το μέλι σου ασημένιο.
Στο δροσερό σου φως έριξα ρίζα
Και το νερό σου παγωμένο και καυτό
Τα κόκαλα μου ξέπλυνε τα γκρίζα,
στα χώματά σου πάλι να βαφτώ.
Είσαι πετούμενο, σε διώχνουν οι καιροί—
Μα έλα! Σου’ χω δέντρο και κλαρί. (ΡΕΦΡΑΙΝ)
Κρασί κερνάς και λάδι τις πληγές
Τα λαβωμένα μου βουνά ημερώνεις.
Σε περιμένω με αρχαίες συλλαβές.
Με ανασταίνεις όπως με σκοτώνεις.
Μαύρο μου δέντρο, μαύρη μου μηλιά,
Για ποια πουλιά, φωλιά η αγκαλιά σου.
Στης λησμονιάς την πέτρα φυτεμένη
Ακίνητη και λίθινη τι περιμένει,
στον ήλιο, στην βροχή και στο μαράζι
της νύχτας — κι όλο λέει, δεν πειράζει.
Χρόνοι την πελεκήσαν κεραυνοί
και της εκάψαν λίγο-λίγο την φωνή.
Τώρα μες στη σιγή, άνασσα πρώτη
στέκει, γλυπτό τραγούδι και πονεί.
Σαράντα χρόνια ανάβει το καντήλι
Και τριγυρνά σε αδειανά χωριά.
Εχθροί την αποξέχασαν και φίλοι
κι ημέρωσε τα άκακα θεριά.
Μαύρη μου κερασιά, λιγνή μου λεύκα
αστέρι βουρκωμένο στην κοσμοχαλασιά.