Χάρτης 48 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-48/afierwma/o-mikrasiatikos-kserizomos-kai-oi-rizes-stin-ellada
Tο «μοτίβο του ριζώματος»,[1] από τον τίτλο ήδη Οι πρώτες ρίζες (1936) που έδωσε η Τατιάνα Σταύρου στο μυθιστόρημά της με επίκεντρο την εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα, κάνει αισθητή τόσο τη διάθεση όσο και την ανάγκη για επανεκκίνηση της ζωής μετά την καταστροφή. Στο έργο αυτό της Τατιάνας Σταύρου απεικονίζεται βαθμιαία ο καθημερινός αγώνας των ξεριζωμένων να αντέξουν τον κοινωνικό ξεπεσμό, να επιβιώσουν και να συνεχίσουν κάπως τη ζωή τους μέσα στις παραγκουπόλεις της Αθήνας. Ξεκινώντας από την αποδοχή των σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, οι ξεριζωμένοι συνειδητοποιούν την κατάσταση και, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, επιδένουν στοργικά την πληγή επουλώνοντας, όσο ήταν δυνατό, το βαθύ τραύμα της χαμένης πατρίδας. Απλός και ευφυής ο παραλληλισμός των ανθρώπων με ξεριζωμένα δέντρα έρχεται και επανέρχεται έκτοτε στο λογοτεχνικό σκηνικό. Ενδεικτικά, σπόροι από τη μητρόπολη «πέρασαν το Αιγαίο σαν τα χνουδωτά σπόρια, ροβόλησαν και άνθησαν στην Ανατολή»,[2] και επιστρέφουν μετά από αιώνες στην πικρή, και ξένη κάποτε, πατρίδα τους, «κάτι ήμερα καλόβολα δέντρα που τα ξεριζώσανε άπονα για να τα φυτέψουνε σε πικρά χώματα και ξένα».[3] Ειδικότερα όμως στις Πρώτες ρίζες της Σταύρου τέθηκαν οι βάσεις για το ρίζωμα ως κορυφαία επιλογή, με την επίγνωση ότι η πρώτη γενιά των προσφύγων είναι εκείνη που θα παλέψει για να ριζώσει με την προοπτική να προσδιορίσει κάθε βλάστηση του μέλλοντος:
Είναι στιγμές που νοιώθω σαν να μην είμαι άνθρωπος παρά γίνουμαι δέντρο. Προσπαθώ κι αγκομαχώ να χώσω βαθιά όσο μπορώ τις ρίζες μου, να ρουφήξω με τα τρεμάμενα κλωστένια στόματά μου λίγη δροσούλα. […] Χρειάζεται αγώνας να μπηχτείς μέσα σε τούτη την άσπρη ξερή γη. Θέλει να σκάψεις με τα νύχια, με τα δόντια, με όλα σου τα δυνατά, για να στεριώσεις μια ζωούλα φτωχικιά, χωρίς ανάμνησες. Είναι στιγμές που νοιώθω σα να μην είμαι άνθρωπος παρά γίνουμαι δέντρο. […] Νοιώθω με φόβο και λαχτάρα πως εμείς θα είμαστε οι πρώτες ρίζες! Αυτά [τα παιδιά μας], οι πρώτοι ανθοί, θα λουλουδίσουν ή θα μαραζιάσουνε ανάλογα με τα δικά μας αγκομαχητά. Αν θα βαστάξουμε, αν δε μας τσουρουφλήσει ο ήλιος που καίει σαν φοβέρα πάνω από τις χλωρές ζωές μας.[4]
Ως προς τη λογοτεχνική αυτή «μεταφύτευση», που αποτελεί και το θέμα της μικρής μας επισκόπησης, έχουν γίνει έγκαιρα επισημάνσεις για τη θετική επενέργεια που είχε ο ξεριζωμός στην ελληνική πνευματική ζωή:
H μεγάλη «μετοικεσία», ο ξεριζωμός και το ξαναφύτεμα στο αρχέγονο πάτριο έδαφος τέτοιου πλήθους Eλλήνων, δεν άλλαξαν μονάχα την εδώ κοινωνική σύνθεση, δεν έδωσαν μονάχα ένα πλούσιο, φανταχτερό και ζωντανό χρώμα στην καθημερινή ζωή, μα συντέλεσαν και μια ψυχική και πνευματική μετατροπή, που βρήκε και στην τέχνη του λόγου την αρμόδια συχνά έκφρασή της.[5]
Σήμερα, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης ενός αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή, βρισκόμαστε πλέον σε θέση να δούμε μακροσκοπικά το θέμα του ριζώματος στην ελληνική κοινωνία αλλά και να ελέγξουμε την αντοχή αυτών των ριζών στη δεύτερη και την τρίτη γενιά.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την εκτίμηση ότι για τους Μικρασιάτες λογοτέχνες το θέμα του ριζώματος εμφανίζεται διαγενεακά, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, τόσο σε αντίθεση[6] με τον πόνο του ξεριζωμού όσο και ως αναπλήρωσή του. Πρώτο ζητούμενο, ισάξιο με το πρωταρχικό θέμα της επιβίωσης, είναι η διάθεση προσαρμογής που δείχνουν οι πρόσφυγες, οι δυνατότητες που έχουν για να ανταποκριθούν τις σκληρές συνθήκες της ζωής τους. «Προσαρμοστικοί» και «απροσάρμοστοι»,[7] πορεύονται σε άγνωστα και άξενα μέρη, όπως χαρακτηριστικά αρχίζει η Γαλήνη (1939) του Ηλία Βενέζη: «ένα κοπάδι κυνηγημένοι πρόσφυγες της Ανατολής, καλοκαίρι του 1923, γυρεύουν τη νέα πατρίδα τους στην ερημιά της Αναβύσσου».[8] Η Γαλήνη, ένα μυθιστόρημα που εγγράφεται κυριολεκτικά επάνω στο συλλογικό τραύμα αλλά πορεύεται στην οδό της ρομαντικής καρτερίας του γιατρού Βένη, ενός ανθρώπου που «γυρεύει να κυνηγήσει χίμαιρες στη γη της Αναβύσσου» και που αναγνωρίζεται σαν αρχηγός ανάμεσα στους ξεριζωμένους «που έπρεπε να δεθούν και να ριζώσουν, έπρεπε, με το τυφλό ένστικτο του γερού φυτού»,[9] βασίζεται ποικιλοτρόπως στην έννοια του ριζώματος. Από τη μια μεριά η ουτοπία με τις τριανταφυλλιές που φυτεύει ο γιατρός στην άξενη Aνάβυσσο, όπως οι πρόγονοί του στα πάτρια εδάφη, και από την άλλη η λαχτάρα του ανατολίτη γερο-Κοσμά που θέλει να φυτέψει ένα δέντρο κοντά στη θάλασσα του Σαρωνικού, ένα δέντρο για να του θυμίζει τον τόπο του και για να αναπαύεται στη σκιά του. Εκφράζοντας και τις δύο πλευρές και με κεντρικό ζητούμενο τη γαλήνη, ο συγγραφέας βλέπει και τις δύο όψεις του νομίσματος, και κλείνει το βιβλίο του με την αποφασιστικότητα του εργατικού Γλάρου μπροστά στις απορίες της μικρής του κόρης, Αυγής: «-Τώρα θα ριζώσουμε σε τούτο τον τόπο και θα δουλέψουμε τούτη τη γη και θα μας δώσει εκατό φορές το σπόρο που σπέρνουμε, καθώς η γη του τόπου απ’ όπου ήρθαμε».[10] Με τον ίδιο ρεαλισμό, μακριά από τη ρομαντική ουτοπία του γιατρού και την αθεράπευτη νοσταλγία για τον τόπο τους, οι ξεριζωμένοι γέροντες τρέφουν βάσιμες ελπίδες για το μέλλον, γνωρίζοντας ότι το ρίζωμα δεν αφορά αυτούς αλλά τις επόμενες γενιές («-Εμείς δεν πιάνουμε πουθενά πια. Μα αυτά θα πιάσουν. Τα παιδιά μας λέω»).[11]
Σαν τα «αγριόχορτα» είναι η ράτσα των προσφύγων στο ηθογραφικό μυθιστόρημα Η Παναγιά η γοργόνα (1949) του Στρατή Μυριβήλη, που παλεύουν με όλες τις δυσκολίες και ριζώνουν χάρη στο ζωτικό ένστικτο του φυτού:
η φουρτούνα πέταξε σε τούτο τ’ ακρογιάλι τις σπαραγμένες ρίζες, βρεγμένες στο αίμα. Κι αυτές, όπως γίνεται με τα δυνατά αγριόχορτα, ριζοβόλησαν με πάθος στα καινούργια χώματα, γαντζώθηκαν με τα νύχια στα βράχια και τις σκισμές, άρχισαν να τινάζουν από παντού ορμητικούς βλαστούς για το νέο ανθοβόλημα.[12]
Αντίστοιχα με την τύχη των φυτών και οι ξεριζωμένοι άνθρωποι αντέχουν τα βάσανα της προσφυγιάς και αναπληρώνουν τον μπαξέ τους, δίχως την πολυτέλεια της νοσταλγίας, συνεχίζοντας να φυτεύουν τα λουλούδια τους μέσα στους φτωχικούς τενεκέδες, όπως ο Γιακουμής, ο μπαξεβάνης Στου Χατζηφράγκου (1962): «Τι κι αν μου λείπει ο μπαξές μου; Για φαντάσματα τώρα θα μιλάμε; Να ο μπαξές μου: αυτός ο τενεκές με το γεράνι κ’ η γλάστρα με το βασιλικό. Σε δυο τρεις μήνες θα ξεσποριάσει ο βασιλικός θα τον βγάλω τότε και θα φυτέψω μια κόκκινη γαρυφαλιά».[13] Ή, διάσπαρτα, στο αυτοβιογραφικό αφήγημα της Iφιγένειας Xρυσοχόου με τον αυτούσιο τίτλο Ξεριζωμένη γενιά. Tο χρονικό της προσφυγιάς στη Θεσσαλονίκη (1977), και στο, νατουραλιστικών αποχρώσεων, βιβλίο του Θέμου Kορνάρου Tο ξεκίνημα μιας γενιάς. Aπό τα βαλτονέρια της Mεγάλης Iδέας (1962), με επίκεντρο αγροτικές περιοχές στη Mακεδονία και στη Θεσσαλία.
Η απάντηση που δίνεται συνολικά από την πρώτη γενιά είναι λοιπόν ότι η προσαρμογή αργά ή γρήγορα επέρχεται, καθώς το ρίζωμα στον νέο τόπο αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη: «Οι άμοιροι θα ξαναπιάσουν ρίζες, σιγά-σιγά, στη νέα πατρίδα τους – είναι μέσα στη θεϊκή φύση του ανθρώπου να προσαρμόζεται αλλιώς δε θα επιζούσε στους αιώνες».[14] Ακόμα κι αν υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που, υποβαθμίζοντας την εθνοτική τους ταυτότητα, παραμένουν στον τόπο τους, η αποφυγή του ξεριζωμού που στάθηκε η προτεραιότητά τους με το σκεπτικό «Είπα στον εαυτό μου: Τι θέλεις από τη ζωή; Να μην αλλάξω τόπο, αυτό θέλω, ήταν η απάντηση. Τότε το αποφάσισα. Έβαλα φέσι. Έγινα Τούρκος»[15] αποδείχτηκε, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, εξίσου οδυνηρή, εγείροντας ζητήματα υπαρξιακής ταυτότητας στους επερχόμενους. Σε γενικές γραμμές, όμως, το εύλογο ερώτημα που διατυπώνει εν θερμώ η Έλλη Αλεξίου για Έλληνες και Τούρκους που ανταλλάχθηκαν και η αγωνία της για τα αισθήματα των ξεριζωμένων:
Γίνεται να ξεσηκώσεις ολόκληρο λαό, να τον βγάλεις από το σπίτι του, να τον ξεριζώσεις από τον τόπο του; τι ’ναι κανένα μπαούλο να το πάρεις και να το μετατοπίσεις; ξεχωρίζεις, λέγανε, το λάδι από το νερό, μα το γάλα από το νερό δεν ξεχωρίζει, γιατί με τόσα χρόνια συμβίωσης είχανε μπερδευτεί συναμεταξύ τους με λογής δεσμούς, εμπόρια, αγοραπωλησίες, φιλίες, έρωτα, ήτανε σα δυο φυτά διαφορετικά που τα σπέρνεις στην ίδια γλάστρα, και μ’ όλο που νιώθουνε νάναι ξένα, όμως περιπλέκουνται κάτω από τη γης οι ρίζες τους, και πάνω από το χώμα τα κλαδιά τους, κι άμα τραβήξεις να ξεριζώσεις το ’να, ακλουθεί και τ’ άλλο,[16]
εμπράκτως έχει απαντηθεί με την ανθεκτικότητα που επέδειξε ο πληθυσμός που ξεριζώθηκε,[17] τη νοσταλγία της πατρίδας σε συνδυασμό με τον αγώνα για το ρίζωμα, που ανέδειξαν και οι Μικρασιάτες λογοτέχνες. Με αυτόν τον τρόπο το δίπολο πατρίδα-προσφυγιά έγινε μια πραγματικότητα λιγότερο οδυνηρή, καθώς όλη η προσπάθεια επικεντρώθηκε στις ρίζες που πάσχισαν να μπουν στο ξένο έδαφος, να φυτευτούν γερά, να συνεχίσουν. Κι οι προσδοκίες για τα δέντρα που θα άνθιζαν με την επόμενη γενιά σε γενικές γραμμές επαληθεύτηκαν, σίγουρα όμως δεν κατάφεραν να σβήσουν τον συλλογικό πόνο τόσο του ανέστιου της πρώτης γενιάς («Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν»)[18] όσο και του πρόσφυγα ακόμα και της τρίτης γενιάς («Είμαστε πρόσφυγες, πρόσφυγες Έλληνες, εκ Μικράς Ασίας»).[19]
Σε αυτό το συλλογικό αίσθημα που απορρέει από τα δραματικά βιώματα της πρώτης γενιάς των προσφύγων μεταγενέστερα εγγράφονται πλήθος προσωπικών ιστοριών, υπαρξιακών αναζητήσεων και ποικίλων άλλων κατευθύνσεων που μπορεί να έχει η έννοια της μεταφύτευσης και του ριζώματος σε άλλον τόπο. Την προσοχή μου κέρδισε ένα από τα πιο πρόσφατα ριζώματα, με την κυριολεξία του όρου, οι καταβολές μιας συκιάς που δίνει πλουσιοπάροχα τα άνθη της στην Κύπρο, μετά από επάλληλους κύκλους προσφυγιάς του πατέρα από τη Σμύρνη στη Λάπηθο και του εκτοπισμένου γιου του από τη Λάπηθο στη Βοτσαλωτή. Πρόκειται για το μικρό διήγημα «Ο ψήνας» του Κώστα Λυμπουρή, τέταρτο στη σειρά στη συλλογή Βοτσαλωτή (2020), με πρωταγωνιστή τον Αποστόλη και τη συκιά του. Ο Αποστόλης:
Κουβαλούσε μέσα του την τραγωδία της Μικρασίας. Δεν την είχε ζήσει, βέβαια, ο ίδιος, καθώς γεννήθηκε πέντε χρόνια μετά την καταστροφή. Όμως ήταν γι’ αυτόν μια ανεξίτηλη ταυτότητα, ένας τρόπος ζωής. Ο πατέρας, φτάνοντας στη Λάπηθο με τη γυναίκα του, νιόπαντρος, βάλθηκε ν’ αναστήσει ό,τι άφησε πίσω τους στη Σμύρνη. Όσα μπορούσαν να αποκατασταθούν… Είπε να φτιάξει ξανά το περιβόλι τους, τον δικό τους παράδεισο. […] Και καθημερινά διηγόταν ιστορίες του τόπου τους, τόσο που, μεγαλώνοντας ο Αποστόλης, ένιωθε πως ζούσε παράλληλα δυο ζωές, μια στη Λάπηθο και μια στη Σμύρνη. Και να ‘θελε, μάλιστα, δεν μπορούσε να το αποφύγει, αφού για τους πιο πολλούς ήταν γνωστός ως «ο γιος του πρόσφυγα».[20]
Προς το τέλος της ζωής του, μοναχικός και απόλυτα συνδεδεμένος με τον φυσικό κύκλο της ζωής του δέντρου του, εκχωρεί τους γενναιόδωρους καρπούς στην κοινότητα με τη δέσμευση να συνεχίσει να φροντίζει τη συκιά και να προσφέρει δωρεάν τα άνθη της. Ηλικιωμένος πια, φεύγει από τον προσωρινό του βίο όπως ο ψήνας (*το έντομο που γονιμοποιεί τη συκιά),[21] κληροδοτεί όμως το δέντρο του, που συμβολοποιεί τη σχέση με τη γη, την προσδοκία του καρπού, με κάποιο τρόπο τη συνέχειά του.[22] Αν και εδώ μένει αναπάντητο το ερώτημα πώς να έφτασε στη Κύπρο η σμυρνέικη συκιά, στη νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη Οι βάρδιες των πουλιών (2019), υπάρχει απάντηση για τις μικρασιάτικες λεμονιές στον παραθαλάσσιο προσφυγικό συνοικισμό αλιέων Αγίας Παρασκευής του Καστέλλου, στην πόλη της Χίου. Το κατόρθωσε η Μαυροματάκαινα, η προγιαγιά του αφηγητή Ανέστη Δεληγιώργη,
με τα μάτια που είχε φέρει η προγιαγιά μας η Μαυροματάκαινα από το καλό της το δεντρί της απέναντι, και τα ταξίδεψε μες στο στόμα της για να ’χουνε υγρασία σαν πήγαινε εκείνη την ημερήσια εκδρομή τον Μάιο του ’30 με το Σωματείο Μικρασιατών Προσφύγων η Αναγέννησις και είδανε πάλι τα σπίτια τους. Έτσι, έγινε λοιπόν ο συνοικισμός μας εδώ, μ’ όλες τις λεμονιές του και με το λιμανάκι κάτω στον γιαλό, το νέο χωριό μας, απέναντι από το παλιό, να βλέπει τα νησάκια του, το Γούνι και το Κουμούδι, να τα αγναντεύουνε οι γέροι μας οι καρσινοί και να θυμούνται τα πάτρια.[23]
Στη διάρκεια της φετινής επετείου είναι φανερό ότι η λογοτεχνική παραγωγή γύρω από το θέμα του ριζώματος θα αυξηθεί, νέοι κλάδοι και νέοι καρποί θα εμφανιστούν στη θεωρία και στην πράξη. Κι αυτή η παραγωγή από τις πρώτες ρίζες, όσο βαθύς κι αν είναι ο καημός της, είναι ευδόκιμη και για όλες της πλευρές επωφελής. Με τον δικό της τρόπο συνεχίζει τη ζωή και παραμένει μια ισχυρή «φωνή πατρίδας», μοιάζει με την κραυγή που άκουσε ο Σεφέρης απ’ «τ’ αλακάτιν» (το ξύλινο μαγγανοπήγαδο) και τα παλιά νεύρα του ξύλου,[24] αλλά ταυτόχρονα διαφέρει από αυτήν γιατί ο σπόρος είναι ζωντανός, το δέντρο ακμαίο και οι καρποί διαρκώς αναπαράγονται.