Χάρτης 45 - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-45/diereynhseis/jungfrau-i-i-ikhw-ton-oraion-toi-andrea-empeirikoi-i-anafwnisi-sta-alpika-voina-os-enaisma-tis-iperrealistikis-epifaneias
Η αναφώνηση στα αλπικά βουνά ως έναυσμα της υπερρεαλιστικής επιφάνειας
Το πεζόμορφο κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου «Jungfrau ή Η ηχώ των ωραίων», που γράφτηκε στις 9.3.1946 και αφιερώνεται στον λογοτέχνη και εκδότη Αντώνη Βουσβούνη,[1] ανήκει στην τρίτη ενότητα της συλλογής Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία[2] που επιγράφεται «Τα γεγονότα και εγώ».[3] Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής διστάζοντας για το αν θα παραμείνει στις Άλπεις μετά το τέλος της παραθεριστικής σεζόν ή αν θα κατέβει στις πεδιάδες, αποφασίζει να παίξει το παιχνίδι της ηχούς, φωνάζοντας μέσα στο τοπίο των Άλπεων «Τυμφρηστός!», προσφωνώντας δηλαδή το ομώνυμο βουνό της Στερεάς Ελλάδας. Αν η ηχώ ήταν διπλή ή τριπλή, θα επέλεγε να μείνει «στα όρη, ή μάλλον με τα όρη» (σ. 116). Τη στιγμή όμως της εκφώνησης της λέξης πυροδοτείται η ακόλουθη επιφάνεια:
Τότε συνέβη κάτι, που ποτέ δεν θα ξεχάσω. Απέναντί μου, μέσα στην άκρα σιωπή, επρόβαλε μια κόρη με μακριές ξανθές πλεξούδες, με κάτασπρη μπλούζα και καταπράσινη φούστα, και βάζοντας και αυτή τα χέρια της γύρω στο στόμα, απήντησε τρεις φορές, με παρατεταμένη, καθαρή φωνή:
“Jungfrau… Jungfrau… Jungfrau…”
Έτσι, εκείνη τη χρονιά, παρέμεινα στα όρη. (σ. 117)
Πρόκειται για τη θαυμαστή φανέρωση, μέσα στην άκρα σιωπή του αλπικού τοπίου –είναι γνωστό ότι η βουνοκορφή αλλά και η σιγή του κόσμου συνδέεται παραδοσιακά με τη θεϊκή επιφάνεια–,[4] μιας νεαρής κοπέλας, η οποία ενσαρκώνει οπτικά το ελβετικό βουνό Jungfrau και ηχητικά με τη φωνή της την ηχώ των ορέων. Η λέξη die Jungfrau σημαίνει στα γερμανικά «η παρθένος, η κόρη».[5] Το βουνό, λοιπόν, παίρνει τη μορφή της κόρης στην επιφάνεια που γεννιέται από το ασύνειδο του κειμενικού υποκειμένου, επαναλαμβάνοντας ως ηχώ όχι το όνομα του ελληνικού βουνού που εκφώνησε ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, όπως θα ήταν αναμενόμενο με βάση τους κανόνες της φυσικής και της λογικής, αλλά το όνομα του ελβετικού όρους-κόρης, σύμφωνα με τις εσωτερικές, ψυχικές επιθυμίες του ασύνειδού του. Με αυτόν τον τρόπο και μέσω της επιφάνειας η ηχώ των ορέων γίνεται ηχώ των ωραίων, δίνοντας στον Εμπειρίκο την ευκαιρία να παίξει λεκτικά με την ομοηχία.[6] Η επίδραση της επιφάνειας, η αποκάλυψη δηλαδή της βαθύτερης ασύνειδης επιθυμίας, ήταν καταλυτική για τον αφηγητή, που δηλώνει ότι δεν θα την ξεχάσει ποτέ, ενώ παράλληλα αποφασίζει να παραμείνει, εκείνη τη χρονιά, στα όρη, λύνοντας τους δισταγμούς του.[7]
Μέσω της υπερρεαλιστικής επιφάνειας αποκαλύπτεται το θαυμαστό (le merveilleux),[8] οι διχαστικές διαιρέσεις της λογικής καταλύονται, τα όρια του χώρου παύουν να υφίστανται, καθώς το ελβετικό Jungfrau γίνεται η ηχώ του ελληνικού Τυμφρηστού, η κοπέλα ενσαρκώνει τη βαθύτερη ουσία του τόπου,[9] η συνείδηση συντίθεται με το ασύνειδο, το φυσικό με το υπερφυσικό και η πραγματικότητα του αλπικού τοπίου με τη φαντασία του κειμενικού υποκειμένου. Οι λέξεις εναλλάσσουν τις σημασίες τους, η υλική και ψυχική πραγματικότητα συνυφαίνονται, σαν συγκοινωνούντα δοχεία, και τα όρια καταργούνται σε έναν επανα-μαγεμένο, υπερπραγματικό κόσμο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η βουνοκορφή, ένα από τα παραδοσιακά «υψηλά αντικείμενα»,[10] και μάλιστα το αλπικό βουνό, η «τυπική τοποθεσία του ευρωπαϊκού υψηλού»,[11] χρησιμοποιείται τώρα από τον υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο, ως τόπος και ταυτόχρονα αντικείμενο της επιφάνειάς του, αφενός για να αναπαρασταθεί όχι το απόλυτο ή το μεταφυσικό, αλλά το υπερπραγματικό, που λαμβάνει έτσι τις διαστάσεις ενός «νέου μυστικισμού»,[12] και αφετέρου για να γεννηθεί στην ψυχή του θεατή αυτού του ψηλού βουνού όχι η παραδοσιακή ένθεη μανία ή η αίσθηση της αδυναμίας να συλληφθεί ο κόσμος στην ολότητά του, αλλά ένας νέος υψηλός ενθουσιασμός, η ευδαιμονική και απελευθερωτική αγαλλίαση, η ψυχική άνωση που χαρίζει στο κειμενικό υποκείμενο, στον ποιητή και στον αναγνώστη του η ενόραση της υπερπραγματικότητας.