Ευγνωμοσύνη ή φθόνος;
Στον πλαϊνό τοίχο της τράπεζας:
Δεν ήταν τυφλός· ψηλός, άνω των εξήντα,
λιανός, κοντό παντελόνι, πέδιλα με κάλτσες.
Είχε γνωρίσει και καλύτερες μέρες,
στο εγγύς παρελθόν του, ήταν προφανές.
— Έχετε πενήντα λεπτά; είπε,
αρκετά διατακτικά, ελάχιστα επαγγελματικά.
Του έδωσα δίχως σκέψη ένα ευρώ.
Ο ερασιτέχνης και ο πρωτάρης πάντα συγκινούν.
— Για την τράπεζα; είπε.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε,
για το σπίτι μου πήγαινα.
— Αναμονή τουλάχιστον δέκα λεπτά, είπε.
Με ικανοποίηση, κάπως «πληροφοριακά»,
κοιτώντας επιμόνως την ουρά.
Ένεκα ο covid, στην τράπεζα έμπαιναν
ένας ένας — όσοι είχαν λόγους.
Αυτός τι λόγο θα μπορούσε να έχει;
Από Τα Ποιήματα του Καιρού