Ουρές ΙΙ


Ει­κο­νο­γρά­φη­ση: Νι­κό­λας Κα­λαϊ­τζά­κης


Το πα­σό­ψα­ρο ή ψά­ρι του Αλή

Το πα­σό­ψα­ρο ή ψά­ρι του Αλή ήταν ένα με­γα­λο­πρε­πές και δυ­να­τό ψά­ρι, πο­λύ πιο εντυ­πω­σια­κό από το ψά­ρι του Μάρ­κους Πφί­στερ ή το γλυ­πτά ψά­ρια του Γιώρ­γου Κυ­πρή. Το πα­σό­ψα­ρο ζού­σε απο­κλει­στι­κά στη λί­μνη των Ιω­αν­νί­νων και κα­νείς ψα­ράς, πο­τέ, δεν κα­τά­φε­ρε να το πιά­σει στα δί­χτυα του, όσο κι αν προ­σπά­θη­σε.
Κυ­κλο­φο­ρού­σε στη λί­μνη τις νύ­χτες χω­ρίς φεγ­γά­ρι κι έκα­νε μπαμ από μα­κριά, τα λέ­πια του άστρα­φταν σαν χρυ­σά, τα πτε­ρύ­γιά του έλα­μπαν, λες και ήταν φτιαγ­μέ­να από πο­λύ­τι­μες πέ­τρες και η πλευ­ρι­κή του γραμ­μή αντα­να­κλού­σε φω­τει­νές δέ­σμες, κα­θώς έσχι­ζε το νε­ρό σαν να εί­χε πε­ρα­σμέ­να στη μέ­ση του μα­λα­μα­τέ­νια ξι­φά­ρια.
Σύμ­φω­να με τις δι­η­γή­σεις του για­τρού Χέν­ρυ Χό­λαντ, έμπι­στου φί­λου του Αλή πα­σά, ο δαι­μό­νιος Αλής ο Βε­λε­στιν­λής, τον χει­μώ­να του 1815, απο­κά­λυ­ψε σε ένα ψά­ρι, που εί­χε εγκλω­βι­στεί στον πά­γο της λί­μνης και το έσω­σε από βέ­βαιο θά­να­το, σε ποιο ση­μείο, στα κα­τά­βα­θα της λί­μνης, εί­ναι κρυμ­μέ­νος ο πε­ρί­φη­μος θη­σαυ­ρός του, με την υπο­χρέ­ω­ση, όταν αυ­τός θα έχει φύ­γει από τη ζωή, να πε­ρι­φέ­ρει τον θη­σαυ­ρό, του εφ΄ όρου ζω­ής, στη λί­μνη κά­θε νύ­χτα χω­ρίς φεγ­γά­ρι. Ση­μειω­τέ­ον ότι ο Αλή πα­σάς ο Βε­λε­στιν­λής δεν έτρω­γε πο­τέ ψά­ρια.

Ο Ιβι­γιάλ

Ο Ιβι­γιάλ ήταν ένα με­γα­λό­σω­μο επι­θε­τι­κό υδρό­βιο, που έμοια­ζε με πε­λώ­ριο κα­τά­μαυ­ρο χέ­λι, με ου­ρά με­γα­λύ­τε­ρη από δια­κό­σια μέ­τρα. Σύμ­φω­να με τους θρύ­λους των Βί­κινγκς, έπε­σε από τον ου­ρα­νό στις ακτές του Στά­βαν­γκερ της Νορ­βη­γί­ας και ανα­στά­τω­σε με την πα­ρου­σία του όλη την εκεί υδρό­βια ζωή. Τό­τε, ο Αλ­φα­ντούρ, το πνεύ­μα της θά­λασ­σας και πα­τέ­ρας των θε­ών των Σκαν­δι­να­βών, το ρώ­τη­σε τι θέ­λει για να φύ­γει και να στα­μα­τή­σει να ανα­στα­τώ­νει το βυ­θό. Το επαρ­μέ­νο και θρα­σύ υδρό­βιο του ζή­τη­σε να γί­νει θε­ός, ισά­ξιος με αυ­τόν. Ο Αλα­φα­ντούρ αρ­νή­θη­κε και ο Ιβι­γιάλ, για να τον εκ­δι­κη­θεί, άρ­χι­σε να κα­τα­σπα­ράσ­σει τις γέν­νες των άλ­λων ψα­ριών, να δια­λύ­ει τις φω­λιές τους και να δια­σταυ­ρώ­νε­ται με άλ­λα υδρό­βια.
Οι τε­ρα­τό­μορ­φοι από­γο­νοί του έβγαι­ναν στη στε­ριά και σκό­τω­ναν τα άλο­γα, τους τα­ράν­δους και τρο­μο­κρα­τού­σαν τον κό­σμο. Τό­τε οι Βί­κινγκς, προ­κει­μέ­νου να αντι­με­τω­πί­σουν το κα­κό, άρ­χι­σαν να το κυ­νη­γούν κι αυ­τό όλο τους ξέ­φευ­γε, κο­λυ­μπώ­ντας ανοι­χτά, προς τη Βό­ρεια θά­λασ­σα. Απο­φα­σι­σμέ­νοι να το πιά­σουν και να το τι­μω­ρή­σουν οι Βί­κινγκς, έφτια­ξαν και­νούρ­για, γρή­γο­ρα κα­ρά­βια και πέ­ρα­σαν, κυ­νη­γώ­ντας το, το στε­νό της Μάγ­χης, τον Βι­σκαϊ­κό κόλ­πο και τη θά­λασ­σα του Αλ­μπο­ράν, μέ­χρι που το βρή­καν εξα­ντλη­μέ­νο στο κόλ­πο της Πάλ­μα ντε Μα­γιόρ­κα κι εκεί το έγδα­ραν ζω­ντα­νό και το απο­κε­φά­λι­σαν.
Εκ των υστέ­ρων αντι­λή­φθη­καν οι Βί­κινγκς πό­σο κερ­δι­σμέ­νοι βγή­καν από αυ­τό το κυ­νη­γη­τό, για­τί γνώ­ρι­σαν και­νούρ­γιους τό­πους, ανά­πτυ­ξαν το εμπό­ριο και πλού­τι­σαν. Για να εξευ­με­νι­στούν για τη βάρ­βα­ρη συ­μπε­ρι­φο­ρά τους και για να το τι­μή­σουν για το κα­λό που τους έκα­νε, το ονό­μα­σαν Ιβι­γιάλ και το όρι­σαν ως ισά­ξιο του θε­ού Θωρ και της θε­άς Φρέ­για, προ­στά­τι­δας του έρω­τα, που πά­ντα γλυ­κο­κοί­τα­ζε το πα­ρά­ξε­νο υδρό­βιο που έμοια­ζε με χέ­λι, από την πρώ­τη στιγ­μή που απροσ­δό­κη­τα εμ­φα­νί­στη­κε στο Στά­βαν­γκερ.


Ο ιχθυό­χα­ρος

Ο ιχθυό­χα­ρος εί­ναι το πιο μι­κρό ψά­ρι του πλα­νή­τη, μι­κρό­τε­ρο κι από­ε­ρυ­θρο­κύτ­τα­ρο. Εί­ναι το μο­να­δι­κό ψά­ρι που ζει στη θα­λάσ­σια πε­ρι­φέ­ρεια του εγκε­φά­λου μας.
Η πρώ­τη ανα­φο­ρά για την πα­ρου­σία του ιχθυό­χα­ρου στη θα­λάσ­σια πε­ρι­φέ­ρεια του εγκε­φά­λου μας, έγι­νε από τον σο­φό κι­νέ­ζο Σιούν Κουάνγκ, γύ­ρω στο 210 π.χ . Έπει­τα, ο αι­γύ­πτιος φι­λό­σο­φος Φί­λων ο Αλε­ξαν­δρεύς απέ­δει­ξε ότι ο αυ­ξη­μέ­νος αριθ­μός ιχθυό­χα­ρων προ­κα­λεί ευ­ε­ξία με­γά­λη και αμέ­τρη­τη χα­ρά, σαν αυ­τή που νιώ­θουν οι άν­θρω­ποι που ζουν κο­ντά στη θά­λασ­σα, σε πο­τα­μούς και σε οά­σεις.
Στο μο­να­στή­ρι Τζό­κανγκ, στο Θι­βέτ, γί­νο­νταν επι­τυ­χείς με­τα­μο­σχεύ­σεις ιχθυο­χά­ρων, με απο­τέ­λε­σμα οι άν­θρω­ποι να ζουν μέ­σα στη χα­ρά μέ­χρι τα βα­θιά τους γε­ρά­μα­τα, ενώ οι ψα­ρά­δες του Άνγκ Μπανγκ στο Βιετ­νάμ συ­νε­χί­ζουν να στο­λί­ζουν τους πε­ρί­τε­χνους τά­φους που φτιά­χνουν με ομοιώ­μα­τα του ιχθυο­χά­ρου για να εί­ναι χα­ρού­με­νη η με­τα­θα­νά­τια ζωή.
Τα τε­λευ­ταία χρό­νια πα­ρα­τη­ρεί­ται κα­τα­κό­ρυ­φη πτώ­ση του πλη­θυ­σμού του ιχθυο­χά­ρου σε όλο τον κό­σμο, αλ­λά η επι­στη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα, για ώρες, αρ­νεί­ται να διε­ρευ­νή­σει το ζή­τη­μα, θε­ω­ρώ­ντας εκ προ­οι­μί­ου αδια­νό­η­το, η χα­ρά να εξαρ­τά­ται από ένα ψά­ρι που το δεύ­τε­ρο συν­θε­τι­κό του ονό­μα­τός του εί­ναι ο Χά­ρος.

Ο πο­τα­μιά­νος

Ο πο­τα­μιά­νος, ως εί­δος με­σο­γεια­κής ιχθυο­πα­νί­δας, ανα­γνω­ρί­στη­κε πρό­σφα­τα από τον κα­θη­γη­τή Πα­να­γιώ­τη Οι­κο­νο­μί­δη του Αρι­στο­τέ­λειου Πα­νε­πι­στή­μιου της Θεσ­σα­λο­νί­κης. Το εντό­πι­σε, εξε­ρευ­νώ­ντας τον κόλ­πο του Μύρ­του της Κε­φα­λο­νιάς, εκεί που κα­τέ­βαι­νε ο Κε­φαλ­λο­νί­της συγ­γρα­φέ­ας Θέ­μος Πο­τα­μιά­νος και ρέμ­βα­ζε τα δει­λι­νά. Ο συγ­γρα­φέ­ας ξέ­χα­σε μια μέ­ρα το βι­βλίο του με τί­τλο Για­λό-Για­λό στην πα­ρα­λία, το βι­βλίο το πή­ρε το κύ­μα κι ένα από τα ψά­ρια που πε­ριέ­γρα­φε εκεί, ξε­πή­δη­σε μέ­σα από τις σε­λί­δες του κι άρ­χι­σε να κο­λυ­μπά. Ο κα­θη­γη­τής Πα­να­γιώ­της Οι­κο­νο­μί­δης, που κα­τέ­γρα­ψε το νέο εί­δος, του έδω­σε το όνο­μα «πο­τα­μιά­νος» προς τι­μήν του Θέ­μου Πο­τα­μιά­νου, αν και το ψά­ρι αυ­τό δεν ζει στα πο­τά­μια πα­ρά μό­νο στη θά­λασ­σα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: