Χάρτης 44 - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2022
https://www.hartismag.gr/hartis-44/tehnasmata/5-poiimata-poly-paratiritika-apo-konta-kai-apo-makria
«Ποίηση είναι ό,τι χάνεται εντελώς στην μετάφραση» — και ντάλα ο ήλιος ο ηλιάτορας
Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική…
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Θα την καταπιώ, γουλιά γουλιά θε να την πιω,
τι κι αν στην ετικέτα της δεν αναγράφεται ελληνιστί:
ΠΕΨΗ-ΚΟΛΛΑ
Παράπλευρη απώλεια
Καύσων —«Το λιμπίστηκα, τι να κάνουμε!»— ενέδωσε ενοχικά.
(Η χοντρή κυρία μπήκε ακράτητη στο παγωτατζίδικο).
Τυχαίο; Δυο ετοιμόρροποι φιλόλογοι σκνίπα
λογομαχούσαν άγρια στην είσοδο:
—το ρήμα λιμπίζομαι
είναι εκ της libido ή εκ του limbo—.
Ήρθαν αμέσως στα χέρια, κι ήταν δυνατοί,
λίμπα τα κάνανε στο μαγαζί στο πι και φι.
Προληπτική…
έκπληκτη η κυρία έσπευσε έντρομη καλού κακού να βγει,
—στερούμενη το παγωτό—
από μιας μοίρας τα σημάδια προσπαθώντας να σωθεί
Προς γνώσιν:
Ενίοτε οι ειδικοί ερίζουν άνευ λόγου και αιτίας,
λόγω ιδιοσυγκρασίας.
Πού να το ξέρει όμως αυτή, ενοχική, προληπτική…
Από τις σκέψεις του κ. Ελιέζερ:
1.
Πολλή συναίνεση, άγριο στριμωξίδι στο κέντρο.
Στριμόκωλα τα πράγματα. Ώρα να στρίβω.
Πόλεμος, ακρίβεια, πόλεμος
Πάλι πρωί πρωί στη λεκάνη
—ήτανε χρόνιος δυσκοίλιος— ̶
διάβαζε ένα χαρτί εμβριθώς.
Το μαμούνι βγήκε πάλι αμέριμνο.
— ̶Είχε περάσει τόσες φορές κοντά του.
(Δεν ήταν επικίνδυνο ή αηδιαστικό,
ούτε κατσαρίδα ήταν ούτε σκολόπεντρα,
ένα απλό μαμούνι ήταν).
Το είδε ενώ σφιγγόταν μετά μανίας:
Σπλατς! To έλιωσε η σαγιονάρα του,
χωρίς πολλά πολλά· ήταν φιλόζωος.
Πού να ξέρει ένα μαμούνι στο εξοχικό
την εξοργιστική άνοδο —εσχάτως— ̶
των τιμών του φυσικού αερίου;
Και πασχαλίτσα να ήταν δεν θα τη γλύτωνε.
Ευγνωμοσύνη ή φθόνος;
Στον πλαϊνό τοίχο της τράπεζας:
Δεν ήταν τυφλός· ψηλός, άνω των εξήντα,
λιανός, κοντό παντελόνι, πέδιλα με κάλτσες.
Είχε γνωρίσει και καλύτερες μέρες,
στο εγγύς παρελθόν του, ήταν προφανές.
— Έχετε πενήντα λεπτά; είπε,
αρκετά διατακτικά, ελάχιστα επαγγελματικά.
Του έδωσα δίχως σκέψη ένα ευρώ.
Ο ερασιτέχνης και ο πρωτάρης πάντα συγκινούν.
— Για την τράπεζα; είπε.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε,
για το σπίτι μου πήγαινα.
— Αναμονή τουλάχιστον δέκα λεπτά, είπε.
Με ικανοποίηση, κάπως «πληροφοριακά»,
κοιτώντας επιμόνως την ουρά.
Ένεκα ο covid, στην τράπεζα έμπαιναν
ένας ένας — όσοι είχαν λόγους.
Αυτός τι λόγο θα μπορούσε να έχει;
Από Τα Ποιήματα του Καιρού