Η αναφώνηση στα αλπικά βουνά ως έναυσμα της υπερρεαλιστικής επιφάνειας
«Jungfrau ή Η ηχώ των ωραίων» του Ανδρέα Εμπειρίκου
Το πεζόμορφο κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου «Jungfrau ή Η ηχώ των ωραίων», που γράφτηκε στις 9.3.1946 και αφιερώνεται στον λογοτέχνη και εκδότη Αντώνη Βουσβούνη,[1] ανήκει στην τρίτη ενότητα της συλλογής Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία[2] που επιγράφεται «Τα γεγονότα και εγώ».[3] Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής διστάζοντας για το αν θα παραμείνει στις Άλπεις μετά το τέλος της παραθεριστικής σεζόν ή αν θα κατέβει στις πεδιάδες, αποφασίζει να παίξει το παιχνίδι της ηχούς, φωνάζοντας μέσα στο τοπίο των Άλπεων «Τυμφρηστός!», προσφωνώντας δηλαδή το ομώνυμο βουνό της Στερεάς Ελλάδας. Αν η ηχώ ήταν διπλή ή τριπλή, θα επέλεγε να μείνει «στα όρη, ή μάλλον με τα όρη» (σ. 116). Τη στιγμή όμως της εκφώνησης της λέξης πυροδοτείται η ακόλουθη επιφάνεια:
Τότε συνέβη κάτι, που ποτέ δεν θα ξεχάσω. Απέναντί μου, μέσα στην άκρα σιωπή, επρόβαλε μια κόρη με μακριές ξανθές πλεξούδες, με κάτασπρη μπλούζα και καταπράσινη φούστα, και βάζοντας και αυτή τα χέρια της γύρω στο στόμα, απήντησε τρεις φορές, με παρατεταμένη, καθαρή φωνή:
“Jungfrau… Jungfrau… Jungfrau…”
Έτσι, εκείνη τη χρονιά, παρέμεινα στα όρη. (σ. 117)
Πρόκειται για τη θαυμαστή φανέρωση, μέσα στην άκρα σιωπή του αλπικού τοπίου –είναι γνωστό ότι η βουνοκορφή αλλά και η σιγή του κόσμου συνδέεται παραδοσιακά με τη θεϊκή επιφάνεια–,[4] μιας νεαρής κοπέλας, η οποία ενσαρκώνει οπτικά το ελβετικό βουνό Jungfrau και ηχητικά με τη φωνή της την ηχώ των ορέων. Η λέξη die Jungfrau σημαίνει στα γερμανικά «η παρθένος, η κόρη».[5] Το βουνό, λοιπόν, παίρνει τη μορφή της κόρης στην επιφάνεια που γεννιέται από το ασύνειδο του κειμενικού υποκειμένου, επαναλαμβάνοντας ως ηχώ όχι το όνομα του ελληνικού βουνού που εκφώνησε ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, όπως θα ήταν αναμενόμενο με βάση τους κανόνες της φυσικής και της λογικής, αλλά το όνομα του ελβετικού όρους-κόρης, σύμφωνα με τις εσωτερικές, ψυχικές επιθυμίες του ασύνειδού του. Με αυτόν τον τρόπο και μέσω της επιφάνειας η ηχώ των ορέων γίνεται ηχώ των ωραίων, δίνοντας στον Εμπειρίκο την ευκαιρία να παίξει λεκτικά με την ομοηχία.[6] Η επίδραση της επιφάνειας, η αποκάλυψη δηλαδή της βαθύτερης ασύνειδης επιθυμίας, ήταν καταλυτική για τον αφηγητή, που δηλώνει ότι δεν θα την ξεχάσει ποτέ, ενώ παράλληλα αποφασίζει να παραμείνει, εκείνη τη χρονιά, στα όρη, λύνοντας τους δισταγμούς του.[7]
Μέσω της υπερρεαλιστικής επιφάνειας αποκαλύπτεται το θαυμαστό (le merveilleux),[8] οι διχαστικές διαιρέσεις της λογικής καταλύονται, τα όρια του χώρου παύουν να υφίστανται, καθώς το ελβετικό Jungfrau γίνεται η ηχώ του ελληνικού Τυμφρηστού, η κοπέλα ενσαρκώνει τη βαθύτερη ουσία του τόπου,[9] η συνείδηση συντίθεται με το ασύνειδο, το φυσικό με το υπερφυσικό και η πραγματικότητα του αλπικού τοπίου με τη φαντασία του κειμενικού υποκειμένου. Οι λέξεις εναλλάσσουν τις σημασίες τους, η υλική και ψυχική πραγματικότητα συνυφαίνονται, σαν συγκοινωνούντα δοχεία, και τα όρια καταργούνται σε έναν επανα-μαγεμένο, υπερπραγματικό κόσμο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η βουνοκορφή, ένα από τα παραδοσιακά «υψηλά αντικείμενα»,[10] και μάλιστα το αλπικό βουνό, η «τυπική τοποθεσία του ευρωπαϊκού υψηλού»,[11] χρησιμοποιείται τώρα από τον υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο, ως τόπος και ταυτόχρονα αντικείμενο της επιφάνειάς του, αφενός για να αναπαρασταθεί όχι το απόλυτο ή το μεταφυσικό, αλλά το υπερπραγματικό, που λαμβάνει έτσι τις διαστάσεις ενός «νέου μυστικισμού»,[12] και αφετέρου για να γεννηθεί στην ψυχή του θεατή αυτού του ψηλού βουνού όχι η παραδοσιακή ένθεη μανία ή η αίσθηση της αδυναμίας να συλληφθεί ο κόσμος στην ολότητά του, αλλά ένας νέος υψηλός ενθουσιασμός, η ευδαιμονική και απελευθερωτική αγαλλίαση, η ψυχική άνωση που χαρίζει στο κειμενικό υποκείμενο, στον ποιητή και στον αναγνώστη του η ενόραση της υπερπραγματικότητας.
- Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Επίμετρο στους “Κύκλους του Ζωδιακού”», στο Ανδρέας Εμπειρίκος, Οι κύκλοι του Ζωδιακού. Ανέκδοτα κείμενα από τη συλλογή «Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία», επιμέλεια-προλογικό σημείωμα-επίμετρο Γ. Γιατρομανωλάκης, Άγρα 2018, σ. 237.
- Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία (1936-1946) [1960], Άγρα 1980, σσ. 115-117.
- Ο Dimitrios Yatromanolakis, Greek Mythologies: Antiquity and Surrealism, Κέιμπριτζ & Λονδίνο, Harvard University Press, 2012, σ. 229, κάνοντας έναν πολύ ενδιαφέροντα και εύστοχο συσχετισμό, θεωρεί ότι τα κείμενα της ενότητας αυτής διαλέγονται με την έννοια του Εγώ (ego), ενώ της δεύτερης με τίτλο «Μυθιστορίαι» αφορούν το Αυτό (id) και της τέταρτης που επιγράφεται «Πρόσωπα και έπη» σχετίζονται με το Υπερεγώ (superego).
- Βλ. Nektaria Klapaki, «Versions of the modern literary epiphany in twentieth-century Greek poetry: Cavafy, Sikelianos, Seferis, Embirikos», A thesis submitted to the University of London, King’s College, Λονδίνο, Department of Byzantine and Modern Greek Studies, 2005, σσ. 31-58 και Ηρακλής Καλλέργης, «Το μοτίβο της σιγής κατά τη θεία επιφάνεια στην ελληνική ποίηση», Νέα Εστία, 127, 1507, 15 Απριλίου 1990, σσ. 500-507 και 127, 1508, 1 Μαΐου 1990, σσ. 607-613.
- Ο Δημήτρης Καλοκύρης, Τα σύνεργα της πλοιαρχίας ήτοι Η άλλη όχθη του Ανδρέα Εμπειρίκου, Άγρα 2013, σσ. 46-47, αναφέρει ότι σε «επιζωγραφισμένη φωτοσύνθεση (φωτομοντάζ) αγνώστου φωτογράφου, [που] χρονολογείται γύρω στο 1900» το Jungfrau απεικονίζεται ως ξαπλωμένη κόρη.
- Το ίδιο άλλωστε λεκτικό παιχνίδι υπάρχει και στο «Αμούρ-Αμούρ». Βλ. και Οδυσσέας Ελύτης, «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», στο Εν λευκώ, Ίκαρος, 51999, σ. 148.
- Στο λήμμα «Άλπεις» της «Προσωπικής Εγκυκλοπαίδειάς» του ο Εμπειρίκος σημειώνει χαρακτηριστικά, εκφράζοντας την αγάπη του για τα ελβετικά βουνά: «Ω, σιωπή των υψηλών βουνών πόση άφωνη μουσική και πόση θεσπεσία περιέχεις αρμονία! Ω αλπικά βουνά με τις φωτεινές μαρμαίρουσες κορφές και, ενίοτε, με τις βαρειές νεφώσεις, όταν στον πάταγο των κεραυνών ξεσπούν οι καταιγίδες και εν μέσω των υετών κυλούν επαλλήλως οι βροντές, ωσάν να μάχονται μεταξύ των απίστευτοι τιτάνες, ενώ, την επομένη, απλώνεται πάλι γύρω σας η ευδία, σαν εγκαθίδρυσις ηδυπαθούς μακαριότητος, μετά την καταιγίδα -ω αλπικά βουνά. Και ενώ, κάτω στις πόλεις απλώνονται και καταθλίβουν ακόμη οι καταχνιές, υψώνεσθε, ω κορυφές, ωσάν κρυστάλλινον ωσαννά, χρυσίζουσαι κάθε πρωί, ροδίζουσαι με Alpenrose το απόγευμα με την δύσι, υψώνεσθε ανάλαφρες παρά τον όγκο σας μέσα σε εξαίσια γαλήνη, σαν ύμνος της γης προς όλο το σύμπαν, μέσα στην άσπιλη έκσταση των αιωνίων χιόνων. […] Και τώρα, χωρίς να ψάχνω το γιατί, ούτε το πώς, καθώς συνεχίζω τις γραμμές αυτές, με το θεσπέσιον όραμα των ελβετικών βουνών (Ω Eiger! Jungfrau! Matterhorn!) μπροστά μου, τελειώνοντας τούτο το περί Άλπεων λήμμα, εγώ, ο άνθρωπος των πεδιάδων και των προσθαλασσίων περιοχών, έχων στο νου μου το χρώμα που παίρνουν απ’ τον ήλιο οι χιονισμένες κορυφές, και, ταυτοχρόνως, ενθυμούμενος έναν στίχον του Mallarmé καθώς και το «Αλληλούια» απ’ τον Μεσσία τού Χαίντελ, αναφωνώ εν κατακλείδι: «Azur!, Azur!» καί, «Alpenrose! Και τώρα και πάντα Αλληλούια!» Βλ. Ανδρέας Εμπειρίκος, «Άλπεις» (επιμ. Γ. Γιατρομανωλάκης), Αντί, περίοδος Β΄, 731, 9 Φεβρουαρίου 2001, σσ. 16-17: 17.
- Το θαυμαστό, που συνδέεται με τον έρωτα, το θαύμα, το υπέροχο, το εκπληκτικό, το ασυνήθιστο, το παράδοξο, το απρόσμενο, το απίστευτο, την εμψύχωση του άψυχου, το υπερφυσικό και το ανοίκειο ή το κρυφό (που εκπορεύεται από το ασύνειδο) σε αγαστή συνύπαρξη με το καθημερινό και το οικείο ή το φανερό (που συνυφαίνεται με το συνειδητό), συνιστά βασική κατηγορία της υπερρεαλιστικής αισθητικής και την ίδια την ουσία του ωραίου, σύμφωνα με τον André Breton: «το θαυμάσιο (le merveilleux) ήταν πάντοτε ωραίο, οποιοδήποτε θαυμάσιο είναι ωραίο, δεν είναι μάλιστα παρά το θαυμάσιο που είναι ωραίο». Βλ. Αντρέ Μπρετόν, «Μανιφέστο του σουρρεαλισμού (1924)», στο Μανιφέστα του Σουρρεαλισμού, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Ελένη Μοσχονά, Δωδώνη 1972, σ. 18.
- Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Εμπειρίκος διαβάζοντας στα γαλλικά τον πρώτο τόμο του μυθιστορήματος του Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, τον οποίο είχε αγοράσει στη Νίκαια στις 17/5/1926, υπογραμμίζει, όπως αναφέρει ο Jacques Bouchard, Με τον Ανδρέα Εμπειρίκο παρά δήμον ονείρων: Δέκα κείμενα, Άγρα 2001, σσ. 112, 121-122, την ακόλουθη φράση: «Η κοπέλα αυτή, που μπορούσα να τη δω μόνο φορτωμένη από φυλλωσιές, ήταν για μένα κάτι σαν ένα τοπικό φυτό, που ανήκε όμως σ’ ένα είδος τελειότερο από τα άλλα και που με την κατασκευή του σου επιτρέπει να πλησιάσεις περισσότερο απ’ όποιο άλλο τη βαθύτερη ουσία του τόπου» (μτφρ. Π. Ζάννα). Πβ. τη διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση του Guy (Michel) Saunier, Ανδρέας Εμπειρίκος. Μυθολογία και Ποιητική. Δοκίμια, Άγρα 2001, σ. 69, που σημειώνει ότι «το αρσενικό βουνό μεταμορφώνεται σε θηλυκό, και ταυτόχρονα εδραιώνεται η ιερότητα της νέας ερωτικής συντρόφου του ποιητή».
- Βλ. Αγγέλα Γιώτη, «Εκδοχές του υψηλού στη νεοελληνική ποίηση: Το παράδειγμα του Ανδρέα Κάλβου και η πρόσληψή του από τους ποιητές», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2009, σσ. 72-73, που επισημαίνει τη «δυσκολία των μελετητών να αποφασίσουν σε κάθε εποχή ποιος ή τι θα ονομάζεται υψηλό. Ένα αντικείμενο καθαυτό (και εδώ πάλι εντοπίζουμε δύο κατηγορίες αντικειμένων: αρχικά το ποίημα ή το ρητορικό λόγο και αργότερα το φυσικό αντικείμενο απέραντης έκτασης, όπως είναι ένα ψηλό βουνό ή ο ωκεανός) ή το συναίσθημα που προκύπτει από τη θέαση του υψηλού αντικειμένου στον ψυχισμό του θεατή;» [Διατριβή: Εκδοχές του υψηλού στη νεοελληνική ποίηση: το παράδειγμα του Ανδρέα Κάλβου και η πρόσληψή του από τους ποιητές - Κωδικός: 27570 (ekt.gr) ανακτήθηκε στις 28/4/2022]
- Ό.π., σ. 97.
- Anna Balakian, Literary Origins of Surrealism: A New Mysticism in French Poetry, New York University Press, 21965.