1987, Δεκέμβριος αν δεν με απατά με τις γνωστές της ανακατασκευές η μνήμη μου. Ένα πραγματικό μπουλούκι καλλιτέχνες στριμωχτήκαμε σε ένα αεροπλάνο και φτάσαμε στη Μπολόνια. Η τότε Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς μας έστελνε να δείξουμε καθένας το έργο του στην τρίτη από τις Biennale νέων καλλιτεχνών χωρών της Ευρώπης και της Μεσογείου. Ζωγράφοι, χορευτές, φωτογράφοι, γλύπτες, ποιητές, αλλά και δημοσιογράφοι και όσοι συνοδεύουν αντίστοιχες διοργανώσεις, εκπροσωπώντας τους θεσμούς. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες ο Χάρης Κοντοσφύρης και η Ομάδα Εδάφους του Δημήτρη Παπαϊωάννου και της Αγγελικής Στελλάτου. Εκεί και ο Γιάννης Δημητράκης, εκεί και ο υπογράφων, έχοντας στις αποσκευές του μόλις ένα βιβλίο και πολλά χειρόγραφα. Εκεί συνάντησα τον Γιάννη Δημητράκη και το έργο του ήδη πλούσιο στην ηλικία των τριάντα ετών, μαζί με εκείνο που είχε στα σκαριά. Ένα δεκαήμερο σε μια από τις ωραιότερες Ευρωπαϊκές πόλεις, με μια υποδειγματική φιλοξενία, ανάμεσα στο τέλος της στρατιωτικής θητείας και την έναρξη της παιδοψυχιατρικής ειδικότητας, κάτι σαν ένα ταξίδι δώρο για μένα. Και η συνάντηση με τον Γιάννη και τις φιγούρες του, που τότε περιορίζονταν στις μελανόμορφές διαδρομές τους απεμπολώντας το χρώμα, το οποίο ευτυχώς αρκετά αργότερα υποδέχτηκαν αφειδώλευτα στη σχεδιαστική τους μαεστρία και αποτύπωση. Αλλά εκείνη την εποχή τόσα χρόνια πριν, σχεδόν όσα και τα συντάξιμα ενός τίμιου εργαζόμενου, στριμώχνονταν και στροβιλίζονταν δαιμονικά σε μια σχεδιαστική κίνηση δίχως παύση, έναν κινητικό οίστρο αποτυπωμένο στο χαρτί, σαν καλικαντζαράκια ανθρώπινης καταγωγής που δεν εύρισκαν ανάπαυση, κάτι μεταξύ ιδιότυπων γραμματικών στοιχείων ή καβαλιστικών συμβόλων και μισοτελειωμένων ανθρώπινων και άλλων ενδεχομένως μορφών, αλόγων και πήγασων, πουλιών παραδείσιων και οικόσιτων, που δεν άργησαν στα επόμενα χρόνια να επικρατήσουν στη ζωγραφική του.
Οι πορείες των ανθρώπων άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν χαράζοντας τις συναντήσεις και τις αποστάσεις. Μετά από εκείνο το πρώτο δεκαήμερο, όπου το ιδιότυπο λοξό χιούμορ του Γιάννη Δημητράκη και η πλάγια, κάποτε ειρωνική αντιμετώπιση των πραγμάτων με είχαν αιφνιδιάσει ευχάριστα, συναντιόμασταν περιστασιακά κυρίως γύρω από την γκαλερί της Μαρίας Δημητριάδη, μιας Μέδουσας με σαγηνευτικό χαμόγελο που μόνο να την κοιτάξεις σε προκαλούσε. Άλλη μια συγκατοίκηση που γεννούσε απορίες, του Γιάννη Δημητράκη και της Μαρίας Δημητριάδη. Πως συνδέονταν άνθρωποι που φαίνονταν τόσο διαφορετικοί, με τόσο διαφορετικές διαδρομές, και μάλιστα αυτοί οι δύο όχι αποκλειστικά μέσω της τέχνης αλλά και της ζωής, αφού ανάμεσα στην οδό Ξενοκράτους 7, στην Παιανία και στην Πάρο στηνόταν ένα γαϊτανάκι διαδρομών σαν το στημόνι από τη γραφίδα του Γιάννη Δημητράκη κάποτε με άναρχο αλλά πάντοτε δημιουργικό τρόπο. Εικάζω πως ο θάνατος αυτής της σπουδαίας γκαλερίστας, που στέγασε σημαντικούς εικαστικούς της γενιάς του, υπήρξε για τον Γιάννη Δημητράκη μια απώλεια σημαδιακή. Ακόμη κι αν εδώ και πολλά χρόνια ένα σημαντικό μέρος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας εκφραζόταν και έδινε ένα σαφές εικαστικό στίγμα στον εκδοτικό οίκο Μπιλιέτο του αδελφού του Βασίλη Δημητράκου με έδρα πάντα την Παιανία.
Όταν χάνονται οι άνθρωποι, ο θάνατός τους μας σπρώχνει να ανοίξουμε μπαούλα και ντουλάπια όπου έχουν κατατεθεί τα ίχνη της ζωής που μοιραστήκαμε μαζί τους, μικρής ή μεγάλης δεν έχει κάποτε σημασία. Σημασία έχει το βάθος αυτών των ιχνών, οι χαρακιές. Ξέφτια και μισολιωμένα πράγματα ξεφεύγουν τότε από εκεί, και μας καλούν σε ένα ιδιότυπο κολάζ, σαν αυτά που έφτιαχνε ενίοτε ο Γιάννης Δημητράκης επιζωγραφίζοντας κάποτε και επεκτείνοντας εικόνες, δίνοντάς τους μιαν ένταση και μια δυναμική την οποία ο ίδιος ο άνθρωπος έκρυβε καλά στην συνήθως ήρεμη φυσική του παρουσία, εκτός κι όταν «τον έπιαναν τα δαιμόνια του» όπως μου είχε πει κάποτε. Όμως αυτά τα δαιμόνια ήταν συνεχώς παρόντα στη ζωγραφική του. Και μπορεί κάποτε μια περίοδος της ιστορίας της ζωγραφικής να είχε ονομαστεί «ποπ-αρτ», αλλά ακριβώς χάριν αυτών των δαιμόνων που κατοικούσαν τη γραμμή και το χρώμα του η ζωγραφική του Γιάννη Δημητράκη θα μπορούσε δόκιμα να χαρακτηριστεί «τζαζ», παρά τις όποιες ταυτόχρονες αναφορές της στην αρχαιοελληνική αγγειογραφία. Αναφορές που εύρισκαν ξανά τη χάρη μιας διαρκώς ανανεωμένης κίνησης. Έτσι δεσμεύοντας στις γραμμές του το τυχαίο, το φαινομενικά απ’ αλλού φερμένο, ακολουθώντας με ελευθερία το χάραγμά του, το μόνο που θα αναλογούσε σε έργο και άνθρωπο θα ήταν οι δαίμονες και οι αγάπες της τζαζ μουσικής, η κινητικότητά της, σαν αποχαιρετιστήριο εντελώς ενάντια στην αποκαμωμένη φωνή που άκουσα πριν από αρκετές μέρες στο τηλέφωνο να μου δίνει ραντεβού για να συναντηθούμε ίσως μετά τις θεραπείες στον Άγιο Σάββα είτε στο γραφείο μου, είτε καλύτερα, μου είπε, στο μουσείο Μπενάκη, στην έκθεση για την γκαλερί Μέδουσα της αγαπημένης του Μαρίας Δημητριάδη, ώστε να του δώσω το πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο, για το οποίο μου είχε χαρίσει ακόμη μια φορά ένα εξώφυλλο. Έκλεισα το ακουστικό όπως κλείνει κανείς ήσυχα μια πόρτα, αποχωρώντας από ένα κατώφλι που ξέρει πως δεν θα διαβεί πια.