Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την εκτίμηση ότι για τους Μικρασιάτες λογοτέχνες το θέμα του ριζώματος εμφανίζεται διαγενεακά, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, τόσο σε αντίθεση[6]
με τον πόνο του ξεριζωμού όσο και ως αναπλήρωσή του. Πρώτο ζητούμενο, ισάξιο με το πρωταρχικό θέμα της επιβίωσης, είναι η διάθεση προσαρμογής που δείχνουν οι πρόσφυγες, οι δυνατότητες που έχουν για να ανταποκριθούν τις σκληρές συνθήκες της ζωής τους. «Προσαρμοστικοί» και «απροσάρμοστοι»,[7] πορεύονται σε άγνωστα και άξενα μέρη, όπως χαρακτηριστικά αρχίζει η Γαλήνη (1939) του Ηλία Βενέζη: «ένα κοπάδι κυνηγημένοι πρόσφυγες της Ανατολής, καλοκαίρι του 1923, γυρεύουν τη νέα πατρίδα τους στην ερημιά της Αναβύσσου».[8]
Η Γαλήνη, ένα μυθιστόρημα που εγγράφεται κυριολεκτικά επάνω στο συλλογικό τραύμα αλλά πορεύεται στην οδό της ρομαντικής καρτερίας του γιατρού Βένη, ενός ανθρώπου που «γυρεύει να κυνηγήσει χίμαιρες στη γη της Αναβύσσου» και που αναγνωρίζεται σαν αρχηγός ανάμεσα στους ξεριζωμένους «που έπρεπε να δεθούν και να ριζώσουν, έπρεπε, με το τυφλό ένστικτο του γερού φυτού»,[9]
βασίζεται ποικιλοτρόπως στην έννοια του ριζώματος. Από τη μια μεριά η ουτοπία με τις τριανταφυλλιές που φυτεύει ο γιατρός στην άξενη Aνάβυσσο, όπως οι πρόγονοί του στα πάτρια εδάφη, και από την άλλη η λαχτάρα του ανατολίτη γερο-Κοσμά που θέλει να φυτέψει ένα δέντρο κοντά στη θάλασσα του Σαρωνικού, ένα δέντρο για να του θυμίζει τον τόπο του και για να αναπαύεται στη σκιά του. Εκφράζοντας και τις δύο πλευρές και με κεντρικό ζητούμενο τη γαλήνη, ο συγγραφέας βλέπει και τις δύο όψεις του νομίσματος, και κλείνει το βιβλίο του με την αποφασιστικότητα του εργατικού Γλάρου μπροστά στις απορίες της μικρής του κόρης, Αυγής: «-Τώρα θα ριζώσουμε σε τούτο τον τόπο και θα δουλέψουμε τούτη τη γη και θα μας δώσει εκατό φορές το σπόρο που σπέρνουμε, καθώς η γη του τόπου απ’ όπου ήρθαμε».[10]
Με τον ίδιο ρεαλισμό, μακριά από τη ρομαντική ουτοπία του γιατρού και την αθεράπευτη νοσταλγία για τον τόπο τους, οι ξεριζωμένοι γέροντες τρέφουν βάσιμες ελπίδες για το μέλλον, γνωρίζοντας ότι το ρίζωμα δεν αφορά αυτούς αλλά τις επόμενες γενιές («-Εμείς δεν πιάνουμε πουθενά πια. Μα αυτά θα πιάσουν. Τα παιδιά μας λέω»).[11]
Σαν τα «αγριόχορτα» είναι η ράτσα των προσφύγων στο ηθογραφικό μυθιστόρημα Η Παναγιά η γοργόνα (1949) του Στρατή Μυριβήλη, που παλεύουν με όλες τις δυσκολίες και ριζώνουν χάρη στο ζωτικό ένστικτο του φυτού:
Αντίστοιχα με την τύχη των φυτών και οι ξεριζωμένοι άνθρωποι αντέχουν τα βάσανα της προσφυγιάς και αναπληρώνουν τον μπαξέ τους, δίχως την πολυτέλεια της νοσταλγίας, συνεχίζοντας να φυτεύουν τα λουλούδια τους μέσα στους φτωχικούς τενεκέδες, όπως ο Γιακουμής, ο μπαξεβάνης Στου Χατζηφράγκου (1962): «Τι κι αν μου λείπει ο μπαξές μου; Για φαντάσματα τώρα θα μιλάμε; Να ο μπαξές μου: αυτός ο τενεκές με το γεράνι κ’ η γλάστρα με το βασιλικό. Σε δυο τρεις μήνες θα ξεσποριάσει ο βασιλικός θα τον βγάλω τότε και θα φυτέψω μια κόκκινη γαρυφαλιά».[13]
Ή, διάσπαρτα, στο αυτοβιογραφικό αφήγημα της Iφιγένειας Xρυσοχόου με τον αυτούσιο τίτλο Ξεριζωμένη γενιά. Tο χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη (1977), και στο, νατουραλιστικών αποχρώσεων, βιβλίο του Θέμου Kορνάρου Tο ξεκίνημα μιας γενιάς. Aπό τα βαλτονέρια της Mεγάλης Iδέας (1962), με επίκεντρο αγροτικές περιοχές στη Mακεδονία και στη Θεσσαλία.
Η απάντηση που δίνεται συνολικά από την πρώτη γενιά είναι λοιπόν ότι η προσαρμογή αργά ή γρήγορα επέρχεται, καθώς το ρίζωμα στον νέο τόπο αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη: «Οι άμοιροι θα ξαναπιάσουν ρίζες, σιγά-σιγά, στη νέα πατρίδα τους – είναι μέσα στη θεϊκή φύση του ανθρώπου να προσαρμόζεται αλλιώς δε θα επιζούσε στους αιώνες».[14]
Ακόμα κι αν υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που, υποβαθμίζοντας την εθνοτική τους ταυτότητα, παραμένουν στον τόπο τους, η αποφυγή του ξεριζωμού που στάθηκε η προτεραιότητά τους με το σκεπτικό «Είπα στον εαυτό μου: Τι θέλεις από τη ζωή; Να μην αλλάξω τόπο, αυτό θέλω, ήταν η απάντηση. Τότε το αποφάσισα. Έβαλα φέσι. Έγινα Τούρκος»[15]
αποδείχτηκε, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, εξίσου οδυνηρή, εγείροντας ζητήματα υπαρξιακής ταυτότητας στους επερχόμενους. Σε γενικές γραμμές, όμως, το εύλογο ερώτημα που διατυπώνει εν θερμώ η Έλλη Αλεξίου για Έλληνες και Τούρκους που ανταλλάχθηκαν και η αγωνία της για τα αισθήματα των ξεριζωμένων:
εμπράκτως έχει απαντηθεί με την ανθεκτικότητα που επέδειξε ο πληθυσμός που ξεριζώθηκε,[17]
τη νοσταλγία της πατρίδας σε συνδυασμό με τον αγώνα για το ρίζωμα, που ανέδειξαν και οι Μικρασιάτες λογοτέχνες. Με αυτόν τον τρόπο το δίπολο πατρίδα-προσφυγιά έγινε μια πραγματικότητα λιγότερο οδυνηρή, καθώς όλη η προσπάθεια επικεντρώθηκε στις ρίζες που πάσχισαν να μπουν στο ξένο έδαφος, να φυτευτούν γερά, να συνεχίσουν. Κι οι προσδοκίες για τα δέντρα που θα άνθιζαν με την επόμενη γενιά σε γενικές γραμμές επαληθεύτηκαν, σίγουρα όμως δεν κατάφεραν να σβήσουν τον συλλογικό πόνο τόσο του ανέστιου της πρώτης γενιάς («Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν»)[18]
όσο και του πρόσφυγα ακόμα και της τρίτης γενιάς («Είμαστε πρόσφυγες, πρόσφυγες Έλληνες, εκ Μικράς Ασίας»).[19]
Σε αυτό το συλλογικό αίσθημα που απορρέει από τα δραματικά βιώματα της πρώτης γενιάς των προσφύγων μεταγενέστερα εγγράφονται πλήθος προσωπικών ιστοριών, υπαρξιακών αναζητήσεων και ποικίλων άλλων κατευθύνσεων που μπορεί να έχει η έννοια της μεταφύτευσης και του ριζώματος σε άλλον τόπο. Την προσοχή μου κέρδισε ένα από τα πιο πρόσφατα ριζώματα, με την κυριολεξία του όρου, οι καταβολές μιας συκιάς που δίνει πλουσιοπάροχα τα άνθη της στην Κύπρο, μετά από επάλληλους κύκλους προσφυγιάς του πατέρα από τη Σμύρνη στη Λάπηθο και του εκτοπισμένου γιου του από τη Λάπηθο στη Βοτσαλωτή. Πρόκειται για το μικρό διήγημα «Ο ψήνας» του Κώστα Λυμπουρή, τέταρτο στη σειρά στη συλλογή Βοτσαλωτή (2020), με πρωταγωνιστή τον Αποστόλη και τη συκιά του. Ο Αποστόλης:
Προς το τέλος της ζωής του, μοναχικός και απόλυτα συνδεδεμένος με τον φυσικό κύκλο της ζωής του δέντρου του, εκχωρεί τους γενναιόδωρους καρπούς στην κοινότητα με τη δέσμευση να συνεχίσει να φροντίζει τη συκιά και να προσφέρει δωρεάν τα άνθη της. Ηλικιωμένος πια, φεύγει από τον προσωρινό του βίο όπως ο ψήνας (*το έντομο που γονιμοποιεί τη συκιά),[21]
κληροδοτεί όμως το δέντρο του, που συμβολοποιεί τη σχέση με τη γη, την προσδοκία του καρπού, με κάποιο τρόπο τη συνέχειά του.[22]
Αν και εδώ μένει αναπάντητο το ερώτημα πώς να έφτασε στη Κύπρο η σμυρνέικη συκιά, στη νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη Οι βάρδιες των πουλιών (2019), υπάρχει απάντηση για τις μικρασιάτικες λεμονιές στον παραθαλάσσιο προσφυγικό συνοικισμό αλιέων Αγίας Παρασκευής του Καστέλλου, στην πόλη της Χίου. Το κατόρθωσε η Μαυροματάκαινα, η προγιαγιά του αφηγητή Ανέστη Δεληγιώργη,
Στη διάρκεια της φετινής επετείου είναι φανερό ότι η λογοτεχνική παραγωγή γύρω από το θέμα του ριζώματος θα αυξηθεί, νέοι κλάδοι και νέοι καρποί θα εμφανιστούν στη θεωρία και στην πράξη. Κι αυτή η παραγωγή από τις πρώτες ρίζες, όσο βαθύς κι αν είναι ο καημός της, είναι ευδόκιμη και για όλες της πλευρές επωφελής. Με τον δικό της τρόπο συνεχίζει τη ζωή και παραμένει μια ισχυρή «φωνή πατρίδας», μοιάζει με την κραυγή που άκουσε ο Σεφέρης απ’ «τ’ αλακάτιν» (το ξύλινο μαγγανοπήγαδο) και τα παλιά νεύρα του ξύλου,[24]
αλλά ταυτόχρονα διαφέρει από αυτήν γιατί ο σπόρος είναι ζωντανός, το δέντρο ακμαίο και οι καρποί διαρκώς αναπαράγονται.